Τρόποι ἀνόρθωσης
τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παιδείας
κατά τόν π. Γεώργιο Μεταλληνό
Παρά τήν τεραστίων διαστάσεων προσφορά τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου στήν ἐπιστήμη, πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἦταν Κληρικός, Ἱερέας στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Τόν διέκρινε μεγάλος ἱεραποστολικός ζῆλος, ὁ ὁποῖος τόν ὁδήγησε τελικά τό 1971, στά χρόνια τῶν μεταπτυχιακῶν σπουδῶν του στήν Γερμανία, στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ Κλήρου. Καί φυσικά ἡ ποιμαντική φροντίδα ἀπό ἐκεῖ καί ἔπειτα καί οἱ ἀγῶνες γιά τήν ἀληθινή ὀρθόδοξη πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπαιτοῦσαν πολύ χρόνο καί θυσίες εἰς βάρος τῆς ἐπιστημονικῆς προόδου. Χαρακτηριστικά σημειώνει σέ ἐπιστολή τῆς 17 Ὀκτ. τοῦ 1974, πού στέλνει ἀπό τή Γερμανία, πρός τόν φίλο του ἀπό τά φοιτητικά τους χρόνια π. Θεοδώρητο Μαῦρο: «Μικρά καί ἀσήμαντος θυσία εἶναι, ὅτι ναί μέν προχωρῶ, ἀλλά βραδέως μέ τάς ἐργασίας τάς ἐπιστημονικάς. Ἄλλωστε δέν εἶμαι «ἐπιστήμων», εἶμαι πρῶτον πνευματικός, ἐφημέριος, ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄρα δέν μέ ἀπασχολεῖ, ἄν θά τελειώσω, ἄν τελειώσω, βραδύτερον πως. Ὁ Θεός ἔχει! Τί τό ὄφελος τῶν διατριβῶν κ.λπ.; Ἄλλα προέχουν». Τί προεῖχε; Ἐκείνη τήν ἐποχή, στά χρόνια τῆς Γερμανίας, ὅπως μᾶς τό λέει ὁ ἴδιος σέ ἄλλη ἐπιστολή πρός τόν ἴδιο Κληρικό, προεῖχε ἡ μόρφωση τοῦ Χριστοῦ στίς καρδιές τοῦ λαοῦ Του, συγκεκριμένα τῶν 500.000 Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων στή Γερμανία. Χωρίς τήν φροντίδα ἀληθινῶν ποιμένων ὄντως θά χάνονταν. Καί αὐτή ἡ μόρφωση ἀπαιτεῖ ἐπιστήμονες, «ἐπιστήμονες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς θεραπείας», ὅπως τούς χαρακτηρίζει ὁ π. Γεώργιος. Ἔτσι ὁ μακαριστός π. Γεώργιος, χωρίς νά ὑπολογίσει κόπους, μέ διπλῆ ἔννοια ὑπηρέτησε τήν ἐπιστήμη. Ὡς Ἱερέας ὑπηρέτησε μέ αὐτοθυσία τήν ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν, τήν ποιμαντική - θεραπευτική ἐπιστήμη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί ὡς πανεπιστημιακός διδάσκαλος συνέβαλε μέ πάμπολλες μελέτες καί ἐπιστημονικά ἔργα στή διερεύνηση καί κατανόηση τῆς πορείας τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα στήν Ἱστορία.
Μέ βάση αὐτήν τήν διπλῆ προσφορά τοῦ π. Γεωργίου ἔδωσα στή μελέτη αὐτή βαρύτητα σέ δύο σημεῖα: Τό πρῶτο εἶναι ἡ Θεανθρωποκεντρικότητα τῆς Παιδείας καί τό δεύτερο εἶναι ἡ Παιδεία στήν Ἑλληνορθόδοξή της διάσταση.
Ἡ Θεανθρωποκεντρικότητα τῆς Παιδείας
Στή διερεύνηση τῆς Παιδείας τῶν διαφόρων πολιτισμῶν ἀρχικά προβάλλονται ἐρωτήματα ὅπως: Γιά ποιά Παιδεία μιλᾶμε; Ποιόν ἄνθρωπο θέλουμε νά παράγει ἡ Παιδεία; Τί περικλείει αὐτή ἡ Παιδεία; Συνήθως οἱ ἄνθρωποι συνδέουν μέ τήν Παιδεία τήν ἀπόκτηση σύνεσης καί σοφίας, τή μόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁλοκλήρωση τῆς προσωπικότητάς του, τήν ἀγωγή, τή νοητική καί ψυχική καλλιέργειά του, τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἤθους του, ὅλα αὐτά μέ τελικό σκοπό τήν ἁρμονική ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στό συλλογικο-κοινωνικό σῶμα. Προφανῶς δέν ἀποκτᾶται μόνο στό σχολεῖο, ἀλλά κυρίως μέσα στήν οἰκογένεια καί στό κοινωνικό περιβάλλον πού ζεῖ. Ἡ Θεανθρωποκεντρικότητα, πού ὀφείλει σύμφωνα μέ τήν ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων νά εἶναι τό ἀπόλυτο κέντρο τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παιδείας κατά τόν π. Γεώργιο, σημαίνει, ὅπως τόνιζε συχνότατα, τή μόρφωση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Καί αὐτή ἐπιτελεῖται ἐκτός ἀπό τήν οἰκογένεια καί τό σχολεῖο σέ ἕνα εἰδικό συλλογικό-κοινωνικό σῶμα, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί μάλιστα στήν τοπική της ἐκδήλωση καί φανέρωση, στήν ἐνορία καί στό μοναστήρι. Μόνο αὐτή ἡ μόρφωση, ἡ διαμόρφωση τοῦ ἑαυτοῦ μας μέ πρότυπο τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ στήν οὐσιαστική ζήτηση τῆς Θεοειδοῦς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτή ἔχει κατασκευαστεῖ ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό εἶναι τό ἀπόλυτα κεντρικό ζήτημα γιά τόν κάθε ἄνθρωπο. Ἀντίθετα, μιά ἠθική προστακτική, ἕνα σύνολο ἀνθρωπίνων ἐπινοήσεων πού ἔχουν στόχο τήν κατασκευή τοῦ τέλειου ἀνθρώπου καί τῆς τέλειας κοινωνίας, ἀποδεικνύονται τελικά ξυλοκέρατα γιά τήν ἀνθρώπινη ψυχή. Μέ αὐτά δέν χορταίνει, ὅπως μέ σαφήνεια μᾶς τό διδάσκει ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ. Ὅταν ἡ Παιδεία γίνεται ἀνθρωποκεντρική, ἀνθρωπιστική, ἀκριβῶς ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐξαφανίσει τόν Θεό καί τίς ὁδηγίες Του ἀπό τή ζωή του, θά γίνεται ἀναγκαστικά καί ἰδεολογική, φανταστική. Μᾶς τό ἐπιβεβαιώνει ἡ Ἱστορία τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι, μόλις ἡ προσοχή τους ἀποσπάστηκε ἀπό τόν Θεό καί τίς ὁδηγίες Του, ἄρχισαν μέ τήν προτροπή τοῦ Διαβόλου νά φαντάζονται· ἤθελαν νά γίνουν μόνοι τους, μέ τίς δικές τους δυνάμεις Θεοί.
«Θεοί ἐστέ καί υἱοί τοῦ ὑψίστου πάντες», λέει τό ψαλμικό χωρίο. Μιλάει γιά ἕνα δεδομένο, ὄχι γιά κάτι πού πρόκειται νά γίνει στό μέλλον, μιλάει γιά τό δεδομένο τῆς κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Δημιουργό του, τό ὁποῖο εἶναι ἀναφαίρετο στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀναφαίρετο στοιχεῖο τῆς ψυχῆς του. Μπορεῖ νά τό διαστρέψει, ἀλλά δέν μπορεῖ νά τό ἐξαφανίσει ἀπό μέσα του. Ὅλη ἡ Θεία Οἰκονομία, τό ἔργο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μας, ἀποβλέπει στήν ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ὑπαρξιακῆς ζήτησης τοῦ ἀνθρώπου, νά γίνει καί αὐτός Θεός, νά θεωθεῖ, ὄχι φυσικά κατ’ οὐσίαν ἀλλά κατά χάριν.
Ὁ μακαριστός π. Γεώργιος περιγράφει μέ γλαφυρό τρόπο αὐτή τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν θέωση, ἤ τήν ἁγιότητα σύμφωνα μέ τόν ἁγιογραφικό λόγο: «Ἅγιοι γίνεστε καθώς κἀγώ ἅγιος εἰμί». Ξεκινάει μέ τόν Κύριο καί Θεό μας «Ἰησοῦ Χριστό, τό Φῶς καί τήν Ἐλπίδα τοῦ κόσμου», τόν Ὁποῖο ἡ Θεανθρωποκεντρική Παιδεία θέλει νά μορφώσει ἐντός μας. Τηλεγραφικά ἀναφέρω: Ὁ Θεός Λόγος εἶναι Δημιουργός τοῦ κόσμου. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἶναι τό ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ Ἀδάμ. Ἀσάρκως ὁ Θεός Λόγος ὁδήγησε τούς Δικαίους καί τούς Προφῆτες στή θέωση. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι τό ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου ἔτσι εἶναι καί τό τέλος του. «Ἐν Χριστῷ» καί «διά τοῦ Χριστοῦ» ἑνώνεται μέ τόν Θεό. Ὡς κτιστός, μέσῳ τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ π. Γεωργίου, «ἀπέκτησε μιά μοναδική δυνατότητα θεώσεως, ἑνώσεώς του μέ τό Ἄκτιστο». Ὁ Χριστός ὡς τέλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καί τό τέλος (τά ἔσχατα) τοῦ κόσμου, ἡ ὁλοκλήρωση ὅλου τοῦ κόσμου, πού ἤδη ξεκινάει μέ τή Σάρκωση τοῦ Θεανθρώπου. Ἐκφράζοντας τήν «ἀγαπητική κίνηση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πρός τόν κόσμο», ἦρθε αὐτεπάγγελτος, δηλ. μέ μοναδικό κίνητρο τήν Ἀγάπη Του, ἀνταποκρινόμενος «στή λυτρωτική ζήτηση τοῦ κόσμου», πρό πάντων, βέβαια, τῆς Παναγίας Μητρός Του, τῆς «εὐλογημένης ... ἐν γυναιξί». Μέ τόν Θεάνθρωπο ἦρθε ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια στήν κοσμική πραγματικότητα, ἀποκαλύπτοντας τόν αὐθεντικό τρόπο ὕπαρξης, τόν ἀληθινό ἄνθρωπο. Ἀπελευθέρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία του στόν Διάβολο καί στήν ἁμαρτία, καί ἔτσι ἀποκατέστησε τήν ἐσωτερική ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου, θεραπεύοντάς τον. Μέ τό δικό Του Θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του νίκησε τόν τελευταῖο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου, καλῶντας στή συνέχεια ὅλους τούς πρόθυμους ἀνθρώπους, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ π. Γεώργιος ὄχι «σέ κάποιο Κοινωνικό καί Φιλανθρωπικό Ἵδρυμα, ἀλλά ... στό σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία, γιά νά μποροῦμε συνεχῶς νά νικᾶμε τό θάνατο, τήν ἁμαρτία, τόν Διάβολο. Διότι μόνο τότε μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε ἀληθινά, δηλαδή ἀνιδιοτελῶς, τόν συνάνθρωπό μας καί νά συμπήξουμε κοινωνία ἀδελφοσύνης καί ἀγάπης». Ὁ Χριστός εἶναι Κύριος οὐρανοῦ καί γῆς καί ἡ Βασιλεία Του δέν ἔχει τέλος (Λουκ. 1, 33). Ἀσάρκως ἦταν παρών στήν Παλαιά Διαθήκη, ἐνσάρκως ἔπειτα μετά τήν Ἐνσάρκωσή Του. Μετά τήν Ἀνάληψή Του ἐπιστρέφει ὁ Χριστός «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς «καί ἡ θεωμένη «σάρκα» Του, ἡ ἑνωμένη «ἀσύγχυτα καί ἀδιαίρετα» μέ τή Θεία φύση Του, γίνεται ὁ «τόπος» συνάξεως ὅλων τῶν θεουμένων, τῶν Ἁγίων».
Ἡ ἀναφορά στόν Χριστό, τήν ἀρχή, τό κέντρο καί τό τέλος (ἔσχατα) τῆς Ἱστορίας καί τοῦ κόσμου, μᾶς δίνει τίς βασικές συντεταγμένες τῆς ἀληθινῆς πορείας, ἄρα Παιδείας, τοῦ κάθε ἀνθρώπου στή ζωή του. Μέ τήν βάπτισή του νεκρώνεται ὁ παλαιός ἄνθρωπος, τό «σῶμα τῆς ἁμαρτίας», καί ἀναγεννιέται «ἐξ ὕδατος καί πνεύματος», γίνεται, ὅπως προβάλλει ὁ π. Γεώργιος στηριζόμενος στόν ἀπ. Παῦλο, «σύμμορφος» μέ τόν Χριστό (πρβλ. Ρωμ. 8, 29). Γιά νά μπορέσει ὅμως νά διατηρήσει τή χάρη τοῦ βαπτίσματος, ἀπαιτεῖται ὁ νέος τρόπος ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαιτεῖται τό κατάλληλο περιβάλλον, τό κατάλληλο κλῖμα γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ νέου τρόπου ζωῆς πού εἶναι ἡ ζωντανή Ἐνορία γιά τούς ἀνθρώπους στόν κόσμο καί ἀντίστοιχα γιά τούς μοναχούς τό κοινοβιακό μοναστήρι. «Ὁ πιστός», σημειώνει ὁ π. Γεώργιος, «ζεῖ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στή ζωή καί πράξη τῆς Ἐνορίας του, μέσα στήν ὁποία ἀγωνιζόμενος καί ἁγιαζόμενος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, πραγματοποιῶντας συνεχῶς τήν ἐν Χριστῷ ὕπαρξή του, τήν ἐκκλησιαστικότητά του». Μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ πορεία τοῦ πιστοῦ ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ τά τρία στάδια «κάθαρσις-φωτισμός-δοξασμός/θέωσις». Εἶναι μιά πορεία θεραπείας καί ἔχει στόχο τήν «ἀποκατάσταση τῆς πνευματικῆς ὑγείας» ἤ μέ ἄλλα λόγια τήν «ἔνταξη τῆς ὑπάρξεώς μας μέσα στή Θεία Χάρη, στό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ». Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἐπιμένει ἰδιαίτερα ὁ π. Γεώργιος στηριζόμενος στόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο (εἶχε ὀνομάσει τήν Ἐκκλησία «Ἰατρεῖον πνευματικόν», πνευματικό νοσοκομεῖο), «ἐνεργεῖ στήν Ἱστορία ὡς ἕνα παγκόσμιο Θεραπευτήριο». Βλέποντας τήν καρδιά καί ὄχι τή διάνοια ὡς κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, ζητάει νά τόν ἀπελευθερώσει ἀπό τήν πάρα φῦσιν λειτουργία του, πού ἐκφράζεται μέ τήν κυριαρχία του ἀπό τά πάθη (κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη). Ἔπειτα θέλει νά τόν ὁδηγήσει στήν κατά φῦσιν κατάστασή του, δηλ. τή λειτουργία τοῦ ἑαυτοῦ του σύμφωνα μέ τή φύση του, πού κατορθώνεται μέ τήν πιστή τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τή συμμετοχή στά μυστήρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται δεκτικός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (φωτισμός) καί ὁ Θεός, ὅταν κρίνει παρέχει στόν νοῦ του, τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς κατά τούς Πατέρες (στήν Κ.Δ. ὀνομάζεται «πνεῦμα» τοῦ ἀνθρώπου) τό ὑπέρ φῦσιν, τήν ὁλοκλήρωσή του, τήν θεοπτία, δηλαδή τήν θέωση. Ὁ π. Γεώργιος ἐπικαλεῖται σχετικά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του «Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον», ἐκφράζοντας ὅλη τήν πατερική παράδοση, ἀναφέρεται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ὡς «κέντρο φυσικό, ὑπερφυσικό ἀλλά καί παραφυσικό».
Βέβαια, κάθε Θεραπευτήριο-Νοσοκομεῖο πέρα ἀπό τόν εἰδικό χῶρο, τό ἰδιαίτερο περιβάλλον πού παρέχει, πάνω ἀπ’ ὅλα χρειάζεται καί τό καταρτισμένο ἐπιστημονικό προσωπικό. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο. Γιά νά ἔχει ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν μιά ἐπιτυχῆ ἔκβαση, ἀπαιτεῖ, ὅπως σημειώσαμε στήν ἀρχή, τούς «ἐπιστήμονες τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεραπείας», οἱ ὁποῖοι κατ’ ἀκρίβειαν ὀφείλουν οἱ ἴδιοι νά εἶναι θεραπευμένοι, νά ἔχουν δεχθεῖ τή θεραπεία τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μπορέσουν νά θεραπεύσουν στή συνέχεια ἄλλους καί νά τούς ἀφήσουν ὡς διαδόχους τους. Ἀπαιτεῖ δηλ. τήν Μυστηριακή Ἱεροσύνη, ἀπαιτεῖ τόν Πνευματικό Πατέρα, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τόν Ἀπ. Παῦλο καί ὅλη τήν πατερική παράδοση, πού προβάλλει ὁ π. Γεώργιος, «δέν εἶναι ἁπλῶς διδάσκαλος – παιδαγωγός, ἀλλ’ αὐτός πού ἀναγεννᾶ «ἐν Χριστῷ» τόν ἄνθρωπο καί «διά τοῦ εὐαγγελίου» (Α΄ Κορ. 4,15). Στούς πρώτους αἰῶνες, ἐπισημαίνει ὁ μακαριστός π. Γεώργιος, «Κληρικοί ... γίνονταν οἱ Πνευματοφόροι, ἐπιλεγμένοι ἀπό τούς φορεῖς τῶν ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων (πρβλ. Α΄ Κορ. 12, 28 καί Ἐφεσ. 4, 11 ε.). Ὅσοι δηλ. μποροῦσαν νά ὁδηγήσουν στή θεραπεία καί ὄχι ἁπλῶς οἱ «ἠθικοί» ἤ «πεπαιδευμένοι»». Γι’ αὐτό καί οἱ σημερινοί Κληρικοί φέρουν τεράστια εὐθύνη γιά τήν πνευματική κατάσταση τῶν πιστῶν πού τούς ἔχουν ἐμπιστευθεῖ. Ὀφείλουν νά συνειδητοποιοῦν τή διαρκῆ ἀνάγκη ἀναζωπύρωσης τοῦ Ἱερατικοῦ τους χαρίσματος πού δέν ἐξασφαλίζεται μέ τήν αὔξηση γνώσεων, ἀλλά μέ τή συνεχῆ πρόοδο στήν πνευματική τους πορεία. «Πεποίθησή μου εἶναι», γράφει ὁ π. Γεώργιος, «ὅτι ἡ ὑπακοή στούς Ἁγίους καί ἡ –ἔστω θεωρητική– γνώση τῆς πατερικότητος ἀναπληροῖ τά κενά μας καί μᾶς παρέχει τή δυνατότητα νά ποιμάνουμε πατερικά, δηλαδή ἐκκλησιαστικά. Αὐτό ἰσχύει ἰδιαίτερα στήν παρεχόμενη ἀπό μᾶς πνευματική ὁδήγηση».
Μετά ἀπό αὐτή τή σύντομη ἀναφορά στήν Θεανθρωποκεντρικότητα ἤ Χριστοκεντρικότητα τῆς Παιδείας, δηλ. τό οὐσιαστικό περιεχόμενο, τό πρότυπο τῆς Παιδείας πού δέν εἶναι κάποια ἰδέα, ἀλλά ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, θά μᾶς ἀπασχολήσει στή συνέχεια:
Ἡ Παιδεία στήν Ἑλληνορθόδοξή της διάσταση
Στόν σύνθετο ὅρο «Ἑλληνορθόδοξη» Παιδεία, ὅπως γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό ἀπό τό πρῶτο μέρος τοῦ κειμένου, τό βάρος πέφτει στό «ὀρθόδοξο» στοιχεῖο. Μέσῳ τοῦ ὀρθοδόξου, τῆς Θεανθρωποκεντικότητας ἤ Χριστοκεντρικότητας τῆς Παιδείας, διασώζεται βέβαια καί κάθε γνήσιο συστατικό τοῦ πρό Χριστοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου ἔφερε ὡς χαρακτηριστικό τῆς ταυτότητάς του τή ζήτηση τῆς σοφίας – ἀλήθειας (Α΄ Κορ. 1, 22). Ἑπομένως ἡ ἀνόρθωση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παιδείας προϋποθέτει τήν συνειδητοποίηση σέ βάθος αὐτοῦ τοῦ Ἑλληνορθόδοξου χαρακτῆρα τῆς Παιδείας, δηλ. τή διείσδυση στή συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας, ὥστε νά γίνει κατανοητή ἡ «Ἑλληνορθοδοξία». Τόν ὅρο αὐτό ἀγάπησε ἰδιαίτερα ὁ π. Γεώργιος, γιά νά ἀποδώσει τό νέο μέγεθος πού προκύπτει ἀπό αὐτή τή συνάντηση καί τήν παιδεία του.
Ποιά ὅμως εἶναι ἡ οὐσία αὐτῆς τῆς συνάντησης, τήν ὁποία παρουσιάζει ὁ π. Γεώργιος ὡς «κοσμογονική τομή στήν παγκόσμια Ἱστορία»; Εἶναι τό γεγονός τῆς βάπτισης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τοῦ θανάτου του γιά τήν ἁμαρτία, ὥστε ἔπειτα νά ἀναστηθεῖ σέ «ἐν Χριστῷ «καινή» ὕπαρξη (Γαλ. 6. 15)». Ἀποκτάει μιά «νέα ταυτότητα». Γιά νά διευκρινίσει μέ ἀκόμα μεγαλύτερη σαφήνεια αὐτή τήν συνάντηση, ὁ. π. Γεώργιος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «Ἐκκλησιοποίηση» τοῦ Ἑλληνισμοῦ, συνδέοντάς την μέ τήν «αὐθυπέρβαση», στήν ὁποία προβαίνει. Ἀπό τόν κτιστό, τόν ἀνθρώπινο λόγο περνάει στόν ἄκτιστο Λόγο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, καί ἀπό τόν «ἐνάρετο ἄνθρωπο» περνάει στόν «ἐν Χριστῷ κατά χάριν Θεάνθρωπο», τόν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος μέ ὅλους τούς Ἁγίους μαζί ἀποτελεῖ τήν «καινή πολιτεία» τοῦ Χριστοῦ. Τά γνήσια στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ πού ἐκφράζονταν ὡς καθολική ζήτηση τῆς ἀλήθειας μέ ὅραμα τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί τήν ἀνάλογη ὀργάνωση τοῦ κοινωνικοῦ χώρου, ἀπαριθμοῦνται ὡς ἐσωτερική διαφώτιση τοῦ ἑαυτοῦ μας (γνῶθι σαὐτόν), ὡς ἔντονος προβληματισμός γύρω ἀπό τήν πρώτη αἰτία τοῦ κόσμου (ὀντολογία), ὡς διαρκής προσπάθεια αὔξησης τῆς γνώσης τῶν ὄντων (γνωσιολογία). Ἐπί πλέον διακρίνεται ἡ θεοκεντρικότητα τῆς ζωῆς τοῦ Ἕλληνα, τήν ὁποία βιώνει στή θρησκευτικότητά του. Οἱ βασικές ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του καλύπτονται ἀπό θεότητες, στίς ὁποῖες ἀναφέρεται. Δέν ἀπαντᾶται ἡ ἀθεΐα. Ἡ λογοτεχνία καί ἡ ποίηση εἶναι γεμᾶτες ἀπό ἀνθρωπιστικές ἀξίες. Ἐπίσης ἔχει ἀπόλυτη «συνείδηση τῆς ἑνότητας καί καθολικότητας τῆς ζωῆς», ὅπως δηλώνεται φανερά μέ τά τρία ἐπίπεδα στούς Δελφούς. Στό πρῶτο συναντᾶμε τά ἱερά, τήν ἀναφορά στό θεῖο, στό δεύτερο τό θέατρο, τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου καί στό τρίτο τό στάδιο, τή διάπλαση τοῦ σώματος». Στόχος γενικά τοῦ ἀγῶνα τοῦ Ἕλληνα εἶναι ἡ ὅσο τό δυνατό πιό τέλεια βίωση τοῦ ἱεροῦ, ἀληθοῦς, ὡραίου καί δίκαιου. Ὅλα αὐτά σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ «ἁγιάζονται στό φῶς τῆς Χάρης· ἁγιαζόμενα ὅμως ἱεραρχοῦνται στήν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη». Τί σημαίνει αὐτός ὁ λόγος; Αὐτά τά στοιχεῖα μέ τήν κάθαρσή τους ἀπό κάθε ἴχνος ἐμπάθειας καί ἁμαρτίας προσλαμβάνονται κατά κάποιον τρόπο ὡς «σάρκα» τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς μέσο ἔκφρασής της. Ἑπομένως «ἡ Ὀρθοδοξία προσφέρει καί προσλαμβάνει. Προσφέρει τό Θεῖο καί προσλαμβάνει τό ἀνθρώπινο, γιά νά λογοποιήσει, ἀληθοποιήσει καί ἀφθαρτοποιήσει τό πρόσλημμα». Δέν εἶναι ὅμως ἱστορικά ἕνας οἱοσδήποτε πολιτισμός πού προσλαμβάνεται. Ὁ Ἑλληνισμός ὁδηγεῖται στήν ἕνωση μέ τήν Ὀρθοδοξία, «μιά ἕνωση» κατά τόν π. Γεώργιο «ἀδιαίρετη μέν, ἀλλά καί ἀσύγχυτη». Γι’ αὐτό θά μποροῦσε νά ὑποστηρίξει κανείς, ὅτι ἡ ἕνωση αὐτή εἶναι τό ἀρχέτυπο ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τά ἀνθρώπινα πού ἐκφράζουν οἱ διάφοροι πολιτισμοί. Τή μοναδικότητα αὐτή τοῦ Ἑλληνισμοῦ θεμελιώνει ἰδιαίτερα εὔστοχα ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, τόν ὁποῖο παραθέτει ἐδῶ ὁ π. Γεώργιος: «ὁ Ἑλληνισμός ... διαμελίσθηκε κι ἕνας ‘χριστιανικός Ἑλληνισμός’ δημιουργήθηκε», καταξιούμενος ὅμως σέ «αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως».
Καί λίγα στοιχεῖα ἀκόμα γιά τή γλῶσσα: Ἡ γλῶσσα δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα ἡ ποικιλία τῶν ἀνθρωπίνων γλωσσῶν ὑπογραμμίζει τή διαίρεση τῶν ἀνθρώπων, ὅπως φανερώνει ἡ διήγηση γιά τόν Πύργο τῆς Βαβέλ. Γι’ αὐτό κάθε λόγος γιά ἱερές γλῶσσες εἶναι ξένος στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἱστορικά ὡστόσο ἡ Ἁγία Γραφή ἤδη μέσῳ τῆς μετάφρασης τῶν Ἑβδομήκοντα, τῆς μετάφρασης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στά Ἑλληνικά, ἰδίως ὅμως μέσῳ τῶν κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἀναπόσπαστα συνυφασμένη μέ τήν Ἑλληνική γλῶσσα. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ μακαριστός π. Γεώργιος, μέ τό δεδομένο αὐτό ἡ Ἑλληνική γλῶσσα προλαμβάνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού σημαίνει, ὅτι «βαπτίζεται στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, πεθαίνει καί ἀναγεννᾶται», «γίνεται ἡ ἀνθρώπινη -Ἱστορική- σάρκα τοῦ Θείου «Λόγου», ἑνωμένη «ἀδιαίρετα», ἀλλά καί «ἀσύγχυτα» μαζί Του». Ὡς γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας-Ὀρθοδοξίας γίνεται γλῶσσα «διακονική καί ποιμαντική». Χαρακτηριστικό της εἶναι ἡ «σαφήνεια καί ἁπλότητα». Ἀπουσιάζει ὁποιοδήποτε στοιχεῖο γλωσσικῆς ἐπίδειξης. Μέ δεδομένη τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας γίνεται γλῶσσα ὑπερεθνική.
Ἰδίως ὡς πρός τή διαχρονική συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Ἱστορία πρέπει κατά τόν π. Γεώργιο νά ἀναγνωριστεῖ, ὅτι «Ἡ Ἐκκλησία-Ὀρθοδοξία σώζει καί στό θέμα τῆς γλώσσας τόν Ἑλληνισμό καί ὄχι ὁ Ἑλληνισμός τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἐκκλησία γίνεται ὁ κυματοθραύστης τῶν ἐπιβουλῶν ἐναντίον τῆς γλώσσας μας. Διότι ὄχι μόνο καταφάσκει καί συντηρεῖ τήν Ἑλληνική γλῶσσα σ’ ὅλη τήν ἱστορική της διαχρονία, ἀλλά καί διασώζει καί μεταδίδει τά ἀκούσματα τοῦ καθαροῦ Ἑλληνικοῦ λόγου. Δέν εἶναι γλῶσσα, πού διδάσκεται μέσῳ τῶν κειμένων, ἀλλά ζωντανή Ἐκκλησιαστική γλῶσσα, πού λαλεῖται καί ψάλλεται στήν Ἐκκλησιαστική λατρεία».
Ἀπό πολλούς ἐρευνητές καί ἀπό τόν μακαριστό π. Γεώργιο Μεταλληνό χρησιμοποιεῖται συχνά ὁ ὅρος «σύζευξη Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ». Κατά τήν ἀντίληψή μου πρόκειται μέν γιά μιά ὡραία εἰκόνα πού εἰσάγεται ἐδῶ, δέν ἀνταποκρίνεται ὅμως στά πράγματα. Ἡ λέξη σύζευξη προϋποθέτει δύο ἰσοδύναμα μεγέθη, πού ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅπως εἴδαμε, δέν ἰσχύει. Τά γνήσια στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀναδεικνύονται καί ἀξιοποιοῦνται μέ τήν «ἐκκλησιοποίησή» τους, ἀφοῦ βαπτίζονται μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπισημαίνει χαρακτηριστικά ὁ π. Γεώργιος. Ἄρα παύουν νά ἀποτελοῦν αὐτοδύναμο μέγεθος καί τελοῦν πλέον σέ ἄμεση ἀναφορά πρός τόν Τριαδικό Θεό. Ἄλλωστε, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἡ αὐθεντική Πατερική Παράδοση ὅποτε ἔβλεπε τόν Ἑλληνισμό μόνο του, ὡς αὐτοτελές μέγεθος, τόν θεωροῦσε ἀξιόλογο ἤ καί ἀξιοθαύμαστο. Ὅταν, ὅμως, τόν ἔβλεπε σέ σύγκριση μέ τόν Χριστιανισμό, ἔκρινε τήν σοφία του ὡς μωρία.
Λέων Μπράνγκ
Δρ. Θεολογίας-Ἀντιπρόεδρος Π.Ε.Θ.
«Ἐνοριακή Εὐλογία» Ἀρ. Τεύχους 256
Δεκέμβριος 2023
(Εἰσήγηση στό συνέδριο «Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Παιδεία: Ἀπό τόν Ἰωάννη Καποδίστρια στόν π. Γεώργιο Μεταλληνό...», πού διοργανώθηκε στήν Κέρκυρα στίς 23 καί 24 Σεπτεμβρίου 2023)