ΑΝ ΖΟΥΣΑ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ…

ΑΝ ΖΟΥΣΑ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ…

 

Σκέψεις γιά τή δύση ἑνός χρόνου.

Σκέψεις γιά τή δύση µιᾶς ζωῆς. Σκέψεις γιά τή δύση ἑνός κόσµου!

 

ρχικά, πρέπει νά ὁµολογήσω ὅτι ἀντιπαθῶ κάθε φωτογραφία, κάθε βιντεάκι, κάθε ἀναµνηστικό, πού συνηθίζουν νά κρατοῦν εὐλαβικά οἱ ἄνθρωποι γιά νά τούς αἰχµαλωτίζει (στή θεωρία ὑποτίθεται ὅτι τούς διασώζει) κάποιες στιγµές τους πολύτιµες. Λές καί θά µπορέσει ποτέ κανείς νά παγώσει τό χρόνο καί νά φυλάξει στήν κατάψυξη τό παγάκι! Λές καί, ἀκόµα καί στήν περίπτωση πού θά τό κατάφερναν, θά κατάφερναν νά φυλάξουν τή χαρά ἤ τή λύπη τους, τό γέλιο τους ἤ τήν ξεγνοιασιά τους, τό πηγαῖο ξέσπασµα τῆς τρυφερότητας, ἤ τῆς ἔκστασής τους καί ὄχι παγωµένες ἄψυχες γκριµάτσες ἀπολιθωµένων συναισθηµάτων.

Γιά µιά φορά, ὅµως, ἡ Ἱστορική συνέχεια, νίκησε τήν ἀντιπάθειά µου στίς φωτογραφίες καί παρασύρθηκα ἀπό ἕνα φωτογραφικό χρονικό, πού εἶχαν σάν ἀφιέρωµα στή δύση τοῦ χρόνου πού τελειώνει, οἱ TIMES τοῦ Λονδίνου. Κοιτάζοντας αὐτές τίς φωτογραφίες, ὅµως, µοῦ παρουσιάστηκε µέ ἀπόλυτη διαύγεια ἡ ραγδαία ἀλλαγή πού συντελέστηκε στόν κόσµο µας, µέσα στό διάστηµα µιᾶς ἀνθρώπινης ζωῆς. Τῆς ζωῆς µιᾶς γενιᾶς πού γεννήθηκε ἀπό τούς baby boomers, ὅπως ὀνοµάστηκαν αὐτοί πού ἐπέζησαν µετά ἀπό τόν µεγάλο καί καταστροφικό Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο καί γέννησαν παιδιά, γιά νά ἀναπληρώσουν τίς ζωές πού χάθηκαν σέ ἐκεῖνον τόν πόλεµο, παιδιά πού θά τά µεγάλωναν µαθαίνοντάς τα νά πιστεύουν στήν εἰρήνη, νά πολεµοῦν τήν κοινωνική ἀδικία καί νά χτίσουν ἕνα νέο κόσµο, ὅπου αὐτοί καί τά παιδιά τους καί τά παιδιά τῶν παιδιῶν τους θά ζοῦσαν µέσα στήν πρόοδο καί τήν εὐηµερία καί τή δικαιοσύνη καί τήν ἐλευθερία καί τήν ἰσότητα καί ὅλα τά εὐγενῆ ἰδανικά!  Γέννησαν παιδιά – ἐµᾶς, δηλαδή, τή δική µου γενεά–  πού θά γινόµαστε ἄνθρωποι πού θά δρασκελίζαµε δύο χιλιετίες καί θά τίς ἑνώναµε σέ µιά ζωή: Ἐµεῖς καί ἐκεῖνοι πού εἶχαν δρασκελίσει τήν πρώτη χιλιετία τῆς µετά τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀνθρωπότητας.

Ἄν εἶχα γεννηθεῖ χίλια χρόνια πρίν, θά εἶχα γεννηθεῖ περίπου µαζί µέ τόν αὐτοκράτορα Βασίλειο τόν Β´. Κι ἄν εἶχα τόν ἴδιο τρόπο σκέψης πού ἔχω τώρα, θά ἤµουν χρονογράφος τῆς ἐποχῆς µου. Καί, µεγαλώνοντας µαζί µέ τόν αὐτοκράτορά µου, θά εἶχα περιγράψει τήν προβληµατική οἰκογένειά του, τόν πατέρα του, πού πέθανε νέος, τήν µητέρα του, πού παντρεύτηκε γιά δεύτερη φορά ἕναν πολύ µεγαλύτερο ἀπό αὐτήν, ἄσχηµο, ἀλλά γενναῖο στρατηγό καί καλόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν δολοφονήσει µαζί µέ τόν ἐραστή της. Θά εἶχα περιγράψει τή δύσκολη παιδική καί ἐφηβική του ἡλικία, ἀλλά καί τό πῶς ἡ τραγικότητα τῶν πρώτων χρόνων τῆς ζωῆς του, τοῦ διαµόρφωσε µιά προσωπικότητα τόσο δυνατή, ὥστε νά θυσιάσει κάθε προσωπική του ἄνεση καί ἀνάπαυση (ἐνῶ θά µποροῦσε νά ζήσει µέσα στή χλιδή καί στήν καλοπέραση) προκειµένου, ὅταν φύγει ἀπό τή ζωή, νά ἀφήσει πίσω του ἕναν κόσµο καλύτερο, ἕναν κόσµο εἰρηνικό, ἀσφαλῆ, ἕναν κόσµο στόν ὁποῖο τό ὄνοµά του προκαλοῦσε δέος καί θαυµασµό καί πηγή ἔµπνευσης, γιά τά ἑπόµενα ἑκατό χρόνια, τό λιγότερο.

Ἄν ζοῦσα χίλια χρόνια πρίν, θά εἶχα δρασκελίσει τό κατῶφλι τῆς νέας χιλιετίας µέ κάθε δικαιολογηµένη αἰσιοδοξία καί θά πλησίαζα στό τέλος τῆς ζωῆς µου, ἴσως µαζί µέ τόν αὐτοκράτορά µου (ὁ Βασίλειος ὁ Β´πέθανε τό 1025) µέ τήν βεβαιότητα ὅτι ἀφήνω στά παιδιά µου καί στά παιδιά τῶν παιδιῶν µου ἕναν ὡραῖο κόσµο καί µιά ὡραία ζωή.

   Ὅµως, ἔχοντας γεννηθεῖ χίλια χρόνια µετά καί κοιτάζοντας τόν κόσµο µου µέ τά µάτια τοῦ χρονογράφου, τί βλέπω; Βλέπω τήν ἀνθρωπότητα νά θαυµάζει τόν ἑαυτό της γιά τά κατορθώµατά της τά σπουδαῖα. Γιατί πάτησε στή σελήνη, γιατί βρῆκε φάρµακα πού θεραπεύουν ἀρρώστειες. Γιατί ἔχτισε ἐργοστάσια, πού κατασκευάζουν µηχανήµατα πού διευκολύνουν τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Γιατί βρῆκε τρόπους νά προστατεύεται ἀπό ὅλες τίς τροµερές ἀπειλές, πού χίλια χρόνια πρίν προκαλοῦσαν φόβο. Γιατί οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν πλούσιοι. Τά σπίτια τους µεγάλωσαν. Τά αὐτοκίνητά τους τρέχουν περισσότερο. Τά παιδιά τους µορφώνονται καί ἐξασφαλίζουν καλύτερη ζωή.

Χίλια χρόνια µετά, πλησιάζοντας τήν παράλληλη δύση τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορα τῆς παράλληλης χιλιετίας µου, βλέπω τήν εἰρήνη νά ἀποµακρύνεται κάθε µέρα καί περισσότερο. Τούς πολέµους νά πληθαίνουν, τούς νεκρούς σέ κοινούς ἀνώνυµους τάφους µέ τό αἷµα τους νά ποτίζει τή γῆ. Τά ἐργοστάσια νά καταστρέφουν τά διπλά, ἀπό ὅσα δηµιουργοῦν. Τήν γῆ νά ἐρηµώνει. Τούς σεισµούς νά αὐξάνονται. Τήν πεῖνα νά ἀφανίζει πόλεις καί χωριά, ἐνῶ οἱ“δυνατοί” ψάχνουν πλανήτες νά ἀποικίσουν, µέ τά χρήµατα πού θά χόρταιναν ἄνετα ὅλον τόν πλανήτη. Βλέπω πλούσιες καί πολυάνθρωπες πόλεις µέ ἀνθρώπους νά κοιµοῦνται στούς δρόµους καί στά πάρκα, ἐνῶ οἱ καθηµερινές εἰδήσεις δέν προλαβαίνουν νά γράφουν γιά ἀνθρώπους πού σκοτώνουν χωρίς λόγο καί αἰτία τόν διπλανό τους. Βλέπω τά παιδιά πού µεγαλώνουν µέσα στήν πολυτέλεια νά ψάχνουν τήν ἀφασία σέ κάθε εἴδους παραίσθηση, γιά νά ξεχάσουν ὅτι ὑπάρχουν, ἤ νά αὐτοκτονοῦν γιατί δέν ἀντέχουν νά ζήσουν. Βλέπω τά εἴδωλα νά θριαµβεύουν καί τόν Θεό νά ἀποσύρεται. Βλέπω τό χρόνο νά τρέχει καί αὐτός ξέφρενος, λές καί δέν ἀντέχει νά βλέπει τούς ἀνθρώπους καί τή ζωή τους καί θέλει πιά νά τελειώνει µαζί τους. Καί βλέπω ὅτι ἄν θέλω νά ἀφήσω στά παιδιά µου καί στά παιδιά τῶν παιδιῶν µου ἕνα κόσµο µέ ἐλπίδα καί ζωή καί πρόοδο, θά πρέπει να βρῶ ἕναν τρόπο νά κάνω τόν χρόνο νά τρέχει πρός τά πίσω ἀντί νά τρέχει ὁλοένα καί πιό γρήγορα µπροστά. Νά τόν πάω µία χιλιετία πίσω γιά νά τούς δώσω µιάν εὐκαιρία νά ξαναχτίσουν τή ζωή αὐτῆς τῆς ἀνθρωπότητας ἀπό τήν ἀρχή καί νά τήν ξαναχτίσουν ἀλλιώτικη, µήπως καί βροῦν τή χαµένη ἀθωότητα µιᾶς ἐποχῆς πού οἱ ἄνθρωποι θύµιζαν ἀκόµη ἀπό ποῦ κατάγονται.Γιατί, µπορεῖ ἡἀνθρωπότητα νά µήν θέλει νά τό σκέφτεται, ἀλλά, θέλει δέν θέλει, παρατηρεῖ ὅτι τό σύµπαν διαστέλλεται καί τά πάντα, στήν ἀνθρώπινη ἐπικράτεια, ἀποµακρύνονται ἀπό τό κέντρο τους, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό Αὐτόν πού µᾶς ἔφερε ἀπό τό µηδέν στήν ὕπαρξη! Ἀπό Αὐτόν, πού βλέπει τίς χιλιετίες µας νά περνοῦν σάν µία µέρα καί βλέπει καί τά “κατορθώµατά” µας σάν παιχνίδια ἀνώριµων παιδιῶν!

Καί κάθε χρονογράφος ὅποιας χιλιετίας, πού καταγράφει νηφάλια τήν ἀνθρώπινη ζωή, βλέπει ὅτι καί αὐτή διαστέλλεται καί ἀποµακρύνεται ἀπό τό κέντρο της, πού εἶναι ἐκείνη ἡ στιγµή, µέσα στόν φθαρτό καί πεπερασµένο και γεµᾶτο θάνατο καί ἀπελπισία κόσµο της, ἡ στιγµή πού συνάντησε πρόσωπο µέ πρόσωπο, ἡ στιγµή πού ἀναµετρήθηκε σάν ἴσος πρός ἴσον µέ Αὐτόν πού ἦταν καί εἶναι ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος τῶν συµπάντων. Γιά αὐτό, ἀπό ἐκείνη τή στιγµή καί µετά, ὅλοι οἱ χρονογράφοι, χίλια χρόνια πρίν ἤ χίλια µετά, προσθέτουν στό χρόνο τους δύο γράµµατα: µ. Χ. , λέγοντας στούς ἀνθρώπους, µέ τό δικό τους τρόπο: Χριστός ἐγεννήθη, δοξάσατε! «Χριστός ἐξ οὐρανῶν», συναντεῖστε Τον! «Χριστός ἐπί γῆς», ἀνεβῆτε καί ἐσεῖς στή Χώρα Του, ἐκεῖ ἀπό ὅπου Ἐκεῖνος κατέβηκε καί γνωρῖστε Τον. Γιατί δοξάστηκε ἅπαξ καί θά δοξαστεῖ καί πάλι, ὅταν ἐσεῖς καί ὁ κόσµος σας θά γυρίσετε ἐκεῖ ἀπό ὅπου παραλάβατε τή ζωή. Ἀµήν. Ἀµήν. Ἀµήν!

 

Νινέττα Βολουδάκη

«Ἐνοριακή Εὐλογία» Ἀρ. Τεύχους 256

Δεκέμβριος 2023