ΣΤΑΥΡΟΣ, ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ

ΣΤΑΥΡΟΣ,
ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ

 

(Τά Βαυαρικὰ Δικαστήρια καί ἡ λεγόµενη «Ὑπόθεση τοῦ Ἐσταυρωµένου»).

 

«Σταυρόν ἦν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς µέγας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐν τῇ Α΄. Πρὸς Κορινθίους (Α΄ 18) συνιστᾷ τὸ σηµεῖον τοῦ Τιµίου Σταυροῦ τοῖς πιστοῖς, ὡς δύναµιν Θεοῦ, λέγων: ‘‘ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς µὲν ἀπολλυµένοις µωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζοµένοις ἡµῖν δύναµις Θεοῦ ἐστι’’. Οἱ χριστιανοὶ τὴν περὶ Σταυροῦ διδασκαλίαν τῶν Ἀποστόλων µετ’ εὐλαβείας τηροῦντες ἐτίµων τὸ σηµεῖον καὶ τὸν τύπον τοῦ Τιµίου Σταυροῦ καὶ ἐπίστευον εἰς τὴν ἀπολυτρωτικὴν καὶ ζωοπάροχον Αὐτοῦ δύναµιν. Τὸ ἐξεικόνισµα καὶ τὸ ἐπισφράγισµα τοῦ Τιµίου Σταυροῦ ἐπιστεύετο καὶ ἦν αὐτοῖς ὅπλον ἀήττητον κατὰ τῶν ἐπιβουλῶν τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν. Ἐντεῦθεν ὁ ἰδιάζων σεβασµὸς καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ τιµὴ ἡ ἀποδιδοµένη πρὸς Αὐτὸν ἀπὸ τῶν πρώτων τῆς ἐκκλησίας αἰώνων».

Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ξεκινᾶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος τήν «Ἱστορικὴ Μελέτη περί τοῦ Τιµίου Σταυροῦ». Ἡ µελέτη ὁµιλεῖ «Περί τοῦ σεβασµοῦ τῶν πιστῶν εἰς τόν ζωοποιὸν τοῦ Κυρίου Σταυρόν, καὶ ὅτι ἀποστολικὴ ἐστὶ παράδοσις τὸ σηµαιοῦσθαι τῷ σηµείῳ τοῦ Σταυροῦ καί πανταχοῦ εἰκονίζειν καὶ γράφειν αὐτόν»1.

Ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία, σεβόµενη ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση ποὺ θέλει τὸ σηµεῖο τοῦ Σταυροῦ νὰ εἰκονίζεται «πανταχοῦ», καθιέρωσε τὴν ἑξῆς πρακτική: ὁ Σταυρός, ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι εἰκονίζονται καὶ ἀναρτῶνται σὲ ὅλα τὰ Δηµόσια κτίρια. Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ καθιερώθηκε ἐθιµικὰ ἤδη ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους.

Τὴν ἴδια πρακτικὴ ἀκολουθοῦσαν ἀρχικὰ καὶ ἄλλα κράτη τῆς «Χριστιανικῆς» Δύσεως, εἴτε θεµελιωµένη σὲ ἔθιµο, εἴτε σὲ διάταξη γραπτοῦ δικαίου. Ὅµως, ὅπως ὀρθὰ παρατηρεῖ ὁ Νοµοµαθής, τὰ Δυτικὰ κράτη «παραµερίζουν τὴ θρησκεία καὶ τὸ θρησκευτικὸ Λόγο στὴ λεγόµενη «ἰδιωτικὴ σφαῖρα» καὶ τὰ ἀποκλείουν ἀπὸ τὴ δηµόσια»2.

Οὔτε τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ δὲν σεβάστηκαν, ὥστε νὰ τὸν φυλάξουν ἀνεπηρέαστο ἀπὸ τὴν ἐπέλαση τῆς ἐκκοσµίκευσης. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ὑπόθεση «Lautsi κατὰ Ἰταλίας» ὅπου τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο Δικαιωµάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΔΔΑ) καταδίκασε τὴν Ἰταλία, ἐπειδὴ ἡ Ἰταλικὴ νοµοθεσία ἐπέβαλε τὴν παρουσία Ἐσταυρωµένου στὶς σχολικὲς αἴθουσες.

Ἡ ἀπόφαση «Lautsi κατὰ Ἰταλίας» δηµοσιεύτηκε τὸ 2009 καὶ θεωρήθηκε πρωτοφανής, ἀλλὰ δὲν ἦταν. Εἴκοσι δύο χρόνια νωρίτερα, τὸ 1987, εἶχε ἀπασχολήσει τὰ Βαυαρικὰ Δικαστήρια ἡ λεγόµενη «Ὑπόθεση τοῦ Ἐσταυρωµένου».

Προσφεύγοντες στὴν ὑπόθεση, τόσο γιὰ λογαριασµό τους, ὅσο καὶ γιὰ λογαριασµὸ τῶν ἀνήλικων παιδιῶν τους, ἦταν ἕνα ζευγάρι ὀπαδῶν τῆς λεγόµενης «ἀνθρωποσοφικῆς φιλοσοφίας τῆς ζωῆς», τὴν ὁποία δίδαξε ὁ Rudolf Steiner3. Οἱ προσφεύγοντες κατήγγειλαν τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς σχολικὲς αἴθουσες ὅπου φοιτοῦσαν τὰ παιδιά τους εἶχαν τοποθετηθεῖ ἀρχικὰ Ἐσταυρωµένοι καὶ ἀργότερα Σταυροὶ χωρὶς σῶµα. Νὰ σηµειωθεῖ ὅτι ἡ παρουσία Σταυροῦ στὶς σχολικὲς αἴθουσες τῆς Βαυαρίας βασίζεται, ὄχι σὲ ἔθιµο, ἀλλὰ στὴ διάταξη τοῦ ἄρθρου 13 παρ. 1 τοῦ σχολικοῦ κανονισµοῦ γιὰ τὰ δηµοτικὰ σχολεῖα τῆς Βαυαρίας (Volksschulordnung – VSO) τῆς 21ης Ἰουνίου 1983 τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τὸ σχολεῖο ὑποστηρίζει τούς ἔχοντες τὴ γονικὴ ἐξουσία στὴ θρησκευτικὴ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν. Ἡ σχολικὴ προσευχή, οἱ σχολικὲς ὑπηρεσίες καὶ ἡ σχολικὴ λατρεία ἀποτελοῦν δυνατότητες γιὰ µιὰ τέτοια ὑποστήριξη. Σὲ κάθε αἴθουσα διδασκαλίας τοποθετεῖται ἕνας Σταυρός. Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ καὶ οἱ µαθητὲς ὑποχρεοῦνται νὰ σέβονται τὰ θρησκευτικὰ συναισθήµατα ὅλων».

Οἱ προσφεύγοντες προσέβαλαν τὴν ἀνωτέρῳ νοµοθετικὴ διάταξη ὡς ἀντισυνταγµατική. Ἰσχυρίστηκαν ὅτι µέσῳ τοῦ συµβόλου τοῦ Ἐσταυρωµένου «καὶ ἰδίως µέσῳ τῆς ἀπεικόνισης ἑνὸς «ἑτοιµοθάνατου ἀνδρικοῦ σώµατος» τὰ παιδιά τους ἐπηρεάζονται πρὸς µία χριστιανικὴ κατεύθυνση – ἡ ὁποία ἔρχεται σὲ ἀντίθεση µὲ τὶς ἐκπαιδευτικές τους ἀντιλήψεις, ἰδίως µὲ τὴ φιλοσοφία τῆς ζωῆς τους».

Θὰ πρέπει νὰ σηµειωθεῖ, ὅτι τὸ ζήτηµα εἶχε ἀρχικὰ λυθεῖ µὲ µία συµβιβαστικὴ λύση: Ἀντὶ γιὰ τὸν Ἐσταυρωµένο, ποὺ κρεµόταν σὲ περίοπτη θέση, ἐπάνω ἀπὸ τὸν πίνακα, ἡ διεύθυνση τοῦ σχολείου ὅπου φοιτοῦσε ἡ µεγαλύτερη κόρη τῶν προσφευγόντων τοποθέτησε ἕνα µικρότερο Σταυρὸ χωρὶς τὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς τάξης. Ἀναφέρονται δὲ στὴν ἀπόφαση τὰ ἑξῆς: «Μὲ τὸ νὰ µὴ στέλνουν τὰ παιδιά τους στὸ σχολεῖο, µερικὲς φορὲς γιὰ ἀρκετὰ µεγάλα χρονικὰ διαστήµατα, οἱ προσφεύγοντες ἐξασφάλισαν ἐπανειληµµένα τὴ συµβιβαστικὴ αὐτὴ λύση (µικρὸς Σταυρὸς χωρὶς σῶµα, στὸ πλάϊ πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα) γιὰ τὶς αἴθουσες διδασκαλίας, ἀλλὰ ὄχι γιὰ τὶς ἄλλες σχολικὲς αἴθουσες. Ἡ διεύθυνση τοῦ σχολείου ἐπιπλέον δὲν παρεῖχε στοὺς προσφεύγοντες 1) καὶ 2) (σ.σ. δηλαδὴ τοὺς γονεῖς τῶν παιδιῶν) καµία διαβεβαίωση, ὅτι ὁ συµβιβασµὸς θὰ τηροῦνταν σὲ κάθε ἀλλαγή τάξης».

Ἂς µᾶς ἐπιτραπεῖ στὸ σηµεῖο αὐτὸ µιὰ µικρὴ παρέκβαση: Οἱ γονεῖς, ποὺ κατὰ τὴν ἐποχή τοῦ κορώνα-ἰοῦ δὲν ἔστελναν τὰ παιδιά τους στὸ σχολεῖο διαµαρτυρόµενοι γιὰ τὴν ὑποχρεωτικὴ µασκοφορία ἀντιµετώπισαν διώξεις. Στὴν ἐξεταζόµενη ὑπόθεση ὅµως, βλέπουµε ὅτι οἱ ἄθεοι γονεῖς ποὺ δὲν ἔστειλαν τὰ παιδιά τους στὸ σχολεῖο «γιὰ ἀρκετὰ µεγάλα χρονικὰ διαστήµατα» πέτυχαν τελικὰ τὴν ἀποµάκρυνση τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὶς Βαυαρικὲς σχολικὲς αἴθουσες. Δὲν ἱκανοποιήθηκαν µὲ καµία συµβιβαστικὴ λύση, οὔτε σεβάστηκαν τὸ θρησκευτικὸ αἴσθηµα τῶν πιστῶν µαθητῶν, ἀλλὰ ἔφτασαν µέχρι τὰ δικαστήρια προκειµένου νὰ πετύχουν τὴν ἱκανοποίηση τοῦ θελήµατός τους – καὶ δικαιώθηκαν. Αὐτὸ λέγεται ἄραγε «ἀρχὴ τῆς ἰσότητας»; Οἱ γονεῖς, ποὺ ἦσαν ἀντίθετοι στὴ χρήση τῆς µάσκας καὶ στὸν ἐµβολιασµὸ δὲν εἶχαν δικαίωµα νὰ ἐπικαλεστοῦν ὅτι αὐτὲς οἱ πρακτικὲς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση «µὲ τὶς ἐκπαιδευτικές τους ἀντιλήψεις, ἰδίως µὲ τὴ φιλοσοφία τῆς ζωῆς τους»;

Ἀκόµα περισσότερο: Στὴν Ἑλλάδα, ποὺ καυχόµαστε ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξο Κράτος, πῶς ἔχουµε φθάσει στὸ σηµεῖο, ὄχι ἁπλῶς νὰ δικαιώνονται ἄθεοι, ἀλλὰ νὰ διώκονται ποινικὰ οἱ ἱερεῖς, οἱ Πνευµατικοὶ Πατέρες µας,   στοὺς ὁποίους χρωστᾶµε τὴν πνευµατικὴ ἀναγέννησή µας ἐν Χριστῷ; Νὰ διώκονται µάλιστα καὶ οἱ πρεσβυτέρες τους, ἐπειδὴ συµπαραστάθηκαν στοὺς ἱερεῖς συζύγους τους; Ὁ Κύριος, βέβαια τὸ εἶπε: «Εἰ ἐµὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑµᾶς διώξουσιν.» (Ἰω. 15, 20). Ἐµεῖς ὅµως, πῶς ἀνεχόµαστε αὐτὸ τὸ ἀπαράδεκτο φαινόµενο; Δόξα Τῷ Θεῶ, οἱ Ἕλληνες δικαστὲς δὲν ἔχουν φτάσει στὸ σηµεῖο, οὔτε νὰ «κατεβάσουν» τὸ Σταυρὸ ἀπὸ τὰ δηµόσια κτίρια, οὔτε νὰ καταδικάσουν τοὺς ἱερεῖς καὶ τὶς πρεσβυτέρες. Τοὺς εὐχαριστοῦµε.

Ἂς ἐπιστρέψουµε ὅµως στὴν ἐξεταζόµενη δίκη, στὴν ὁποία παρέστησαν ἀρκετοὶ φορεῖς: ὁ Βαυαρὸς Ὑπουργός - Πρόεδρος, ἡ Γραµµατεία τῆς Διάσκεψης τῶν Γερµανῶν Ἐπισκόπων καὶ τὸ κρατικὸ ἐκκλησιαστικὸ συµβούλιο τῆς Εὐαγγελικῆς Λουθηρανικῆς Ἐκκλησίας τῆς Βαυαρίας τάχθηκαν ὑπὲρ τῆς ὕπαρξης Σταυροῦ στὶς σχολικὲς αἴθουσες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, µία σειρὰ ἀπὸ ἀνθρωπιστικὲς ἑνώσεις παρουσίασαν πραγµατογνωµοσύνες ποὺ ὑποστήριζαν τὶς θέσεις τῶν καταγγελλόντων.

Τὸ λυπηρὸ εἶναι πὼς ἀκόµα καὶ οἱ φορεῖς ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ ὑποστηρίξουν τὸ Σταυρό, στὴν οὐσία τὸν ἀποψίλωσαν ἀπὸ τὴ δύναµή Του καὶ τὸν κατάντησαν ἕνα ἁπλὸ σύµβολο ἠθικῶν ἀξιῶν. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ σχετικὴ τοποθέτηση τῆς Εὐαγγελικῆς Λουθηρανικῆς Ἐκκλησίας τῆς Βαυαρίας: «Ὁ Σταυρὸς στὴ σχολικὴ τάξη εἶναι σύµβολο τῶν κοινῶν ἀρχῶν τῶν χριστιανικῶν ὁµολογιῶν σύµφωνα µὲ τὶς ὁποῖες διδάσκονται καὶ ἀνατρέφονται οἱ µαθητὲς στὰ δηµοτικὰ σχολεῖα. Τὸ ἔµβληµα τοῦ Σταυροῦ δὲν ἀποτελεῖ ἔκφραση µιᾶς συγκεκριµένης ὁµολογίας καὶ σίγουρα δὲν ἀποτελεῖ ἔκφραση ἑνὸς Χριστιανικοῦ Κράτους».

Τὸ Δικαστήριο, ὅµως, διαχώρισε τὴ θέση του ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν ἐκπροσώπων τῶν χριστιανικῶν ὁµολογιῶν. Τόνισε, πὼς ὁ Σταυρὸς δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ σύµβολο τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν, ἀλλὰ σύµβολο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου: «Ὁ Σταυρὸς ἀποτελεῖ σύµβολο µιᾶς συγκεκριµένης θρησκευτικῆς πεποίθησης καὶ ὄχι ἁπλῶς ἔκφραση τοῦ δυτικοῦ πολιτισµοῦ ποὺ χαρακτηρίζεται ἐν µέρει ἀπὸ τὸ χριστιανισµό. Ὁ Σταυρὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σύµβολα τῆς πίστης τοῦ χριστιανισµοῦ. Εἶναι, πράγµατι, τὸ σύµβολο τῆς πίστης του ὡς τέτοιο. Συµβολίζει τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁµάρτηµα, ἡ ὁποία (σωτηρία) ἐπῆλθε µέσῳ τοῦ θυσιαστικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα (συµβολίζει) καὶ τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σατανᾶ καὶ τοῦ θανάτου καὶ τὴν κυριαρχία Του ἐπὶ τοῦ κόσµου: πόνος καὶ θρίαµβος ταυτόχρονα. Γιὰ τὸν πιστὸ Χριστιανὸ εἶναι κατὰ συνέπεια µὲ πολλοὺς τρόπους ἀντικείµενο σεβασµοῦ καὶ εὐσέβειας. Ὁ ἐξοπλισµὸς ἑνὸς κτιρίου ἢ ἑνὸς δωµατίου µὲ ἕνα Σταυρὸ νοεῖται ἀκόµα καὶ σήµερα ὡς ἐνισχυµένη ὁµολογία τῆς Χριστιανικῆς πίστης ἀπὸ τὸν ἰδιοκτήτη. Γιὰ τὸν µὴ χριστιανὸ ἢ τὸν ἄθεο, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς σηµασίας ποὺ τοῦ ἀποδίδει ὁ χριστιανὸς καὶ λόγῳ τῆς Ἱστορικῆς του σηµασίας, ὁ Σταυρὸς γίνεται συµβολικὴ ἔκφραση συγκεκριµένων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων καὶ σύµβολο τῆς ἱεραποστολικῆς διάδοσής τους. Θὰ ἀποτελοῦσε βεβήλωση τοῦ Σταυροῦ, ἐρχόµενη σὲ ἀντίθεση µὲ τὴν αὐτοαντίληψη τοῦ χριστιανισµοῦ καὶ τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν, νὰ θεωρηθεῖ ὁ Σταυρὸς ὡς ἁπλὴ ἔκφραση τῆς δυτικῆς παράδοσης ἢ ὡς σύµβολο λατρείας χωρὶς συγκεκριµένη ἀναφορὰ στὴν πίστη».

Πρόκειται πράγµατι γιὰ µία ἀξιοθαύµαστη ἀνάλυση τῆς σηµασίας τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ αἱρετικοὺς κοσµικοὺς δικαστές! Παραδέχεται ἐπίσης τὸ δικαστήριο τὴ σηµαντικὴ ἐπίδραση ποὺ ἔχει ὁ Σταυρὸς στοὺς µαθητὲς στὸ πλαίσιο τῆς σχολικῆς ἐκπαίδευσης: «Ἡ σχολικὴ ἐκπαίδευση δὲν ἀποσκοπεῖ µόνο στὴν ἐκµάθηση βασικῶν πολιτισµικῶν τεχνικῶν καὶ στὴν ἀνάπτυξη γνωστικῶν ἱκανοτήτων. Ἀποσκοπεῖ ἐπίσης στὴν ἀνάπτυξη τῶν συναισθηµατικῶν καὶ συγκινησιακῶν κλίσεων τῶν µαθητῶν. Ἡ σχολικὴ ἐκπαίδευση προσανατολίζεται στὴν ἐνθάρρυνση τῆς συνολικῆς ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητάς τους καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἐπηρεασµὸ τῆς κοινωνικῆς τους συµπεριφορᾶς. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ὁ Σταυρὸς στὴ σχολικὴ τάξη ἀποκτᾶ τὴ σηµασία του. Προσδιορίζει τὸ περιεχόµενο τῆς πίστης τὴν ὁποία συµβολίζει ὡς ὑποδειγµατικὸ καὶ ἄξιο πρὸς τήρηση».

Εἶναι ἀπορίας ἄξιο τὸ πῶς µετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἐγκώµιο γιὰ τὸ Σταυρὸ καὶ τὴ σηµασία του τὸ δικάζον Δικαστήριο ἀποφάσισε τὴν ἀποµάκρυνσή του ἀπὸ τὶς σχολικὲς τάξεις τῆς Βαυαρίας, γιὰ νὰ µὴν ἐνοχλοῦνται οἱ ἄθεοι µαθητές! Ἐπειδή, ὅπως εἶπαν οἱ δικαστὲς «δὲν θὰ ἦταν συµβατὸ µὲ τὴν ἀρχὴ τῆς πρακτικῆς ἐναρµόνισης (τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν χριστιανῶν καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων) νὰ καταστέλλονται ἐντελῶς τὰ συναισθήµατα τῶν ἀλλόθρησκων, προκειµένου οἱ χριστιανοὶ µαθητὲς νὰ µποροῦν νὰ διδάσκονται, ὄχι µόνο τὴ θρησκευτικὴ διδασκαλία καὶ τὴν ἐθελοντικὴ λατρεία, ἀλλὰ καὶ τὰ κοσµικὰ µαθήµατα ὑπὸ τὸ Σύµβολο τῆς Πίστης τους».

Σὲ αὐτὴ τὴν τοποθέτηση τοῦ Βαυαρικοῦ δικαστηρίου εἶναι ἐµφανὲς τὸ προτεσταντικὸ πνεῦµα, ποὺ διαχωρίζει τὴν πνευµατικὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ἀπὸ τὴν καθηµερινότητά του. Εἶναι ἐπίσης, δυστυχῶς ἐµφανὲς τὸ πόσο δαιµονικὸς ἔχει γίνει ὁ τρόπος σκέψης τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου: Οἱ δαίµονες, λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας µας, πιστεύουν καὶ φρίττουν. Ἔτσι καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος: βλέπει τὴν ἀπολυτρωτικὴ δύναµη τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ δὲν ταπεινώνεται. Κατὰ τὰ ἄλλα, ἀνησυχοῦµε γιὰ τὸ πότε θὰ ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος, ἀντὶ νὰ ἀνησυχοῦµε γιὰ τὴν ψυχική µας κατάσταση.

Θὰ πρέπει νὰ σηµειωθεῖ, ὅτι τρεῖς µειοψηφίσαντες δικαστὲς διατύπωσαν τὴ γνώµη ὅτι οἱ µὴ χριστιανοὶ µαθητὲς καὶ οἱ γονεῖς τους θὰ πρέπει νὰ ἀνεχθοῦν τὴν παρουσία τοῦ Σταυροῦ στὶς σχολικὲς αἴθουσες, καθὼς δὲν παραβιάζεται ἡ θρησκευτική τους ἐλευθερία. Τόνισαν µάλιστα, ὅτι κατὰ τὸ σχεδιασµὸ τῆς ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς «ὁ νοµοθέτης ἔχει δικαίωµα νὰ λάβει ὑπόψη του τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν πολιτῶν, ποὺ ζοῦν στὴν ἐπικράτειά του, ἀνήκει σὲ χριστιανικὴ ἐκκλησία».

Θὰ µποροῦσαν νὰ γραφοῦν πολλὰ ἀκόµα γιὰ τὴν ἐξεταζόµενη δικαστικὴ ἀπόφαση. Ἐν προκειµένῳ ὅµως στόχος τῆς γράφουσας δὲν εἶναι νὰ προβεῖ σὲ νοµικὴ ἀνάλυση περὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀλλὰ µόνο νὰ προσθέσει στὶς παραπάνω τοποθετήσεις τοῦ δικαστηρίου τὴ δική της µαρτυρία καὶ τὴν ἀπέραντη εὐγνωµοσύνη της γιὰ τὴ δύναµη καὶ τὴν προστασία τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.

Γιατί ἡ γράφουσα, ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια βρισκόταν καὶ προσευχόταν µεταξὺ αἱρετικῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδή, ὅµως, µετὰ ἀπὸ νουθεσία τῆς µητέρας της σχηµάτιζε τὸν Σταυρό της ὀρθόδοξα, κατάλαβαν ὅτι δὲν εἶχε καµία πρόθεση νὰ πάψει νὰ εἶναι ὀρθόδοξη. Κανείς τους δὲν τὴν πλησίασε, οὔτε ἐπιχείρησε νὰ τὴν προσηλυτίσει, οἱ περισσότεροι δὲ οὔτε «Καληµέρα» δὲν τῆς ἔλεγαν, οὔτε ρώτησαν ποτὲ ποιό εἶναι τὸ ὄνοµά της. Ὁ Κύριος διὰ τοῦ Σταυροῦ Του τὴ διαφύλαξε Ὀρθόδοξη. Δὲν σεµνύνεται γιὰ τὸν ἑαυτό της, ποὺ εἶναι παναµαρτωλός, ἀλλὰ µόνο γιὰ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὴν κατέστησε λογικὸ πρόβατο τῆς ποίµνης Του. Προσεύχεται νὰ ἀξιωθεῖ νὰ παραµείνει ὀρθόδοξη γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή της. Καὶ θυµᾶται πάντοτε τὰ λόγια τοῦ Ἰωσὴφ Βρυέννιου: «Οὐκ ἀρνησόµεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία»!

 

Ζωὴ Ἀγγελικούδη

Νοµικός

«Ἐνοριακή Εὐλογία» Ἀρ. Τεύχους 256

Δεκέμβριος 2023

 

Εὐχαριστῶ ἐκ βάθους καρδίας τὸν «Νοµοµαθή», ποὺ µοῦ κοινοποίησε τὴν ἐξεταζόµενη δικαστικὴ ἀπόφαση, δίνοντάς µου τὴν εὐκαιρία νὰ γράψω τὸ παρὸν σηµείωµα. Ἀφιερώνεται: Στὸ Γιῶργο, ἔµπρακτη µετάνοια. Στὴ µητέρα µου, ἔµπρακτη εὐγνωµοσύνη. Καὶ στὸν πνευµατικό µου πατέρα, ἔµπρακτη µετάνοια καὶ εὐγνωµοσύνη.

 

Ὑποσηµειώσεις:

 

  1. Ἀπόσπασµα τῆς ὁµιλίας δηµοσιεύεται ὡς ἐπιφυλλίδα στὴν ἔγκριτη ἐφηµερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», τεύχη 2462 καὶ 2463.
  2. Νοµοµαθοῦς, Ἡ εἰδωλοποίηση τοῦ Κράτους, περιοδικὸ “Ἐνοριακὴ Εὐλογία”, Ἀρ. Τεύχους 254, Ὀκτώβριος 2023, σελ. 374 ἐπ. (375).
  3. Ροῦντολφ Γιόζεφ Λόρενς Στάϊνερ (Γερµ. Rudolf Joseph Lorenz Steiner, 27 Φεβρουαρίου 1861 - 30 Μαρτίου 1925): Αὐστριακὸς φιλόσοφος καὶ ἀρχιτέκτονας, ὀπαδὸς καὶ διδάσκαλος τῆς φιλοσοφίας τοῦ ἀνθρωποσοφισµοῦ (πηγή: Βικιπαίδεια).