Ἡ παλινόρθωση τοῦ Μεγίστου Ποντίφηκος

Ἡ παλινόρθωση τοῦ Μεγίστου Ποντίφηκος

 

Οἱ Ἱστορικοί τοῦ δικαίου ἀναφέρουν ὅτι τό Δηµόσιο Ρωµαϊκό δίκαιο (ius publicum), τό σύνολο, δηλαδή, τῶν κανόνων τοῦ δικαίου πού ρύθµιζαν τήν ὀργάνωση καί τίς ἁρµοδιότητες τοῦ Ρωµαϊκοῦ κράτους, περιλάµβανε δύο µέρη: τό «Ἱερό δίκαιο» ἀφ’ ἑνός («ius sacrum») καί τό «µή Ἱερό δίκαιο» («ius non sacrum») ἀφ’ ἑτέρου. Τό «ius sacrum», ὅπως µπορεῖ νά εἰκάσει κανείς ἀπό τήν ὀνοµασία του, περιλάµβανε τούς κανόνες δικαίου πού θεσπίζονταν ἀπό τή Ρωµαϊκή πολιτεία καί ρύθµιζαν τά θέµατα πού ἀφοροῦσαν στή δηµόσια λατρεία, τήν τέλεση τῶν θυσιῶν καί τόν διορισµό τῶν Ἱερέων. Τό δέ «ius non sacrum» περιλάµβανε τούς λοιπούς δηµοσίου δικαίου κανόνες, οἱ ὁποῖοι ρύθµιζαν τά καθήκοντα τῶν κρατικῶν ἀξιωµατούχων, τήν τήρηση τῆς δηµόσιας τάξης καί τά δικαιώµατα καί τίς ὑποχρεώσεις τῶν πολιτῶν.

Κατά τό «ius sacrum» ὕψιστος ἀρχιερεύς («pontifex maximus») ἦταν ὁ Ρωµαῖος αὐτοκράτωρ. Ὁ pontifex maximus ἦταν ἐπί κεφαλῆς µιᾶς ὁµάδος Ἱερέων, τῶν ποντιφήκων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς κύρια ἀποστολή τους τή διαφύλαξη τῆς εἰρήνης µέ τούς θεούς («pax deorum»), γιά νά τή φέρουν δέ εἰς πέρας συµβούλευαν τούς κρατικούς ἀξιωµατούχους, ἑρµήνευαν τούς οἰωνούς, καθόριζαν τό ἡµερολόγιο καί ἐπέβλεπαν τίς κηδεῖες. Ὁ δέ pontifex maximus κατέγραφε ἐτησίως τούς οὐράνιους καί τούς ἄλλους οἰωνούς καί ἀρχειοθετοῦσε τά γεγονότα πού τούς ἀκολουθοῦσαν, προκειµένου νά διδάξει τίς ἑπόµενες γενεές νά κατανοοῦν τή θέληση τοῦ θεοῦ καλύτερα.

Ἦταν ἀκριβῶς αὐτή ἡ συγχώνευση τοῦ «κρατικοῦ» µέ τό «Ἱερό» στοιχεῖο, ἡ θεσµοποιηµένη σύµπτωση στό ἴδιο πρόσωπο τῶν ἰδιοτήτων ἀφ’ ἑνός τοῦ ἀρχιερέα καί ἀφ’ ἑτέρου τοῦ κρατικοῦ ἡγεµόνα, µέ τήν ὁποία ἦρθε ἐξ ἀρχῆς σέ σύγκρουση ἡ Ἐκκλησία γιά νά ὑποστεῖ ἀλλεπάλληλους διωγµούς, καθώς ἀρνήθηκε νά ἀναγνωρίσει τήν ἱερότητα τοῦ κράτους καί τοῦ αὐτοκράτορα, µέ συνέπεια τά µέλη της νά κατηγορηθοῦν ὡς «ἄθεα».

Ἔτσι, ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος διακήρυξε ὅτι οἱ ἐπίσκοποι εἶχαν τήν ἁρµοδιότητα ἐπί τῶν «εἴσω» τῆς Ἐκκλησίας προσώπων καί πραγµάτων, ἀντιδιαστέλλοντας αὐτήν πρός τή δική του αὐτοκρατορική ἁρµοδιότητα ὡς «ἐπισκόπου τῶν ἐκτός», ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἐκεῖνος «ἐπεσκόπει τούς ἀρχοµένους ἅπαντας», ἔλαβε χώρα µιά κοσµοϊστορική µεταβολή (βλ. Εὐσεβίου, Εἰς τόν Βίον Κωνσταντίνου, Λόγος Δ, 24: «ἀλλ’ ὑµείς µέν τῶν εἴσω τῆς Ἐκκλησίας, ἐγώ δέ τῶν ἐκτός ὑπό Θεοῦ καθεσταµένος ἐπίσκοπος ἄν εἴην»). Ἡ κρατική ἐξουσία ἐµφανίσθηκε νά ἀναχαιτίζει τή µόνιµη ἐπεκτατική της τάση καί νά ὑπαναχωρεῖ, ἀναγνωρίζοντας ἕναν «χῶρο» – τήν Ἐκκλησία – ὁ ὁποῖος δέν ὑπαγόταν πλέον στήν ἁρµοδιότητα τοῦ κρατικοῦ δικαίου, ἀλλά κέρδισε τήν αὐτονοµία του καί τήν αὐτοδιοίκησή του, τήν δυνατότητα, δηλαδή, νά κυβερνᾶται µέ νόµους (τούς Ἱερούς Κανόνες) πού θέσπιζε ἡ Ἴδια καί µέ πρόσωπα (τούς Ἐπισκόπους) πού ἐκλέγονταν ἀπό τήν Ἴδια. Ἔχει µεγάλη συµβολική σηµασία, ἀποκαλυπτική τῆς ἐπελθούσης αὐτῆς µεταβολῆς, τό περιστατικό πού ἐξιστορεῖ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας (PG 20, 1064-5), κατά τόν ὁποῖο, ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἰσῆλθε στόν χῶρο τῶν συνεδριάσεων τῆς Α’ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, «µέ χαµηλωµένο βλέµµα καί ἐρύθηµα προσώπου», συνοδευόµενος µόνο ἀπό κάποιους ἐµπίστους φίλους του καί ὄχι ἀπό ὁπλισµένους σωµατοφύλακες, δέν κάθισε στή θέση του, παρά µόνο ἀφοῦ πρῶτα τοῦ ἔκαναν νεῦµα οἱ συνηθροισµένοι ἐκεῖ ἐπίσκοποι. Σύγχρονοί µας Ἱστορικοί ἀµφισβητοῦν τήν ἀξιοπιστία τῶν διηγήσεων τοῦ Εὐσεβίου σχετικά µέ τόν Μεγάλο Κωνσταντῖνο, ὑποπτευόµενοι ὅτι τίς ἐπινόησε γιά νά τόν κολακεύσει καί νά δηµιουργήσει µιά «ἁγιογραφία» του. Ὅµως, καί µόνο τό γεγονός ὅτι ὁ Εὐσέβιος ἔχει ἱστορήσει ἕνα τέτοιο περιστατικό, ὅπου ὁ Σεβαστός Αὐτοκράτορας τῆς Ρώµης παρουσιάζεται νά φέρεται πρός τούς µέχρι τότε διωκοµένους ἐπισκόπους µέ τέτοια εὐλάβεια καί σεβασµό, φανερώνει µέ βεβαιότητα ὅτι µιά ριζικά µεγάλη ἀλλαγή ἔχει πιά ἐπέλθει στήν ἀντίληψη τῶν συγχρόνων του (τοῦ Εὐσεβίου) γιά τίς σχέσεις τοῦ Ρωµαίου Αὐτοκράτορα µέ τήν Ἐκκλησία.

Κατά τή διάρκεια τοῦ Μεσαίωνα, τόσο στή Δύση, ὅσο καί στήν Ἀνατολή, οἱ φορεῖς τῶν δύο ἐξουσιῶν, τῆς Βασιλείας ἀφ’ ἑνός καί τῆς Ἱερωσύνης ἀφ’ ἑτέρου, ἦλθαν στήν «πράξη» ἀρκετές φορές σέ σύγκρουση µεταξύ τους, ἄν καί στή «θεωρία» ἔπρεπε νά διακρίνονται ἡ µία ἐξουσία ἀπό τήν ἄλλη καί νά µήν ἀναµειγνύεται ἡ µία στά θέµατα τῆς ἄλλης. Ἡ Ἱστορική εἰκόνα πού προκύπτει εἶναι, µάλιστα, τόσο περίπλοκη καί δυσδιάκριτη, ὥστε συχνά οἱ Ἱστορικοί ἐκφέρουν διαµετρικά ἀντίθετες ἀπόψεις ἐπί τοῦ ζητήµατος, ἐάν, γιά παράδειγµα, ἐπί Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ὁ αὐτοκράτορας ἐπιβαλλόταν στήν Ἐκκλησία ἤ ἐάν ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε νά διατηρήσει τήν ἀνεξαρτησία της. Αὐτό, ὅµως, πού ἔχει σηµασία εἶναι ὅτι ἐπί Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ὅλοι ἀναγνώριζαν ὡς καταστατική τήν ἀρχή ὅτι ἄλλες εἶναι οἱ ἁρµοδιότητες τῆς Βασιλείας καί ἄλλες τῆς Ἱερωσύνης καί ὅτι δέν ἐπιτρεπόταν οἱ ἁρµοδιότητες αὐτές νά συµπέσουν στό ἴδιο πρόσωπο, ὅπως συνέπιπταν στό παρελθόν στό ἴδιο πρόσωπο τά ἀξιώµατα τοῦ Ρωµαίου Αὐτοκράτορα καί τοῦ Μεγίστου Ποντίφηκος.

Ἔτσι, γιά παράδειγµα, ἀπό τήν Ἐκκλησία θεσπίσθηκαν Κανόνες πού τιµωροῦσαν ὅποιον Κληρικό ἐπιχειροῦσε νά ἀνέλθει στήν Ἱεραρχία, ἀξιοποιῶντας τίς σχέσεις του µέ κρατικούς ἀξιωµατούχους (βλ. Λ’ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων), καθώς καί Κανόνες πού ἀνέθεταν τή διαχείριση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας µόνο σέ ἐπισκόπους κατ’ ἀποκλεισµό τῶν κρατικῶν ὑπαλλήλων (βλ. ΛΗ’ καί ΜΑ’ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων), ἐνῷ ἡ Πολιτεία ἀναγνώρισε ρητά τήν ὑποχρέωσή της νά «κατακολουθεῖ» καί νά «ἕπεται διά πάντων» στούς Ἱερούς Κανόνες (βλ. π.χ. τις ε’ καί στ’ Νεαρές τοῦ Ἰουστινιανοῦ).

Σύµφωνα µέ τήν κλασσική διατύπωση τῆς στ’ Νεαρᾶς τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ, ἡ Ἱερωσύνη «ὑπηρετεῖ τά Θεῖα», ἐνῷ ἡ Βασιλεία «ἐξάρχει καί ἐπιµελεῖται τῶν ἀνθρωπίνων». Ἡ Ἐκκλησία ὡς οὐσιωδῶς οἰκουµενικός καί διεθνής ὀργανισµός δίδασκε ἀπό τήν πλευρά της ὅτι τό πολίτευµα τῶν µελῶν της ὑπάρχει «ἐν οὐρανοῖς» καί ὅτι, ἑποµένως, ὑπερβαίνει κάθε ἐγκόσµιο Ἱστορικό σκοπό. «Ἄλλοι ὅροι βασιλείας καί ἄλλοι ὅροι Ἱερωσύνης. Ὁ βασιλεύς τά ἐνταῦθα πεπίστευται, ἐγώ τά οὐράνια», θά κηρύξει σχετικῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος. Μέ τόν τρόπο αὐτό σχετικοποιήθηκαν καί τέθηκαν στίς ὀρθές τους διαστάσεις κάθε κρατισµός καί κάθε φυλετισµός, κάθε «ἐθνική ἰδέα». Τά µέλη τῆς Ἐκκλησίας γνώριζαν ὅτι ἡ παράλληλη ἰδιότητά τους ὡς ὑπηκόων ἑνός κράτους εἶχε χαρακτῆρα ἐπίγειο καί πρόσκαιρο καί, συνεπῶς, δέν προσέβλεπαν στό κράτος τους, παρά µόνο γιά τήν διευθέτηση τοῦ βιοπορισµοῦ τους καί ὄχι γιά τή σωτηρία ἤ τή δικαίωσή τους ὡς ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων. Ἔτσι, κάθε χιλιαστική προσδοκία ἐξουδετερωνόταν ἐν τῇ γενέσει της, ἀφοῦ οἱ Χριστιανοί ἀναγνώριζαν «ὅτι οὐκ ἔχοµεν ὦδε µένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν µέλλουσαν ἐπιζητοῦµεν».

Μιά τέτοια καταστατική ἀρχή «διάκρισης τῶν ἐξουσιῶν» ἰσοδυναµεῖ µέ τήν µόνη διαχρονικά ἀποτελεσµατική ἐγγύηση κατά τοῦ κρατικοῦ ὁλοκληρωτισµοῦ.

Μέ τόν ἐρχοµό τῶν Νέων Χρόνων, ὅµως, τό µοναδικό αὐτό ἐπίτευγµα τοῦ διαχωρισµοῦ τῆς Βασιλείας (=τῆς κρατικῆς ἁρµοδιότητας) ἀπό τήν Ἱερωσύνη ἀκυρώνεται καί ἡ τάση ἀντιστρέφεται. Πλέον, ὁ ἡγεµόνας καί τό κράτος διεκδικοῦν ρητῶς τήν καταστατική ἀναγνώριση τοῦ «δικαιώµατός» τους νά ρυθµίζουν αὐτοί τό «Ἱερό», ἐπαναφέροντας µέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, πλήρως ἤ ἐν µέρει, τό «ius sacrum» στούς κόλπους τοῦ «ius publicum». Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἑρρίκου τοῦ Η’ τῆς Ἀγγλίας νά αὐτοανακηρυχθεῖ τό 1534 ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἀγγλικῆς Ἐκκλησίας καί νά ὑποχρεώσει τούς Κληρικούς καί τούς ἀξιωµατούχους τῆς χώρας του νά ὁρκισθοῦν στήν ὑπεροχή του, µέ τήν ἀπειλή ὅτι, ἐάν ἀρνοῦνταν, θά ἀντιµετώπιζαν τήν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας.

Μεγαλύτερη, ὅµως, σηµασία ἔχει ἡ θεωρητική ὑποστήριξη τῆς Νεωτερικῆς αὐτῆς «ἀπορρόφησης» τῆς Ἱερωσύνης ἀπό τή Βασιλεία, πού ἔγινε ἀπό τόν σηµαντικότερο ἴσως, µαζί µέ τόν John Locke, πολιτικό φιλόσοφο τῶν Νέων Χρόνων, τόν Thomas Hobbes (1588-1679) καί τά ἔργα τοῦ ὁποίου ἔχουν καθορίσει τόν τρόπο σκέψης, ἰδίως τοῦ Ἀγγλοσαξωνικοῦ κόσµου µέχρι τίς ἡµέρες µας.

Εἰδικότερα, στό ἔργο τοῦ «Λεβιάθαν ἤ ἡ Ὕλη, ἡ Μορφή καί ἡ Δύναµη τῆς Πολιτικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς Κοινοπολιτείας» (ἔχουµε ἀναφερθεῖ ξανά σέ αὐτό τό βιβλίο στό τεῦχος 195 τοῦ περιοδικοῦ) ὁ Hobbes προβάλλει µέ κάθε σοβαρότητα ἰσχυρισµούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι µέν γιά ἐµᾶς τούς Ὀρθοδόξους, πού ἔχουµε ἀκολουθήσει διαφορετική Ἱστορική πορεία, σχεδόν ἀνήκουστοι, ἀποτελοῦν, ὅµως, ἐδῶ καί ἀρκετούς αἰῶνες, «κοινό τόπο» γιά τίς χῶρες τῆς Δύσης.

Ἐν συνόψει, αὐτό πού ἐπιδίωξε ὁ Hobbes ἦταν νά ἀποδώσει στό πρόσωπο τοῦ κρατικοῦ ἡγεµόνα τό ἀξίωµα τοῦ «pontifex maximus», κάνοντάς τον «ἐπίσκοπο καί τῶν ἐντός» καί ἀνατρέποντας, ἔτσι, ἐκ βάθρων τή «µεταρρύθµιση» τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὁ Hobbes ἰσχυρίζεται, εἰδικότερα, ὅτι «ὁ ἡγεµόνας τοῦ κράτους («the sovereign»), ὄντας Χριστιανός, ἔχει τό δικαίωµα νά ὁρίζει τούς ποιµένες», ὅτι «ἡ ποιµαντική ἐξουσία τοῦ κυρίαρχου ἡγεµόνα στηρίζεται στό Θεῖο Δίκαιο (=ἄρα εἶναι ἀµετάβλητη), ἐνῶ ἐκείνη τῶν Ἱερέων στό κρατικό δίκαιο (=ἄρα πηγάζει ἀπό ἐκείνη τοῦ ἡγεµόνα καί µπορεῖ νά καταργηθεῖ)», ὅτι «οἱ χριστιανοί βασιλεῖς ἔχουν τήν ἐξουσία νά τελοῦν κάθε ποιµαντικό καθῆκον» καί ὅτι «ὁ κυρίαρχος ἡγεµόνας, ἄν εἶναι Χριστιανός, εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐπικράτειά του». Ἔτσι, ὁ ἡγεµόνας, πού ἀναγνωρίζεται ὡς ἀνώτατος ποιµήν («supreme pastor») καί ὡς ἐπέχων τόν τόπο τῆς Ἐκκλησίας («he is the Church by representation»), «ἔχει τήν ἐξουσία ὄχι µόνο νά κηρύττει, κάτι πού ἴσως κανείς ἄνθρωπος δέν θά ἀρνηθεῖ, ἀλλά ἐπίσης νά βαπτίζει καί νά τελεῖ τό Ἱερό µυστήριο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου τοῦ Κυρίου, νά καθιερώνει Ναούς καί νά χειροτονεῖ Ποιµένες στή διακονία τοῦ Θεοῦ, κάτι πού οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν δέχονται, διότι δέν εἶναι συνηθισµένοι σέ αὐτό», θά ὑποστηρίξει ὁ Hobbes, παλινορθώνοντας µέ τόν τρόπο αὐτό, στόν βαθµό πού τοῦ ἀναλογεῖ, τόν Ρωµαῖο αὐτοκράτορα-Μέγιστο Ποντίφηκα. Διαφορετικά, θά συνεχίσει ὁ Hobbes, ἐάν, δηλαδή, «οἱ Χριστιανοί δέν ἐκλάβουν τόν Χριστιανό ἡγεµόνα ὡς τόν προφήτη τοῦ Θεοῦ (=τόν µόνο αὐθεντικό ἑρµηνευτή τῆς Ἁγίας Γραφῆς), τότε εἴτε θά πρέπει νά ἐκλάβουν τίς ὀνειροφαντασίες τοῦ δικοῦ τους µυαλοῦ ὡς προφητεία (=αὐθεντική ἑρµηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς)... εἴτε θά πρέπει νά ὑποστοῦν τήν καθοδήγηση κάποιου ξένου ἡγεµόνα... ἤ κάποιου ἀπό τούς συµπολῖτες τους...». Χαρακτηριστικό τῆς παλινορθωτικῆς πρόθεσης τοῦ βιβλίου εἶναι τό ἐξώφυλλο τῆς πρώτης ἔκδοσής του πού ἀπεικονίζει ἕναν ἡγεµόνα µέ στέµµα νά δεσπόζει µέ τό µέγεθός του ἐπάνω στήν ἐπικράτειά του, µέ τό σῶµα του νά ἀπαρτίζεται ἀπό µικρά ἀνθρωπάκια -τούς ὑπηκόους του- πού τόν κοιτάζουν µέ δέος, ἐνῷ κρατᾶ στό δεξί του χέρι ξίφος -ὡς σύµβολο τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας- καί στό ἀριστερό ποιµαντική ράβδο -ὡς σύµβολο τῆς ποιµαντικῆς.

Μιά ἰδιαιτέρως ἀξιοπρόσεκτη στήν ὀξυδέρκειά της συγκεφαλαίωση τῆς Ἱστορικῆς σηµασίας τῆς «ἀµίκτου µίξεως» τῆς Βασιλείας µέ τήν Ἱερωσύνη καί τῆς συνακόλουθης ἱεροποίησης τοῦ κράτους µας παρέχει ἕνας ξεχασµένος πιά ζηλωτής τοῦ 19ου αἰῶνος, ὁ Κοσµᾶς Φλαµιάτος (1786-1952), ὁ ὁποῖος ἔγραψε µέν σχετικά µέ τήν περίπτωση τῆς Ἀγγλίας, τά γραφόµενά του, ὅµως, ἔχουν γενικότερη ἐφαρµογή καί ἑρµηνευτική τῆς ἱστορίας ἀξία.

Τήν παραθέτουµε ἀντί ἐπιλόγου: «Ἡ Ἀγγλική θρησκεία, ὡς εἶπα πολλάκις, ὑπάρχει συγκεχωνευµένη εἰς τήν πολιτικήν ἀρχήν. Ἐκ ταύτης (=τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς), ὡς ὁ ἐκεῖ λαός νοµίζει, πηγάζουσι καί ἐλπίζονται ὅλα τά ἀγαθά, τόσον τά πνευµατικά καί αἰώνια, ὅσον καί τά ὑλικά καί τά πρόσκαιρα. Τούτου ἕνεκα, ὁποίαν πειθαρχίαν καί ὑπακοήν πᾶς ἄλλος χριστιανός νοµίζει ὅτι χρεωστεῖ εἰς τήν κατ’ αὐτόν Ἐκκλησίαν καί ὅποιον µισθόν ἐλπίζει διά τούς ὑπέρ αὐτῆς (=τῆς Ἐκκλησίας) ἀγῶνας καί κόπους, τά αὐτά καί ὁ λαός τῆς Ἀγγλίας νοµίζει ὅτι χρεωστεῖ εἰς τάς ἐντολάς τῆς ἐκεῖ ἀρχῆς (=τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς) καί τόν αὐτόν µισθόν ἐλπίζει διά τούς ὑπέρ αὐτῆς (=τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς) ἀγῶνας...» (Κοσµᾶ Μοναχοῦ Φλαµιάτου, Ἅπαντα, ἐκδ. Σπανός, σελ.174).

 

Νοµοµαθής

«Ἐνοριακή Εὐλογία» Ἀρ. Τεύχους 256

Δεκέμβριος 2023