Ἡ “Σκιά” τῆς Ἱερωσύνης καί ἡ Σάρκωσή Της
μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μας!
Ἡ Ἱερωσύνη ἔδρασε πάντοτε στὴν Ἱστορία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (Ἰσραηλιτικοῦ καὶ Χριστιανικοῦ) σὰν μέτρο φανερώσεως τῆς Χάριτος, Δυνάμεως καὶ Ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ σὰν δυνατότητα ἀσφαλοῦς καὶ βεβαίας μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴ Θεία αὐτὴ καὶ ζωοποιὸ Ἐνέργεια καὶ Δύναμη, μὲ σκοπὸ τὴν προοδευτικὴ τελείωσή του καὶ τήν, κατὰ χάριν, ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεό.
Ἡ δράση τῆς Ἱερωσύνης στὸν κόσμο ἀρχίζει μὲ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ εἶναι ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ αὐτεξούσιο πλᾶσμα Του, ποὺ τὸ ζωοποιεῖ, τὸ ἁγιάζει, τὸ φωτίζει καὶ τὸ χειραγωγεῖ πρὸς τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν».
Μὲ τὴν παρακοὴ τῶν πρωτοπλάστων διακόπτεται ἡ ἀποδοχὴ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ αὐτός, ὑπακούοντας στὶς συμβουλὲς τοῦ διαβόλου, ἐπέλεξε νὰ αὐτονομηθῆ, πιστεύοντας πὼς ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ γίνη Θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀσθενήση ἡ φύση του καὶ νὰ εἰσέλθη σ’ αὐτὴν ὁ «ἀγριαίνων νόμος», ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατοῦσε πλέον νὰ ὁμοιωθῆ μὲ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ γινόταν ἕνας «ἰδιότυπος διάβολος»2 ἂν ὁ Θεός, ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία, δὲν συγκατέβαινε στὴν ὑπαρξιακὴ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπανορθώση μόνος του τὶς συνέπειες τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπὸ τὴν Αὐτοζωή, οἰκονομῶντας «τὴν ἐκ παλιγγενεσίας σωτηρίαν»3 τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διὰ τοῦ Υἱοῦ Του, «δι’οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησε».4
Δὲν «ἀπεστράφη» τὸ πλάσμα Του «εἰς τέλος» ὁ Θεός, ἀλλὰ «πολυτρόπως» τὸ προετοίμασε γιὰ νὰ δεχθῆ ἑκούσια τὴ μέλλουσα σωτηρία. Πρωτίστως ὅμως ὑποβοήθησε τὴν ἀποκατάσταση τῆς πνευματικῆς ὁράσεως τῶν ἀσθενῶν κατὰ τὴν προαίρεση ἀνθρώπων, μὲ τὸ νὰ οἰκονομήση τὴ μετάδοση τῆς Ἀκτίστου Χάριτος, Δυνάμεως καὶ Διδασκαλίας Του καὶ μέσω ὁρατῶν στὸν «πεπτωκότα» ἄνθρωπο προσώπων. Μέσω προσώπων μὲ καθαρὴ διάνοια, ὅπως ὁ Νῶε, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰώβ, ὁ Μωϋσῆς. Ἀργότερα, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «ἐπειδὴ εἰς αὐτὸν τῆς κακίας ἐνέπεσε τὸν πυθμένα ἅπας τῶν Ἑβραίων ὁ δῆμος»5, χρειάσθηκε νὰ κάνη ὁ Θεὸς ἐμφανέστερη τὴν Ἱερωσύνη (δηλαδὴ τὴν Παρουσία Του) στοὺς ἀνθρώπους, δίνοντάς τους Ἱερεῖς, «γράμματα καὶ πλάκες», ποὺ θὰ τοὺς ὑπενθύμιζαν συνεχῶς τὴ μέλλουσα ἀπολύτρωση καὶ θὰ τοὺς προετοίμαζαν γι' αὐτήν.
Ἔτσι, τὸ μέτρο τῆς Ἱερωσύνης ποὺ παρέλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὁ Μωϋσῆς ἦταν ἡ σκιὰ τοῦ μέλλοντος νὰ σαρκωθῆ Θεοῦ Λόγου, ποὺ τοῦ φανερώθηκε ὡς «ὀπίσω τοῦ Θεοῦ» (Ἔξ. 33, 23). Τὴν παράδοση τῆς Ἱερωσύνης ἐπεσφράγισε Διαθήκη, δηλαδὴ γραπτὸς Νόμος, ποὺ ἦταν ἀπαραίτητη βοήθεια καὶ παιδαγωγία τοῦ πιστοῦ λαοῦ γιὰ τὴ μετοχή του στὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπαγγελία τῆς ἐλεύσεως τοῦ «πληρώματος τοῦ χρόνου».
Καὶ «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» ἦλθε μὲ τὴ Γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, διὰ τῆς ὁποίας ἐσαρκώθη ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἡ «ἀρχὴ καὶ ἡ ὑπόστασις» τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ ὅλων τῶν κόσμων «ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων».
Στὸ πρόσωπο τοῦ Σαρκωθέντος Λόγου, τοῦ «Ἑνὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος», ἡ Ἱερωσύνη φανερώθηκε ὡς «πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2, 9) καὶ γι' αὐτὸ ὡς «πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. 28,18). Τότε «παρῆλθε ἡ σκιὰ τοῦ νόμου», ἀφοῦ μετετέθη ἡ Ἱερωσύνη τῆς σκιᾶς ἀπὸ τὴν Προσωπικὴ πλέον φανέρωση τῆς Ἱερωσύνης στὸν κόσμο διὰ τοῦ Θεανθρώπου. Γιατὶ «μετατιθεμένης τῆς Ἱερωσύνης ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται» (Ἑβρ. 7, 2). Τὸ νόμο «πληρώνει» ἡ Καινὴ Διαθήκη, δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παρουσία Του ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ὁδηγίες Του, μὲ τὶς ὁποῖες ἐξηγεῖ στὸν ἄνθρωπο πῶς θὰ γίνη κοινωνὸς (δηλαδὴ ὑπαρξιακὸς γνώστης καὶ μέτοχος) ὄχι πλέον τῆς σκιᾶς, ἀλλὰ τοῦ «σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». Πῶς θὰ γίνη κατὰ Χάριν Θεὸς διὰ τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ποὺ «ἀνακεφαλαίωσε» καὶ ἀνέπλασε τὴν «καταφθαρεῖσαν» φύση μας καὶ ἐπάτησε διὰ τοῦ ἑκουσίου καὶ ζωοποιοῦ Του θανάτου τὸ θάνατο καὶ «ὁδοποίησε πάσῃ σαρκὶ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν».
Τὶς νέες αὐτὲς ὁδηγίες τῆς Καινῆς Διαθήκης καλοῦνται νὰ διδάξουν οἱ Μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι οἱ «αὐτόπται» καὶ «αὐτήκοοι» μάρτυρες, οἱ «ψηλαφηταὶ» καὶ «γνῶσται» τῆς Σαρκωθείσης Ἱερωσύνης. Ἐκεῖνοι, ποὺ, ἀφοῦ καθαρίσθηκαν ψυχικὰ καὶ σωματικὰ (κατὰ τὴ μαρτυρία Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ: «ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε», (Ἰω. 15, 3) καὶ ἔγιναν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀοράτου, σὰν «σύμμορφοι» τοῦ Χριστοῦ, ἔλαβαν ἐπὶ γῆς τὸ χάρισμα τῆς μετοχῆς στὴ μοναδικὴ Ἱερωσύνη τοῦ Ἑνὸς Χριστοῦ. Δὲν ἔλαβαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι τὴν Ἱερωσύνη σὰν παράλληλη ἢ αὐτόνομη ἐξουσία, ἀλλὰ σὰν ἐξουσία Ἐκείνου, πού, ταυτίζοντας τὸν Ἑαυτό Του μετὰ τῆς Ἱεραρχίας Του, λέει στοὺς Ἀποστόλους: «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ... Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».6 «Καὶ τὶ γὰρ δεῖ πλέον εἰπεῖν», (ἐπισφραγίζει ὁ θεῖος Χρυσόστομος), «ἀλλ’ ἢ ὅτι ὅπερ ὁ Χριστὸς παραγενόμενος ἔπραττε, τοῦτο αὐτοῖς ἐγχειρήσας ἀπῆλθε»7.
Κατὰ συνέπεια, ὅπως ἐπισημαίνει ἕνας σύγχρονος ὁμολογητὴς τῆς Ἐκκλησίας μας, «ἡ Ἱερωσύνη καὶ Ἱεραρχία εἶναι ἀδιανόητος ἐκτὸς τοῦ Θεανθρωπίνου ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, διότι καὶ ὁ Χριστὸς ὡς Κεφαλὴ εἶναι ἀχώριστος τοῦ σώματός Του»8.
Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ «Σῶμα τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 1, 23, Κολ. 1, 24), ἡ Ἱερωσύνη ταυτίζεται μὲ τὴν Ἐκκλησία. Τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς χειροτόνησε τοὺς Ἁγ. Ἀποστόλους, δίνοντάς τους τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης, ὥστε νὰ ἐνεργῆ στὸ ἑξῆς δι’ αὐτῶν ὅλη ἡ ἐξουσία, Χάρι καὶ Ἐνέργεια τοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ. Διὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν διαδόχων τους Ἐπισκόπων παρατείνεται μέχρι σήμερα καὶ θὰ παρατείνεται “ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» πραγματικὰ (ὄχι συμβολικά), «τῇ ἀοράτῳ ἐπιφανείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἡ Θεανθρώπινη παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.
Τὸ φρόνημα αὐτὸ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκοντας καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, γράφει: «Μία ἡ τῆς Ἱερωσύνης δύναμις, ἡ ἐν τοῖς ἀποστόλοις τότε ἐνεργοῦσα, καὶ τοῖς νῦν Ἱεράρχαις. Καὶ κατὰ τὴν ἰσχὺν τῆς Ἱερωσύνης, ὁ αὐτός ἐστι Πέτρος τε καὶ Παῦλος καὶ Ἰωάννης καὶ τῶν νῦν ἀρχιερέων ἕκαστος, ἐπεὶ καὶ τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἱερωσύνη ἐστὶ καὶ οὐκ ἀνθρωπίνης ἀρετῆς ἔργον».9
Ἡ Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ γῆς διαιρεῖται σὲ τρεῖς βαθμοὺς καὶ διανέμεται στοὺς Κληρικούς. Ἡ διάκριση αὐτὴ τῆς Ἱερωσύνης τῶν Κληρικῶν, μετὰ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, εἶναι θεσμὸς Θεῖος καὶ βούληση τῆς Θεότητος, ὅπως διδάσκουν οἱ «Διαταγὲς τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων»: «Εἰ μὲν γὰρ μὴ θεσμός τις ἦν καὶ τάξεων διαφορά, ἤρκει ἂν δι’ ἑνὸς ὀνόματος τὰ ὅλα τελεῖσθαι· ἀλλ’ ὑπὸ τοῦ Κυρίου διδαχθέντες ἀκολουθίαν πραγμάτων, τοῖς μὲν ἐπισκόποις τὰ τῆς Ἀρχιερωσύνης ἐνείμαμεν, τοῖς δὲ Πρεσβυτέροις τὰ τῆς Ἱερωσύνης, τοῖς δὲ διακόνοις τὰ τῆς πρὸς ἀμφοτέρους διακονίας... Οὐ γὰρ ὅσιον ἀνεστράφθαι τὴν τάξιν. οὐ γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς ἀκαταστασίας».10
Ἡ διάκριση ὅμως τῶν τριῶν βαθμῶν δὲν εἶναι ποιοτικὴ ἀλλὰ ποσοτική. Δὲν διαφέρει τὸ εἶδος τοῦ χαρίσματος ἀλλὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν χορηγουμένων διὰ τῆς χειροτονίας ἐξουσιῶν. Ἔτσι ἡ ἐξουσία τοῦ Ἐπισκόπου ὑπερβαίνει τὴν ἐξουσία τοῦ Πρεσβυτέρου, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος τελεῖ καὶ τὸ κατ’ ἐξοχὴν μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας· τὴν χειροτονία, καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Πρεσβυτέρου ὑπερβαίνει τὴν ἐξουσία τοῦ Διακόνου, ἐφ' ὅσον ὁ μὲν Πρεσβύτερος δύναται νὰ τελέση πάντα τὰ τοῦ Ἐπισκόπου, πλὴν τῆς χειροτονίας καὶ τῶν Ἐγκαινίων Ἱ. Ναοῦ, ὁ δὲ Διάκονος δὲν τελεῖ τίποτε μόνος ἀλλ' ἁπλῶς διακονεῖ τὰ μυστήρια.
Ἀντίθετα, ἡ Θ. Χάρη ποὺ λαμβάνουν διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος οἱ λαϊκοὶ (μετοχὴ στὴν Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐνδύονται τὸν Χριστό), διακρίνεται ποιοτικὰ ἀπὸ τὴν Ἱερωσύνη τῶν Κληρικῶν. Ἐνῶ δηλαδὴ οἱ λαϊκοὶ ἔχουν λάβει μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα τὰ ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ (Βασιλικό, Προφητικό, Ἱερατικὸ) ὥστε νὰ γίνουν ἐξουσιασταὶ τῶν παθῶν τους (Βασιλικό), διδάσκαλοι (Προφητικὸ) καὶ θῦτες τοῦ ἑαυτοῦ τους (Ἱερατικό), προσφέροντες τὰ μέλη καὶ τὴ διάνοιά τους «θυσίαν ζῶσαν εὐάρεστον τῷ Θεῷ» (Ρωμ. 12, 1), δὲν ἔλαβαν ὅμως διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας τὴν Ἱερωσύνη, ὥστε νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἐξουσία νὰ προσφέρουν Ἱερατικὲς Θυσίες, νὰ διδάσκουν καὶ νὰ ποιμαίνουν τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.11 Χαρακτηριστικὰ οἱ «Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων» τονίζοντας τὴν κατὰ φύσιν Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ τὴ σαφῆ διάκριση τῆς Ἱερατικῆς ἐξουσίας μέσα στὸ σῶμα τῶν πιστῶν, γράφουν: «Πρῶτος τοίνυν τῇ φύσει ἀρχιερεὺς ὁ μονογενὴς Χριστός ‘‘οὐχ ἑαυτῷ τὴν τιμὴν ἁρπάσας’’ ἀλλὰ παρὰ τοῦ Πατρὸς κατασταθείς γενόμενος ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς καὶ τὴν πνευματικὴν θυσίαν προσφέρων τῷ Θεῷ αὐτοῦ καὶ Πατρὶ πρὸ τοῦ πάθους, ἡμῖν διετάξατο μόνοις τοῦτο ποιεῖν, καίτοι ὄντων σὺν ἡμῖν καὶ ἑτέρων τῶν εἰς αὐτὸν πεπιστευκότων · ἀλλ’ οὐ πάντως πᾶς ὁ πιστεύσας ἤδη καὶ Ἱερεὺς κατέστη ἢ ἀρχιερατικῆς ἀξίας ἔτυχεν».12 Πρέπει ὅμως νὰ μὴ λησμονοῦμε ποτὲ ὅτι ἡ Ἱερατικὴ ἐξουσία δόθηκε μὲν μόνο στοὺς Ἀποστόλους ἀλλὰ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἐπεφοίτησε μοιράζοντας χαρίσματα σὲ ὅλο τὸ πλῆθος ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Ἡ ταυτόχρονη αὐτὴ ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ σημεῖο, ὅπως σωστὰ παρατηρεῖ ἕνας ἀείμνηστος σύγχρονος θεολόγος, «ὅτι ἡ Ἱερωσύνη, ἢ τὸ ὑπούργημα τοῦ μυστηρίου, ἐδόθη καὶ ἐρρίζωσεν εἰς τὴν ὁλότητα τοῦ σώματος... Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐντὸς τῆς Ἑκκλησίας, ὄχι ὑπεράνω, οὔτε ἐκτὸς αὐτῆς»13.
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«Ἐνοριακή Εὐλογία» Ἀρ. Τεύχους 256
Δεκέμβριος 2023
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Ἐπιστολὴ πρὸς Ἀββᾶ Ἰωάννην, «Κλῖμαξ» ἐκδ. Παπαδημητρίου 1970, σ. 10 ἑξ.
- Ἀρχιμ. Πόποβιτς Ἰουστίνου, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, Ἀθῆναι 1969, σ. 153.
- Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
- Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
- Ὁμ. Α΄ Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, Ἅπαντα Ἁγ. Πατέρων (Α.Α.Π.), Ἐκδόσεις «Ὠφελίμου βιβλίου», τόμος 63, σ. 263.
- Βλ. Ἀρχιμ. Πόποβιτς Ἰουστ., Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, Θες/νίκη 1974, σ. 115.
- Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Λόγος β΄, Α.Α.Π. 80, 224.
- Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, σ. 115
- Ἁγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Ἔργα Θεολογικά, ἔκδ. D. Balfour, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 167.
- Βιβιλιοθήκη Ἑλλ. Πατέρων καὶ Ἐκκλ. Συγγρ. (ΒΕΠΕΣ), τ. 2, 171.
- Περισσότερα περὶ τῆς Ἱερωσύνης τῶν λαϊκῶν βλ. στὸν τόμο «Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαὶ» τοῦ Ἀρχιμ. Ἐπιφ. Ἰ. Θεοδωροπούλου, Ἐν Ἀθήναις 1981, σ. 87 καὶ ἑξ.
- ΒΕΠΕΣ, τ. 2, 171-172.
- π. Φλωρόφσκυ Γεωργίου, Τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, Θες/νίκη 1972, σ. 62.