Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

 

Ἅγιος Δημήτριος (280-306) εἶναι ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης καὶ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ πολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης. Τιμᾶται, ἐπίσης, ἀπὸ τὸν Λουθηρανισμὸ καὶ τὴν Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία.

Σύμφωνα μὲ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα, ὁ Δημήτριος ἔζησε καὶ μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Λόγῳ προβλημάτων τῆς ἁγιολογικῆς παράδοσης, γιὰ τὶς ἀπαρχὲς καὶ τὴν προέλευση τῆς τιμήσεώς του ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπὸ τὸ 19ο αἰῶνα διάφορες θεωρίες, ἐπικρατέστερη τῶν ὁποίων μεταξὺ τῶν μελετητῶν εἶναι ὅτι δὲν ὑπῆρξε Δημήτριος ποὺ μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ ἡ τιμή του προέρχεται ἀπὸ τὸ Σίρμιο τῆς Παννονίας. Σημαντικὸ κέντρο τῆς λατρείας του εἶναι ἡ Θεσσαλονίκη, ὅπου τιμᾶται ἀπὸ τὴν πρωτοχριστιανικὴ περίοδο καὶ ἔχει ἀνεγερθεῖ βασιλικὴ πρὸς τιμήν του. Κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους ἐτιμᾶτο ὡς θαυματουργὸς προστάτης τῆς πόλης ἀπὸ ἐχθροὺς πολιορκητές της καὶ κατὰ τὴν ἑορτή του πραγματοποιοῦνταν θρησκευτικὴ καὶ ἐμπορικὴ πανήγυρις, τὰ Δημήτρια, ποὺ ἀναβίωσαν τὴ δεκαετία τοῦ 1960 ὡς πολιτιστικὴ διοργάνωση. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς λαοφιλέστερους ἁγίους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ποὺ ἑορτάζει τὴ μνήμη του στὶς 26 Ὀκτωβρίου.

 

ΒΙΟΣ (Πηγές)

Ἡ ἁγιολογικὴ παράδοση ἡ σχετικὴ μὲ τὸν Ἅγιο Δημήτριο ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ Θαύματα (Miracula), ποὺ ἐκτείνονται σὲ τρία βιβλία, τὰ Μαρτυρολόγια (Passiones) καὶ πολλὰ Ἐγκώμια (Laudationes). Ἡ παλαιότερη ἀπὸ αὐτὲς τὶς πηγὲς εἶναι τὸ πρῶτο βιβλίο τῶν Θαυμάτων, ποὺ γράφηκε ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἰωάννη τὴ δεκαετία 610-20. Τὰ Μαρτυρολόγια εἶναι ἄγνωστου συγγραφέα καὶ χωρίζονται σὲ τρία «στάδια», τὰ ὁποῖα περιέχουν ἀνώνυμα κείμενα τοῦ 9ου καὶ τοῦ 10ου αἰῶνα, ἐνῷ τὰ Ἐγκώμια ἀναπαράγουν τὴν ὕλη τῶν δύο προηγουμένων.

Μαρτύριο

Σύμφωνα μὲ τὴν ἁγιολογικὴ παράδοση, ὁ Ἅγιος Δημήτριος μαρτύρησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) ὅταν μὲ τὴν παρακίνηση τοῦ Γαλέριου, μέλους τῆς Τετραρχίας, ἔλαβε χώρα ὁ πιὸ σκληρὸς διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν στὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Στρατιῶτες τοῦ Γαλέριου συνέλαβαν τὸν «μακαριώτατο Δημήτριο ἐκ γένους τῶν περιδόξων» μὲ τὴν κατηγορία ὅτι συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὶς χριστιανικὲς συγκεντρώσεις. Ἀνώνυμος Συναξαριστὴς πληροφορεῖ γιὰ τὴ δράση τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἀποδίδοντάς του τὸν τίτλο τοῦ «ὑπάτου» μεταξὺ τῶν χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ Δημήτριος προσευχόταν στὶς συγκεντρώσεις στὴ Χαλκευτικὴ στοὰ (cryptoporticus) τῆς Ρωμαϊκῆς Ἀγορᾶς τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἐνίσχυε τοὺς οἰκονομικὰ ἀνήμπορους συμπολῖτες του. Δημῶδες μεταβυζαντινὸ κείμενο γιὰ τὸ «Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου» περιγράφει τὴ βαθιὰ θρησκευτικὴ κατάνυξη ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ ἀκροατήριο τοῦ Δημητρίου. Οἱ «Δημεγέρτες» πρόδωσαν τὸν Δημήτριο στὸ Γαλέριο («ὅτι ὁ Δημήτριος κρατεῖ εἰς τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν») ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ κλειστεῖ στὶς ὑπόγειες «καμάρες» παρὰ τοῦ σταδίου ποὺ γειτόνευε μὲ τὸ δημόσιο λουτρό. Σύμφωνα μὲ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα ὁ Δημήτριος κρατήθηκε ἔγκλειστος «περὶ τῶν καμίνων καμάρας (δημοσίου βαλανείου)», δηλαδὴ στὰ προπνιγεία (praefurnia) τοῦ ρωμαϊκοῦ λουτροῦ.

Ἀπὸ τὸ χῶρο τῶν φυλακῶν ὁ Δημήτριος ἐμψύχωσε τὸ φίλο του Νέστορα, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπισε τὸν μονομάχο Λυαῖο. Ἀφοῦ ὁ Νέστορας κατανίκησε τὸν Λυαῖο, θανατώθηκε ἀπὸ τὸν Γαλέριο ποὺ θεώρησε τὴν ἧττα τοῦ Λυαίου ὡς προσωπική του ἧττα. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Νέστορας ἦταν μαθητὴς τοῦ Δημητρίου, διέταξε νὰ φέρουν τὸν Δημήτριο μπροστά του γιὰ νὰ ἀποκηρύξει τὴν πίστη του. Τελικὰ ὁ Δημήτριος, μὲ διαταγή τοῦ Γαλέριου, θανατώθηκε στὶς ὑπόγειες φυλακὲς, πιθανότατα τὸ 306 μ.Χ. Μετὰ τὸν θάνατό του, πιστοὶ τὸν ἔθαψαν τὴν ἴδια ἢ τὴν ἑπόμενη νύχτα πρόχειρα στὸν ἴδιο χῶρο, ὅπου ἀργότερα κτίστηκε ἕνας «οἰκίσκος» ποὺ κατεδαφίσθηκε ἀπὸ τὸν Λεόντιο γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς βασιλικῆς.

 

ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Ἀπαρχές: προέλευση καὶ ἱστορικότητα

Οἱ ἀπαρχὲς τῆς τιμῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου δὲν εἶναι γνωστὲς μὲ βεβαιότητα, καθώς, ἐνῷ ἡ ἁγιολογικὴ παράδοση χρονολογεῖ τὸ μαρτύριό του τὴν ἐποχὴ τοῦ διωγμοῦ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, τὴν πρώτη δεκαετία τοῦ 4ου αἰῶνα, τὸ πιὸ πρώϊμο βέβαιο στοιχεῖο τῆς τιμῆς του, ἡ ἀνέγερση τῆς πεντάκλιτης βασιλικῆς πρὸς τιμήν του στὴ Θεσσαλονίκη, χρονολογεῖται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 5ου ὡς τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 6ου μ.Χ. αἰ. Ἀκόμη, ἀπὸ τὰ μαρτυρολόγια τοῦ 4ου καὶ τοῦ 5ου αἰῶνα ἀπουσιάζει ἡ ἀναφορὰ σὲ τιμή ἢ μαρτύριο κάποιου Δημήτριου στὴ Θεσσαλονίκη.

Οἱ περισσότεροι μελετητὲς ἀμφισβητοῦν τὴν ἱστορικότητα τῶν βιογραφικῶν πληροφοριῶν τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων καὶ συμφωνοῦν ὅτι δὲν ὑπῆρξε Δημήτριος ποὺ μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ ἡ τιμή του προέρχεται ἀπὸ τὸ Σίρμιο, ἀκολουθῶντας τὴν ὑπόθεση ποὺ διατύπωσε ὁ Βέλγος Βολλανδιστὴς Ἱππόλυτος Ντελεαί. Ὁ Ντελεαὶ παρατήρησε ὅτι σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀπουσία ἀναφορᾶς μάρτυρος Δημητρίου ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, στὸ Ἱερωνυμιακὸ Μαρτυρολόγιο καταγράφεται τὸ μαρτύριο «in Sirmia Demetri diaconi» (ἑλλην.: στὸ Σίρμιο τοῦ Δημητρίου τοῦ διακόνου), ἐνῷ καὶ στὸ Συριακὸ Μαρτυρολόγιο –ἡ συγγραφὴ τοῦ ὁποίου χρονολογεῖται στὸ 411 καὶ στηρίζεται σὲ ἕνα ἑλληνικὸ μαρτυρολόγιο περίπου τοῦ 362 ἀπὸ τὴ Νικομήδεια καί, ἑπομένως, προηγεῖται τῆς πιὸ πρώϊμης πιθανῆς χρονολογίας ἀνέγερσης βασιλικῆς πρὸς τιμὴν τοῦ Δημητρίου στὸ Σίρμιο ἀπὸ τὸν Λεόντιο (412-413)– ἀναφέρεται ὁ «ἐν Σιρμίῳ Δημήτριος» ποὺ ἑορταζόταν στὶς 9 Ἀπριλίου. Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ παρέχει ἐξήγηση γιὰ τὴν ὕπαρξη χώρου τιμῆς τοῦ μάρτυρα ἐντὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλης, ὅπου ἀπαγορεύονταν οἱ ταφὲς κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ περίοδο, καὶ γιὰ τὶς δηλώσεις ἄγνοιας ἐπισκόπων Θεσσαλονίκης σχετικὰ μὲ τὴν τοποθεσία τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου τὸν 6ο καὶ τὸν 7ο αἰῶνα, ὅπως καὶ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς Ὁραρίου μεταξὺ τῶν κειμηλίων τοῦ ἁγίου, ἐνδύματος διακόνων, ἰδιότητα ποὺ εἶχε ὁ Δημήτριος τοῦ Σιρμίου. Σύμφωνα μὲ τὸν κλασσικιστὴ Michael Vickers, ἡ μεταφορὰ τῆς τιμῆς τοῦ ἁγίου συνέβη μαζὶ μὲ τὴ μεταφορά τῆς ἕδρας τῆς ἐπαρχίας Ἰλλυρικοῦ ἀπὸ τὸ Σίρμιο στὴ Θεσσαλονίκη, μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Σιρμίου ἀπὸ τοὺς Οὔννους τοῦ Ἀττίλα τὸ 441. Κατὰ τὸν Vickers, ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου μεταφέρθηκε τότε στὶς 26 Ὀκτωβρίου ὡς ἡμέρα μετακομιδῆς τῶν κειμηλίων του. Μελετῶντας τὴ διάδοση τῆς τιμῆς Ἰλλυρικῶν καὶ Παννονικῶν ἁγίων, ὁ μεσαιωνολόγος Peter Tοth καταλήγει ὅτι ἐκκινῶντας ἀπὸ τὸ Σίρμιο ἡ προσκύνηση τοῦ Δημητρίου εἶχε ἤδη ἐξαπλωθεῖ τὸ τέλος τοῦ 4ου αἰῶνα, μᾶλλον καὶ στὴ Θεσσαλονίκη, καὶ ὅτι ὅταν, χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Σιρμίου τὸ 441, κτίστηκε ἡ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα, εἶχε λησμονηθεῖ ἡ καταγωγὴ τῆς τιμῆς του, ὅπως συνέβη καὶ μὲ ἄλλους Παννονικῆς προέλευσης ἁγίους, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Δημήτριος νὰ θεωρηθεῖ Θεσσαλονικέας, θεώρηση ποὺ ἀποτυπώθηκε στὸ πρῶτο μαρτυρολόγιο (τὴν Passio prima). Σύμφωνα μὲ τὸν Tοth, οἱ ἀναφορὲς στὸ Σίρμιο συμπεριλήφθηκαν στὸ δεύτερο μαρτυρολόγιο (τὴν Passio altera) συνεπείᾳ τῆς ἐνσωμάτωσης στὴ Θεσσαλονίκεια παράδοση ἐκείνης τῶν κατοίκων τοῦ Σιρμίου, ποὺ προσέφυγαν στὴ Θεσσαλονίκη μετὰ τὴν κατάληψή του ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους τὸ 582.

Ἕλληνες μελετητὲς ἔχουν ἐπιχειρηματολογήσει ὑπὲρ τῆς ἐντοπιότητας τῆς προσκύνησης τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴ Θεσσαλονίκη ἀπορρίπτοντας τὴ θεωρία περὶ προέλευσής της ἀπὸ τὸ Σίρμιο. Παραδείγματος χάριν, σὲ ἄρθρο τοῦ 1976 ὁ βυζαντινολόγος Γεώργιος Θεοχαρίδης ἀπέρριψε τὴν ἑρμηνεία τοῦ Vickers, ἀναφερόμενος στὶς Νεαρές τοῦ  Ἰουστινιανοῦ, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ὁ ἔπαρχος τοῦ Ἰλλυρικοῦ τὴν περίοδο ἐκείνη ὀνομαζόταν Apraemius καὶ ὄχι Λεόντιος, ὅπως ὀνομάζεται ὁ praefectus τῶν ἁγιολογιῶν. Ὁ Δημήτριος Σκέδρος ἀμφισβητεῖ τὴν πληρότητα τῶν καταλόγων τῶν πρώϊμων μαρτυρολογίων ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπουσιάζει ἡ ἀναφορὰ σὲ Θεσσαλονικέα μάρτυρα Δημήτριο καὶ εἰσηγεῖται ὅτι ὑπῆρξαν δύο Δημήτριοι, ἕνας ποὺ μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἕνας διάκονος ποὺ μαρτύρησε στὸ Σίρμιο, ἡ τιμή τῶν ὁποίων συγχωνεύθηκε μετὰ τὴν παύση προσκύνησης τοῦ δεύτερου, ὅταν τὸ Σίρμιο καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Οὔννους τὸ 441. Ὁ Σκέδρος ταὐτίζει τὸν ἔπαρχο Λεόντιο τῶν Μαρτυρολογίων μὲ τὸν ἔπαρχο Ἰλλυρικοῦ τοῦ ἔτους 412/13 ποὺ καταγράφεται στὸν Θεοδοσιανὸ Κώδικα, τὸν ὁποῖο συνδέει μὲ τὴν ἀνοικοδόμηση μιᾶς τρίκλιτης βασιλικῆς στὸν χῶρο ὅπου ἀργότερα ἀνεγέρθηκε ἡ πεντάκλιτη βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἐνῷ ἑρμηνεύει τὴν ἀφήγηση τῆς Passio altera περὶ ἵδρυσης βασιλικῆς στὸ Σίρμιο ἀπὸ τὸν Λεόντιο στὸ συγκείμενο τοῦ ἀνταγωνισμοῦ Σιρμίου καὶ Θεσσαλονίκης καὶ τὴν ἀπορρίπτει ὡς κατοπινὴ ἀνιστορικὴ προσθήκη στὴν ἁγιολογικὴ παράδοση μὲ στόχο τὴν ἐνίσχυση τοῦ γοήτρου τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου ἐντοπίζει τὶς ἀπαρχὲς τῆς προσκύνησης τοῦ Ἁγίου.

Προσπαθῶντας νὰ ἐξηγήσει τὴ μεταβολὴ τοῦ Δημητρίου ἀπὸ διάκονο σὲ στρατιωτικὸ ἅγιο καὶ τὴν ἀναφορὰ τῆς ἁγιολογικῆς παράδοσης σὲ μεταφορὰ τῆς τιμῆς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὸ Σίρμιο, ὁ κλασσικιστὴς David Woods παρατήρησε ὅτι ὁ συνδυασμός Ὁραρίου καὶ δαχτυλιδιοῦ ὡς κειμηλίων τοῦ ἁγίου ἀπαντᾶται ἐπίσης στὴν περίπτωση τῶν μαρτύρων Emeterius καὶ Chelidonius, ἐπίσης στρατιωτικῶν ἁγίων ἀπὸ τὴν Ταρρακωνησία τῆς Ἰβηρικῆς καὶ διατύπωσε τὴν εἰκασία ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς τιμῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου σχετίζεται μὲ τὴ μεταφορὰ τῶν κειμηλίων αὐτῶν στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 379, λίγο μετὰ τὴν ἐγκατάσταση ἐκεῖ τοῦ  Ἱσπανικῆς καταγωγῆς αὐτοκράτορα Θεοδόσιου, καὶ τὴν κατοπινὴ παρανάγνωση μιᾶς ἐπιγραφῆς ποὺ ἀνέφερε τὸν Ἅγιο Emeterius, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἀποδόθηκε λανθασμένα ὡς Demetrius.

 

Ὀρθόδοξη τιμή: πολιοῦχος καὶ μυροβλύτης

Καθὼς στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἡ ἁγιοκατάταξη εἶναι συνήθως μιὰ διαδικασία ποὺ ἀφορμᾶται ἀπὸ τὴν ἀπόδοση τιμῶν σὲ κάποιον ὡς ἅγιο ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἐνῶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησίας ἁπλῶς τὴν ἐπικυρώνει μέσῳ τῆς συμπερίληψης τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιο, καὶ καθὼς στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία δὲν ὑπῆρχε συστηματικὴ διαδικασία ἁγιοκατάταξης μέχρι τὸν ὕστερο 13ο αἰῶνα (ὁπότε χρονολογοῦνται οἱ πρῶτες σχετικὲς συνοδικὲς ἀποφάσεις) δὲν ὑπάρχουν στοιχεῖα γιὰ κάποια ἐπισκοπικὴ ἀπόφαση γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ Δημητρίου. Ἡ θεώρηση τοῦ μάρτυρα ὡς Ἁγίου ἑδραιώθηκε καὶ διατηρήθηκε κατὰ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς καὶ μεσαιωνικοὺς χρόνους μέσα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη σημείων τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς μεσιτείας του στὸ Θεό, δηλαδή, τὴν εἰκονογράφησή του, τὴν ὑμνογραφία καὶ τὴ ναοδομία πρὸς τιμήν του καί, κυρίως, τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα ποὺ διηγοῦνται τὸ βίο καὶ τὰ θαύματά του.

Κατὰ τὴν ἁγιολογικὴ παράδοση, ὁ Ἅγιος Δημήτριος τάφηκε στὸν ἴδιο χῶρο ὅπου τὸν 5ο αἰ. μ.Χ. χτίστηκε μεγαλοπρεπὴς ναός, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ καταστροφὲς καὶ ἀλλαγὲς ἀποτελεῖ τὸ σημερινὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴ Θεσσαλονίκη ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα προσκυνήματα στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία καὶ ἡ προσκύνηση τοῦ Ἁγίου στὴ Θεσσαλονίκη συνεχίζεται ἀπὸ τὴν πρωτοχριστιανικὴ περίοδο ἕως καὶ σήμερα. Τὸ ὑπόγειο λουτρὸ διατηρήθηκε καὶ διασκευάστηκε σὲ κρύπτη. Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἔγινε ὁ φύλακας καὶ προστάτης τῆς Θεσσαλονίκης. Τὸ ὄνομα «Μυροβλύτης» τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ μύρο ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὸν τάφο του. Πολυάριθμες εἶναι οἱ ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγίου Δημητρίου σὲ χειρόγραφα, φορητὲς εἰκόνες καὶ τοιχογραφίες μὲ σκηνὲς ἀπὸ τὸ βίο, τὸ μαρτύριο καὶ τὰ θαύματά του.

Σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαιολόγο Ἀριστείδη Μέντζο, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου δὲν ἦταν μόνον ἀντικείμενα ἀλλὰ καὶ χῶμα ποτισμένο μὲ αἷμα (λύθρον), τὸ ὁποῖο κάποτε φυλασσόταν στὸ σκευοφυλάκιο τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Θεσσαλονίκης. Σ’ αὐτό συνηγορεῖ ἡ γραπτὴ μαρτυρία ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς (αὐτοκράτορας 527-565) ἀναζητοῦσε λείψανα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπερ σημαίνει ὅτι ἦταν γνωστὴ ἡ ὕπαρξη λειψάνων. Ἡ προσκύνηση χώματος-λύθρου συνδέεται μὲ τὸν Ἅγιο Δημήτριο ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς λατρείας του μέχρι τόν 20ο αἰῶνα στὴ Θεσσαλονίκη.

Ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὸ ναό του, ἀπὸ τοὺς Νορμανδοὺς κατακτητὲς τὸ 1185, γιὰ νὰ καταλήξει σὲ Ἰταλικὸ μοναστήρι καὶ νὰ ἐπιστρέψει πολὺ ἀργότερα στὴν Ἑλλάδα.

Ἕως καὶ τὰ μέσα τοῦ 20ου αἰῶνα οἱ νομάδες ποιμένες τῆς Ἑλληνικῆς ὑπαίθρου, ὅπως οἱ Βλάχοι καὶ οἱ Σαρακατσάνοι, ὡς καὶ τὶς ὀροσειρές τῆς Ροδόπης καὶ τοῦ Πιρὶν στὴ σημερινὴ Βουλγαρία, ὅριζαν τὶς ἐποχικὲς μετακινήσεις τῶν ποιμνίων τους τὸ φθινόπωρο καὶ τὴν ἄνοιξη μὲ βάση τὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀντίστοιχα.

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ λαοφιλεῖς ἁγίους γιὰ τοὺς ἑλληνορθόδοξους καὶ σλαβορθόδοξους Χριστιανούς. Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτη ἑορτάζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν 26η Ὀκτωβρίου.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, τιμᾶται ὡς πολιοῦχος ἅγιος καὶ σὲ ἄλλες πόλεις, ὅπως ἡ Χρυσούπολη, ἡ Ἐλασσόνα, ἡ Ναύπακτος, ἡ Κερατέα, ἡ Κηφισιὰ κ.ἄ.

 

Διάσωση τῆς Θεσσαλονίκης

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πολιορκίας τῆς βυζαντινῆς Θεσσαλονίκης τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1207 ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων Ἰωαννίτζης πέθανε αἰφνιδίως μὲ τὶς συνθῆκες τοῦ θανάτου του νὰ εἶναι ἀβέβαιες. Ὁ Ἀκροπολίτης ἀναφέρει ὅτι πέθανε ἀπὸ πλευρίτιδα. Ὡστόσο ὁ ἴδιος κατέγραψε ἐπίσης μιὰ φήμη ποὺ ὑποστήριζε ὅτι «ὁ θάνατος (τοῦ Καλογιὰν) προκλήθηκε ἀπὸ θεϊκὴ ὀργή, γιατί τοῦ φάνηκε ὅτι ἕνας ὁπλισμένος ἄντρας ἐμφανίστηκε μπροστά του στὸν ὕπνο του καὶ χτύπησε τὴν πλευρά του μὲ ἕνα δόρυ». Θρῦλοι γιὰ παρέμβαση τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ὑπὲρ τῆς πολιορκημένης πόλης στὴν πραγματικότητα ἐμφανίστηκαν λίγο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Καλογιάν. Ὁ Ρομπὲρ ντὲ Κλαρὶ ἔγραψε ἤδη πρὶν ἀπὸ 1216 ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἦρθε στὴ σκηνή τοῦ Καλογιὰν καὶ «τὸν χτύπησε μὲ μιὰ λόγχη», προκαλῶντας τὸ θάνατό του. Ὁ Στέφανος Νεμάνιτς κατέγραψε τὸν ἴδιο μῦθο τὸ 1216 στὸ βίο ἁγίων γιὰ τὸν πατέρα του, Στέφανο Νεμάνια. Ὁ Ἰωάννης Σταυράκιος, ποὺ συνέλεξε τοὺς θρύλους γιὰ τὸν Ἅγιο Δημήτριο στὰ τέλη τοῦ 13ου αἰῶνα, κατέγραψε ὅτι ἕνας ἱππέας πάνω σὲ ἄσπρο ἄλογο χτύπησε τὸν Καλογιὰν μὲ μιὰ λόγχη. Ὁ Καλογιάν, συνέχισε ὁ Σταυράκιος, συσχέτισε τὸν ἐπιτιθέμενο μὲ τὸ Μανάστρα, διοικητὴ τῶν Κουμάνων μισθοφόρων του, ποὺ ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε νὰ φύγει πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Καλογιάν. Ὁ μῦθος αὐτὸς ἀπεικονίστηκε στοὺς τοίχους πάνω ἀπὸ πέντε ὀρθόδοξων ἐκκλησιῶν καὶ μοναστηριῶν. Γιὰ παράδειγμα, μιὰ τοιχογραφία στὴ Μονὴ Ντετσάνι ἀπεικονίζει τὸν Ἅγιο Δημήτριο νὰ σκοτώνει τὸν Τσάρο Σκαλογιάν.

 

Βυζαντινὰ Δημήτρια Θεσσαλονίκης

Ὁ θεσμὸς ἔχει τὴν προέλευσή του στὴν παράδοση νὰ ἀνταλλάσσονται τὰ προϊόντα τῆς ἐνδοχώρας μὲ τὰ θαλασσινὰ προϊόντα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ. Ὀνομάζονταν «Δημήτρια» διότι πραγματοποιοῦνταν κατὰ τὶς ἡμέρες ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης Ἁγίου Δημητρίου. Ἡ πανήγυρις μὲ τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἄκμασε τὸν 14ο αἰῶνα, τὸν ἐπονομαζόμενο καὶ «χρυσὸ αἰῶνα» τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀρχικὰ ἡ γιορτὴ αὐτὴ εἶχε κυρίως θρησκευτικὸ καὶ ἐμπορικὸ χαρακτῆρα. Παράλληλα ὅμως ὁ λαὸς τῆς πόλης κατὰ τὰ «Δημήτρια» ἔβρισκε πολλὲς διασκεδάσεις καὶ εὐκαιρίες ψυχαγωγίας μὲ σχοινοβάτες, γελωτοποιούς, μίμους καὶ θεατρίνους οἱ ὁποῖοι γύριζαν τὶς ἀγορὲς καὶ τὶς γειτονιές. Ἐπίσης κατὰ τὴ γιορτή, σύμφωνα μὲ τὶς πηγές, παρουσιάζονταν θεατρικὰ ἔργα τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ δραματολογίου καθὼς καὶ διαλέξεις φιλοσόφων καὶ λογίων. Ἡ ἀκμὴ αὐτὴ ἐπιβραδύνθηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Ὀθωμανῶν, ἀπὸ τὸ 1422 ἕως καὶ τὸ 1430, χρονιὰ ἅλωσης τῆς πόλης. Ἀναβίωσε ὡς πλαίσιο πολιτιστικῶν ἐκδηλώσεων ἀπὸ τὸ 1966 καὶ μέχρι σήμερα ἀποτελεῖ τὸν κορυφαῖο πολιτιστικὸ θεσμὸ τοῦ Δήμου Θεσσαλονίκης.

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Ἀπολυτίκιο ( Ἦχος γ΄)

Μέγαν εὕρατο, ἐν τοῖς κινδύνοις, σὲ ὑπέρμαχον, ἡ οἰκουμένη,

Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον.

Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαρρύνας τὸν Νέστορα,

οὕτως Ἅγιε Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,

δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Τὸ 1957-1962 ὁ συνθέτης Νίκος Ἀστρινίδης συνέθεσε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἕνα ὀρατόριο, στὸ τελευταῖο μέρος τοῦ ὁποίου περιλαμβάνεται τὸ ἀπολυτίκιό του. Ὅλες οἱ ἐκτελέσεις ἔχουν ἠχογραφηθεῖ καὶ εἶναι διαθέσιμες στὸ Διαδίκτυο.

Τὸ 2015 μιὰ διασκευασμένη ἐκδοχὴ τοῦ ἀπολυτίκιου συμπεριλήφθηκε στὸ CD της Σαβίνας Γιαννάτου καὶ τῶν Primavera en Salonico Songs of Thessaloniki ποὺ κυκλοφόρησε ἀπὸ τὴν ECM.

 

Χρῆστος Ι. Ἰστίκογλου

Ψυχίατρος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 255

Νοέμβριος 2023