Τό «Πάτερ ἡμῶν»

Τό «Πάτερ ἡμῶν»

Στή μνήμη ἀπομένει πάντα ἡ Μορφή μιᾶς θλιμμένης, βουρκωμένης Παναγίας, τήν ὁποία συναντοῦσα κάθε Κυριακή ἤ καί γιορτή στήν παλιά μας τήν ἐκκλησία, στό Κάτω Χωριό. Ἡ εἰκόνα αὐτή, πού βρίσκεται μέχρι σήμερα στό Τέμπλο, εἶναι μεγάλων διαστάσεων, ἁγιογραφημένη στό Ἅγιον Ὄρος, ὄχι μέ τή γνωστή βυζαντινή τεχνοτροπία, ἀλλά μέ πολλά δυτικότροπα στοιχεῖα, στά ὁποῖα ὡστόσο, πρέπει νά τό ποῦμε ἀπερίφραστα, ὅτι ὁ εὐλαβής ἁγιογράφος προσπάθησε νά βάλει καί τή δική του τή σφραγίδα, ἔτσι ὥστε νά μήν εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τήν Παράδοση καί τήν κληρονομιά τόσων αἰώνων.

Κάθε Κυριακή, λοιπόν, στή  Θεία Λειτουργία, ἐκεῖνος ὁ ταπεινός καί ἁπλός λευΐτης, ὁ παπα-Βαγγέλης, τήν ὥρα πού ἐπρόκειτο νά εἰπωθεῖ ἡ Κυριακή Προσευχή, ἔκανε νεῦμα, ὥστε  τό παιδί πού θά ἔλεγε τό «Πάτερ ἡμῶν», νά πάει καί νά σταθεῖ μπροστά στήν Ὡραία Πύλη, στό σολέα, καί νά περιμένει ἐκεῖ, μέχρι ν᾿ ἀπαγγείλει ὁ ἱερέας τό, «Καί καταξίωσον ἡμᾶς Δέσποτα...», γιά νά πεῖ στή συνέχεια τήν  Προσευχή.

Δέν ἦταν δὲ καί λίγες οἱ Κυριακές καί οἱ γιορτές, κατά τίς ὁποῖες βρέθηκα σ᾿ αὐτή τή θέση. Μάλιστα, γιά νά πῶ τήν ἀλήθεια, τήν περίμενα μέ ἀγωνία αὐτή τή στιγμή, ἀλλά καί στεναχωριόμουν πάρα πολύ ὅταν τή θέση μου τήν καταλάμβανε ἄλλος. Ὅμως ἐκείνη ἡ λιγόλεπτη ἀναμονή, μέχρι νά πεῖ ὁ ἱερέας τό, «Καί καταξίωσον ἡμᾶς Δέσποτα» ἀπομένουν στήν ψυχή ὡς στιγμές βιωματικά κορυφαῖες, γιατί τόσο στά δεξιά μου, ὅσο καί στ᾿ ἀριστερά οἱ Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μέ συγκινούσανε ὑπερβολικά μέ τό γαλήνιο ἐκεῖνο τους βλέμμα, πού παράλληλα εἶχε ἕνα βούρκωμα, μιά θλίψη καί ἕναν πόνο πού μαγνήτιζε, κατένυσσε καί φυσικά ἄνοιγε στήν παιδική ψυχή τούς δρόμους τῆς Μητρικῆς συμπόνιας, τῆς γενναίας ἀγάπης, τῆς γαλήνιας συμπάθειας.

Διάβαζα στήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τότε τήν εὐλάβεια τῶν προγόνων μου, τίς συνεχεῖς ἐκκλήσεις πρός τήν Χάρη Της τῶν χαροκαμένων γυναικῶν καί μανάδων τοῦ χωριοῦ μου, πού σέ ὦρες πανικοῦ χιονιά καί θλίψεων, στίς ὁποῖες ξετρυπώνει ἡ ἀρρώστεια καί ὁ θάνατος, τή θερμοπαρακαλοῦσαν νά σταθεῖ σιμά τους παρηγοριά, ἐλπίδα, διέξοδος καί Θεία συνδρομή στούς τρομερούς ἐκείνους κλειστούς καιρούς. Γι᾿ αὐτό, ὅταν σέ ὧρες φονικῆς θύελλας καί θαλασσοταραχῆς ἄκουγα τή Μάνα καί τή γιαγιά νά λένε, «Παναϊά μ᾿ στό πέλαγος!», Ἐκείνη τή Μορφή εἶχα μπροστά μου. Εἶχα δέ τήν ἐντύπωση, πώς ἐκεῖνες τίς σκληρές στιγμές πρόφθανε ἡ Χάρη Της καί καταλάγιαζε τόν καιρό ἀνακουφίζοντας ἀνθρώπους καί πλοῖα ἀπό τή μανιασμένη θάλασσα.

Τό ἴδιο βουρκωμένη ἦταν καί ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχε ἁγιογραφηθεῖ στό Ἅγιον Ὄρος σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή: «Ἡ παροῦσα εἰκών ἐγράφῃ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος....τῷ 1873 ῷ, διά χειρός Νέστορος τοῦ Κρητός». Μάλιστα, στά μάτια τοῦ Χριστοῦ διέκρινα καί ἐκείνη τήν κοκκινίλα, τό αἷμα πού ἀνεβαίνει στά μάτια ἀπό τόν ἀβάσταχτο πόνο καί πολλές φορές σκεφτόμουν, τό λόγο τοῦ Εὐαγελιστῆ Ἰωάννη πού τόν ἀκοῦμε μιά μέρα σημαδιακή: τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου. «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς» (Ἰω. 11, 35-36).

Πᾶνε χρόνια ἀπό τότε· χρόνια πού ξεπέρασαν τό μισό αἰῶνα. Ἔχω δεῖ πολλές εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τοῦ Κυρίου μας, εἰκόνες ἱστορημένες ἀπό τρανούς ἁγιογράφους. Ὅμως στήν ψυχή ἔχει ἐκτυπωθεῖ μόνο ἡ Μορφή ἐκείνης τῆς Εἰκόνας, τήν ὁποία πρωτοαντίκρυσα παιδί καί τήν πῆρα μαζί μου, ὅπως πῆρα καί τή Μορφή τῆς Μάνας μου νά μέ συνοδεύουν καί νά μέ συντρέχουν σέ ὧρες φαρμακωμένες: Ἡ μιά μέ τή μεσιτεία Της και ἡ ἄλλη μέ τήν παραμυθία της....

 

 Σκόπελος                                              π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 255

Νοέμβριος 2023