Ἕνα ἐγχειρίδιο τῶν «τεχνικῶν τοῦ ὁλοκληρωτισµοῦ»

Ἕνα ἐγχειρίδιο
 τῶν «τεχνικῶν τοῦ ὁλοκληρωτισµοῦ»

 

Στίς δεκαετίες πού ἔχουν παρέλθει ἔχουν, βέβαια, κυκλοφορηθεῖ πολλές ἱστορικές µελέτες γιά τόν κατακτητικό πόλεµο πού διεξήγαγε ὁ Χίτλερ στήν Εὐρώπη καί γιά τόν ληστρικό καί βάρβαρο τρόπο πού διοίκησε τίς κατακτηµένες περιοχές. Ὅµως, µιά ἀπό τίς πιό µεστές σέ συγκεκριµένο περιεχόµενο καί, γιά τόν λόγο αὐτό, ἰδιαίτερα διαφωτιστικές µελέτες, εἶναι µιά ἔκθεση µέ τόν τίτλο «Axis rule in Occupied Europe» («Ἡ διακυβέρνηση τῆς Κατεχόµενης Εὐρώπης ἀπό τόν Ἄξονα») πού κυκλοφορήθηκε τό 1944, πρίν, δηλαδή, ἀπό τήν ἐπίσηµη λήξη τοῦ πολέµου. Συγγραφέας της ἦταν ἕνας µεγάλος νοµικός τοῦ 20ου αἰῶνος, µέ ἑβραϊκή καταγωγή ἀπό τήν Πολωνία, ὁ Raphael Lemkin (1900-1959).

Ὁ Ραφαήλ Λέµκιν εἶχε ἐργασθεῖ στήν ἀνατολική Πολωνία ὡς Εἰσαγγελέας καί Πανεπιστηµιακός Καθηγητής. Ἤδη ἀπό τή δεκαετία τοῦ 1930 ἀπέκτησε διεθνῆ φήµη ὡς εἰδικός στό Διεθνές Ποινικό Δίκαιο. Τό δέ ἔτος 1933, ἔχοντας πληροφορηθεῖ γιά τίς προηγηθεῖσες σφαγές Ἀσσυρίων, Ἀρµενίων καί Ἑλλήνων στή Μικρά Ἀσία καί Μέση Ἀνατολή, εἶχε µέ ἀξιοπρόσεκτη ὀξυδέρκεια εἰσηγηθεῖ σέ ἕνα διεθνές συνέδριο Νοµικῶν («Fifth International Conference for the Unification of Penal Law») τήν «ποινικοποίηση» δύο νέων ἐγκληµάτων στό πλαίσιο τοῦ Διεθνοῦς Ποινικοῦ Δικαίου: τοῦ «βανδαλισµοῦ» καί τῆς «βαρβαρότητας». Ὡς «βανδαλισµό» ἐννοοῦσε τήν καταστροφή τῶν ἔργων πολιτισµοῦ καί τέχνης, πού θεώρησε εὔλογο νά χαρακτηρισθεῖ ὡς διεθνές ἔγκληµα, καθώς τά ἔργα αὐτά ἀνήκουν σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ὡς «βαρβαρότητα», ἐξ ἄλλου, ἐννοοῦσε τίς πράξεις ἐκεῖνες, πού στρέφονται, ὄχι κατά µεµονωµένων ἀτόµων, ἀλλά κατά µιᾶς ἀνυπεράσπιστης φυλετικῆς, θρησκευτικῆς ἤ κοινωνικῆς συλλογικότητας ἐν συνόλῳ, ὅπως σφαγές, διωγµοί, µαζικές ὠµότητες κατά γυναικῶν καί παιδιῶν καί ἐξευτελιστική µεταχείριση τῶν ἀνδρῶν. Ἡ εἰσήγησή του, ὅµως, δέν ἔγινε τότε δεκτή ἀπό τή διεθνῆ νοµική κοινότητα, πού µυωπικά θεώρησε τότε ὅτι «αὐτά δέν γίνονται». Ὅπως ὁ ἴδιος δήλωσε σέ µιά µεταγενέστερη συνέντευξή του: «Δέν ἐπέτυχα τόν σκοπό µου, διότι οἱ νοµικοί ἀντέταξαν τό ἐπιχείρηµα ὅτι οἱ πράξεις αὐτές δέν συνέβαιναν σχεδόν ποτέ καί ὅτι ἑποµένως δέν συνέτρεχε λόγος γιά νά ἀναγνωρισθεῖ νοµοθετικά ὁ ἐγκληµατικός τους χαρακτῆρας».

Ὅταν πιά ξέσπασε ὁ πόλεµος καί µαθεύτηκαν οἱ πράξεις βαρβαρότητας καί βανδαλισµοῦ τοῦ χιτλερικοῦ καθεστῶτος, ὁ Λέµκιν, ὡς «καθαρόαιµος» νοµικός ἐξέφρασε τήν ἀπογοήτευσή του γιά τό γεγονός ὅτι εἶχε πιά χαθεῖ ἡ εὐκαιρία νά προχωρήσει µέ νοµικά ὀρθόδοξο τρόπο ἡ ποινική δίωξη καί ἡ καταδίκη τῶν αὐτουργῶν καί τῶν συνεργῶν τῶν ἐγκληµάτων αὐτῶν, ἐπί τῇ βάσει, δηλαδή, ποινικῶν νόµων πού ἴσχυαν ἤδη πρό τῆς διάπραξης τῶν ἐγκληµάτων καί ὄχι ἐπί τῇ βάσει νόµων µέ ἀναδροµική ἰσχύ, ὅπως τελικά ἔγινε στίς «δίκες τῆς Νυρεµβέργης», ὅπου, ὡς γνωστόν, οἱ ἀπαγγελθεῖσες καταδίκες γιά ἐγκλήµατα κατά τῆς ἀνθρωπότητας ἐπικαλέσθηκαν νόµους πού θεσπίσθηκαν µετά τή διάπραξη τῶν ἐγκληµάτων αὐτῶν, κατά παράβαση τοῦ βασικοῦ κανόνα τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου «nullum crimen, nulla poena sine praevia lege poenali» («κανένα ἔγκληµα δέν ἀναγνωρίζεται, καµία ποινή δέν ἐπιβάλλεται χωρίς προϋφιστάµενο ποινικό νόµο»).

Ὁ Λέµκιν, πάντως, µέ τήν ἐργασία τοῦ «Axis rule in Occupied Europe», ἔχοντας διδαχθεῖ ἐν τῷ µεταξύ πολλά ἀπό τήν ἱστορική συγκυρία καί ἔχοντας συγκεντρώσει ἐκτεταµένο ὑλικό, ἐπεξεργάσθηκε ἔτι περαιτέρῳ τήν ἀρχική του πρόταση, εἰσηγούµενος πλέον τήν ἀναγνώριση τοῦ ἐγκλήµατος τῆς «genocide» («γενοκτονίας»), ἑνός ὅρου πού ἔπλασε ὁ ἴδιος ἀπό τήν Ἑλληνική λέξη «γένος» καί τή λατινική «occido» («ἀποκτείνω»). Ὑπό τόν ὅρο δέ αὐτόν στέγασε, ἀφ’ ἑνός τό ἔγκληµα τῆς «βαρβαρότητας» καί ἀφ’ ἑτέρου τό ἔγκληµα τοῦ «βανδαλισµοῦ», καθώς θεώρησε, ἔχοντας ὑπόψη του τή σύγχρονή του Εὐρώπη, ὅτι ἡ γενοκτονία εἶναι ἕνα ἑνιαῖο, ἀλλά καί πολυδιάστατο ἔγκληµα, πού µπορεῖ νά διαπραχθεῖ ὄχι µόνο µέ τή φυσική ἐξόντωση τῶν µελῶν ἑνός «γένους», ὅπως συνηθίζουµε νά πιστεύουµε σήµερα, ἔχοντας πιά µιά περιορισµένη καί κάπως «ἀφελῆ» ἀντίληψη γιά τό περιεχόµενο τοῦ ὅρου, ἀλλά καί µέ τήν ἠθική τους ἐξαχρείωση ἤ τόν πολιτισµικό ἤ θρησκευτικό ἀποχρωµατισµό τους, τήν ἐξάλειψη τῆς «ταυτότητάς τους»!

Ὁ ὁρισµός τῆς γενοκτονίας, πού πρότεινε, ἦταν συγκεκριµένα ὁ ἑξῆς: «Ἕνα συντονισµένο σχέδιο γιά τήν ἐκτέλεση διαφόρων πράξεων, πού ἀποσκοποῦν στήν καταστροφή τῶν συστατικῶν θεµελίων τῆς ζωῆς ἐθνικῶν ὁµάδων, µέ τόν σκοπό τῆς ἐξόντωσης τῶν ὁµάδων αὐτῶν. Ὁ ἀντικειµενικός στόχος ἑνός τέτοιου σχεδίου εἶναι ἡ ἀποσύνθεση τῶν πολιτικῶν καί κοινωνικῶν θεσµῶν τῆς κουλτούρας, τῆς γλώσσας, τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήµατος, τῆς θρησκείας καί τῆς οἰκονοµικῆς ὕπαρξης τῶν ἐθνικῶν ὁµάδων καί ἡ καταστροφή τῆς προσωπικῆς ἀσφάλειας, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ὑγείας, τῆς ἀξιοπρέπειας καί ἀκόµη τῆς ζωῆς τῶν ἀτόµων πού ἀνήκουν σέ τέτοιες ὁµάδες. Ἡ γενοκτονία στρέφεται κατά τῆς ἐθνικῆς ὁµάδας ὡς τέτοιας καί οἱ πράξεις πού τή συνιστοῦν στρέφονται κατά ἀτόµων, ὄχι ὡς τέτοιων, ἀλλά ὡς µελῶν τῆς ἐθνικῆς ὁµάδας».

Ὅπως προαναφέραµε, ἡ ἐργασία τοῦ Λέµκιν ἔχει µεγάλη θεωρητική-νοµική (ὑπό τήν ἔννοια ὅτι κατασκευάζει καί εἰσηγεῖται νέες χρήσιµες ἔννοιες καί ὅρους στό Διεθνές Ποινικό Δίκαιο), ἀλλά καί ἱστοριογραφική ἀξία (ὑπό τήν ἔννοια ὅτι περιέχει πλῆθος ἱστορικῶν πληροφοριῶν, τίς ὁποῖες ταξινοµεῖ καί συλλαµβάνει µέ τά ἐννοιολογικά ἐργαλεῖα πού ὁ ἴδιος κατασκεύασε). Ἔτσι, προχωρῶντας στή συγκεκριµένη «ἐφαρµογή» τοῦ θεωρητικοῦ ὁρισµοῦ τῆς γενοκτονίας στή σύγχρονή του ἱστορική πραγµατικότητα καί προσφέροντάς µας µέ τόν τρόπο αὐτό ἕνα «ἐγχειρίδιο τῶν πρακτικῶν τοῦ ὁλοκληρωτισµοῦ», ἀναφέρει προλογικά ὅτι ἡ ναζιστική γενοκτονία ἐφαρµόσθηκε «διά µιᾶς συγχρονισµένης ἐπίθεσης σέ διάφορες πλευρές τῆς ζωῆς τῶν ὑποταγέντων λαῶν. Στό πολιτικό πεδίο διά τῆς καταστροφῆς τῶν θεσµῶν τῆς αὐτοκυβέρνησης καί διά τῆς ἐπιβολῆς ἑνός Γερµανικοῦ µοντέλου διοίκησης καί διά τοῦ ἐποικισµοῦ ἀπό Γερµανούς. Στό κοινωνικό πεδίο διά τῆς διατάραξης τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς τοῦ ἀντίστοιχου ἔθνους καί διά τοῦ φόνου ἤ τῆς ἐκδίωξης τῶν διανοουµένων καί γενικῶς ἐκείνων τῶν στοιχείων πού ἡγοῦνται πνευµατικά, σύµφωνα µέ τή δήλωση τοῦ Χίτλερ στό βιβλίο του ‘‘Ὁ Ἀγών µου’’: ‘‘τό πιό ὑπέροχο ἀπό τά πνεύµατα µπορεῖ νά ἐκκαθαρισθεῖ, ἄν ὁ φορέας του ξυλοκοπηθεῖ ἕως θανάτου µέ ἕνα γκλόµπ’’. Στό πολιτιστικό πεδίο διά τῆς ἀπαγόρευσης ἤ τῆς καταστροφῆς πολιτιστικῶν ἱδρυµάτων ἤ δράσεων, διά τῆς ἀντικατάστασης τῶν ἐλευθέρων-θεωρητικῶν σπουδῶν ἀπό τήν ἐπαγγελµατική κατάρτιση, προκειµένου νά ἐµποδισθεῖ ἡ ἀνθρωπιστική σκέψη, τήν ὁποία ὁ κατακτητής θεωροῦσε ἐπικίνδυνη, διότι εὐνοοῦσε τήν πατριωτική νοοτροπία. Στό οἰκονοµικό πεδίο διά τῆς µεταβίβασης τοῦ πλούτου στούς Γερµανούς καί διά τῆς ἀπαγόρευσης τῆς ἐξάσκησης τοῦ ἐµπορίου καί τῶν ἐπαγγελµάτων ἀπό ὅσους δέν ὑποστήριζαν ἀνεπιφύλακτα τόν Γερµανισµό. Στό βιολογικό πεδίο διά τῆς πολιτικῆς τῆς µείωσης τοῦ πληθυσµοῦ καί διά τῆς προώθησης τῶν γεννήσεων ἀπό Γερµανούς στίς κατακτηµένες χῶρες. Στό πεδίο τῆς διαβίωσης διά τῆς λιµοκτονίας µέ τήν εἰσαγωγή γιά τούς µή Γερµανούς ἑνός συστήµατος ἀνεπαρκοῦς διατροφῆς µέ δελτία τροφίµων καί διά τῶν µαζικῶν φόνων, κυρίως τῶν Ἑβραίων, τῶν Πολωνῶν, τῶν Σλοβένων καί τῶν Ρώσσων. Στό θρησκευτικό πεδίο διά τῆς ἀνάµειξης στίς δραστηριότητες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία σέ πολλές χῶρες ἀσκεῖ ὄχι µόνο τήν πνευµατική, ἀλλά καί τήν ἐθνική ἡγεσία. Στό πεδίο τῆς ἠθικῆς διά τῆς προσπάθειας νά δηµιουργηθεῖ ἕνα κλῖµα ἠθικῆς ἐξαχρείωσης µέ τήν προώθηση πορνογραφικῶν ἐκδόσεων καί κινηµατογραφικῶν ταινιῶν καί µέ τήν ὑπερβολική κατανάλωση ἀλκοόλ».

Ἡ ἀξία τῆς ἐργασίας τοῦ Λέµκιν, ὅµως, δέν περιορίζεται στήν ἀπαρίθµηση τῶν ἀπεχθῶν «τεχνικῶν τοῦ ὁλοκληρωτισµοῦ», γιά τίς ὁποῖες δίδει συγκεκριµένα παραδείγµατα στή συνέχεια τοῦ βιβλίου του. Ἐξ ἴσου σηµαντική εἶναι ἡ ἔκθεση τῶν βασικῶν ἰδεολογικῶν ἀρχῶν καί τῶν µακροχρόνιων στρατηγικῶν σκοπῶν τοῦ ναζιστικοῦ προγράµµατος περί τῆς ριζικῆς ἀναδιάταξης τοῦ κόσµου, ὅπως «ἡ ἀντιχριστιανική ἰδέα τῆς ἀνισότητας τῶν ἀνθρώπων καί τῆς φυλετικῆς ὑπεροχῆς τῶν Γερµανῶν» καί «ἡ γιγαντιαία ἐπιχείρηση νά ἀλλάξει ὑπέρ τῶν Γερµανῶν ὁ συσχετισµός τῶν βιολογικῶν παραγόντων ἀνάµεσα σέ αὐτούς καί στά αἰχµάλωτα ἔθνη γιά τά πολλά ἑπόµενα ἔτη». Ἰδιαιτέρως ἀξιοπρόσεκτη καί πρωτότυπη εἶναι ἡ διάγνωση ὅτι «σκοπός τῆς ἐπιχείρησης αὐτῆς εἶναι νά καταστρέψει ἤ νά ἀκρωτηριάσει τήν ἀνάπτυξη τῶν ὑποταγέντων λαῶν, ὥστε ἀκόµη καί σέ περίπτωση πού ἡ Γερµανία θά ἔχανε τόν πόλεµο, θά ἦταν, παρά ταῦτα, σέ θέση νά ἀντιµετωπίσει τά ἄλλα Εὐρωπαϊκά ἔθνη ἀπό τήν προνοµιακή θέση τῆς ἀριθµητικῆς, φυσικῆς καί οἰκονοµικῆς τῆς ὑπεροχῆς». Ὁ Λέµκιν, µεταξύ πολλῶν ἄλλων, παραθέτει αὐτολεξεί τή θεµελιακή διακήρυξη τοῦ Hans Frank, προέδρου τῆς Ἀκαδηµίας τοῦ Γερµανικοῦ Δικαίου στό Βερολῖνο καί Ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης περί τοῦ ὅτι «νόµος εἶναι αὐτό πού εἶναι χρήσιµο ἤ ἀναγκαῖο γιά τό γερµανικό ἔθνος, παράνοµο εἶναι αὐτό πού βλάπτει τό ἔθνος», καθώς καί τή δήλωση πίστης τοῦ διαβόητου Heydrich στόν εἰδωλοποιηµένο Φύρερ καί στό ἔθνος: «Προκειµένου νά ἐκπληρώσω τήν ἀποστολή µου κάνω θεµελιωδῶς αὐτό γιά τό ὁποῖο µπορῶ νά δικαιολογηθῶ στή συνείδησή µου στό πλαίσιο τοῦ ἔργου µου γιά τόν Φύρερ καί τό ἔθνος. Εἶµαι παντελῶς ἀδιάφορος γιά τό ἐάν ἄλλοι φλυαροῦν γιά τήν καταπάτηση τοῦ νόµου».

Ἔτσι, στό πλαίσιο τῆς ἀντίληψης αὐτῆς, αὐτό πού ἀναµενόταν ἀπό τήν Γερµανική ἀστυνοµία ἦταν νά ὑπακούει πρῶτα καί κύρια, ὄχι στό θεσπισµένο γραπτό Σύνταγµα ἤ στούς νόµους, ἀλλά στό πρόγραµµα τοῦ Ναζιστικοῦ κόµµατος καί στό ‘‘ἀλάθητο’’ βιβλίο τοῦ Χίτλερ «Ὁ Ἀγών µου», καθώς καί στά ὅσα ὁ τελευταῖος ἔλεγε στίς προφορικές ὁµιλίες καί δηλώσεις του. Τά δικαστήρια µέ τή σειρά τους µποροῦσαν νά ἐπιβάλλουν ποινές ὄχι µόνο σέ ὅσους εἶχαν διαπράξει ἕνα ἔγκληµα προβλεπόµενο σαφῶς ἀπό τόν νόµο, ἀλλά καί σέ ὅσους εἶχαν διαπράξει µιά πράξη, πού ἔµοιαζε ἁπλῶς (ἦταν «ἀνάλογη») µέ ἔγκληµα ἤ ἀκόµη καί σέ ὅσους ὑπῆρχε ὑπόνοια ὅτι θά διέπρατταν στό µέλλον ἕνα ἔγκληµα.

Τά προηγούµενα καί ὅσα ἄλλα περιέχονται στό βιβλίο αὐτό εἶναι ἐξαιρετικά ἐνδιαφέροντα καί διδακτικά καί πρέπει νά προσεχθοῦν, τόσο ἀπό τούς νοµικούς καί τούς ἱστορικούς, ὅσο καί ἀπό ὅσους θέλουν νά µάθουν νά ἀναγνωρίζουν, ἔγκαιρα καί ὄχι «κατόπιν ἑορτῆς», τά σηµάδια πού προαναγγέλλουν ἕναν ἐπερχόµενο ὁλοκληρωτισµό, ὁ ὁποῖος κατά κανόνα συνίσταται στόν παραγκωνισµό τῆς ἀρχῆς τοῦ «κράτους τοῦ νόµου» (rule of law) ἀπό τήν ἀρχή «τοῦ κράτους τῶν ἀνθρώπων» (rule of men) καί τή συνακόλουθη µεταβίβαση τῆς νοµοθετικῆς ἐξουσίας ἀπό τή βουλή πρός τήν ἐκτελεστική ἐξουσία καί εἰδικότερα πρός τόν ἑκάστοτε προϊστάµενο τῆς ἐξουσίας αὐτῆς, ὁ ὁποῖος, ὅπως µᾶς ἔχει δείξει ἡ ἱστορία, µπορεῖ νά φθάνει ἀκόµη καί στό σηµεῖο νά νοµοθετεῖ, κατά τό ἀπεχθές παράδειγµα τοῦ Χίτλερ, µέ ἐκτελεστικά διατάγµατα ἤ ἀκόµη καί µέ ὁµιλίες ἀναµεταδιδόµενες ἀπό τά µέσα ἐνηµέρωσης, ἐπικαλούµενος ὡς νοµιµοποιητικό του πρόσχηµα ὄχι τό δεσµευτικά συγκεκριµένο Σύνταγµα, ἀλλά τήν βολικά ἀόριστη ἀνάγκη τῆς ‘‘σωτηρίας’’ τοῦ ἔθνους ἤ τό ‘‘δηµόσιο συµφέρον’’, τό ὁποῖο µόνο αὐτός µπορεῖ νά γνωρίζει καί νά ὑπηρετεῖ!                                                         

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 255

Νοέμβριος 2023