ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ
Εἰσαγωγή
Ἀνταποκρινόµενος στήν πρόσκληση τοῦ ἀγαπητοῦ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ πατρός Βασιλείου Βολουδάκη, καταθέτω καί ἐγώ µέ τήν σειρά µου ἕνα πνευµατικό ὀβολό, ἄνθος ταπεινό στό ἱερό κανίσκιο (πανέρι) τῶν πνευµατικῶν ἀρετῶν ἑνός ἁγιασµένου Γέροντα. Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ Γέροντας Σίµων Ἀρβανίτης ὑπῆρξε τό πνευµατικό στήριγµα τοῦ γράφοντος, κατά τά ἔτη τῆς µαθητικῆς καί -ἐν συνεχείᾳ- φοιτητικῆς ζωῆς του στήν Ἀθήνα. Καί τό κάνω τοῦτο µετά πολλῆς χαρᾶς, εὐχαριστῶντας πρῶτα τόν Ἅγιο Θεό καί κατόπιν τόν π. Βασίλειο γιά αὐτή τήν δυνατότητα πού µοῦ δίνεται, ὥστε νά ἐκφράσω καί ἐγώ τήν ἀπέραντη εὐγνωµοσύνη µου, «µικρόν Ἀντίδωρον» πρός ἐκεῖνον τόν εὐλογηµένο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος µέ σοφία καί διάκριση µοῦ ἔδωσε πνευµατική βοήθεια στήν «ἐπαναστατική» ἐκείνη -καί (δῆθεν) ἀνέµελη- ἐποχή τῶν δεκαετιῶν τοῦ 60 καί τοῦ 70, µέσα στούς πολλούς κινδύνους ἐκείνης τῆς µεταβατικῆς περιόδου.
Θά προσπαθήσω τώρα νά καταγράψω ὅσα θυµᾶµαι, ἀπό τίς ἀλησµόνητες ἐκεῖνες ἐπισκέψεις µου στό µοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονος, στόν «Κοκκιναρᾶ» τῆς Νέας Πεντέλης, γιά νά συναντήσω ἐκεῖ τόν τότε Πνευµατικό µου Πατέρα (τό Π. γράφεται ἐδῶ µέ Κεφαλαῖα γράµµατα) ἱεροµόναχο Σίµωνα Ἀρβανίτη. Αὐτό γίνεται καί εἰς Μνηµόσυνον Αἰώνιον αὐτοῦ. Γιά τίς τυχόν ἀτέλειες ἢ ἀνακρίβειες, παρακαλῶ τούς πνευµατικούς µου ἀδελφούς νά µέ διορθώσουν.
Τό ἱστορικό τῆς γνωριµίας µέ τόν Γέροντα
Κατά τό ἔτος 1968 ἤµουν µαθητής τῆς τότε Ε΄ τάξης τοῦ ἑξαταξίου Γυµνασίου στήν Αἴγινα, τήν πατρίδα µου. Συνέβη καί τό καλοκαίρι ἐκείνης τῆς χρονιᾶς, ἀµέσως µετά τήν ἐπιστροφή µου ἀπό τήν Κατασκήνωση τῆς Ἱεράς Μητροπόλεως Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης (ἡ ὁποία παρενθετικά ἀναφέρω ὅτι λειτούργησε τότε γιά πρώτη φορά στήν περιοχή τῆς Ἑρµιόνης, ὑπό τήν σεπτή Ποιµαντορία τοῦ ἀειµνήστου Μητροπολίτου Ὕδρας κ.κ. Ἱεροθέου), νά συναντηθῶ µέ τόν ἱερέα τῆς ἐνορίας µου. Ὁ π. Κωνσταντῖνος Παλαιολογόπουλος, ἔγγαµος τότε ἱερεύς στήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Αἰγίνης, µοῦ συνέστησε τότε ὡς Πνευµατικό µου τόν π. Σίµωνα. Μοῦ ὑπέδειξε, µάλιστα, καί τόν τρόπο µέ τόν ὁποῖον θά ἀνέβαινα στό µοναστήρι του. Πράγµατι! Πρίν ἀρχίσουν τά µαθήµατα τῆς τελευταίας τάξης (στό τέλος τῆς ὁποίας θά ἔδινα ἐξετάσεις γιά τό Πανεπιστήµιο), κάποια µέρα πῆρα τό πλοῖο γιά Πειραιᾶ, καί ἀπό ἐκεῖ µέ τόν «ἠλεκτρικό» κατέβηκα τέρµα Κηφισιά. Ἀπό ἐκεῖ περπάτησα, θυµᾶµαι, σχεδόν τρεῖς ὧρες... Πέρασα ἀπό τόν «Ἅγιο Σίλα» καί ἄρχισα νά ἀνεβαίνω στό βουνό. Συνάντησα στά δεξιά µου κάτι νταµάρια, καί µετά ἀπό περίπου µισή ὥρα, ἔφθασα στό µοναστήρι.
Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού συναντοῦσα τόν Γέροντα... Ὁ ἀείµνηστος π. Σίµων Ἀρβανίτης (κατά κόσµον Παναγιώτης 1901-1988), ἦταν τότε σέ ἡλικία 68 ἐτῶν. Περιγράφω τώρα τίς πρῶτες µου ἐντυπώσεις: Ὁ Γέροντας βρισκόταν ξαπλωµένος στό λιτό κρεββάτι του, στά ἀριστερά µόλις µπαίναµε ἀπό τήν πόρτα τοῦ µικροῦ κελλιοῦ του. Θυµᾶµαι µάλιστα καί τίς λεπτοµέρειες, τό κρεββάτι νά εἶναι στρωµένο µέ ἕνα κόκκινο ὑφαντό κιλίµι, µέ ροµβοειδή σχήµατα. Ὁ Γέροντας ἦταν ἀνασηκωµένος, µέ δύο-τρία µαξιλάρια στήν πλάτη του. Δίπλα του, πάνω σέ µικρό µπουφέ, ἦταν τό τηλέφωνο. Αὐτό δέν ἔπαυε νά κτυπᾶ, ὅπως διαπίστωσα καί κατά τά ἑπόµενα χρόνια, ἀφοῦ ἦταν ὁ τρόπος µέ τόν ὁποῖο ἐπικοινωνοῦσε ὁ Γέροντας µέ τά πνευµατικά του παιδιά, πού ζοῦσαν στόν κόσµο... Τό πρόσωπό του ἦταν στενόµακρο καί ἀσκητικό. Ἡ γενειάδα του, ἀπό γκρίζα εἶχε ἀρχίσει νά γίνεται λευκή, δέν ἦταν πλούσια, κατέληγε σέ διχάλα. Ὅσες φορές µιλοῦσε, ἡ γενειάδα κινιόταν µέ τόν ρυθµό τῆς ὁµιλίας του, ἡ ὁποία ἦταν ὀρθή-κοφτή, τονίζοντας τίς λέξεις µέ µιά ἰδιαίτερη χροιά στόν τόνο τῆς φωνῆς του. Τά µάτια του ἦταν µικρά, φαίνονταν σάν θολά, ἦταν φανερό πώς δέν ἔβλεπε καλά. Κοίταζε µέ ἕνα βλέµµα ἀπλανές, λές καί δέν κοίταζε στήν γῆ, ἀλλά ἀτένιζε ἀπό τώρα πρός τόν Οὐρανό, σέ ἐκείνη τήν ἀτέρµονα Μακαριότητα!
Μέ καλωσόρισε µέ µιά πηγαία εὐγένεια. Συστηθήκαµε. Μιλοῦσε ἀργά καί ἡ προφορά του ἦταν ἔνρινη. Εἶχε µερικά µικρά σακκουλάκια στό πλάϊ του, προσφέροντας ἀρκετά συχνά ξηρούς καρπούς καί καραµέλες. Χαιρόταν µάλιστα ἰδιαίτερα, ἄν τά ἔδινε σέ µικρά παιδιά! Συχνά καί ὁ ἴδιος µασοῦσε ἀργά-ἀργά, κυρίως µύγδαλα. (Ἀργότερα, ὅταν τοῦ πήγαινα φιστίκια ἀπό τήν Αἴγινα, τοῦ ἄρεσαν πολύ, καί ἐγώ αἰσθανόµουν γι’ αὐτό κρυφή χαρά...). Ἐξοµολογήθηκα... Αὐτό ἦταν! Αἰσθάνθηκα µεγάλη ἀνακούφιση καί εὐλογία! Σάν νά ἔφυγε ἕνα βάρος ἀπό πάνω µου! Στόν δρόµο τῆς ἐπιστροφῆς, εἶχα τήν αἴσθηση πώς δέν περπατοῦσα, ἀλλά πετοῦσα! Καί τότε γεννήθηκε µέσα µου ἡ ἐπιθυµία νά ξαναγυρίσω σέ αὐτό τό εὐλογηµένο µέρος τό δυνατόν συντοµότερο...
Ξαναπῆγα, ἄν δέν µέ ἀπατᾶ ἡ µνήµη, δύο φορές κατά τήν διάρκεια τοῦ 1969: Ὁ π. Σίµων εἶχε καταστεῖ πλέον ὁ Πνευµατικός µου! Εὐγνωµονοῦσα µάλιστα µέσα µου τόν π. Κωνσταντῖνο, ἐπειδή µέ ἔστειλε ἐκεῖ. Ἀπό τότε καί κοντά στόν Γέροντα ἄρχισα νά ζῶ πολύ δυνατές στιγµές! Τό δροµολόγιο µου ἦταν πιά γνωστό: Μέ τό πλοῖο ἀπό τήν Αἴγινα ἀποβιβαζόµουν στόν Πειραιᾶ καί ἀπό ἐκεῖ, µέ τό λεωφορεῖο 27 (Πειραιᾶς-Νέα Πεντέλη) στή στάση «Ἅγιος Σίλας». Στή συνέχεια πεζοπορῶντας, ἀνέβαινα στό µοναστήρι.
Μέ τήν εὐχή τοῦ π. Σίµωνος, τόν Σεπτέµβριο τοῦ 1969 ἔδωσα ἐξετάσεις καί πέρασα στήν Νοµική Σχολή τοῦ Ε.Κ.Π.Α. Τό 1974 πῆρα πτυχίο, ἔγινε ἡ ἐγγραφή µου στήν Θεολογική Σχολή τοῦ ἰδίου Πανεπιστηµίου καί κατετάγην στίς τάξεις τοῦ Στρατοῦ, γιά νά ἐκπληρώσω τήν στρατιωτική µου θητεία. Ὅλο αὐτό τό χρονικό διάστηµα, ὁ π. Σίµων ὑπῆρξε ὁ τρίτος Πνευµατικός στή ζωή µου.
(Παρένθεση: Γιά νά µήν ὑπάρξει κενό στήν διήγηση, κρίνεται χρήσιµο στό σηµεῖο αὐτό -κατά παρέκβαση ἐκ τοῦ θέµατος- νά διευκρινιστοῦν τά ἑξῆς: Πρῶτος µου Πνευµατικός στήν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν ὑπῆρξε ὁ Ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος. Ἐξοµολογήθηκα σέ αὐτόν στήν Αἴγινα, συγκεκριµένα στήν οἰκία τῆς ἐκ µητρός γιαγιᾶς µου, µέ καταγωγή ἀπό τήν Πάρο, ὅπου ἐκεῖ πήγαινε συχνά στή Μονή Λογγοβάρδας, τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ π. Φιλόθεος ὑπῆρξε Καθηγούµενός της. Μέ τήν ἐγκατάσταση τῆς οἰκογένειας της στήν Αἴγινα, ὅσες φορές τύχαινε καί ἐρχόταν στό νησί ὁ Γέροντας Φιλόθεος, µέ σκοπό νά προσκυνήσει στόν τάφο τοῦ δικοῦ του πνευµατικοῦ πατρός, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, συνήθιζε νά φιλοξενεῖται στό σπίτι τῆς γιαγιᾶς, πολύ κοντά στό λιµάνι. Αὐτά καί ἄλλα παρατίθενται στό βιβλίο του γράφοντος µέ τόν τίτλο: «Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καί ὁ Ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος - Αὐθεντικές µαρτυρίες». Ἡ Δεύτερη Ἔκδοση (2020) περιλαµβάνει καί 50 ἀνέκδοτες φωτογραφίες ἀπό τήν Ἀνακήρυξη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ἡ ὁποία ἔγινε στίς 5 Νοεµβρίου 1961, στόν Μητροπολιτικό Ναό Αἰγίνης. Τό βιβλίο αὐτό ἐξεδόθη τό πρῶτον κατά τό ἔτος 2017, στό πλαίσιο τῆς σειρᾶς «Γεροντάδες καί Ἅγιοι πού σηµάδεψαν τή ζωή µου». Σύν Θεῷ, ὑπολογίζουµε προσεχῶς νά ἐκδοθεῖ ὁ Δεύτερος Τόµος τῆς σειρᾶς. Αὐτός θά περιλαµβάνει προσωπικές µαρτυρίες τοῦ γράφοντος γιά τόν Ὅσιο Γέροντα Παΐσιο Ἁγιορείτη καί τίς συναντήσεις µαζί του στό Ἅγιον Ὄρος, τόν Ἅγιο Ἰάκωβο Τσαλίκη καί τίς ἐπισκέψεις στήν Ἱ. Μονή τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ στήν Εὔβοια, πιθανόν κάποιους ἄλλους, καί τά στοιχεῖα πού περιλαµβάνονται στό παρόν, ἐλπίζοντας ὅτι σύντοµα θά ἀνακηρυχθεῖ Ἅγιος καί ὁ Γέροντας Σίµων, περί τῆς ἁγιότητος τοῦ ὁποίου προσωπικῶς δέν ἔχουµε τήν παραµικρή ἀµφιβολία! Δεύτερος Πνευµατικός στή ζωή µας ὑπῆρξε ὁ προαναφερθείς π. Κωνσταντῖνος Παλαιολογόπουλος, ὁ ὁποῖος µετά τήν κοίµηση τῆς πρεσβυτέρας του (πάνω στήν γέννα τοῦ ἕκτου παιδιοῦ τους) ἀπό τήν Αἴγινα ἐπέστρεψε στήν γενέτειρά του πόλη τοῦ Αἰγίου, ὅπου ἐκεῖ ἔγινε καί Ἀρχιµανδρίτης. Εἶχε καί αὐτός Ὁσιακό τέλος, µάλιστα τό Σκήνωµα του γιά τέσσερις ἡµέρες εἶχε εὐκαµψία, ἵδρωνε καί εὐωδίαζε!
Ὁλοκληρώνουµε λέγοντας, πώς καί µόνο αὐτή ἡ ἐνέργεια τοῦ πατρός Κωνσταντίνου, νά παραπέµψει δηλαδή ἕνα πνευµατικό του τέκνο σέ κάποιον ἄλλο Πνευµατικό, καταδεικνύει τό πνευµατικό βάθος τοῦ ἀνδρός. Ὁ π. Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐφάρµοζε στή ζωή του τό Πατερικό «λάθε βιώσας»... Ἀποτελεῖ, ὡς ἐκ τούτου, σπανία περίπτωση ἀποφυγῆς τοῦ «Γεροντισµοῦ» καί τῆς δηµιουργίας προσωπικῆς «αὐλῆς», φαινόµενα τά ὁποῖα δυστυχῶς παρατηροῦνται στούς ἐκκλησιαστικούς κύκλους ἀρκετά συχνά. Χρεωστῶ κατά ταῦτα αἰώνια εὐγνωµοσύνη στόν π. Κωνσταντῖνο γιά αὐτό του τό παράδειγµα! Μέ δίδαξε ἔτσι ἐµπράκτως, ὅτι σηµασία ἔχουν ὁ εὐαγγελισµός καί ἡ σωτηρία ψυχῶν, καί ὄχι ἡ ἀνάδειξη προσωπικοῦ µας ἔργου, ὅσο ἀξιόλογο καί ἄν εἶναι αὐτό! Αὐτά ὅλα τά καταθέτω πρός Δόξαν Θεοῦ, καί παρακαλῶ νά µήν θεωρηθοῦν ὡς «ἐπί τοῦ προσωπικοῦ», καθ’ ὅτι «τήν ἀνοµίαν µου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁµαρτία µου ἐνώπιον Σοῦ ἐστίν διά παντός», ὅπως γράφει καί ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ. Σκοπός τους εἶναι νά κατανοηθεῖ ὁ τρόπος µέ τόν ὁποῖον ἡ Θεία Πρόνοια ὁδήγησε τήν εὐτέλειά µου στήν ἀγκαλιά τοῦ πατρός Σίµωνος! Καί ἐκεῖνος µέ δέχθηκε µέ πολλή ἀγάπη, ὅπως ἐξ ἄλλου γινόταν καί µέ τόσους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τήν εὐλογία νά τόν γνωρίσουν καί νά τόν ἔχουν Πνευµατικό τους Πατέρα).
Ὅσα θά καταγραφοῦν, λοιπόν, στή συνέχεια γιά τόν Γέροντα (καί δέν θά διστάσω νά τόν ἀποκαλῶ ἔτσι, ἀφοῦ ὑπῆρξε τοὐλάχιστον γιά ἑπτά χρόνια ὁ πνευµατικός µου ὁδηγός), ἀναφέρονται σέ αὐτήν τήν συγκεκριµένη περίοδο, τῶν ἐτῶν 1968 µέ 1974. Ἄς µέ φωτίσει ὁ ὄντως Ἅγιος αὐτός ἄνθρωπος, ὁ πραότατος καί γλυκύτατος Ὅσιος Γέροντας Σίµων, ὁ ὁποῖος ἀκράδαντα πιστεύω ὅτι ἤδη ἀπολαµβάνει στόν Οὐρανό τούς καρπούς τῶν κόπων καί τῆς ὑποµονῆς του στίς θλίψεις, ὥστε µέ τήν ἀνάγνωση τοῦ παρόντος νά προκύψει καί ὠφέλεια πνευµατική. «Ὁ Κύριος ἡγήσθω»...
Ἕνα γράµµα...
Πρίν λίγους µῆνες (Αὔγουστος τοῦ 2023) µέσα ἀπό κάποιο βιβλίο ξεγλίστρησε και ἔπεσε κάτω ἕνα κιτρινιασµένο γράµµα. Ἔσκυψα, τό πῆρα καί τό διάβασα: Ἦταν ἕνα γράµµα µέ ἡµεροµηνία 22 Ἰουνίου 1970, τό ὁποῖο εἶχα λάβει τότε στό πατρικό µου σπίτι, στήν Αἴγινα. Στάλθηκε δηλαδή πρίν ἀπό µισό αἰῶνα καί κάτι! Στήν ἀρχή, θεώρησα τό γεγονός ὡς τυχαῖο... Ὅταν, ὅµως, πρίν ἀπό λίγες ἑβδοµάδες ἔφτασε στά χέρια µου τό βιβλίο τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Ε. Βολουδάκη «Ὁ Γέροντας µας, ὁ π. Σίµων», λαµβάνοντας ταυτόχρονα καί τήν πρόσκληση νά καταθέσω καί ἐγώ τήν προσωπική µου µαρτυρία γιά τόν δικό µας Γέροντα, τότε διαπίστωσα γιά µιά ἀκόµη φορά, πώς τίποτε τυχαῖο δέν ὑπάρχει, µόνον Θεία Πρόνοια! Διαβάζοντας, ὅµως τό περιεχόµενο τοῦ γράµµατος τρόµαξα... Καί ἀναλογίστηκα, τό τί µπορεῖ νά πάθει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν -προφανῶς συνεργείᾳ τοῦ Ἐχθροῦ- µεταπέσει ἀπό τήν κατάσταση τῆς εὐχαριστίας σέ ἐκείνη τῆς ἀχαριστίας πρός τόν εὐεργέτη του! Ἄνοιξα, λοιπόν, τώρα τό σεντούκι τῆς µνήµης µου, γιά νά µεταφερθῶ 53 χρόνια πρίν, στό µοναστήρι τοῦ Ἁγ. Παντελεήµονος ... Στό θέµα ὅµως αὐτό θά ἐπανέλθουµε.
Τό Μοναστήρι καί τά πρόσωπα
Τό 1968, ἦταν ἡ πρώτη χρονιά πού ἀνέβηκα στό µοναστήρι τῆς Πεντέλης. Δέν ὑπῆρχαν τότε ἐκεῖ πολλά κτίσµατα: Ἦταν τό µικρό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονος, τό κελλί τοῦ Γέροντα µέ ἕνα µεγάλο παράθυρο, καί ἀπό τά δεξιά του ἡ κουζίνα, µέ ἕνα µικρό χώλ, πού χώριζε τό κελλί τοῦ Γέροντα ἀπό τήν κουζίνα. Ἀνατολικά τῆς κουζίνας ὑπῆρχαν µερικά κελλιά. Θυµᾶµαι, ἕνα ἀπό τά πρόσωπα πού ἔµεναν ἐκεῖ, ἦταν ὁ µοναχός Ἰσ. (Ι. Τ ἦταν τό κοσµικό του ὄνοµα). Ἕνα ἄλλο πρόσωπο πού θυµᾶµαι, ἦταν ἕνα ἡλικιωµένο γεροντάκι µέ λευκή γενειάδα, καλογερικό σκουφάκι καί µέ εὐπροσήγορο πρόσωπο. Ἦταν ὁ Εὐάγγελος, (µετέπειτα µοναχός Ἐφραίµ), πού ἦρθε στό µοναστήρι µετά τήν κοίµηση τῆς γυναίκας του. Σέ ἡλικία 23 ἐτῶν ἦρθε στό µοναστήρι ἀπό τήν Εὔβοια καί ὁ Ἰ. Μ. (µετέπειτα µοναχός Ἰω.). Θυµᾶµαι καί κάποιον ἱεροµόναχο Στέφανο, µετρίου ἀναστήµατος, µέ µικρή φαλάκρα, πού εἶχε ἔρθει ἀπό τήν Γαλλία, γιά νά βρεῖ κοντά στόν Γέροντα θεραπεία, γεγονός πού τελικά ἔγινε µέ τίς προσευχές τοῦ πατρός Σίµωνος! Ἀπό τό 1971 βρίσκονταν ἐκεῖ καί ὁ Ζήσης Φασούλας, στό σπίτι τοῦ ὁποίου στήν Ἀθήνα εἶχα πάει µερικές φορές, γιά τόν λόγο ὅτι κοινός µας σύνδεσµος ἦταν ὁ Γέροντας. Πρόκειται γιά τόν µετέπειτα µοναχό Ζωσιµά, τόν πιό πιστό καί ἀφοσιωµένο µέχρι τέλους στόν Γέροντα. Σέ κάποιο ἀπό τά κελλιά ἔµενε τότε καί ὁ Διάκονος π. Μάρκος Μανώλης. Ἦταν ψηλός, µέ ἐλαφρά κυρτωµένη πλάτη, φοροῦσε γυαλιά, πάντα ὀλιγόλογος καί γλυκοµίλητος. Θυµᾶµαι καί τούς Γεώργιο καί Κωνσταντῖνο (τούς µετέπειτα µοναχούς Γεράσιµο καί Κύριλλο), οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἐγκαταστάθηκαν στό Ἅγιον Ὅρος. (Ἄκουσα, ὅτι τόν Γεώργιο, πού εἶχε πάει στό Θιβέτ καί κάπου ἐκεῖ εἶχε µπλέξει, τόν βοήθησε µέ τίς προσευχές του ὁ Γέροντας). Γιά κάποιο διάστηµα πέρασε ἀπό τή Μονή καί ὁ Ἀρχιµανδρίτης Χρυσόστοµος Σπύρου, ἕνα ἀνήσυχο πνεῦµα, πού ἀργότερα πῆγε στήν Μονή Ἁγίων Πάντων Σπετσῶν, καί στή συνέχεια προσεχώρησε στίς τάξεις τῶν Παλαιοηµερολογητῶν.
Αὐτό τό ἔτος (1971) κτίστηκε καί ἡ τραπεζαρία τῆς Μονῆς, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν διαρκῶς αὐξανοµένων προσκυνητῶν. Ἐκεῖ µιλοῦσε συνήθως ὁ Γέροντας. Στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς καί στά ἀριστερά, ἦταν ἕνας γυναικεῖος Ξενῶνας. Ἐκεῖ, θυµᾶµαι στήν εἴσοδο τήν ἡλικιωµένη κ. Σταυρούλα, µέ κατεβασµένα τά γυαλιά καί µέ µακριές βελόνες νά πλέκει... Στό βάθος, βρισκόταν τό κελλί τῆς κ. Σοφίας. Ἦταν µιά µικρόσωµη γυναῖκα µέ πρόσωπο εὐγενικό. Μιλοῦσε σχεδόν ψιθυριστά. Ἂν κάποιος εἶχε κάποιο πρόβληµα καί τήν ἐπισκεπτόταν, ἄναβε ἐκείνη ἕνα κερί, ἔκανε τήν Παράκληση στήν Παναγία µπροστά σέ εἰκόνισµα της, ἔπαιρνε ἕνα χαρτί καί ἔγραφε: «Κόρη τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ σου, ὁ ... σέ ἐρωτᾶ τί πρέπει νά κάνει...». Ἔκλεινε τά µάτια, προσευχόταν ἀρκετή ὥρα, καί στή συνέχεια ἔπαιρνε καί ἔγραφε ξανά. Στό τέλος ἔδινε τό χαρτί στόν ἐνδιαφερόµενο, λέγοντας πώς ἦταν ἀποκάλυψη τῆς Παναγίας καί ἡ ἀπάντηση στό πρόβληµα του. Ὁρισµένοι βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά κατηγορήσουν τόν π. Σίµωνα γι’ αὐτό. Ρώτησα κάποτε τόν Γέροντα Σίµωνα, ἄν αὐτή ἡ ἀποκάλυψη ἦταν ἐκ Θεοῦ ἡ ὄχι... Μοῦ ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: –«Ἐκ Θεοῦ εἶναι, βάζει ὅµως καί ὁ Ἐχθρός τά δικά του, ὅποιος ὅµως ἔχει διάκριση, µπορεῖ καί τά ξεχωρίζει»!
Ἕνα ἄλλο πρόσωπο, πού θυµᾶµαι, ἦταν κάποιος κυρ-Παντελής, µέ ἕνα µικρό µπέζ αὐτοκίνητο, µέ τό ὁποῖο ἀρκετές φορές µέ εἶχε κατεβάσει ἀπό τό µοναστήρι στή στάση τοῦ λεωφορείου. Εἶχα ἀκούσει, πώς εἶχε εὐεργετηθεῖ πνευµατικά ἀπό τόν Γέροντα, καί ὡς εὐγνωµοσύνη ἔκανε µέ εὐχαρίστηση αὐτό τό διακόνηµα. Εἶναι καί ἄλλα πρόσωπα, ἀλλά ἄς ἀρκεστοῦµε σέ αὐτά... Ἰδιαίτερη πάντως ἦταν ἡ χαρά µου, ὅταν συναντιόµασταν στό µοναστήρι µέ τούς φίλους καί –ἐν συνεχείᾳ– πατέρες Βασίλειο Βολουδάκη καί Ἰωάννη Χατζηθανάση, πνευµατικά τέκνα καί αὐτοί τοῦ Γέροντα.
Ἡ πρόσκληση
Κατά τό ἔτος 1970, τήν ἐποχή πού σπούδαζα στήν Ἀθήνα καί ἤµουν στό πρῶτο ἔτος τῆς Νοµικῆς, ἔτυχε νά γνωριστῶ στό µοναστήρι µέ τόν Ι. Τ., ὁ ὁποῖος πήγαινε τότε στό τρίτο ἔτος τῆς Φυσικοµαθηµατικῆς Σχολῆς. Κάναµε ἀρκετές συζητήσεις στό µοναστήρι πάνω σέ ζητήµατα πνευµατικά, οἰκογενειακά, µιλούσαµε ἀκόµη καί γιά τίς ἐσωτερικές µας «νεύσεις». Μάλιστα, θυµᾶµαι πώς ἀντιµετώπιζε καί κάποιο πρόβληµα µέ τό ἕνα πόδι του, καί σκεπτόταν νά κάνει µιά δύσκολη ἐγχείρηση, ἡ ὁποία τελικά δέν ἔγινε.
Ἕνα ἀπόγευµα, µετά τό Ἀπόδειπνο πού ἔγινε στό κελλί τοῦ Γέροντα, καθίσαµε σέ ἕνα µπαοῦλο, ἀπέναντι ἀπό τό κρεββάτι του. Τόν ἀκούσαµε τότε νά µᾶς λέει: –«Ἐλᾶτε παιδιά µου νά σᾶς κάνω µοναχούς στό µοναστήρι µου». Καί ἄρχισε στή συνέχεια νά µᾶς µιλάει γιά τά περιουσιακά στοιχεῖα τῆς Μονῆς στήν Λυκόβρυση κ.ἄ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς αἰφνιδιάστηκα! Δέν αἰσθανόµουν ἕτοιµος γιά κάτι τέτοιο... Τό ἀνέφερα κατ’ ἰδίαν στόν Γέροντα. Τόν ἄκουσα τότε νά µοῦ λέει: –«Παιδί µου Μανώλη, βεβιασµένες συνειδήσεις δέν θέλουµε... Πήγαινε στό σπίτι σου στήν Αἴγινα, κάνε ... καί ὅ,τι ὄνειρο δεῖς, ἔλα νά µου τό πεῖς».
Αἰσθάνθηκα ἀνακούφιση! Ἦταν καλοκαίρι, ὅταν ἦρθα στό πατρικό µου σπίτι στήν Αἴγινα καί προσπάθησα νά κάνω ὅτι µοῦ εἶχε πεῖ ὁ Γέροντας. Τότε ἦταν, πού ἔλαβα τό γράµµα, τό ὁποῖο µοῦ στάλθηκε ἀπό τήν Ἀθήνα στήν Αἴγινα πρίν ἀπό 53 χρόνια (πού ὅπως προαναφέρθηκε βρῆκα τυχαῖα πρίν ἀπό µερικές ἑβδοµάδες). Ἡ ἐπιστολή αὐτή, µέ κιτρινισµένα ἀπό τήν πολυκαιρία τά φύλλα της, ἔχει τά ἑξῆς στοιχεῖα: Ἀποστολεύς «Τεταγιώτης Ἰωάννης, Ἀθῆναι». Παραθέτω ὁρισµένα ἀποσπάσµατα: ... Ἀγαπητέ µου ἐν Χριστῷ ἀδελφέ Μανώλη καληµέρα σου... γράψε µου πῶς πῆγες µέ τά µαθήµατα τοῦ Πανεπιστηµίου σου. Σοῦ διαβιβάζω τούς χαιρετισµούς καί εὐχές τοῦ πατρός Σίµωνος. Γνώρισε δέ, ὅτι ὁ Θεός θέλησε νά βοηθήση τόν πατέρα Σίµωνα, διότι ἔχει ἔρθει ἕνα παιδί 23 ἐτῶν ἀπό τήν Εὔβοια, Ἰωάννης ὀνοµάζεται, καί εἶναι πολύ εὐσεβής καί ἔχει φλόγα καί ζῆλο νά γίνη ἱερεύς «ὡς ἡ µητέρα αὐτοῦ παιδιόθεν ἐτάξατο αὐτό». Σοῦ γνωρίζω πώς τό καλοκαίρι θά εἶµαι στόν πατέρα Σίµωνα καί θά µελετῶ. Ὅσες φορές ἔχω πάει, τόσες φορές µέ ρωτάει ὁ π. Σίµων γιά ἐσένα. Σέ περιµένει νάλθης... Μέ χριστιανική ἀγάπη σέ χαιρετῶ Ἰωάννης Τεταγιώτης».
Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1970 ἀνέβηκα στό µοναστήρι. Βρῆκα τόν Ἰωάννη νά ἔχει ἤδη ρασοφορέσει. Ἐξοµολογήθηκα τότε στόν Γέροντα: –«Γέροντα, εἶµαι πολύ στενοχωρηµένος... 40 ἡµέρες ἔχω τώρα, καί δέν εἶδα κανένα ὄνειρο!». Καί ἡ ἀπάντηση του: –«Παιδί µοῦ Μανώλη, µήν στενοχωρεῖσαι... Ὁ Θεός θά ἀποκαλύψει ἀργότερα τό Θέληµα Του γιά σένα!». Ὅπως καί ἔγινε! 43 χρόνια τώρα, προσπαθῶ ξεπερνῶντας τόν «παλαιό ἄνθρωπο» νά ἀνταποκριθῶ στό λειτούργηµα τῆς Ἱερωσύνης, ὡς ἔγγαµος ἱερεύς ἀπό τό ἔτος 1981, διακονῶντας συνεχῶς στόν Μητροπολιτικό Ναό Αἰγίνης.
Τά µετέπειτα γεγονότα
Τώρα, ὅµως πού γράφω ὅλα αὐτά, αἰσθάνοµαι µιά βαθιά θλίψη µέσα µου... Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ Ι. Τ. (µετέπειτα µοναχός Ἰσ), ὅπως καί ὁ Ἰωάννης (τό παιδί ἀπό τήν Εὔβοια, τό ὁποῖο «ἡ µητέρα αὐτοῦ παιδιόθεν ἐτάξατο αὐτό», σύµφωνα µέ τήν ἐπιστολή καί µετέπειτα µοναχός Ἰω.), πρωτοστάτησαν στόν διωγµό κατά τοῦ Γέροντος... Ἡ κατάληξη ἦταν, νά φύγει τελικά ὁ Γέροντας ἀπό τό µοναστήρι, τό ὁποῖο µετά κόπου, θυσιῶν, καί θαυµατουργικῶν ἐπεµβάσεων τοῦ Θεοῦ ἵδρυσε! Κυριολεκτικά δηλαδή «ἐκίνησαν τήν πέτραν κατά τοῦ εὐεργέτου»: Παρακοή, παρασυναγωγή, συκοφαντική δυσφήµηση γιά οἰκονοµικά ἀκόµη καί γιά ἠθικά ζητήµατα, καί τά τοιαῦτα! Πικραµένος ὁ Γέροντας ζήτησε καί ἀπό τήν Ἀρχιεπισκοπή τήν ἀποµάκρυνση τῶν δύο µοναχῶν χωρίς ὅµως ἀποτέλεσµα! Ὅµως στό τέλος ἀναγκάσθηκε νά φύγει ἐκεῖνος!
Αὐτά ὅλα τά εἶχα πληροφορηθεῖ, χωρίς ὅµως νά γνωρίζω λεπτοµέρειες, ἀφοῦ στό µεταξύ εἶχα φύγει ἀπό τήν Ἀθήνα. Ἔτσι, ἐκ τῶν πραγµάτων, σταµάτησε ἡ ἐπαφή µου µέ τό µοναστήρι καί τόν Γέροντα. (Τόν Σεπτέµβριο τοῦ 1974 πῆγα ὅπως προαναφέρθηκε στόν Στρατό, ὅπου ὑπηρέτησα γιά 28 µῆνες στήν Μακεδονία, µέχρι τόν Φεβρουάριο τοῦ 1977. Τό ἑπόµενο ἔτος ἔγινε ὁ γάµος καί ἡ ἐγκατάστασή µας στήν Αἴγινα, ὅπου τό 1979 χειροτονήθηκα Διάκονος καί τό 1981 Πρεσβύτερος). Ἀπό τόν πνευµατικό µου ὅµως ἀδελφό π. Ἰωάννη Χατζηθανάση, εἶχα πληροφορηθεῖ, ὅτι ὁ Γέροντας ἀντιµετώπιζε δυσκολίες καί στενοχώριες στό µοναστήρι του. Τίς λεπτοµέρειες ὅµως τίς ἔµαθα τώρα, διαβάζοντας τό βιβλίο τοῦ πατρός Βασιλείου Βολουδάκη: «Ὁ Γέροντας µας, ὁ π. Σίµων». Ἔµαθα δηλαδή, ὅτι ὁ ἀνεξίκακος Γέροντάς µας ἔκρυβε γιά καιρό τήν ἀνυπακοή τῶν δύο µοναχῶν τοῦ Ἰσ. καί Ἰω. γιά νά µήν τούς ἐκθέσει, ἐλπίζοντας στήν µετάνοιά τους! Ἐκεῖνοι ὅµως εἶχαν σηκώσει ἀντάρτικο. Χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ Γέροντα ἔγινε ἡ εἰς Πρεσβύτερον χειροτονία τοῦ π. Ἰω... Ἀρνήθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τήν Μονή, γεγονός τό ὁποῖο ἀνάγκασε τόν Γέροντα σέ ἡλικία 79 ἐτῶν νά καταφύγει γιά ἰδιαίτερη ἄσκηση καί προσευχή στό ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ.
Αὐτόµατα µοῦ ἔρχεται τώρα στή σκέψη ἡ ἑξῆς εἰκόνα: Θυµᾶµαι, ὡς λαϊκός (κάπου ἀνάµεσα στά ἔτη 1970 µέ 1973), τό πῶς λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας, παρ’ ὅλο πού εἶχε σοβαρό πρόβληµα µέ τήν ὅρασή του... Ἦταν ἀληθινή µυσταγωγία! Μερικές φορές βοηθοῦσα µέ τό ἰσοκράτηµα στό ψαλτήρι. Ὁ π. Σίµων δέν βιαζόταν καθόλου στήν Θεία Λειτουργία, γι’ αὐτό καί ἀργοῦσε. Ἡ φωνή του εἶχε µιά ἰδιαίτερη χροιά, τίς αἰτήσεις τίς ἔκανε σέ ἕναν ἰδιάζοντα πλ. Β΄ ἦχο. Ἰδιαίτερη συγκίνηση πρόδιδε ἡ φωνή του ὅταν ἔψαλλε –«Ὦ! µάρτυς ἔνδοξε καί ἰαµατικέ, ὡραιότατε, Παντελεήµων» Ἐκεῖνο τό «ὡραιότατε» καί τό «Παντελεήµων» τά τόνιζε ἰδιαίτερα, καί εἶχες τήν αἴσθηση πώς ἐκείνη τή στιγµή ὁ Ὅσιος Γέροντας ἔβλεπε τήν ὀµορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Μεγαλοµάρτυρος!
Μιά φορά, λοιπόν, ἔψαλλε ὁ π. Ἰω., καί ἐγώ στεκόµουν δίπλα του. Τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ ἔψαλλε ξανά καί ξανά τό «Οἱ τά Χερουβείµ µυστικῶς εἰκονίζοντες...», ἐπειδή ὁ Γέροντας ἀργοῦσε νά κάνει Εἴσοδο. Κάνω ἔτσι, καί τί νά δῶ! Ὁ Γέροντας ἦταν φανερό πώς βρισκόταν σέ κατάσταση ἁρπαγῆς! Στεκόταν ἀκίνητος γιά ὥρα πολλή µπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα κοιτάζοντας ἔκθαµβος ψηλά! Μέ τήν ἄκρη τοῦ µατιοῦ µου εἶδα ὅµως κάτι, πού ὁµολογῶ πώς δέν µοῦ ἄρεσε... Παρατήρησα τόν µοναχό νά χασµουριέται ἐπανειληµµένως, βάζοντας ποῦ καί ποῦ τό χέρι στό στόµα του, ἐνῶ ταυτόχρονα εἰρωνικό χαµόγελο διαγραφόταν στό πρόσωπό του! Αὐτόµατα τότε σκέφτηκα: –«Κάτι πρέπει νά συµβαίνει µέ αὐτόν τόν µοναχό... Μά! Δέν βλέπει σέ τί πνευµατική κατάσταση βρίσκεται ὁ Γέροντας;»
Πρίν ἀπό χρόνια, κάποιος πνευµατικός ἀδελφός, µοῦ ἀνέφερε τό ἑξῆς περιστατικό: Βρισκόταν ὁ µετέπειτα Ἰσαάκ στήν κουζίνα, ὅπου εἶχε ἀνοίξει κουβέντα µέ ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο εἶχε µέσα του πονηρό πνεῦµα. Ξαφνικά, ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ καί ἐµφανίζεται ὁ Γέροντας: –«Δαίµων, δαίµων, τί κουβεντιάζεις µέ τό παιδί;» ἀκούστηκε νά φωνάζει δυνατά. –«Δέν µιλάω σέ σένα, πάτερ Σίµων! Ἐσένα, ἄγγελοι σέ φυλᾶνε...», ἀκούστηκε µιά φωνή µέσα ἀπό τόν ἄνθρωπο. –«Ψεύτη, δαίµων», εἶπε µέ θυµό ὁ Γέροντας, καί ἐπέστρεψε στό κελλί του. Εἶναι προφανές, ὅτι ὁ πειρασµός πήγαινε τότε νά ρίξει τόν π. Σίµωνα σέ ὑπερηφάνεια! Ὁ πολύπειρος ὅµως ἀσκητής, ὁ πνευµατικός ἀετός, γνώριζε πολύ καλά τίς µεθοδεῖες τοῦ Ἐχθροῦ, ἀλλά καί πῶς νά ξεφεύγει ἀπό τίς παγίδες του. Ὅπως ψάλλουµε καί στό Ἀπολυτίκιο τῆς Ἁγίας Βαρβάρας: «...ἐχθροῦ τάς παγίδας διέφυγεν, καί ὡς στρουθίον ἐρρύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καί ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ Πάνσεµνος». Σάν τό πουλάκι δηλαδή πού ξεφεύγει ἀπό τό δίχτυ...
Ἔχουν περάσει ἀπό τότε πολλά χρόνια... Ὡς ἱερεύς, ἔτυχε νά ἐπισκεφθῶ κάποτε τό µοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονος. Βρῆκα τά πάντα ἀλλαγµένα... Ἐκείνη ἡ ἁγία λιτότητα πού γνώριζα, εἶχε χαθεῖ γιά πάντα... Στήν θέση της ἡ βοή καί ἡ πολυτέλεια. Κάποια στιγµή, ἔτυχε νά συναντηθῶ µέ τόν µοναχό Ἰσ. Ἡ µορφή του εἶχε ἀλλάξει, ἀλλά τόν ἀναγνώρισα ἀπό τό πόδι... –«Ὁ π. Ἰσ.; ρώτησα, προσθέτοντας ἀµέσως –«Εἶµαι ὁ ...». Καί ἡ ἀπάντηση: –«Δέν σᾶς γνωρίζω, πάτερ µου...» . Ἔβαλα τότε καλό λογισµό καί σκέφτηκα ὅτι, µέσα σέ ἐκείνη τήν πολυκοσµία, µπορεῖ καί νά µήν κατάλαβε ποιός ἤµουν... Ἀκόµη καί νά µήν ἔδωσε σηµασία στά λόγια µου... Ἐξ ἄλλου, µοῦ ἀρκοῦσε ἡ συγκίνηση ἀπό τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Γέροντα ἀπό τόν Οὐρανό, καί ὅτι ἐκεῖνος γνώριζε «τῶν ἐσόπτρων ἤδη λυθέντων» καί εἰς τήν κατάπαυσιν τοῦ Κυρίου, ἕνα παλαιό πνευµατικό του τέκνο! Δέν ἦταν ὅµως αὐτό τό θέµα. Τά αἴτια τῆς λύπης πού αἰσθάνθηκα, ἦταν ἡ παρακοή, ἀποστασία καί συκοφαντική δυσφήµηση ἑνός Ἁγίου ἀνθρώπου, ἐκ µέρους µάλιστα προσώπων γνωστῶν καί ἀπό αὐτόν εὐεργετηθέντων! Αὐτόµατα τότε µοῦ ἦρθε στή µνήµη καί ἡ ἀνάλογη περίπτωση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, µέ τήν συκοφαντική δυσφήµηση καί τίς ἀδικίες πού προέρχονταν κυρίως ἀπό γνωστά του ἱερατικά πρόσωπα! (Πιθανόν, ἐπειδή ἔχω πρόσφατα ἀνάλογα παραδείγµατα, στήν ἔρευνα πού µέ ἀξίωσε ὁ Ἅγιος νά κάνω, µέ τήν συλλογή µαρτυριῶν προσώπων πού καταγράφονται γιά τόν Θαυµατουργό µας Ἅγιο στό ταπεινό µας πόνηµα, ὅπως λ.χ τῆς «Εἰρήνης τῆς κεροῦς» καί ἄλλων). Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι τά στοιχεῖα τοῦ διωγµοῦ καί τῆς συκοφαντίας, βαρύνουν πολύ στήν Κρίση τοῦ Θεοῦ, περί τῆς Ἁγιότητος! Ἄλλα εἶναι τά κριτήρια τοῦ Θεοῦ καί ἄλλα τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι µπορεῖ νά ἔχουν καί τίς ἀγκυλώσεις τους. Γιά παράδειγµα, ἐνῷ ὁλόκληρο τό πλήρωµα τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζει, σέβεται καί τιµᾷ τόν σηµειοφόρο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο ὡς Ἅγιο, παραδόξως ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια καθυστερεῖ ἡ ἐπίσηµη Ἀνακήρυξη του...
Ἐπανερχόµαστε: Αὐτή ἦταν ἡ τελευταία φορά πού ἀνέβηκα στό µοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονος. Οὔτε καί γνωρίζω ποιοί µοναχοί εἶναι ἐκεῖ τώρα... Προτιµῶ νά µείνω µέ τίς παλαιές µου ἀναµνήσεις... Γιατί, ὅπως ἔλεγε καί ὁ Γέροντας Πορφύριος, δέν ὑπάρχει καµία πράξη πάνω στή γῆ, πού νά µήν ἔχει τό ἀντίκρυσµά της στόν Οὐρανό! Καλή µετάνοια νά ἔχουµε ὅλοι µας καί νά δώσουµε καλήν Ἀπολογίαν ἐνώπιον τοῦ Φοβεροῦ Βήµατος τοῦ Χριστοῦ ἐν ἡµέρᾳ Κρίσεως...
Ὁ π. Σίµων «παιδαγωγός εἰς Χριστόν»
Ὁρισµένα Περιστατικά
Ἀφοῦ ἀναφερθήκαµε προηγουµένως στόν τρόπο γνωριµίας µας µέ τόν Γέροντα, τό µοναστήρι καί τά πρόσωπα, ἦρθε ἡ ὥρα τώρα νά κάνουµε λόγο καί γιά τίς διδαχές, ἀλλά καί τόν τρόπο µέ τόν ὁποῖο «οἰκονοµοῦσε» τά πνευµατικά του τέκνα. Ἰδιαίτερη ἀναφορά θά γίνει στό Μυστήριο τῆς Μετανοίας καί Ἐξοµολογήσεως, ὅπως τό ἀσκοῦσε ὁ Γέροντας, σέ συνδυασµό καί µέ ὁρισµένα περιστατικά, πού εἴχαµε τήν εὐλογία νά ζήσουµε κοντά του. Αὐτά ἀναφέρονται σποραδικά καί συλλήβδην. Χρονικά, τοποθετοῦνται στό διάστηµα τῶν ἐτῶν 1970 µέ 1974.
Ὁ Γέροντας ὑπῆρξε φωτισµένος Πνευµατικός. Ἡ ἐλεήµων καρδία του δέν ἀρνήθηκε ποτέ τήν Ἐξοµολόγηση, ὅλες τίς ὧρες καί τίς ἐποχές, σέ ἐκείνους πού ἀνέβαιναν στό µοναστήρι του. Τόν θυµᾶµαι συνήθως ξαπλωµένο στό κρεββάτι, φορῶντας τό πετραχήλι του. Ὅταν ἔµπαινα στό κελλί του καί τοῦ ἔλεγα: –«Γέροντα, εἶµαι ὁ Μανώλης ἀπό τήν Αἴγινα», τόν ἄκουγα νά λέει: –«Παιδί µου, Μανώλη, καλῶς ὥρισες», καί ἕνα ἀχνό χαµόγελο διαγραφόταν στό ἰσχνό καί σεβάσµιο πρόσωπό του. Ἦταν εὐγενέστατος. Θυµᾶµαι, κάποτε ἀνέβηκα στό µοναστήρι χειµῶνα καιρό, κάτω ἀπό πολύ δύσκολες καιρικές συνθῆκες. Κάθισα στήν κουζίνα, προσπαθῶντας νά συνέλθω ἀπό τόν κόπο τῆς ὁδοιπορίας µέσα στά χιόνια. Στό µικρό χώλ, πού συνορεύει µέ τό κελλί τοῦ Γέροντα, ἔκαιγε µιά µικρή ξυλόσοµπα. Κάποια στιγµή, ὁ µοναχός Ἰσ. κτύπησε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του λέγοντας τό –«Δι’ εὐχῶν...». – «Ἀµήν», ἀκούστηκε ἀπό µέσα ἡ φωνή τοῦ π. Σίµωνος. «Γέροντα, ξέρεις ποιός ἦρθε µέ τέτοιο καιρό στό µοναστήρι;». –«Πῶς δέν ξέρω... Μανώλη, ἔλα µέσα παιδί µου!». Πῶς τό ἤξερε; Οὔτε µέ εἶχε ἀκούσει, ἀφοῦ κουβέντιαζα σιγανά µέ τόν Ἰσ, καί ἡ κουζίνα ἀπεῖχε ἀπό τό κελλί του!
Κατά τήν διάρκεια µιᾶς Ἐξοµολογήσεως, τόν ρώτησα κάποτε τί νά κάνω, πάνω σέ κάποιο ζήτηµα. Ὁ Γέροντας δέν ἀπάντησε ἀµέσως... Σέ λίγο τόν εἶδα νά κοιµᾶται (ἔτσι τοὐλάχιστον νόµιζα). Περίµενα σχεδόν ἕνα τέταρτο, χωρίς νά τόν ξυπνήσω. Κάποια στιγµή, πού τόν εἶδα νά σαλεύει, τόν ξαναρώτησα. Καµιά ἀπάντηση... Σέ λίγο, µοῦ φάνηκε σάν νά ἄνοιξε λίγο τά θολά του µάτια. –«Γέροντα, γιά τό θέµα αὐτό πού σέ ρώτησα, τί νά κάνω;». –«Ἄφησε µε, παιδί µου, νά µέ φωτίσει!». Καί τότε κατάλαβα, πώς προσευχόταν! Καί σέ λίγη ὥρα: –«Θά κάνεις αὐτό, παιδί µου»!
Κάποια ἄλλη φορά, τόν ρώτησα: –«Γέροντα, τί εἶναι αὐτή ἡ φωνή πού ἀκούγεται µέσα µου, καί µοῦ λέει νά κάνω τά ἀντίθετα»; –«Εἶδες, παιδί µου, ἔχουµε νά κάνουµε µέ ἀόρατο πόλεµο, πού γράφει καί ὁ Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης. Νά µή φοβούµαστε, ὅµως... Καί ἄν πέφτουµε, νά σηκωνόµαστε. Ἡ ἐλπίδα µας πάντα στόν Θεό».
Ὁ Γέροντας κανέναν δέν ἀπέλπιζε, ὅ,τι καί ἂν ἄκουγε στήν Ἐξοµολόγηση του! Τόνιζε πάντα τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας πού ὅλοι µας ἔχουµε, τήν ὁποία ὅµως πάντα στήριζε, ὄχι στίς καλές µας -δῆθεν- πράξεις, ἀλλά στήν Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ... Συνήθως ξεκινοῦσε µέ τίς λέξεις: –«Ὁ Καλός Θεός...». Πάντα τόνιζε τήν ἀξία πού ἔχει τό φιλότιµο, γιά νά ἐνεργοποιηθοῦν µέσα στόν Χριστιανό οἱ πνευµατικές δυνάµεις, τίς ὁποῖες ἔλαβε κατά τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσµατός του. –«Σηµασία ἔχει, νά τό κάνεις αὐτό παιδί µου ἐλεύθερα, καί ὄχι καταναγκαστικά...». Ὅταν κάποιος πήγαινε στό µοναστήρι γιά πρώτη φορά γιά νά ἐξοµολογηθεῖ, ἦταν ἐπιεικής καί τόν ἄφηνε ἀµέσως νά κοινωνήσει. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὅµως καί µέ τήν σοφή καθοδήγησή του, «ἔσφιγγε λίγο-λίγο τά λουριά» ἰδιαίτερα ἄν καταλάβαινε πώς κάποιος προσπαθοῦσε µέ πλάγιο τρόπο νά «ὑποκλέψει» τήν ἄδεια τῆς Θείας Κοινωνίας! Ὅπως συµβαίνει µέ ὁρισµένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἀφήνουν νά περάσει ὁλόκληρος χρόνος, θυµοῦνται στίς χρονιᾶρες µέρες νά πᾶνε τήν τελευταία στιγµή γιά ἐξοµολόγηση, λέγοντας: –«διάβασέ µου παπᾶ µιά εὐχή γιά νά κοινωνήσω». Οὔτε µετάνοια, οὔτε ἐπίγνωση τοῦ Μυστηρίου, οὔτε τίποτα!
Θυµᾶµαι, κάποτε, ἀφοῦ εἶχα ἐξοµολογηθεῖ, καί, µέσα στόν βερµπαλισµό πού γενικά µέ διακρίνει, εἶχα ἀρχίσει νά τοῦ λέω: –«Καί τί θά γίνει, Γέροντα µέ τήν Θεία Κοινωνία, πού ἔχω τόσο ἀνάγκη κ.λ.π». Μέ διέκοψε ἀπότοµα λέγοντας: –«Μή λές πολλά λόγια, παιδί µου, γιά τό Ἱερό Μυστήριο!» Δέν σήκωνε «µύγα στό σπαθί του»!
Εἶχα ἀκούσει, ὅτι σωτήριο γεγονός εἶναι ἡ Γενική Ἐξοµολόγηση, ἡ ὁποία γίνεται µόνο µιά φορά στή ζωή τοῦ Χριστιανοῦ. Γιά τόν σκοπό αὐτό ἀνέβηκα στό µοναστήρι καί κλείστηκα γιά µιά βδοµάδα σέ ἕνα κελλί. Μόνο στίς Ἀκολουθίες κατέβαινα στό Ναό καί γιά φαγητό. Μέ περιδεῆ συνείδηση, (µήπως καί ξεχάσω κάτι), εἶχα πάρει µαζί µου ἕνα µεγάλο τετράδιο µέ ριγέ φύλλα, καί γιά µιά βδοµάδα ἔγραφα, ἔγραφα, ἔγραφα, ὅτι θυµόµουν. Ἦταν χειµῶνας. Συγκεκριµένα ἡ 7η Φεβρουαρίου τοῦ 1972. Ἤµουν σχεδόν ὁ µόνος λαϊκός στό µοναστήρι. Κατέβηκα τότε γιά τήν Ἐξοµολόγηση, πού θά γινόταν µετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας στό µικρό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονος. Ὁ Γέροντας κάθισε σέ ἕνα σκαµνάκι. Ἄρχισα νά διαβάζω ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχα γράψει. Πέρασε ἡ πρώτη ὥρα, ὁ Γέροντας ἄκουγε ἀµίλητος.... Πέρασε καί ἡ δεύτερη... Πέρασε καί ἡ τρίτη... Ὁ Γέροντας ἐκεῖ, καθισµένος στό σκαµνάκι, χωρίς νά µέ διακόπτει... Εἶδε πού µάζευα τά χαρτιά, στό τέλος, καί τότε εἶπε: –«Παιδί µου, τελείωσες»; Ἀµέσως µοῦ ἦρθε ἡ...κεραµίδα: –«Παιδί µου, Μανώλη, δέν ἦταν Ἐξοµολόγηση αὐτό πού ἔκανες... Ἔπρεπε νά πεῖς, ὅταν ἤµουν παιδί, ἔκανα αὐτά καί αὐτά... ἔφηβος, αὐτό καί αὐτό... τώρα, αὐτό καί αὐτό... Δέν γνωρίζει ὁ Θεός τά ἁµαρτήµατά µας; Ὅλα τά γνωρίζει... αὐτό πού περιµένει νά δεῖ ἀπό µᾶς, εἶναι ἡ ἀληθινή µετάνοια µας! Τί χρειάζονταν τόσες περιττολογίες»;
Αἰσθάνθηκα αἰσχύνη! Εἶχα ὑποχρεώσει ἕνα γέρο-ἄνθρωπο νά ἀκούει γιά τρεῖς ὧρες, τί; Τίς ἁµαρτίες µου ἤ τήν προβολή τοῦ «ἐγώ» µου, γιά νά τά κάνω ὅλα τέλεια; Καί ἐκεῖνος δέν διαµαρτυρήθηκε καθόλου! Μοῦ ἦρθε τώρα στό νοῦ ἐκείνη ἡ περίπτωση, πού διαβάζουµε στό Γεροντικό, γιά τούς τρεῖς ἐκείνους µοναχούς, οἱ ὁποῖοι ξεκίνησαν νά πᾶνε κάπου. Τούς λέει τότε ὁ νεώτερος, ὅτι γνώριζε ἐκεῖνος καλύτερα τόν δρόµο. Καί βάδιζαν λάθος δρόµο ὅλη τή νύκτα µέχρι τό πρωΐ. Καί ὅταν ἐκεῖνος ἀντελήφθη τό λάθος του καί τούς εἶπε –«Συγγνώµη, Πατέρες, σᾶς ὁδήγησα σέ λάθος δρόµο», ἐκεῖνοι ἁπλᾶ τοῦ εἶπαν: –«Τό γνωρίζαµε, ἀλλά δέν σοῦ εἴπαµε τίποτα γιά νά µήν σέ στενοχωρήσουµε»! Καί ξεκίνησαν ἁπλᾶ, χωρίς νά ποῦν τίποτε ἄλλο, τόν σωστό δρόµο...
Τόση ἦταν λοιπόν ἡ ἀγάπη καί ἡ ὑποµονή τοῦ Γέροντα! Κάπου διάβασα, ὅτι πέντε λεπτά τῆς ὥρας εἶναι ἀρκετά, γιά νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν µετάνοια! Ἐµεῖς ὅµως νοµίζουµε, ὅτι µέ τήν πολυλογία θά µᾶς ἀκούσει ὁ Θεός. Καί ξεχνᾶµε ὅτι µέ τήν διδασκαλία τοῦ «Πάτερ ἡµῶν», ἐλέγχει ὁ Κύριος τήν βαττολογία τῶν Ἐθνικῶν! Λησµονοῦµε, µάλιστα, ὅτι ὁ ληστής µέ ἕνα ἁπλό «Μνήσθητί µου Κύριε» κέρδισε τόν Παράδεισο!.
Ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε πολύ τόν Ἱερό Χρυσόστοµο. Πάντα συµβούλευε τά πνευµατικά του παιδιά νά τόν µελετοῦν. –«Ὁ Θεῖος Χρυσόστοµος ὁµιλεῖ καί δίνει λύση γιά ὅλα τά θέµατα», ἔλεγε. Μέ συµβούλευσε καί τό 1969 µέ τήν προτροπή του ἀγόρασα τό βιβλίο «Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου Ἐκλογαί καί Ἀπανθίσµατα». Μέ συγκίνηση ἀνοίγω τώρα καί διαβάζω στήν δεύτερη σελίδα του, νά ἔχω ἀπό τότε γραµµένο: «Ἀθῆναι 1970. Τό ἱερόν βιβλίον τοῦτο ἀνήκει εἰς τόν Γιαννούλην Ἐµµανουήλ, φοιτητήν τῆς Νοµικῆς, ἀκαδ. Ἔτος 1969-70, Αἴγινα». Περιέχει 47 (ΜΖ) λόγους τοῦ ἱεροῦ Πατρός. Ξεκινᾶ περί ἀγάπης, προσευχῆς, µετανοίας κ.ο.κ. Ἀρκετές ἀπό τίς σελίδες του εἶναι ὑπογραµµισµένες. Εὐγνωµονῶ τόν Γέροντα γιά τήν χρήσιµη ὑπόδειξή του. Ὡς ἔννοιες τά µηνύµατα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόµου ἔχουν περάσει µέσα µου, καί τά χρησιµοποιῶ συχνά στά κηρύγµατα µου. Ἴσως, τό παράδειγµα τοῦ Ἰωάννου, νά ἐγκαταλείψει τήν δικηγορία τῆς ἐποχῆς του (ἦταν συνήγορος στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας), ἐπηρέασε ἀργότερα καί τήν δική µου ἀπόφαση.
Ἰδιαίτερα ὑπογραµµισµένος στό βιβλίο εἶναι ὁ λόγος Δ΄ «περί νηστείας καί σωφροσύνης». Ὁ Γέροντας ἐπέµενε πολύ στό θέµα τῆς νηστείας. Θεωροῦσε τήν νηστεία ὡς τήν βάση τῆς πνευµατικῆς προκοπῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ ἄρεσε πολύ ἡ φράση τοῦ Ἱεροῦ Πατρός «νηστεύσωµεν, ἵνα ἐλεήσωµεν». Συνέδεε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν νηστεία µέ τήν ἐλεηµοσύνη. Κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή µᾶς συµβούλευε ἡ νηστεία µας νά εἶναι χωρίς λάδι. –«Ποῦ τό εἴδαµε, παιδί µου, νά τρῶµε λάδι τήν Σαρακοστή;», µᾶς ἔλεγε. Ἔχουµε µαρτυρίες ἐγκύων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες δι’εὐχῶν τοῦ Γέροντος νήστευαν καί τό λάδι τήν Μ. Τεσσαρακοστή, καί ὄχι µόνον δέν ἔπαθαν τίποτα, ἀλλά καί ἡ γέννα τους ἦταν φυσιολογική, καί τά παιδιά τους σήµερα εἶναι ἄνθρωποι ἀπό τόν Θεό εὐλογηµένοι!
Ὁ ἴδιος ὁ π. Σίµων ἦταν ἕνας πολύ ἐλεήµων ἄνθρωπος. Δέν ἄφηνε νά φύγει κάποιος ἀπό τό µοναστήρι, χωρίς νά πάρει κάτι...Κάποτε, µετά τήν ἐξοµολόγησή µου λέει: –«Παιδί µου, πήγαινε στήν κουζίνα νά φᾶς ὅτι ὑπάρχει». Ἔκανα τότε τό λάθος νά τοῦ πῶ: –«Ἔχω φάει, Γέροντα, δέν θέλω». Τό πρόσωπο τοῦ ἀµέσως συνοφρυώθηκε: –«Τί λές, παιδί µου! Θέλεις νά µέ διώξει ὁ Ἅγιος Παντελεήµων ἀπό τό µοναστήρι του; Πήγαινε γρήγορα νά πάρεις τήν εὐλογία τῆς Μονῆς!». Θεωροῦσε ὁ Γέροντας, ὅτι θά τόν ἔδιωχνε ὁ Ἅγιος ἀπό τό µοναστήρι του, ἄν δέν ἐκπλήρωνε τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης!
Ὅταν θέλαµε τά πνευµατικά του παιδιά νά εὐθυµήσουµε, τότε καθισµένοι στήν τραπεζαρία τῆς Μονῆς τοῦ λέγαµε: –«Γέροντα, πές µας γιά τόν λαγό!». Ἀµέσως, τό πρόσωπό του φωτιζόταν! Καί ἄρχιζε ἀµέσως νά µᾶς διηγεῖται, πῶς στά χρόνια τῆς Κατοχῆς, ἐκεῖ στό µοναστήρι του στήν Εὔβοια, εἶχε παρουσιαστεῖ κάποτε ἀνάγκη νά φιλοξενηθοῦν νηστικοί καί ταλαιπωρηµένοι ἄνθρωποι. Στήν κουζίνα ὅµως δέν ὑπῆρχαν παρά µόνον κάτι κρεµµύδια. Καί ξαφνικά, ἕνα ἀπό τά παιδιά φώναξε δυνατά: –«Πῶ, πῶ! Ἕνας τεράστιος λαγός κατέβηκε ἀπό τό βουνό καί µπῆκε ἀπό τήν πόρτα τῆς κουζίνας»! Ἔφαγαν τότε στιφάδο ὅλοι καί χόρτασαν!
Καί γιά κάποια ἄλλη ἀνάλογη περίπτωση, µετά ἀπό Ἀγρυπνία θαυµατουργικά, ὅταν εἶχαν χορτάσει πολλοί ἄνθρωποι πού κατέφυγαν πεινασµένοι στό µοναστήρι, µέ δύο χεριές ρεβύθια καί ἄλλες τόσες πληγούρι, πού τά ἔριξαν σέ δύο καζάνια!
Κάθε χρόνο στή γιορτή τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονος στίς 27 Ἰουλίου, ὁ Γέροντας µαγείρευε ἕνα βόδι, γιά νά φιλοξενήσει τούς πολλούς προσκυνητές.
Θυµᾶµαι τόν π. Σίµωνα νά µᾶς λέει κάποτε στήν τραπεζαρία, ὅτι ἔλαβε τήν ἀπόφαση νά κτίσει τό µοναστήρι του στό Πεντελικό Ὄρος ἐπειδή κατά τά Βυζαντινά χρόνια λεγόταν «Ὄρος τῶν Ἀµώµων», ἐπειδή ἡ προσευχή δέν σταµατοῦσε ποτέ στά πολλά µοναστήρια πού ὑπῆρχαν τότε ἐκεῖ, ἀλλά διεξαγόταν ἐπί εἰκοσιτετραώρου βάσεως, µόλις δηλαδή σταµατοῦσε προσευχή σέ ἕνα µοναστήρι, ἀµέσως ξεκινοῦσε σέ ἕνα ἄλλο! Καί µᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὅτι κάποτε εἶχε δεῖ σέ ὅραµα στό βουνό τῆς Πεντέλης νά λάµπουν τήν νύχτα ἑκατοντάδες φωτάκια. –«Εἶναι οἱ προσευχές τῶν παλαιῶν Πατέρων», ἐξηγοῦσε µέ αὐτό τόν τρόπο τό ὅραµα...
Ἔχω ἀκούσει καί ἄλλα, θά τελειώσω ὅµως µέ τό ἑξῆς: Ὅταν ἦταν νά πέσει τό µπετόν τῆς πρώτης πλάκας στό µοναστήρι, ἀνήσυχοι οἱ ἐργάτες εἶπαν στόν Γέροντα πώς τούς εἶχε τελειώσει τό νερό. Ἦταν καλοκαίρι, καί ἡ κατάσταση φαινόταν κρίσιµη... Ὁ Γέροντας, τότε, ἔκανε κάτι πού τό συνήθιζε στίς δύσκολες στιγµές. Πῆρε τό γνωστό του µονοπάτι, ἀποµακρύνθηκε γιά λίγο πρός τό βουνό, γονάτισε, ὕψωσε τά χέρια στόν Οὐρανό, καί προσευχήθηκε µέ θέρµη. Σέ λίγο συνέβη κάτι τό καταπληκτικό: Μαῦρα σύννεφα συγκεντρώθηκαν στόν οὐρανό πάνω ἀκριβῶς ἀπό ἐκεῖνο τό σηµεῖο, καί ἄρχισε νά βρέχει καταρρακτωδῶς! Στό λεπτό γέµισαν σκάφες, βαρέλια, ὅ,τι εἶχαν. Εἶχαν πλέον νερό, καί ἔτσι ἔπεσαν τά µπετά. Τό θαυµαστό ὅµως ἦταν, ὅτι ὅσοι κατέβαιναν ὕστερα ἀπό τό µοναστήρι, ἔκπληκτοι διαπίστωναν ὅτι ὁ δρόµος ἦταν στεγνός! Εἶχε βρέξει µόνο στήν περιοχή τῆς Μονῆς!
Αὐτά καταθέτω εὐλαβῶς, γιά τόν Ὅσιο Γέροντα µας, τόν Ἀρχιµανδρίτη Πατέρα Σίµωνα Ἀρβανίτη! Τήν εὐχή του νά ἔχουµε!
Πρωτοπρεσβύτερος Ἐµµανουήλ Γιαννούλης
Ἐφηµέριος Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Αἰγίνης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 254
Ὀκτώβριος 2023