Οἱ ἀνάποδοι ἐπανασυµβολισµοί τοῦ Τιµίου Σταυροῦ

Οἱ ἀνάποδοι ἐπανασυµβολισµοί
 τοῦ Τιµίου Σταυροῦ

 

Τό ἐπάρατο ὄργανο τῆς ἀρχαιότητας, πού ἔγινε σωτήριο σύµβολο ἀλλά στίς µέρες µας κατήντησε περιττό καί ἀνεπιθύµητο

 

Σέ ἕνα πόνηµα 70 σελίδων τοῦ ἐµβληµατικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ, θεολόγου καί συγγραφέως, Χρήστου Μ. Ἐνισλείδου (1895-1985), µέ τίτλο «Ὁ Σταυρός εἰς τήν Ἱστορίαν, τήν Πίστιν, τήν Λατρείαν» (ἔκδ. «Ἐνορίας», Ἀθῆναι 1953), περιέχονται σκέψεις πού µᾶς συνδέουν µέ τήν περίφηµη θεωρία τοῦ Θαυµαστοῦ Ἀνάποδου Κόσµου, ἡ ὁποία ἐπαληθεύεται ὁλοένα καί συχνότερα στίς µέρες µας.

Στό πρῶτο κεφάλαιο, ὁ συγγραφέας ἀνατρέχει στήν ἀρχαιότητα ἐπισηµαίνοντας ὅτι, προτοῦ ἡ Πολιτεία µεταχειρισθεῖ ὡς µέσον θανατικῆς ἐκτελέσεως τήν ἠλεκτρική καρέκλα, τό πυροβόλο ὅπλο ἤ τήν λαιµητόµο-καρµανιόλα, χρησιµοποιοῦσε ὡς τέτοιο τήν ἀγχόνη, τόν λιθοβολισµό, τόν τυµπανισµό ἀλλά πρωτίστως τόν σκόλοπα (ὁ ἀνασκολοπισµός, δηλ. τό παλούκωµα ἤ σούβλισµα ἦταν συνήθης τρόπος θανατικῆς ἐκτέλεσης στούς ἀρχαίους Πέρσες) καί τόν σταυρό, ὁ ὁποῖος θεωρεῖτο τό ἀτιµωτικότερο µέσο θανάτωσης.

Οἱ ἀρχαῖοι λαοί µεταχειρίζονταν τούς σκόλοπες καί τούς σταυρούς γιά τήν περίφραξη τῶν σπιτιῶν τους καί τήν περιχαράκωση τῶν πόλεων ἤ τῶν στρατοπέδων τους, ἀλλά, µέ τό πέρασµα τοῦ χρόνου, τά ξύλα αὐτά καθιερώθηκαν ὡς µέσα θανατικῆς ἐκτέλεσης τῶν δούλων, τῶν αἰχµαλώτων, τῶν ληστῶν καί ἐν γένει τῶν κακούργων.

Ἄξια ἰδιαιτέρας µνείας γιά τήν προδιαγεγραµµένη σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους µέσῳ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι οἱ προορατικές ρήσεις τόσο τοῦ Πλάτωνος ὅσο καί τοῦ προφήτου Ἠσαΐα.

Ὁ µέν Πλάτων στήν «Πολιτεία» (Β΄, 362α) ἀποτύπωσε τήν ἀνάποδη λογική προτυπώνοντας τήν Σταύρωση µέ τά ἀκόλουθα λόγια: «ἐροῦσι δὲ τάδε, ὅτι οὕτω διακείµενος ὁ δίκαιος µαστιγώσεται, στρεβλώσεται,  δεδήσεται, ἐκκαυθήσεται τὠφθαλµῷ, τελευτῶν πάντα κακὰ παθὼν ἀνασχινδυλευθήσεται καὶ γνώσεται ὅτι οὐκ εἶναι δίκαιον ἀλλὰ δοκεῖν δεῖ ἐθέλειν» («Καί λοιπόν θά ποῦν αὐτοί πώς ὁ δίκαιος θά µαστιγωθεῖ, θά στρεβλωθεῖ, θά ριχτεῖ στίς φυλακές, θά τυφλωθεῖ µέ πυρωµένο σίδερο καί τελευταῖα, ἀφοῦ περάσει ἀπ᾽ ὅλα τά βασανιστήρια, θά ἀνασκολοπισθεῖ κι ἔτσι θά µάθει πώς δέν εἶναι ἀνάγκη νά θέλει νά εἶναι κανείς δίκαιος, ἀλλά νά περνᾶ γιά τέτοιος»).

Ὁ δέ Ἠσαΐας (53, 5-8) προφήτευσε ὅτι: «αὐτὸς δὲ ἐτραυµατίσθη διὰ τὰς ἁµαρτίας ἡµῶν καὶ µεµαλάκισται διὰ τὰς ἀνοµίας ἡµῶν· παιδεία εἰρήνης ἡµῶν ἐπ᾿ αὐτόν. τῷ µώλωπι αὐτοῦ ἡµεῖς ἰάθηµεν. πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθηµεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁµαρτίαις ἡµῶν. καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόµα αὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀµνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόµα. 8 ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται;».

Πάντως, ὁ σταυρός εἶχε θρησκευτική καί συµβολική σηµασία µεταξύ τῶν λαῶν τῆς Ἀνατολῆς. Γιά τούς Αἰγυπτίους ὁ σταυρός συµβόλιζε τήν µέλλουσα ζωή, ἐνῷ γιά τούς Φοίνικες καί τούς Ἀσσυρίους τήν δύναµη τοῦ θεοῦ Ἡλίου. Μάλιστα, οἱ Ἀσσύριοι βασιλεῖς ἔφεραν τόν σταυρό στό στῆθος!

Ἀπό τούς Αἰγυπτίους γνώρισαν τόν σταυρό οἱ Ἰσραηλῖτες. Στό Δευτερονόµιο ὑπῆρχε ἡ φράση «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεµάµενος ἐπὶ ξύλου», σέ αὐτήν δέ τήν περίπτωση ἐπιβαλλόταν ἡ σύντοµη ταφή, ὥστε ὁ σταυρωθείς νά µή µιάνει τήν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Σηµειωτέον ὅτι τό Ρωµαϊκό Δίκαιο ἀπαγόρευε τήν ἐκτέλεση τῆς θανατικῆς ποινῆς διά τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ σέ βάρος τῶν Ρωµαίων πολιτῶν, λόγῳ τοῦ ἀτιµωτικοῦ καί ἐπώδυνου τρόπου θανάτωσης.

Ἀρχικῶς, τό ξύλο πού χρησιµοποιεῖτο ὡς ὄργανο γιά τήν ἐσχάτη τῶν ποινῶν ἦταν «κορµός ξηρός καί στερεός, τόν ὁποῖον ἐστεραίωναν κατακορύφως εἰς τήν γῆν. Εἰς αὐτόν ἔδεναν µέ σχοινιά τόν κατάδικον µέ τά νῶτα πρός τό ξύλον, καί ἔτσι δεµένος αὐτός ἔµενεν ἀκίνητος µέχρις ὅτου ἀποθάνη ἀπό τήν πεῖναν, τήν δίψαν, τά καιρικάς µεταβολάς κ.τ.τ. Ἄλλοτε πάλιν ὁ σκόλοψ ἦτο λεπτός καί σουβλερός καί διήρχετο διά τῆς ἕδρας τοῦ σταυρουµένου καί ἔβγαινεν ἀπό τό στόµα, αὐτό πού λέγοµεν ἡµεῖς σούβλισµα».

Σταδιακά, ὅµως, στό ξύλο αὐτό ἄρχισε νά τοποθετεῖται στήν κορυφή, ὡς ἐγκάρσια τοµή σέ εὐθεῖα γραµµή καί δεύτερο ξύλο, µέ ἀποτέλεσµα ὁ σταυρός νά λάβει σχῆµα κεφαλαίου Τ. Στά λατινικά ὁ σταυρός αὐτός ὀνοµάσθηκε «ξύλον δίδυµον» (crux commissa). Ἄλλο σχῆµα σταυροῦ ἦταν τό «ξύλον χιαστί» (crux decussata), ὅπου ὁ κατάδικος «ἐσταυρώνετο µέ τά πόδια καί τά χέρια ἀνοικτά, δεµένα ἤ καρφωµένα ἀνά ἕν εἰς τά τέσσαρα σκέλη τοῦ σταυροῦ», ὅπως δηλαδή σταυρώθηκε ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας (γι’ αὐτό συναντᾶται ἐναλλακτικά ὁ ὅρος crux Andreana).

Ὅπως µᾶς πληροφοροῦν ὁ Πλούταρχος (Ἠθικά, 554Α) καί ὁ Ἀρτεµίδωρος (Ὀνειροκρ. Β΄, 16), πρός παραδειγµατισµό τῶν διερχοµένων καί µείζονα χλευασµό τῶν καταδικασµένων, «ἕκαστος τῶν κακούργων ἐκφέρει τόν ἑαυτοῦ σταυρόν» / «ὁ µέλλων σταυρῷ προσηλοῦσθαι πρότερον αὐτόν βαστάζει». Ἐπίσης, οἱ κατάδικοι µαστιγώνονταν µέ φραγγέλιο καί σταυρώνονταν γυµνοί.

Παρ’ ὅτι ὁ συγγραφέας ἀναφέρει ὅτι τό ξύλο ἀπό τό ὁποῖο ἦταν κατασκευασµένος ὁ Σταυρός τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν µᾶς εἶναι γνωστό (Ἐνισλείδης, ὅ.π., σελ. 27), κυρίαρχη σήµερα εἶναι ἡ ἄποψη ὅτι, κατ’ ἀναλογία τῆς Τριαδικότητας, τό ξύλο τοῦ Τιµίου Σταυροῦ ἀποτέλεσε σύνθεση τριῶν δένδρων: κυπαρισσιοῦ, κέδρου καί πεύκου. Γι’ αὐτό καί στήν πρώτη στάση τῶν Χαιρετισµῶν τοῦ Σταυροῦ λέµε: «χαῖρε, συνθετοτρισόλβιε, καί χαρίτων παροχεῦ».

Σύµφωνα µέ τήν παράδοση τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐπρόκειτο γιά τό σκληρό καί ἄσηπτο ξύλο τοῦ ἀειθαλοῦς δένδρου τῆς λοιδοριάς, τό µόνο ἀπό τά φυτά πού δέχθηκε νά δώσει τό ξύλο της, ὁπότε τά ὑπόλοιπα τήν ἀναθεµάτισαν (στό ἔπος τοῦ Βαλαωρίτη «Ἀθανάσης Διάκος» γίνεται ἀναφορά στήν «λοιδοριά, τ’ ἀφωρεσµένο δένδρο»). Κατ’ ἄλλην, νεότερη παράδοση, «τό σηµεῖον ὅπου εἶχε ταφῆ ὁ Τίµιος Σταυρός ἐδήλωσεν στήν Ἁγίαν Ἑλένην τό φυτόν ὁ βασιλικός, τό ὤκυµον τῶν ἀρχαίων, τό ὁποῖον ἐφύετο ἐκεῖ καί ἔχυνε µεθυστικό τό ἄρωµά του», γι’ αὐτό ἄλλωστε στήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιµίου Σταυροῦ διανέµεται κλῶνος βασιλικοῦ πού καλεῖται καί σταυρολούλουδο.

Μετά τήν ἀνεύρεση τοῦ Τιµίου Σταυροῦ ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη καί τήν πανηγυρική ὕψωσή του στίς 14 Σεπτεµβρίου τοῦ ἔτους 335, στόν ναό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, τά ἐγκαίνια τοῦ ὁποίου εἶχαν γίνει πρίν ἀπό µόλις µία ἡµέρα (τόν Σταυρό, ὡστόσο, ἅρπαξε τό 614 ὡς λάφυρο ὁ ἀρχηγός τῶν Περσῶν Χοσρόης, ἀλλά ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος κατάφερε µετά ἀπό 14 χρόνια νά νικήσει τούς Πέρσες καί νά ἐπαναφέρει τόν Σταυρό στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας), οἱ Χριστιανοί χάρασσαν τό σηµεῖο του στά σπίτια, στά σκεύη, στά φορέµατα, στά µέτωπα, στά ὅπλα τους κ.λπ. Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος ἀναφερόµενος στόν Μ. Κωνσταντῖνο χρησιµοποιεῖ τήν φράση «τὸ πρόσωπον τῷ σωτηρίῳ κατασφραγιζόµενος σηµείῳ», αὐτό δέ ἔπρατταν καί ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Γι’ αὐτές τίς συνήθειές τους οἱ Χριστιανοί λοιδορήθηκαν ἀπό τόν Ἰουλιανό παραβάτη ὡς σταυρολάτρες.

Ἔτσι, ὁ σταυρός πού κάποτε συµβόλιζε τό ἐπάρατο ὄργανο τῆς θανατικῆς ἐκτέλεσης τῶν κακούργων, χάρη στήν ἑκούσια σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ µετατράπηκε σέ «ἀλεξιτήριον παντός κακοῦ ἐκ τοῦ πονηροῦ προερχοµένου, τό ἀήττητον ὅπλον κατά παντός ὑπεναντίου» (Ἐνισλείδης, ὅ.π., σελ. 60).

Στόν ἐπίλογό του, ὁ συγγραφέας συνοψίζει τό ἐκπληκτικό ἀναποδογύρισµα τῆς συµβολικῆς σηµασίας τοῦ Τιµίου Σταυροῦ µέ τά ἀκόλουθα λόγια (ὅ.π., σελ. 69):

«Ὁ Τίµιος Σταυρός, ὁ πάλαι ποτέ ἐπάρατον τοῦτο µαρτύριον, τό ὄργανον τῆς φρίκης καί τῆς καταισχύνης, ἀπέβη µέσῳ τοῦ Κυρίου ἡµῶν τό σύµβολον τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας, τό σηµεῖον τῆς χαρᾶς καί τῆς χαρµονῆς. Καί ἤδη εἶναι «τό τρισµακάριστον ξύλον, ἐν ὧ ἐτάφη Χριστός, ὁ Βασιλεύς καί Κύριος», ἐπειδή δι’ αὐτοῦ «πέπτωκεν» ὁ ξύλῳ ἀπατήσας τόν πρωτόπλαστον καί τόν θάνατον εἰς τόν κόσµον εἰσαγαγών διάβολος. Ἔκτοτε δέ «φρίττει καί τρέµει µή φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τήν δύναµιν», ὅτι τό ξύλον τοῦτο «νεκρούς ἀνιστᾶ καί θάνατον κατήργησεν».

Μεγάλη ἡ δύναµις τοῦ Τιµίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ὁ δέ συµβολισµός του ἀπέραντος καί σωτήριος. Ὅτι ἀπό ὄργανον τοῦ Σατανᾶ ἀνυψώθη εἰς σύµβολον τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό εἰκών τῆς φρίκης καί τῆς καταισχύνης, ἔφθασε νά γίνει «τό σηµεῖον» τοῦ Κυρίου πού εἰκονίζει καί συµβολίζει τήν καλωσύνην καί τήν ἀγάπην. Διότι τόσον πολύ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσµον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ ἔδωκεν ἵνα σταυρωθῇ, «ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν».

Χαρακτηριστικά γιά τό θετικό ἀναποδογύρισµα τῆς συµβολικῆς σηµασίας τοῦ τιµίου Σταυροῦ εἶναι τά λόγια τοῦ ἱεροῦ Ἰωάννη Χρυσοστόµου:

«Τό ἐπάρατον (=κατηραµένον) τοῦτο καί ἀφωρισµένον τῆς ἐσχάτης τῶν ποινῶν σύµβολον τώρα ἔγινε ποθειτόν καί εὐλογηµένον». «Διότι κανένα στεφάνι βασιλικό δέν στολίζει τόσον τήν κεφαλήν, ὅσον ὁ Τίµιος Σταυρός, πού εἶναι τιµιώτερος ἀπό κάθε ἄλλο στολίδι. Τό Ξύλον τοῦτο, πού σκορποῦσε πρῶτα τήν φρίκην εἰς ὅλους, τώρα εἶναι ἀπό ὅλους τόσον περιζήτητον, ὥστε νά εὑρίσκεται παντοῦ, καί εἰς τούς ἄρχοντας καί εἰς τούς ἀρχοµένους, καί εἰς τάς γυναίκας καί εἰς τούς ἄνδρας, καί εἰς τάς παρθένους καί εἰς τάς ὑπάνδρους, καί εἰς τούς δούλους καί εἰς τούς ἐλευθέρους. Διότι πράγµατι καθηµερινῶς καί συνεχῶς κάνουν τόν σταυρόν τους ὅλοι, καί εἰς τό µέτωπόν των τόν διατυποῦν. Οὗτος δέ ὁ Σταυρός εὑρίσκεται καί εἰς τήν Ἁγίαν Τράπεζαν, καί εἰς τάς χειροτονίας τῶν ἱερέων, διαλάµπει δέ πάλιν µετά τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ εἰς τόν Μυστικόν Δεῖπνον. Τοῦτον τόν βλέπει κανείς εἰς ὅλα τά µέρη. Καί εἰς τά σπίτια, καί εἰς τά ἀγοράς, καί εἰς τάς ἐρήµους, καί εἰς τάς πόλεις, καί εἰς τούς δρόµους, καί εἰς τά ὄρη, καί εἰς τά ρουµάνια, καί εἰς τά βουνά, καί εἰς τάς θαλάσσας καί τά πλοῖα καί τά νησιά, καί εἰς τά κρεβάτια, καί εἰς τά ἐνδύµατα, καί εἰς τά ὅπλα, καί εἰς τά δωµάτια, καί εἰς τά συµπόσια, καί εἰς τά σκεύη τά ἀργυρᾶ καί τά χρυσᾶ καί τά µαργαριταρένια, καί εἰς τούς τοίχους ζωγραφισµένον, καί εἰς τά παράθυρα, καί εἰς τά σώµατα τῶν ζώων, καί εἰς τά σώµατα τῶν ἀρρώστων, εἰς τούς πολέµους καί τήν εἰρήνην, καί ἡµέραν καί νύκτα, εἰς τίς παρέες τῶν διασκεδαζόντων, καί εἰς τούς θαλάµους τῶν στρατιωτῶν».

Ἀξίζει νά ἐπισηµανθεῖ ὅτι ἡ ὀρθή τριδάκτυλη σηµείωση τοῦ τιµίου Σταυροῦ γίνεται ὡς ἑξῆς:

«Οἱ Ὀρθόδοξοι σήµερον σµίγουν τά δύο δάκτυλα τῆς χειρός –λιχανόν καί µέσον– µέ τόν µεγάλον –ἀντίχειρα– τῆς δεξιᾶς χειρός καί µέ τά τρία ταῦτα, σηµαίνοντα τήν ἁγία Τριάδα, σχηµατίζουσι τόν Σταυρόν, βάλλοντες τό χέρι πρῶτον εἰς τό µέτωπον –καί λέγοντες: εἰς τό ὄνοµα τοῦ Πατρός–, δεύτερον εἰς τόν ὀµφαλόν –λέγοντες: καί τοῦ Υἱοῦ– (κάθετον µέρος), τρίτον βάλλοντες τό χέρι εἰς τόν δεξιόν ὦµον –καί λέγοντες: καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος–, καί τέταρτον εἰς τόν ἀριστερόν ὦµον – λέγοντες: Ἀµήν (διά τούτου παριστάνεται τό πλάγιον ἤ ὁριζόντιον µέρος τοῦ Σταυροῦ). Ἐν τῷ µεταξύ οἱ δύο ἄλλοι δάκτυλοι τῆς δεξιᾶς παραµένουν ἡνωµένοι καί κλειστοί εἰς δήλωσιν τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων».

Δυστυχῶς, στήν Ἑλλάδα τοῦ 21ου αἰῶνα βλέπουµε συχνά πιστούς νά µήν σταυρώνονται µέ τόν σωστό τρόπο: πολλοί ἐξ αὐτῶν κάνουν τό σηµεῖο τοῦ Σταυροῦ πολύ βιαστικά σάν νά παίζουν κιθάρα, ἐνῷ κάποιοι ἄλλοι σχηµατίζουν ἕναν µικρό σταυρό στό στῆθος τους. Ἐπίσης, σέ ἀντίθεση µέ τήν ἀνωτέρω περιγραφή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόµου, ὁ Σταυρός ἔχει ἀποµακρυνθεῖ ὄχι µόνο ἀπό τά µοντέρνα σπίτια τῶν ἁπλῶν πολιτῶν ἀλλ’ ἀκόµη καί ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα κάποιων ναῶν µετά ἀπό πρωτοβουλία συγκεκριµένου Μητροπολίτη. Ἔτσι, ὁ Τίµιος Σταυρός φαίνεται νά ἀντιµετωπίζεται στίς ἡµέρες µας σάν ἕνα ἀντικείµενο, πού ὄχι µόνο ἔχει χάσει τήν σωτήρια δύναµή του καί ἐν γένει τήν αἴγλη του, ἀλλά πολύ περισσότερο σάν ἕνα ἀντικείµενο πού «πιάνει χῶρο» ἤ εἶναι ἀκατάλληλο νά ὑπάρχει ἀκόµη καί στίς ἐκκλησίες! Μάλιστα, στήν ἐποχή τῆς πανδηµίας, ὁ Σταυρός, πού µέχρι πρότινος δέσποζε κρεµασµένος στόν καθρέπτη τοῦ αὐτοκινήτου τοῦ Ἕλληνα ὁδηγοῦ, κρύφτηκε ἤ ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν µάσκα, ἡ ὁποία (ὅπως καί τό ἐµβόλιο) χαρακτηρίσθηκε ὡς «θεῖο δῶρο» κατά τοῦ κορωνοϊοῦ!

Ἄρα, µέ τόν ἀρνητικό ἐπανασυµβολισµό τοῦ Τιµίου Σταυροῦ, θά µποροῦσε κάποιος νά ὑποθέσει βασίµως ὅτι ἡ Ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας µοιάζει νά κλείνει τόν κύκλο της καί νά ὁδηγούµαστε ὅσον οὔπω στήν ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί τῆς Τελικῆς Κρίσεως. Ἐκτός καί ἄν ἰσχύσει γιά τήν ψυχορραγοῦσα κοινωνία µας ὅ,τι καί γιά ἕναν ἑτοιµοθάνατο ἀσθενῆ, δηλαδή, µιά σύντοµη φάση ἀναλαµπῆς!

 

Κωνσταντῖνος Βαθιώτης

τέως Ἀναπλ. Καθηγητής Νοµικῆς Σχολῆς Δ.Π.Θ.

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 254

Ὀκτώβριος 2023