Ἐπίμετρο

Ἐπίμετρο

ἤ, Ἀποκαλύπτοντας μιὰ εὐλογημένη συνέχεια:
Τῆς ποιητικῆς δημιουργίας

 

 

«Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἐστίν, ἵνα μὴ σαλευθῶ» (Ψαλμ. 15:8).

 

Μεσ’ ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τοῦ στήθους

σὲ νοιώθω ἀναρριχώμενη

ποιητικὴ μορφὴ καὶ ψάχνεις

ἕνα λευκὸ χαρτὶ ν’ ἁπλώσεις

τὴν ὕπαρξή σου, ἡλιόλουστη1

 

Μὲ ἱερὴ συγκίνηση, κατάνυξη καὶ ὄχι χωρὶς τὸ ἀπαραίτητο πανευλαβὲς  συναισθηματικὸ φορτίο, συνάχθηκαν αὐτὰ τὰ «εὔοσμα ἄνθη» ἀπὸ τὸν θαλερὸ πάντα κῆπο τοῦ ποιητῆ Παντελῆ Β.Πάσχου. Εἶναι μιὰ ἀνθοδέσμη περίεργη, ἀλλὰ πολὺ σεμνή, λιτή, στολισμένη μὲ περίσσια φιλοκαλίας καὶ ἐμπιστοσύνης σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τὰ παραδίδει. Τὰ παραδίδει φρεσκοκομμένα μὲ τὶς διαμαντένιες νεροσταλίδες νὰ τὰ στολίζουν ἀκόμα. Κι’ ἀλήθεια, ποιὸς δὲν τὸ ὑποθέτει, ὅτι πάνω τους εἶναι σταγμένα καὶ τὰ ἐγκάρδια δάκρυα ψυχῆς προσευχομένης. Ἐκείνης τοῦ ποιητῆ. Ὅπως τότε, ποὺ μικρὰ παιδιὰ μᾶς στέλνανε οἱ μανάδες μας πρωΐ-πρωΐ στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσκομίσουμε τὰ ἀθῶα μας ἄνθη, ποὺ κόβανε ἀπό τίς γλάστρες καὶ τὰ κηπάκια οἱ δικοί μας καὶ νὰ τὰ πᾶμε στὶς «στολίστρες» νὰ καλλωπίσουν μὲ σεμνότητα καὶ ἀνόθευτη πίστη τὸν Ἐπιτάφιο. Ἔτσι, Μ. Παρασκευή, Ὄρθου βαθέως αὐτὴ ἡ χαρμολυπικὴ λιτανεία γίνονταν μιὰ πάντιμη σφραγίδα, ποὺ ἐκτυπώνεται ἀνεξίτηλα στὴν ψυχὴ καὶ μένει,  ὡσὰν μυστικὴ δέησις, ὡσὰν μιὰ ἰδιότυπη προσευχή, ἀφοῦ ὅλα τὰ φύλλα τῶν λουλουδιῶν ἐκείνων κρατοῦσαν ταπεινὰ καὶ βαθειὰ μέσα μας ἱκέσιους λόγους, τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων. Δεήσεις,  ποὺ  ἀναδύονταν ἀπὸ τὰ βαθύτατα ἔγγατα τῆς ψυχῆς, ποὺ ἦταν τόσο «πεφορτισμένη»  ἀπὸ τὶς ἔγνοιες τοῦ βίου καὶ στάλαζε σ’ αὐτὰ τὰ εὔοσμα ἄνθη προσφορὰ τῆς πίστεως καὶ προσευχῆς τους,  τὶς πλέον Ἱερώτερες  δεήσεις τους.

Κάτι τέτοια, λοιπόν, μαζεύει –χρόνους πολλοὺς καὶ μέσα στοῦ «βίου τὴν θάλασσαν» -πολλάκις, ὄντως,  κλυδωνιζόμενος- μὲ τὴν διακινδύνευση τῆς στυγνῆς καθημερινότητας νὰ τὸν προσεγγίζει, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀπειλεῖ, ὁ Ποιητὴς Π.Β.Π. Καὶ ἐκεῖνος σὲ αὐτὴν «τοῦ βίου τὴν θάλασσαν» ταξιδεύοντας ἐπαναλαμβάνει τὸ Ἁγιογραφικὸ  λόγιο «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς ἀπολύμεθα»  (Μτθ. 8, 25.) τείνοντας χεῖρα βοηθείας καὶ ἐπιστευόμενος πάντα τὴ Χάρη καὶ Παρουσία Του. Καὶ αὐτὴν τὴν ἐμπιστοσύνη, λοιπόν, τὴ μετουσιώνει σὲ στίχους. Σὲ στίχους ποὺ μοιάζουν μὲ τροπάρια καὶ συνοδεύουν πλήρως αὐτὰ ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια διδάχθηκε σιμὰ στοὺς  ἁγίους ποιητὲς καὶ ὑμνογράφους, Τὰ δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Τὰ ὁποῖα κάθε μέρα-γιορτὴ καθημερινὴ- μᾶς ραίνουν μὲ Θεῖα ρήματα, θεόπνευστα κα κυρίως, «πρὸς καταρτισμόν μας» (Ἐφ. 4, 12).  Ἐκείνους, ποὺ μεταποιοῦσαν τὴν ποιητική τους δημιουργία σὲ εὐκατάνυκτο προσευχή: «πρὸς τὸν Κύριον καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μας» καὶ ὄχι μόνο, γιατὶ μὴν ξεχνᾶμε πὼς ὑπάρχουν καὶ οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου, οἱ Ἅγιοι.  Ἐκεῖνοι, δηλαδή, ποὺ «ἑσπέρας καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίας» ἔτειναν χεῖρας δεητικάς καὶ δέονταν. Καὶ ὅπως, πολὺ σωστὰ μᾶς παραδίδει ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος. «ὁ ἄνθρωπος, ὅσο βρίσκεται στὴν ἀμέλεια, φρίττει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, καὶ ὅταν πλησιάζει πρὸς τὸν Θεό, φοβᾶ- ται τὸ ἀντίκρισμα τοῦ δίκαιου Κριτή. Ἐνῶ, ὅταν φθάσει στὸ πλήρωμα τῆς Θείας ἀγάπης ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, τότε δὲν ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ δύο δυσκολίες».

Ἤ, ὅπως πιὸ καθαρὰ μᾶς συμβουλεύει καὶ προτρέπει τὸ παρακάτω τροπάριο,

«Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι, τὶ ποιήσω ὁ ἄθλιος, ὅταν τέλος φθάσῃ, τὸ τῆς ζωῆς μου λοιπόν, ποῦ μοι ὁ δρόμος ὁ ἄκαιρος; ποῦ τὰ ἀξιώματα; ποῦ ὁ πλοῦτος, ποῦ τρυφή; ποῦ ἡ δόξα ἡ πρόσκαιρος; ποῦ τῆς φύσεως, τὸ καινότατον ἄνθος; Ἀλλὰ δεῦρο, πρὸ τοῦ τέλους ὧ ψυχή μου, τῇ Θεοτόκῳ προσπέσωμεν» (Θεοτοκίον τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς 11ης Ὀκτωβρίου)

Παραδειγματικὰ μνημόνευσα αὐτὸ τὸ κατανυκτικὸ Θεοτοκίο –γιατὶ ἀσφαλῶς ὁ πλοῦτος τῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας εἶναι ἀνεξάντλητος– γιὰ νὰ δέσω τὸ παραπάνω μὲ κάποιους στίχους, παρόμοιους, τοῦ Π.Β.Π. Καὶ τοῦτο γίνεται ὄχι γιὰ νὰ φανεῖ ἡ ἐπήρεια ποὺ δέχτηκε ὁ ποιητὴς ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο, ἀλλὰ νὰ διατρανωθεῖ ἡ ἁγιοπνευματικὰ ραντισμένη  βιωματική τους συγγένεια.

 

Μεσ᾿ ἀπὸ πληγές

Σὰν καλογέρι, πρώτη νύχτα ὕστερα

ἀπ᾿ τὴ Κουρά μου, δὲν μὲ παίρνει ὁ ὕπνος.

Χάνω τὰ λόγια στὸ παρθενικό μου κομποσκοίνι

καὶ δὲν μπορῶ τὶς ἁμαρτίες νὰ μετρήσω.

Ἀνάξιος τοῦ οὐρανοῦ μὰ καὶ τῆς γῆς, πώς νὰ ὑψώσω

τὰ μάτια μου καὶ ν᾿ ἀντικρύσω τὸ Σταυρό σου;

Τὰ δάκρυα τῆς πόρνης καὶ τὰ μῦρα ποῦ νὰ τά ’βρω,

τὶς τύψεις ποὺ κλωθογυρᾶνε σὰν τὰ φίδια

στὰ βάθη μου νὰ σβήσω καὶ τὰ Θεῖα πόδια Σου.

Ἐσταυρωμένε, νὰ φιλήσω. Μὴ μοῦ ἀρνιέσαι

Τὴ σπλαχνικὴ ματιά Σου –ἔστω καὶ μέσα

ἀπ’ τὶς πληγὲς καὶ τοὺς καινούριους πόνους.

Φώτισε λίγο τὴν ἁμαρτωλή μου νύχτα

Καί, μὲ τὶς ὅποιες ἀστραπές Σου, ἀγκάλιασέ με.

 

Ὁ Π.Β.Π. εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχει γράψει πολλὰ δοκίμια περὶ ποιήσεως καὶ προσευχῆς. Ἀπὸ τὸν περίφημο ἀκόμα «Ἔρωτα Ὀρθοδοξίας» ἴσαμε σήμερα, πολλὰ εἶναι τὰ κείμενα ἐκεῖνα ποὺ συγγενεύουν ἀπόλυτα μέ ποιήματά του, λὲς καὶ εἶναι ἡ περίληψη τοῦ κάθε δοκιμίου ποὺ ἐμφανίζεται. (βλ. «Ἡ προσευχὴ στὴ Νεοελληνικὴ ποίηση», «Θεομητορικὸ προσόμοιο», «Κατάνυξη» κ.ἄ).

Ὅμως ἐκεῖ ποὺ τὸ μεταφυσικὸ ρῖγος ἀνταμώνει μὲ τὸ στίχο του, εἶναι ἀναμφίβολα τὰ ποιήματα ποὺ ἀναφέρονται στὴν Κυρία Θεοτόκο, τὴν Ὁποία καὶ πρωτοΰμνησε στὸ πρῶτο του βιβλίο ἐδῶ καὶ ἑξῆντα τόσα χρόνια «Ὕμνοι εἰς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον». Καὶ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἡ συντροφιά Της τοῦ φτάνει νὰ τὸν φωτίζει, νὰ τοῦ χαρίζει Θεία κατάνυξη καὶ ζῆλο Θεοῦ ὥστε νὰ Τὴν ὑμνεῖ, ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατρᾶσι, μὲ ἔσχατο τὸν Γέροντά του τὸν κύρ-Ἀλέξανδρο τῆς Σκιάθου.

 

Πεποικιλμένη

Ἀπὸ τὴ χώρα τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν,

ἀνέρχεται ἡ ἄμωμη Παρθένος σήμερα στὴ Χώρα

τῶν ζωντανῶν. Δὲν ἄντεξε ἄλλο μακρυὰ νὰ μένει

ἀπὸ τὸ Θεῖον κάλλος καὶ τὴν ὡραιότητα τοῦ Τέκνου Της.

Ἔξω ἀπ᾿ τοὺς δαίμονες, ὅλοι, γῆ καὶ οὐράνια χαίρονται

Βλέποντας τὴν Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, τὴν παράδοξη,

ὅπως καὶ τότε, στὴν ἀπρόσμενή Της γέννηση. Καὶ ἀντὶ ἐξόδια

ἄσματα, οἱ Ἄγγελοι λαφροπετοῦν μὲ κύμβαλα ἑόρτια

κρατώντας στὰ φτερά τους τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Κ’ οἱ λυπημένοι Ἀπόστολοι, ἀκούγοντας τοὺς ὕμνους

τῶν Ἀρχαγγέλων συναθροίζονται κι ἐκεῖνοι ἀπ’ τὰ πέρατα

τοῦ κόσμου μὲ φτερὰ ὄχι τοῦ λόγου μόνο, ψάλλοντας:

«Τὴν πάνσεπτόν Σου Κοίμησιν,  ὦ Μῆτερ,  μακαρίζομεν...»

Πεποικιλμένη ὅλη ἡ οἰκουμένη μὲ τὴν ἔνδοξη

μνήμη τῆς Θεοτόκου, εὐφραίνεται κι ἁρπάζει

κ’ ἐκείνη ἀπ’ τὰ χείλη τῶν Ἀγγέλων εὐσυμπάθητον

ὕμνο; «Τῆς ἀστραπῆς τὸ φέγγος καὶ τῶν Ἀσωμάτων»

τὴν καθαρώτατη φωνὴ δὲν ἔχουμε, Παρθένε.

Ὅμως μ᾿ ὅλη τὴ λάσπη καὶ τὴ νύχτα μας, σ’ Ἐσένα

προστρέχουμε καὶ στὸν χαρίτων Σου τὸ φῶς τὸ ἄχραντο:

μὴ λησμονεῖς ἐκεῖ ποὺ ἀνεβαίνεις τὸν φιλόψυχο

Γιό Σου νὰ ἱκετεύεις  καὶ τὴ δική μας ἔγερση,

πρὶν φτάσουμε στοῦ δρόμου αὐτοῦ τὴν τελευταία

στροφή, κ’ εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ μετάνοια καὶ δάκρυα...

μὴ λησμονεῖς ἐκεῖ ποὺ ἀνεβαίνεις τὸν φιλόψυχο

Γιό Σου νὰ ἱκετεύεις  καὶ τὴ δική μας ἔγερση,

πρὶν φτάσουμε στοῦ δρόμου αὐτοῦ τὴν τελευταία

στροφή, κ’ εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ μετάνοια καὶ δάκρυα...

 

Θὰ μποροῦσε μάλιστα, στὸ μέλλον νὰ γραφεῖ μιὰ μελέτη, ὅπου θὰ δίδεται μὲ παραδείγματα αὐτὴ ἡ συγγένεια. Μὲ λίγα λόγια, νὰ γίνει πράξη ὁ λόγος τοῦ Καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη, ποὺ πολὺ σωστὰ ἀναφέρει «Μὲ  ἄλλα λόγια, τὸ τροπάριο δὲν εἶναι ξένο πρὸς  τὴν ποίηση, ἀφοῦ  τὸ ἴδιο εἶναι ποίηση. Καὶ τὸ συναξάρι δὲν εἶναι ξένο πρὸς τὴν πεζογραφία, ἀφοῦ τὸ ἴδιο εἶναι ἀφήγηση. Καὶ ὅλα μαζί ἀναφέρονται σὲ βιώματα, περιπέτειες καὶ προβληματισμοὺς τοῦ νοῦ, σὲ ἀγῶνες καὶ ἀγωνίες τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου»2

 

«Ἀγαπητέ Συνάδελφε, γιγάντιε καί οὐδαμῶς «κεγχριαῖε» Παντελῆ Πάσχο, ὡς Πρύτανις τοῦ Πανεπιστημίου μας σᾶς συγχαίρω γιὰ ὅ,τι ἔχετε δώσει στήν ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας, ἰδιαίτερα στὴν ἁγιολογία καὶ τὴν ὑμνολογία. Ὡς ἁπλός πιστός σᾶς εὐχαριστῶ, γιατί ἔχετε προσφέρει πολλά στὸ νὰ στηρίξετε τὴν Πίστη μας καὶ νὰ διδάξετε στὸ «χριστεπώνυμο» –ἀλλὰ ὄχι καὶ «χριστοσυνείδητο»– πλήρωμα τόν δρόμο τῆς λύτρωσης. Τέλος ὡς ἀναγνώστης τῶν βιβλίων σας καὶ ὡς μαθητευόμενος τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας δηλώνω –μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀθανασίου τοῦ Σιμωνοπετρίτη–, ὅτι πραγματικά τὰ κείμενά σας μᾶς παραστέκουν «γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε στὶς ἐξετάσεις τοῦ Οὐρανοῦ»! Συγχαρητήρια σέ σᾶς, συγχαρητήρια στοὺς συναδέλφους ποὺ εἶχαν τὴν πρωτοβουλία καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ τιμητικοῦ τόμου, συγχαρητήρια στόν Ἀκρίτα ποὺ μᾶς χαρίζει ἐκδόσεις τέτοιας ποιότητας».

Μετά, λοιπόν, ἀπὸ τὶς παραπάνω διαπιστώσεις τοῦ κ. Καθηγητοῦ καὶ γλωσσολόγου, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ προσθέσει ἕνας ἀσήμαντος καὶ ἐλάχιστος παπᾶς, ποὺ τὸ μόνο ποὺ ἀρέσκεται εἶναι νὰ μαζεύει τοὺς ἄφθιτους στίχους τοῦ πολυαγαπητοῦ του Π.Β.Π., ὅπως μάζευε μικρὸς τ’ ἀμύγδαλα καὶ τὶς ἐλιὲς στὸ χωράφι, γιὰ νὰ κάμουν τὴ σοδιά στὸ σπίτι. Γιατί,  ὅπως πολὺ σωστὰ διαπίστωσε κι ὁ κ. Καθηγητής, προτάσσοντας τὸν ἀνόθευτο καὶ εἰλικρινῆ λόγο τοῦ σοφοῦ καὶ ἁγίου Γέροντος π. Ἀθανασίου τοῦ  Σιμωνοπετρίτου, τοῦ καὶ Ὑμνογράφου τῆς Μ. τ. Χ Ἐκκλησίας: ὅτι τὰ γραφτά του (Π.Β.Π) μᾶς παραστέκουν καὶ μᾶς προετοιμάζουν «γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε στὶς ἐξετάσεις τοῦ Οὐρανοῦ». Κι ἀλήθεια λέει, καθόσον «χείλη Ἱερέως οὐ ψεύδονται»3.

Ὁ λόγος μου εἶναι πολύ φτωχός, ὥστε νά διαβεῖ τά ὅριά του καί νά προσεγγίσει τό μεγαλειῶδες τῆς προσευχῆς Ἱερό τοπίο, ὅπου τό εἶναι εἰσέρχεται στήν εὐλογημένη συνάντηση μέ τό Θεό. Γιατί τήν ἐπιζητοῦμε αὐτή τή συνάντηση, μάλιστα σέ ὧρες πικραμένες, σέ στιγμές μοναξιᾶς καί ἀπελπισίας, ὅταν οἱ βεβαιότητες, ὅσον ἀφορᾶ στά ἀνθρώπινα πράγματα καί ζητήματα, ἐξαντλοῦνται ἤ βαραίνουν, σέ σημεῖο νά μᾶς ὁδηγοῦν, νά μᾶς παρασύρουν σέ βυθούς ἀπωλείας. Γι᾿ αὐτό πολύ σωστὰ γράφτηκε πώς «προσευχή σημαίνει ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, συνάντηση μέ τόν Θεό, καί προώθηση πιό πέρα ἀπό τή συνάντηση, στήν κοινωνία μαζί Του. «(Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρόζ). Μέσα ἀπό τήν ἀναζήτηση λοιπόν αὐτή καί τή συνάντηση, ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ἡ εἰλικρινής σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ ὁποία καθορίζεται ἀπό τόν βαθμό τῆς Πίστεως, δηλαδή τῆς ἐμπιστοσύνης, τήν ὁποία ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὡς κτίσμα, στό Θεό ὡς τόν Κτίστη καί Δημιουργό του. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ἄν ἀναζητήσουμε μὲ καθαρότητα ψυχῆς καὶ βεβαιότητα ὅτι βαδίζουμε σὲ ἁγιασμένα τοπία, τοπία ποιητικὰ, τότε θὰ βροῦμε καὶ τὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ εἰσοδεύσουμε στὸν πάντερπνο ποιητικὸ λειμῶνα τοῦ Π.Β.Π. Καὶ τὸ κλειδὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴ μονολόγιστη, ἡ ὁποία συντροφεύει κάθε γνήσιο πιστὸ καὶ ἐνάρετο.

 

Μονολόγιστη

Ὅταν ἡ νύχτα θρυμματίζει τὶς ὑδρίες

τοῦ ἥλιου, πίνοντας ὅλο τὸ φῶς, ραγίζοντας

τὴ στέρεη μορφὴ τῆς μέρας, σπάζοντας

περήφανα καὶ ταπεινὰ πρόσωπα, κι ὅλα

τὰ ρίχνει ἀδιακρίτως στὴν ἀπέραντη

θάλασσα τῆς σιωπῆς, ἐγὼ σαλεύω σὰν κλωνάρι

πάνω ἀπ’ τὸ χῶμα, πίσω ἀπ’ τὰ χορτάρια,

κι ἀρθώνοντας ψιθυριστὰ τὴ μονολόγιστην

εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»

ἀρχίζω ν’ ἀνεβαίνω, νὰ περνῶ τὰ σύνορα

τῆς νύχτας· κ’ αἰφνιδίως μι’ ἀνθισμένη

πορτοκαλιὰ μοῦ ρίχνει τ’ ἄνθη της στὸ πρόσωπο!

 

Αὐτὰ τὰ δύσβατα καὶ τρομακτικὰ τῆς νύχτας σύνορα μᾶς καλεῖ ὁ Π.Β.Π. μέσῳ τῶν προσευχητικῶν του στίχων νὰ ξεπεράσουμε. Καὶ τἄχουμε, στ’ ἀλήθεια  τόση ἀνάγκη…

 

Σκόπελος                                                π. Κων. Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 250-251

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2023

 

Ὑποσημειώσεις

  1. Π.Β. Πασχός, «Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με…» Παρρησία, Ἀθήνα 2017, σελ. 11
  2. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Π.Β. Πάσχος, Ὁ γιγάντειος «κεγχριαῖος» εἰς http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/pasxos_kexri.html
  3. Τὸ κείμενο αὐτὸ εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἐπιλογικὸ σχεδίασμα στὴν ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Π.Β.Π. « Ἕνας ποιητὴς προσευχόμενος»