Αὐτοί πού φεύγουν

Αὐτοί πού φεύγουν

 

ν τύχει νά ταξιδεύει κανείς νύχτα πρός κάποιον προορισμό στόν Θεσσαλικό κάμπο καί ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι διαυγής, ἐκεῖ μόλις ὁ δρόμος ἀρχίζει νά κατηφορίζει μετά τόν Δομοκό, μαγεύεται ἀπό τό θέαμα τῶν ἀμέτρητων φωτεινῶν στιγμάτων τοῦ Δημοτικοῦ φωτισμοῦ πού σηματοδοτοῦν τίς μικρές πολιτεῖες, τά χωριά καί τούς οἰκισμούς πού ἄλλα γεμίζουν τήν πεδιάδα καί ἄλλα εἶναι σκαρφαλωμένα μέχρι τίς κορυφές σχεδόν τῶν γύρω ὀρεινῶν ὄγκων. Ὅπως αὐτά λαμπυρίζουν, φαίνονται σά νά ἑνώνονται μέ τούς ἀστερισμούς τοῦ οὐρανοῦ. Καί αὐθόρμητα ἀναρωτιέται κανείς: Ἄραγε, πόση ζωή νά κρύβεται ἀνάμεσα σ’ αὐτά τά φωτεινά σημάδια, ἰδιαίτερα σ’ ἐκεῖνα πού ἀποτυπώνονται στά ψηλότερα σημεῖα τῆς εἰκόνας;

Ὅμως ἄν ὁ ταξιδιώτης θελήσει πράγματι νά ἀναζητήσει πόση ζωή ἀλήθεια ὑπάρχει ἐκεῖ πού τό βράδυ φανταζόταν ὅτι τά φῶτα δηλώνουν παρουσία ἀνθρώπων πολλῶν, μᾶλλον θά ἀπογοητευτεῖ. Ἐκεῖ πού πρίν χρόνια ὑπῆρχε ζωή τώρα ἐρημιά καί σιωπή. Διαβάτες λιγοστοί, γήπεδα χορταριασμένα, παιδικές χαρές παρατημένες, σχολικά κτήρια κλειστά, κοινοτικά γραφεῖα σφαλισμένα, ἐκκλησιές ἀλειτούργητες. Ὄχι μόνο στά ὀρεινά ἀλλά καί χαμηλότερα καί κοντά στίς πιό μεγάλες πολιτεῖες οἱ εἰκόνες δηλώνουν ἐγκατάλειψη. Καί ἄν ταξιδέψετε σέ κανέναν τόπο ἀκριτικό, θά μελαγχολήσετε σίγουρα.

Μήν ἀρκεστεῖτε στά ξερά στατιστικά στοιχεῖα περί τοῦ δημογραφικοῦ. Ἄν περιδιαβεῖτε τήν ἐπαρχιώτικη χώρα θά ἐκπλαγεῖτε. Ἡ πατρίδα ἔσβησε! Ἡ εἰκόνα ἔχει ἀλλάξει γιά πάντα. Μᾶλλον οὔτε θαῦμα μπορεῖ νά διορθώσει τά πράγματα, ἄν πράγματι τό ζητούσαμε. Καί ξέρετε γιατί; Γιατί ἔφυγαν οἱ ἄνθρωποι, καί δέν ἔφυγαν μόνο ἀπ’ τά χωριά ἀλλά καί ἀπό αὐτή τή ζωή. Πέρασαν βλέπετε τά χρόνια καί ὅπως εἶπε καί ὁ προηγούμενος Πρωθυπουργός, οἱ μεγάλοι θά πεθάνουν καί ἔτσι συμβαίνει ὄντως. Ἄλλωστε δέν θά ἔμεναν γιά πάντα.

Μένει ὅμως ἡ σκληρή πραγματικότητα καί ἡ σύγκριση πού κάνουμε ἀναγκαστικά ὅταν φύγει κάποιος ἀπό τό περιβάλλον μας, γιατί τότε δέν μποροῦμε νά ἀποφύγουμε τήν πρόκληση. Καί δυστυχῶς αὐτοί πού φεύγουν εἶναι πολλοί καί ὑπῆρξαν μεγάλοι στό διαμέτρημα ἄν τούς συγκρίνουμε, γενικά, μέ ὅσους ἀπομένουμε.

Ἡ γενιά τῶν μεγάλων, πού γεννήθηκε στά χρόνια πρίν τόν δεύτερο μεγάλο πόλεμο καί πού στά παιδικά καί νεανικά της χρόνια γέμιζε τά ἐκπαιδευτήρια, στά μήκη καί τά πλάτη τῆς χώρας, τώρα γεμίζει τά κοιμητήρια. Ρωτῆστε νά σᾶς ποῦν πόσους μαθητές εἶχαν ἐκεῖνα τά χρόνια ἀκόμη καί μικρά χωριά καί θά ἐκπλαγεῖτε. Καί ἄν μοῦ πεῖτε ὅτι στά χρόνια μας ἁπλά μετακινήθηκαν οἱ ἄνθρωποι πρός τίς μεγάλες πόλεις θά σᾶς πῶ ὅτι, παρ’ ὅλη τήν ἀλήθεια τοῦ ἐπιχειρήματος, οἱ ἀριθμοί εἶναι ἀμείλικτοι. Ρωτῆστε νά σᾶς ποῦν πόσους μαθητές ἔχουν σήμερα οἱ σχολικές τάξεις ἤ σταθεῖτε ἔξω ἀπό τά κάγκελα κάποιου σχολείου ὅταν χτυπήσει τό πρῶτο κουδούνι καί θά καταλάβετε.

Φεύγουν λοιπόν ἐκεῖνοι οἱ σπουδαῖοι πού δημιούργησαν ὅλα τά μεγάλα πού ἔχει νά ἐπιδείξει ὁ τόπος τά τελευταῖα ἑβδομῆντα χρόνια, ἐκεῖνοι πού παρέλαβαν μιά χώρα ἐντελῶς κατεστραμμένη μέσα ἀπό τά ἐρείπια πού προκάλεσε μιά δεκαετία πολέμου καί ξένης κατοχῆς καί τήν ἔστησαν ἐξ ἀρχῆς.

Φεύγουν ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοί, πού ὄχι μόνο ξεπέρασαν τή φτώχεια τους, ἀλλά ἔκαναν τήν πατρίδα νά μεγαλουργήσει γιά νά μπορέσουμε ἐμεῖς νά τήν ξεπουλήσουμε ὡς ἀντάλλαγμα μιᾶς ἐπίπλαστης εὐημερίας.

Καμμία σύγκριση τοῦ χθές μέ τό σήμερα δέν ἀντέχει, χάνουμε σέ ὅλα.

Ἐκεῖνοι ξεκίνησαν σχεδόν ξυπόλητοι καί ἔκαναν προκοπή, μᾶς ἄφησαν περιουσίες. Ἐμεῖς κατασπαταλήσαμε ἀκόμη καί τή δημόσια περιουσία. Μήν ἔλεγες στούς παλιούς γιά χρέος. Ἐμεῖς τό ἐκτοξεύσαμε πάνω καί ἀπ’ τίς δυνάμεις μας γιά νά περνᾶμε δῆθεν καλά καί ὑποθηκεύσαμε τό μέλλον τῶν παιδιῶν καί τῶν ἐγγονῶν μας.

Ἐκεῖνοι δέν περίμεναν τόν πρίγκηπα τοῦ παραμυθιοῦ γιά νά κάνουν οἰκογένεια, ἀλλά διάλεξαν κάποιον τῆς σειρᾶς τους καί ἔφτιαξαν σπίτια. Δέν περίμεναν νά κάνουν οἰκογενειακό προγραμματισμό ἀλλά ὅρμησαν στή ζωή γιατί προσδοκοῦσαν ἕναν καλύτερο αὔριο, οἱ περισσότεροι ἤθελαν νά ξεφύγουν ἀπό τή λάσπη καί ἀπό τό πλίθινο σπίτι ὅπου ὅλοι ζοῦσαν στό ἴδιο δωμάτιο.

Ἔκαναν παιδιά γιατί ἤθελαν νά ὑπάρχει συνέχεια στή γενιά τους καί ἄς μήν εἶχαν νά τά μεγαλώσουν.

Δέν ἤξεραν πολλά γράμματα, γιατί δέν τούς δόθηκε ἡ εὐκαιρία, ἀφοῦ ἔπρεπε νά παλεύουν γιά τό ψωμί, ἀλλά δέν τούς κορόϊδευες εὔκολα ὅπως ἐμᾶς τούς ξιπασμένους.

Δέν ἤξεραν ἀπό καλούς τρόπους οὔτε εἶχαν φτιασιδωμένο λόγο ἀλλά ἦταν ἁπλοί στή συμπεριφορά καί στίς ἐκφράσεις τους καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἤξεραν νά σέβονται αὐτά πού ἔχουν ἀξία στή ζωή.

Ἤξεραν νά τραγουδοῦν, νά χορεύουν καί νά γλεντοῦν μέ τήν καρδιά τους, ἤξεραν νά μοιράζονται, δέν ἦταν κλεισμένοι στό μικρό κόσμο πού ἔφτιαξε ὁ σημερινός ἄνθρωπος γιά νά ζεῖ μόνος μέ τούς λίγους δικούς του. Ἐμεῖς στίς μέρες μας νοιώθουμε σπουδαῖοι ἀλλά μείναμε μόνοι. Λατρεύουμε τήν μοναξιά μας.

Τί νά πρωτοσυγκρίνει κανείς;

Ἐκεῖνοι μᾶς παρέδωσαν μιά πατρίδα ἰσχυρή καί σχεδόν ἀχρέωτη, γιά φανταστεῖτε, τόσο πού, ἐκεῖ πρίν τό 1980, καταδέχθηκαν οἱ σπουδαῖοι Εὐρωπαῖοι φίλοι μας νά μᾶς ἐντάξουν στήν κοινότητά τους καί μετά ἀπό τριανταπέντε χρόνια ἐμεῖς «βαρέσαμε κανόνι» καί παρακαλούσαμε νά μή μᾶς διώξουν. Κακόμοιροι Ἕλληνες, καταντήσαμε νά γίνουμε διεθνής περίγελως.

Ὑπάρχει καί ἐκεῖνο τό φανταστικό τραγούδι μέ τίτλο «Ἡ Κατάρρευση» πού τραγουδᾶ ἡ Μαρινέλλα σέ στίχους πού ἔγραψε ὁ ἀθάνατος Πυθαγόρας γιά τήν ἐποποιΐα τοῦ 1940, πού λέει σέ μιά στροφή: «αὐτό πού μᾶς συνέβη χτές ποιός νά τό καταλάβει, οἱ νικημένοι νικητές καί τά λιοντάρια σκλάβοι», γιά νά ἐλέγχει τή συνείδησή μας καί γιά νά μᾶς θυμίζει τό κατάντημά μας. Ἀλλά ποῦ ντροπή!

Φεύγουν αὐτοί οἱ ὡραῖοι Ἕλληνες, πού σίγουρα δέν ἦταν τέλειοι, πού ἔκαναν λάθη, πού παρασύρθηκαν ἀπό λόγια παχειά καί ὑποσχέσεις ἀνθρώπων ἐπιτήδειων, ὅπως κάναμε καί ἐμεῖς ἀλλά αὐτοί δέν ἦταν σπουδαγμένοι σάν κι ἐμᾶς, ἔχουν μιά δικαιολογία.

Γνώρισα κάποιον ἐκεῖ πρίν τό 1990 πού εἶχε ἀπό χρόνια μεταναστεύσει στή Νέα Ζηλανδία καί, παρ’ ὅτι ἰδιαίτερα πετυχημένος, ἦλθε τότε στήν Ἑλλάδα, ὄντας ἤδη σέ ἡλικία πάνω ἀπό σαράντα ἐτῶν, γιά νά κάνει τή στρατιωτική του θητεία καί ξέρετε γιατί; Γιά νά μπορεῖ ὁ πατέρας του νά βγαίνει στό καφενεῖο, ἐπειδή μέχρι τότε ντρεπόταν. Τέτοιοι ἦσαν οἱ παλιοί, καί σήμερα ἐμεῖς καμαρώνουμε ὅταν ἔχουμε ἀποφύγει τό χρέος πρός τήν Πατρίδα ἤ κάνουμε τό πᾶν γιά νά μήν «κακοπάθουν» οἱ βλαστοί μας. Μέχρι πού τούς ἀστράτευτους τούς κάναμε καί Ὑπουργούς!

Μήν ξεχνᾶτε, ἡ γενιά πού φεύγει, εἶναι αὐτή πού ντρόπιασε μιά αὐτοκρατορία ἐκεῖ κάτω στήν Κύπρο μας στά χρόνια μετά τό 1950. Δικοί μας εἶναι καί αὐτοί. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε.

Ἀλλά ἴσως εἶναι καλύτερα πού φεύγουν οἱ σπουδαῖοι γιά νά μήν βλέπουν τό κατάντημά μας καί ἐμεῖς νά μήν τούς ἀντικρύζουμε καί ντρεπόμαστε ἄν κάνουμε συγκρίσεις.

Ὅμως θά μᾶς κρίνει ἡ Ἱστορία καί τότε φοβᾶμαι πώς θά δείχνουμε πολύ μικροί καί ἴσως φανεῖ πώς δέν ὑπήρξαμε ἄξιοι κληρονόμοι τόσο ἱκανῶν προγόνων.

Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως αὐτούς τούς μεγάλους πρέπει νά τούς ἀποδώσουμε κάτι πού θά μείνει μοναδικό στήν Ἑλληνική Ἱστορία. Αὐτοί, γνώμη μου εἶναι, πώς ὑπῆρξαν οἱ τελευταῖοι αὐθεντικοί ἀπό τό γένος. Εἶναι αὐτοί πού δέν μπερδεύτηκαν ἄν εἶναι ἀγόρια ἤ κορίτσια ἔτσι ὅπως τούς ἔφτιαξε ὁ Πλάστης, εἶναι αὐτοί πού δέν ἐγκατέλειψαν τόν Θεό τῶν πατεράδων τους, εἶναι αὐτοί πού κράτησαν τίς Παραδόσεις, εἶναι αὐτοί οἱ τελευταῖοι ἀπό ἐμᾶς πού πίστεψαν στήν ἔννοια τῆς οἰκογένειας ὅπως τήν παρέλαβαν ἀπαράλλαχτη ἀπό τίς προηγούμενες γενιές. Εἶναι αὐτοί πού δέν ντράπηκαν πού ὑπῆρξαν Ἕλληνες, πού τό ἔλεγαν καί τό ἔνοιωθαν καί τό ἐννοοῦσαν. Εἶναι οἱ τελευταῖοι πού προτιμοῦσαν νά λέγονται Ἕλληνες ἀπό τό νά λέγονται Εὐρωπαῖοι. Εἶναι αὐτοί, οἱ τελευταῖοι ἀπό ἐμᾶς, πού δέν γονάτισαν, αὐτοί πού τήν Πατρίδα «οὐκ ἐλάττω» παρέδωσαν.

Κρίμα γιά ἐμᾶς νά λήξει ἡ Ἱστορία στά χέρια μας!

 

Δημήτρης Κοσκινιώτης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 250-251

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2023

 

Τό κείμενο ἀφιερώνεται στήν Εὐαγγελία Μαράθου, μιά σπουδαία μάνα πού «ἔφυγε» τήν παραμονή τοῦ Ἀντίπασχα. Αἰωνία ἡ μνήμη της!