Ο ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ ΠΑΝΘΕΪΣΜΟΣ – Νεοέλληνες Νεοπλατωνικοί –

Ο ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ ΠΑΝΘΕΪΣΜΟΣ

– Νεοέλληνες Νεοπλατωνικοί –

 

Κατά τό χειµώνα τοῦ 1438 ὁ Γεώργιος Γεµιστός, πού ἄλλαξε τό βυζαντινό παρωνύµιό του «ἐπί τό ἀττικώτερον» σέ Πλήθων, γιά νά θυµίζει ἐκεῖνο τοῦ Πλάτωνος, µετέβη στήν Ἰταλία γιά νά µετάσχει στίς συζητήσεις τῆς διαβόητης συνόδου τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, πού µετά ἀπό περιπέτειες κατέληξε στήν ἀπόφαση περί τῆς ἄρσης τοῦ σχίσµατος µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν, ἄν καί τελικῶς ἔµεινε ἀνεφάρµοστη λόγῳ τῆς σφοδρῆς ἀντίδρασης τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων µέ πρωτοστάτη τόν Ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό. Κατά τή διάρκεια τῶν συζητήσεων στό πλαίσιο τῆς συνόδου αὐτῆς ὁ Πλήθων ἐπιστράτευσε τήν ὀξύνοια καί τίς θεολογικές καί φιλοσοφικές του γνώσεις γιά νά ὑπερασπισθεῖ τά Ὀρθόδοξα δόγµατα ὡς ὀρθά καί γιά νά ἀντικρούσει τίς ἐσφαλµένες θέσεις τῶν Ρωµαιοκαθολικῶν, ἰδίως ὡς πρός τά ζητήµατα τῆς ἐκπόρευσης τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος καί τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱστορικός τῆς συνόδου Σίλβεστρος Συρόπουλος, ὁ Πλήθων ἦταν ἀνάµεσα στούς λίγους πού δέν ὑπέγραψαν τό τελικό κείµενο τῆς συνόδου, ἐνῷ µετά τό τέλος αὐτῆς δέν ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπρόκειτο νά τελεσθεῖ ἡ οὐνιτική Θεία Λειτουργία, ἀλλά µετέβη στόν Μυστρά, ὅπου ὅταν ἀπεβίωσε κηδεύθηκε µέ χριστιανικές τιµές.

Κατά τή διετία τῆς παραµονῆς του στήν Ἰταλία, ὅµως, καί παράλληλα µέ τή συµµετοχή του στίς ἐργασίες τῆς συνόδου, ὅπου, καθώς προαναφέρθηκε, προασπιζόταν µέ σταθερότητα τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ὁ νεοπλατωνικός ὡς πρός τό ἐνδόµυχο «πιστεύω» του Γεώργιος Γεµιστός ἀνέπτυξε σύντονη ἰδιωτική δραστηριότητα, ἐρχόµενος σέ ἐπαφή µέ µικρό κύκλο λογίων καί ἀρχόντων τῆς περιοχῆς, προκειµένου νά διαδώσει στήν Ἰταλία καί στή Δύση γενικώτερα τά ἔργα τοῦ Πλάτωνος. Μάλιστα, ἦταν ἐκεῖνος πού ἐνέπνευσε καί παρότρυνε τόν τραπεζίτη καί πρῶτο µεταξύ τῶν πολιτῶν τῆς Φλωρεντίας Cosimo de Medici νά ἱδρύσει ἐκεῖ Πλατωνική Ἀκαδηµία, µέ πρωτεργάτη τόν περιβόητο λόγιο καί φιλόλογο Marcilio Ficino πού παρέλαβε ἀπό τόν Γεµιστό τά πλατωνικά χειρόγραφα καί ἀνέλαβε νά τά µεταφράσει καί νά τά ἐκδώσει στήν Ἰταλία, προβαίνοντας ἔτσι στήν, τρόπο τινά, ἱδρυτική πράξη τῆς Ἀναγέννησης καί σηµατοδοτώντας τήν ἀλλαγή τῆς δυτικῆς κοσµοθεωρίας ἀπό Χριστιανική σέ Νεοπλατωνική.

Θά µποροῦσε κανείς νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἡ διφορούµενη αὐτή στάση τοῦ Γεµιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν µία πλευρά ἐµφανίζεται νά προασπίζεται τήν Ὀρθοδοξία καί ἀπό τήν ἄλλη νά πρωτοστατεῖ στή διάδοση τῆς διδασκαλίας τοῦ Πλάτωνα καί νά συγγράφει λατρευτικούς ὕµνους στούς ἀρχαίους θεούς, ἀποτέλεσε ἕνα πρότυπο στάσης καί συµπεριφορᾶς πού βρίσκεται στή βάση τῆς ἀκόµα ἀκαταστάλαχτης νεοελληνικῆς ἰδεολογίας καί ταυτότητας. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπικαλοῦνται τή φράση τοῦ περί τοῦ ὅτι «ἐσµέν Ἕλληνες τό γένος, ὡς ἥ τε φωνή καί ἡ πάτριος παιδεία µαρτυρεῖ», προκειµένου νά τεκµηριώσουν τόν ἰσχυρισµό ὅτι ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη ἀρχίζει µιά νέα ἐποχή στήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισµοῦ, διακρινόµενη ἀπό ἐκείνη τοῦ «Βυζαντίου», καθώς τό ὄνοµα «Ἕλλην», µέ τή χαρακτηριστική σηµασιολογική φόρτιση τοῦ ἐθνικοῦ-εἰδωλολάτρη πού εἶχε προσλάβει, χάνει πιά τόν ἀποκρουστικό του χαρακτήρα καί σταδιακά ἐκτοπίζει τό «Ρωµαῖος», προκειµένου νά δηλώσει τήν αὐτοσυνειδησία τῶν κατοίκων τῆς Ἑλληνικῆς χερσονήσου. Δέν εἶναι, ἐξ ἄλλου, καθόλου ἄστοχος ὁ χαρακτηρισµός του ἀπό τόν ἱστορικό C. Woodhouse ὡς τοῦ «πρώτου Νεοέλληνος».

Δέν εἶναι δυνατό, βέβαια, νά συγγράψει κανείς εὔκολα µιά πλήρη, ὅσο καί διεισδυτική ἱστορία τῆς ἀφετηρίας, τῆς ἐξέλιξης καί τῶν σταθµῶν τῆς νεοελληνικῆς ἰδεολογίας, ἡ ὁποία, εἴτε τό συνειδητοποιοῦµε εἴτε ὄχι, βρίσκεται στή βάση τῆς ἄστατης καί ἐπιπόλαιης καθηµερινῆς συµπεριφορᾶς µας, νοµίζουµε, ὅµως, ὅτι τό παράδειγµα τοῦ Γεωργίου Γεµιστοῦ ἤ Πλήθωνος, ὁ ὁποῖος ναί µέν δέν στράφηκε «ἀπ’ εὐθείας κατά τῆς Χριστιανικῆς ἀληθείας, ἀλλά πλαγίως, τῇ βεβαιώσει, ὡς ἐνόµιζεν, τοῦ Ἑλληνισµοῦ» (Βλ. τόν χαρακτηρισµό αὐτόν τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου στό «Γενναδίου ταπεινοῦ: ἐπιστολή τῇ βασιλίσσῃ περί τοῦ βιβλίου τοῦ Γεµιστοῦ»), µᾶς δίνει µιά πρώτη ὑποψία γιά τόν τυπικά διφορούµενο καί ἐπαµφοτερίζοντα χαρακτήρα τῆς ἰδεολογίας αὐτῆς. Αὐτόν τόν διφορούµενο καί ἐπαµφοτερίζοντα, τόν «πλάγιο» χαρακτήρα καί τή στάση µιᾶς «διπλῆς ἀφοσίωσης», γιά τά ὁποῖα κάνουµε λόγο, µπορεῖ κανείς νά τά διαπιστώσει στό πρόσωπο µεγάλων ποιητῶν καί λογοτεχνῶν, ὅπως ὁ χαρακτηρισµένος ὡς «ἐθνικός ποιητής» µας Κωστής Παλαµᾶς (1859-1943), ὁ ὁποῖος ἀπό τή µιά ἔγραψε: «Ἕλληνες, γιά νά ρίχνουµε στάχτη στά µάτια τοῦ κόσµου, πραγµατικά, Ρωµιοί» καί ἀπό τήν ἄλλη συνέθεσε τόν «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου», στόν ὁποῖο οἱ εἰδικοί ἐντοπίζουν τή σαφῆ ἐπίδραση τοῦ Νίτσε. Μέ ἀκόµη τραγικότερο τρόπο µπορεῖ κανείς νά τά ἐντοπίσει στήν πολύ περισσότερο ἀναγνωρίσιµη περίπτωση τοῦ Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957), ὁ ὁποῖος µπόρεσε νά πείσει πολλούς καλόπιστους Νεοέλληνες ὅτι ἦταν «ἀληθινός» Χριστιανός καί νά τούς κάνει νά ὑπερασπισθοῦν τά βιβλία του ὡς διαπνεόµενα ἀπό τό «γνήσιο» χριστιανικό πνεῦµα, τό ὁποῖο ἡ συντηρητική «ἐπίσηµη Ἐκκλησία» –δῆθεν– δέν µπόρεσε νά τό διαγνώσει, τοῦτο δέ παρά τό γεγονός ὅτι τά ἔργα του εἶναι στήν πραγµατικότητα µιά ἐφαρµογή τῆς διδασκαλίας τοῦ πλωτινικοῦ Γάλλου φιλοσόφου Μπερξόν γιά τόν ἀκατάπαυστο ἀγώνα τοῦ δηµιουργικοῦ «πνεύµατος» νά ὑποτάξει καί νά ὀργανώσει τήν ἀτίθαση καί κακή «ὕλη». Ἀκόµη, ὅµως, καί ἐκεῖ πού δέν θά τό περίµενε κανείς συναντᾶ αὐτή τήν ἐπαµφοτερίζουσα στάση. Ἔτσι, γιά παράδειγµα ἦταν ὁ Ἀπόστολος Μακράκης (1831-1905) ἐκεῖνος πού διακήρυττε µέ ὑπερζέοντα «Ἱεραποστολικό» ζῆλο ὅτι ἤθελε νά διαδώσει τή χριστιανική πίστη καί, ταυτόχρονα, ἐκεῖνος πού προέβαλλε µέ αἱρετική ἐπιµονή τήν νεοπλατωνική κατ’ οὐσίαν (ἀλλά καί ἰνδουϊστική) «διδασκαλία» περί τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀφ’ ἑνός ἀπό τό «κτηνῶδες δισύνθετον» τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώµατος, ἀντίστοιχο µέ τό πλωτινικό συναµφότερον καί τήν ἰνδουϊστική πρακρίτι, (στά ὁποῖα ἀναφερθήκαµε κατά τούς δύο προηγούµενους µῆνες) καί ἀφ’ ἑτέρου ἀπό τό θεῖον πνεῦµα, ἀντίστοιχο µέ τόν πλωτινικό νοῦν καί τόν ἰνδουϊστικό πουροῦσα (βλ. τό βιβλίο του µέ τόν χαρακτηριστικό τίτλο «Τό τρισύνθετον τοῦ ἀνθρώπου καί τό κτηνῶδες δισύνθετον»).

Ἡ ἐπαµφοτερίζουσα αὐτή στάση χαρακτήρισε, ὅµως, ὄχι µόνο λογοτέχνες, ποιητές καί ψευδαποστόλους, ἀλλά καί ἀνθρώπους πού ἔλαβαν καίριες θέσεις καί µεγάλα κρατικά ἀξιώµατα σέ µιά φάση ἐξέλιξης τῆς νεοελληνικῆς ἰδεολογίας (τήν ἀµέσως προηγούµενη ἀπό τή σηµερινή), κατά τήν ὁποία προβαλλόταν ἰδιαιτέρως ὁ «Ἑλληνοχριστιανικός» καί «πνευµατικός» χαρακτήρας τοῦ νεοελληνισµοῦ, προκειµένου νά καταπολεµηθεῖ στό ἰδεολογικό ἐπίπεδο ἡ «ὑλιστική» µαρξιστική-λενινιστική κοσµοθεωρία καί πράξη. Θά ἀναφερθοῦµε σέ µιά τέτοια σχετικά σύγχρονη περίπτωση, παραθέτοντας κάποια χαρακτηριστικά ἀποσπάσµατα ἀπό ἔργο του.

Πρόκειται συγκεκριµένα γιά τόν Κωνσταντῖνο Τσάτσο (1899-1987), ὁ ὁποῖος συγκέντρωσε στό πρόσωπό του τίς ἰδιότητες τοῦ διακεκριµένου νοµικοῦ καί ἀκαδηµαϊκοῦ φιλοσόφου τοῦ δικαίου καί διετέλεσε κατά καιρούς ὑπουργός σέ πολλές κυβερνήσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, ὑπῆρξε Πρόεδρος τῆς Δηµοκρατίας καί ἐπίσης συνέβαλε καθοριστικά ὡς πρόεδρος τῆς κοινοβουλευτικῆς ἐπιτροπῆς συντάξεως στή διαµόρφωση τοῦ ἰσχύοντος Συντάγµατος τοῦ 1975.

Δέν θά σταθοῦµε ἐδῶ στήν γενικότερη συνεισφορά τοῦ Κωνσταντίνου Τσάτσου στά νεοελληνικά πράγµατα, ὅµως, θά ἐπισηµάνουµε τό γεγονός ὅτι εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι, ἀκόµα καί συνειδητοί Χριστιανοί, πού µέχρι σήµερα θεωροῦν ὅτι ὑπῆρξε ἕνας «ἄνθρωπος τοῦ Πνεύµατος» πού ὑπηρέτησε ἀπό διάφορες θέσεις τό ἰδεολόγηµα τοῦ «Ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισµοῦ». Εἶναι, βέβαια, ἀληθές ὅτι ἄν ἐπισκοπήσει κανείς γραπτά του θά ἐντοπίσει πολλές ἀναφορές στόν «Θεόν», στό «Πνεῦµα», ἀκόµη καί στή «Θέωση», καθώς ἐπίσης παραθέµατα ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Ὅµως, εἶναι ἐξ ἴσου ἀληθές τό ὅτι οἱ λέξεις καί οἱ φράσεις αὐτές µεθ-ἑρµηνεύονται στά γραπτά του καί προσλαµβάνουν νόηµα νεοπλατωνικό, εἶναι δέ ἀπορίας ἄξιον τό ὅτι, ἐξ ὅσων γνωρίζουµε, τό γεγονός αὐτό δέν ἔχει ἐπισηµανθεῖ, ἐκτός ἐάν µιά ἀναφορά τοῦ π. Γαβριήλ Διονυσιάτου στό βιβλίο του «Φωνή βοῶντος ἐκ τῆς ἐρήµου» («Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη», 1955), περί τῶν «Νεοπλατωνικῶν ἡγετῶν τῆς Πολιτείας» («καί τήν Ἐκκλησίαν οἱ Νεοπλατωνικοί ἡγέται τῆς Πολιτείας τήν βλέπουν ὡς διακοσµητικόν ὄργανον καί δίκην παιδαγωγοῦ διά τήν ἀτίθασον ὕπαιθρον») ὑπονοεῖ καί αὐτόν. Ἴσως αὐτό νά ὀφείλεται στό ὅτι τά δικά του κείµενα εἶναι γραµµένα σέ ὕφος δυσνόητο καί ἀφηρηµένο φιλοσοφικά, ἐνῶ, γιά παράδειγµα, ἐκεῖνα τοῦ Νίκου Καζαντζάκη εἶναι λογοτεχνικά καί δραµατικά µέ συνέπεια τά τελευταῖα νά τραβοῦν εὐκολότερα τήν προσοχή τοῦ κοινοῦ.

Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές παραθέτουµε ἀποσπάσµατα ἀπό τό ἔργο του «Ἀφορισµοί καί Διαλογισµοί» (Ἀθήνα, 1965), ὅπου µεταξύ ἄλλων διαβάζουµε τά ἑξῆς νεοπλατωνικά (ἤ ἰνδουϊστικά), γιά τό νόηµα τῆς ζωῆς: «Ἀλλά ποιό εἶναι αὐτό τό νόηµα; Ἡ ἀληθινή ζωή ὑπάρχει στό νοητό στοιχεῖο. Αὐτό εἶναι ἡ οὐσία τοῦ κόσµου. Αὐτό καί οἱ πραγµατοποιήσεις του ἔχουν νόηµα….Ἡ ἀτοµική συνείδηση (=ἐνν. ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου), καθ’ ὅσον γίνεται ἤ εἶναι ἀπρόσωπη, συγχωνεύεται µέ τό νοητό, ἀπορροφᾶται µέσα σέ αὐτό. Καθ’ ὅσον πάλι εἶναι αἰσθητή καί εἰδική (=ἐνν. ὅσο παραµένει ἡ ψυχή ἑνός συγκεκριµένου ἀνθρώπου), καθ’ ὅσον ἀποτελεῖ συγκεκριµένο πρόσωπο καί δέν εἶναι νοητό στοιχεῖο δέν εἶναι τίποτε τό οὐσιαστικό. Μέ ἄλλα λόγια τό ἀπρόσωπο, τό καθολικό στοιχεῖο (=ἡ ἀπρόσωπη καί ἀφηρηµένη νόηση) πού περικλείνει ἡ ἀτοµική συνείδηση, αὐτό εἶναι ἕνα µέ τά νοήµατα καί εἶναι αἰώνιο, ὅπως εἶναι αἰώνια ὅλα τά νοητά. Ὅσο πιό ἀπρόσωπη εἶναι ἡ συνείδησή µας, τόσο πιό ἀνήκει στή σφαίρα τοῦ αἰωνίου. Ὅσα περισσότερα καταλύουµε ἀπό αὐτά ἀκριβῶς πού οἱ ἀφελεῖς (=ὑποθέτουµε ὅτι µέ τή λέξη ἀφελεῖς ὑπονοεῖ τούς Χριστιανούς) θέλουν νά διαιωνίσουν, τά προσωπικά, τά συγκεκριµένα, τόσο περισσότερο εἰσερχόµαστε στήν ἀθανασία….Τό καιρικό ἐγώ µας δέν εἴµαστε ἐµεῖς (εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι τήν αὐτή λέξη, «ἡµεῖς», µεταχειρίζεται ὁ Πλωτίνος γιά νά δηλώσει τόν ἀληθῆ ἑαυτό σέ ἀντιδιαστολή πρός τόν ἐµπειρικό, καιρικό ἑαυτό), ἀλλά κάτι ἔξω ἀπό ἐµᾶς, ὅπως ὅλα τά αἰσθητά πού γίνονται παραστάσεις µας. Ἔξω ἀπό µᾶς εἶναι τά πάθη, οἱ πόνοι, ἡ τραγικότητα τῆς ζωῆς. Καί ἀκόµη πιό ἔξω ἀπό µᾶς εἶναι τό σῶµα µας καί ἡ µοίρα του….Τό ἄξιο στό ἐγώ εἶναι ὁ λόγος, κοινός παντοῦ ὅπου ὑπάρχει ἕνας καί ἀδιαίρετος καί ἀπρόσωπος…Αὐτός ὁ ἀΐδιος λόγος εἶναι ὁ Θεός. Ὁ λόγος ἐν ἡµῖν δέν εἶναι παρά ὁ Θεός ἐν ἡµῖν. Εἴµαστε ἀληθινό ἐγώ, καθ’ ὅσον ταυτιζόµαστε µέ τόν Θεό….Αὐτό εἶναι τό νόηµα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πνευµάτωση τῆς ζωῆς, ἡ ἀπο-ατοµίκευση τῶν ἀνθρώπων…Θέωση θά µπορούσαµε νά ποῦµε γιά νά ἱκανοποιήσωµε ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη ὄχι µόνο τῆς οὐσίας, ἀλλά καί τῆς λέξης Θεός… χρέος µας εἶναι νά ἀπο-ατοµικεύσωµε, νά ἀφ-ὑλοποιήσωµε τόν ἄνθρωπο γιά νά τόν πλησιάσωµε στόν Θεό… (σελ.150-3)».

Θά µπορούσαµε νά ποῦµε ὅτι στό σύντοµο αὐτό ἀπόσπασµα ἔχουµε µιά πλήρη ἀντιστροφή, ἕνα «ἀρνητικό» ἀντίτυπο τῆς θεολογίας καί τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ: ὁ «ἐνυπόστατος» καί «ζῶν» Θεός-Λόγος ἐκπίπτει σέ µιά ἀπρόσωπη καί ἀφηρηµένη νοητική δραστηριότητα, τό «πρόσωπον» τοῦ ἀνθρώπου πού ἐκζητεῖ τό «πρόσωπον» τοῦ Θεοῦ (βλ. «ἐξεζήτησέν Σε τό πρόσωπόν µου, τό πρόσωπόν Σου Κύριε ζητήσω», Ψαλ. 26ος) κηρύσσεται ἐκµηδενιστέο, ἐνῷ τό παθητικό-συναισθηµατικό µέρος τῆς ψυχῆς καί τό σῶµα πού συναπαρτίζουν µέ τόν νοῦν τήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο πρέπει νά ἀπορριφθοῦν, προκειµένου τό νοητό στοιχεῖο, ἀπο-προσωποποιηµένο πιά καί ἀποσαρκωµένο, νά ἐπανασυγχωνευθεῖ στήν ἐπίσης ἀπρόσωπη θεία νόηση.

Αὐτό πού εἶναι ἀπορίας ἄξιον εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού στό πλαίσιο τῶν ἀνεπίσηµων καί ἰδιωτικῶν του ἐνασχολήσεων ἔγραφε µέ τόν τρόπο αὐτό, ἦταν ταυτόχρονα ἐκεῖνος πού, ὡς ἄλλος Γεώργιος Γεµιστός ἤ Πλήθων µέ τή χαρακτηριστική του «διπλή ἀφοσίωση», συνέβαλε καθοριστικά στή σύνταξη καί ψήφιση τοῦ Συντάγµατος τοῦ 1975, τό ὁποῖο ὡς γνωστόν φέρει ὡς προµετωπίδα τήν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος καί, ἀκόµη, ἀναγνωρίζει, στό ἄρθρο 2, ὡς ἀπόλυτη, ἤτοι χωρίς νά ἐπιτρέπονται ἐξαιρέσεις, τήν προστασία τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς µπορεῖ νά ἑρµηνευθεῖ ἄραγε ἡ στάση αὐτή; Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, ἰδιωτικά, νά ἀσπάζεται τήν πλατωνική φιλοσοφία περί τοῦ πρώτου Ἑνός καί, ἐπίσηµα, ὡς δηµόσιος ἀνήρ, νά ὁµολογεῖ τήν Ἁγία Τριάδα; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ὁρίζει ὡς νόηµα τῆς ζωῆς καί ὡς σωτηρία τήν ἐκµηδένιση τοῦ προσώπου, τῶν συναισθηµάτων καί τοῦ σώµατος τοῦ ἀνθρώπου καί ταυτόχρονα νά  συµβάλλει στή συνταγµατική κατοχύρωση τῆς ἀπόλυτης προστασίας τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου; Πρόκειται, ἄραγε, γιά ἕναν γνήσιο καί βαθύ ἐσωτερικό διχασµό ἤ γιά ἕναν προµελετηµένο φενακισµό τῶν ἀφελεστέρων «τῆς ἀτιθάσου ὑπαίθρου», γιά τούς ὁποίους προορίζεται µιά µυθολογική «ἐξωτερική ἀλήθεια», ἐνῷ ἡ φιλοσοφικώτερη «ἐσωτερική ἀλήθεια» φυλάσσεται µόνο γιά τούς µυηµένους;

Τά ἐρωτήµατα αὐτά δέν τά θέτουµε, προκειµένου νά εἰσδύσουµε ἀδιάκριτα στόν ψυχικό κόσµο τοῦ Κωνσταντίνου Τσάτσου, πού ἄλλωστε δέν ἀποκλείεται νά µετέβαλε ἀπόψεις ἀργότερα, ἀλλά προκειµένου νά δώσουµε ἕνα παράδειγµα τοῦ «διφορούµενου χαρακτήρα» τῆς νεοελληνικῆς ἰδεολογίας, στό πλαίσιο τῆς ὁποίας ἀκόµη καί ἡ βασική λέξη «πνεῦµα» ἔχει διφορούµενο νόηµα, πού ἐπιτρέπει ἐπαµφοτερίζουσες καί παραπλανητικές «ψευδοχριστιανικές» διατυπώσεις, καθώς µπορεῖ νά σηµαίνει εἴτε τίς κτιστές νοητικές δυνάµεις τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε τό Ἄκτιστο Ἅγιο Πνεῦµα. Ὁ «διφορούµενος» δέ καί «πλάγιος» αὐτός χαρακτήρας τῆς νεοελληνικῆς ἰδεολογίας ἔχει διαποτίσει σέ µεγάλο βαθµό τή σκέψη καί τή συµπεριφορά µας, προσδίδοντάς τους χαρακτήρα κάπως ἐπιπόλαιο καί ρητορικό καί κατά βάθος παραιτηµένο ἀπό τήν πίστη στήν εὕρεση τῆς Ἀλήθειας.

Πῶς ἀλλιῶς, ἄλλωστε, θά µποροῦσε νά ἐξηγηθεῖ τό γεγονός ὅτι στό πλαίσιο τῆς ἑρµηνείας τοῦ Συντάγµατος προβάλλεται, µέ ἀξιώσεις ἐπιστηµονικῆς σοβαρότητας, ὁ ἰσχυρισµός ὅτι ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόµατος τοῦ Θεοῦ (Τῆς Ἁγίας & Ὁµοουσίου & Ἀδιαιρέτου Τριάδος)  στήν ἀρχή ἑνός θεµελιώδους νοµοθετικοῦ κειµένου δέν συνεπάγεται καµία ἀπολύτως δέσµευση, οὔτε ἔχει καµία ἑρµηνευτική ἀξία, ἀλλά µόνο ἐθιµοτυπικό χαρακτήρα, γενόµενος ἀπό «ἁπλό» σεβασµό στήν Ἱστορική παράδοση; Θά ὑπῆρχε, ἄραγε, ἡ πιθανότητα ἕνας τέτοιος ἑρµηνευτικός ἰσχυρισµός περί «διπλῆς νοµοθετικῆς ἀλήθειας», στό πλαίσιο τῆς ὁποίας, αὐτό πού τό γράµµα τοῦ νόµου λέει, εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού ἐννοεῖ, νά προβληθεῖ σέ µιά ἄλλη χώρα, χωρίς νά γεννήσει πλῆθος ἀποριῶν γιά τή σοβαρότητα καί τήν ἀξιοπιστία ἑνός συνταγµατικοῦ νοµοθέτη πού, διά τῆς παρερµηνείας αὐτῆς, παρουσιάζεται ὅτι ἐπιδιώκει ἁπλῶς καί µόνο νά παραστήσει ὅτι ἐπικαλεῖται τό Ὄνοµα τοῦ Θεοῦ, «γιά νά παιδαγωγήσει, ἴσως, τήν ἀτίθασον ὕπαιθρον»;

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 250-251

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2023