Ὁ χαρακτήρας καί ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς
στόν σύγχρονο κόσμο1
Στήν περίοδο τοῦ Πάσχα ἀναδεικνύεται ὅλο τό μεγαλεῖο καί ἡ ἀξία τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Πίστης. Ἡ Λατρεία κορυφώνεται κατά τή Μεγάλη Ἑβδομάδα, μέσα, ἀπό μία ποικιλία ὕμνων καί ἀκολουθιῶν. Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική φτάνει καί αὐτή στό ἀπόγειό της μέ θαυμάσιες ἐκκλησιαστικές μελωδίες πού ἀποτυπώνουν περίτεχνα ὅλη τήν πορεία πρός τό Θεῖο Πάθος καί τήν Ἀνάσταση. Πέρα ἀπό τήν καλλιτεχνική της ἀξία, ἡ ψαλτική τέχνη, προσπαθεῖ ἐν ἑνί στόματι καί μιᾶ καρδίᾳ νά δοξάζει καί νά ἀνυμνεῖ τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σέ αὐτή τήν σπουδαία ἀποστολή τῆς καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς θά ἀναφερθοῦμε στό παρόν ἄρθρο. Θά περιγράψουμε τίς ἀπαρχές, τήν ἐξέλιξη καί κυρίως, τή σύγχρονη θεώρηση τῆς Λατρευτικῆς μας μουσικῆς, ἡ ὁποία δυστυχῶς, σήμερα, ὑπερτονίζει τήν καλλιτεχνική σημασία της καί παραβλέπει τή βαθύτερη καί οὐσιαστικότερη πνευματική ἀξία της.
Ἀναμφίβολα, ἡ ἐκκλησιαστική μας μουσική συνδέεται μέ τήν ἀρχαία Ἑλληνική ἁρμονική καί ἀποτελεῖ φυσική συνέχειά της, «Ἁρμονική ἐστιν ἐπιστήμη θεωρητική τε καί πρακτική τῆς τοῦ ἡρμοσμένου φύσεως. Ἡρμοσμένον δέ τό ἐκφθόγγων τε καί διαστημάτων ποιάν τάξιν ἐχόντων συγκείμενον» Φθόγγος εἶναι ἡ μουσική πτώση τῆς φωνῆς πάνω σ’ ἕνα ὕψος ἀναφέρει ὁ Κλεον(ε)ίδης (2ος αἰ. μ.Χ.), στό Κεφ. 1 τοῦ ἔργου του «Εἰσαγωγή Ἁρμονική». Πολλοί ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πυθαγόρας (580 π.Χ. - Μεταπόντιο, 496 π.Χ.) συνέβαλαν καθοριστικά, στή διαμόρφωση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, ὅπως τήν ἀκοῦμε σήμερα.
Βέβαια, στή φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς συνέβαλε καί ἡ μελισματική ἀπόδοση ἰδίως, τῶν ψαλμῶν τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. Οἱ προσήλυτοι Ἑβραῖοι ἀκολουθῶντας τήν πρακτική αὐτή ἀπό τίς Συναγωγές, τήν ἐφάρμοσαν καί κατά τήν ἀπόδοση τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων στή νέα λατρεία. Στό σημεῖο αὐτό, ἀξίζει νά σημειωθεῖ καί ὁ ρόλος τῶν γυναικῶν, ὡς ψαλτριῶν στήν Ἑβραϊκή παράδοση. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῆς Μαριάμ, τῆς προφήτιδος, ἀδελφῆς τοῦ Μωϋσῆ, ἡ ὁποία ὡς προεξάρχουσα ἑτέρων γυναικῶν ἔψαλε μετά χορῶν καί τυμπάνων «Ἄσωμεν τῷ Κυρίω ἐνδόξως γάρ δεδόξασται. ἵππον καί ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν ὠδή, τήν ὁποία σύνθεσε ὁ Μωϋσῆς κατά τήν διάβαση τῶν Ἑβραίων ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα (βλ. Πρόλογος Μουσικοδιδασκάλων Πατριαρχικῆς Σχολῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς σέ Ἀναστασιματάριο τῆς ψαλτικῆς παραδόσεως τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος, Μουσική Βιβλιοθήκη, τόμος Α΄, ἔκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. κζ-κθη).
Ἡ ἐκκλησιαστική μας μουσική κυριολεκτικά, ἐξελίχθηκε μέσα στούς κόλπους τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, γιά αὐτό καί ὀνομάζεται «Βυζαντινή Μουσική». Ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός ( Δαμασκός, 490 μ.Χ.- Κωνσταντινούπολη, 556 μ.Χ.), ὁ Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης (Δυρράχιο, 1280 μ.Χ.) καί ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (Δαμασκός, 676 μ.Χ., 4 Δεκεμβρίου 749 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος σύνθεσε ὡς γνωστόν, τόν Ἀναστάσιμο Κανόνα «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί» ἀποτελοῦν τίς παλαιότερες πηγές τῆς γραπτῆς παράδοσης τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς. Ὁ τρόπος σύνθεσης τῶν ἔργων τῶν τριῶν αὐτῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπαληθεύει τόν θεόπνευστο χαρακτῆρα τῆς μουσικῆς τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μουσική διασώθηκε, κατά τήν περίοδο τῆς δουλείας τοῦ γένους, ἀπό στόμα σέ στόμα, μέσα ἀπό τά ἐλάχιστα χειρόγραφα πού ὑπῆρχαν κυρίως, στά μοναστήρια καί τούς ναούς τῶν μεγαλύτερων χριστιανικῶν κέντρων. Ὁ σεβασμός στή ψαλτική παράδοση εἶναι μείζονος σημασίας. Σέ αὐτό τό πνεῦμα, οἱ τρεῖς Διδάσκαλοι, Χρύσανθος Καραμάλλης ὁ Μαδυτηνός (1770-1846), Γρηγόριος Λευϊτίδης ὁ Λαμπαδάριος (1777) καί Χουρμούζιος Γεώργιος ὁ Χαρτοφύλακας (1770-1820) διατύπωσαν μία μέθοδο ἀναλυτικῆς γραφῆς, ἡ ὁποία διευκόλυνε κατά πολύ τήν ἐκμάθηση τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, οὕτως, ὥστε ὁ ἑκάστοτε μαθητής νά ἀπασχολεῖται σ’ αὐτήν ἕνα μέ τρία ἔτη, ἀντί τῶν εἴκοσι καί πλέον πού ἤθελε παλαιότερα. (βλ. Χρύσανθος, Θεωρητικόν Μέγα τῆς Μουσικῆς, Τεργέστη 1832, σελ. LVI.). Ἔτσι, ἡ λατρευτική μας μουσική ἀπέκτησε βαθμηδόν ἕναν θεωρητικό καί νοησιαρχικό χαρακτῆρα, ἀπομακρυνόμενη σταδιακά, ἀπό τή βιωματική ἐκμάθηση στό ἀναλόγιο. Μαζί της χάθηκαν καί σπουδαῖοι ποιοτικοί χαρακτῆρες, οἱ ὁποῖοι ἀποδίδονταν στήν παλαιά μέθοδο, ὅπως τό κούφισμα, τό τζάκισμα, τό τροµικόν, τό στρεπτόν, τό τροµικοσύναγµα, τό ψηφιστοσύναγµα, τό ἐπέγερµα, τό οὐράνισµα, τό ἀπόδερµα, τό χόρευµα, τό ψηφιστοπαρακάλεσµα, τό τροµικοπαρακάλεσµα, τό πίασµα, τό σείσµα καί ἄλλα.
Βέβαια, μετά τίς προσπάθειες τοῦ Σίμωνα Καρρᾶ, ἡ βυζαντινή μουσική ἀποτέλεσε γνωστικό ἐπιστημονικό ἀντικείμενο ἔρευνας τῶν Μουσικῶν Τμημάτων ὅπως, τοῦ Τμήματος Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί τοῦ Τμήματος Μουσικῆς Ἐπιστήμης καί Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Μακεδονίας μέ σημαντικούς μουσικολόγους, ὅπως τόν Γρηγόριο Στάθη καί τόν ἀείμνηστο Ἀντώνιο Ἀλυγιζάκη, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά ἀνακαλύψουν ξανά, τή χαμένη παράδοση. Ἔτσι, σήμερα ἡ Bυζαντινή Μουσική ἀπέκτησε καί ἕναν ἀκαδημαϊκό χαρακτῆρα.
Ὅλα τά ἀνωτέρῳ, ἀναδεικνύουν τόν πλουραλιστικό χαρακτῆρα τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, τήν ποικιλία τῶν ὑφολογικῶν γνωρισμάτων (πολίτικο, σμυρναϊκό, ἁγιορείτικο κ.ο.κ.) καί τήν πολυχρωμία τῶν ψαλτικῶν παραδόσεων ἀπό τόπο σέ τόπο. Εἰδικά, ὡς πρός τό τελευταῖο στοιχεῖο τῆς ψαλτικῆς θά ἀναφέρουμε τήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ μία εἶναι ἡ ὑφολογική Σχολή τῶν Καρυῶν, τῆς πρωτεύουσας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ τό περίφημο «Καρεώτικο ὕφος» καί ἡ δεύτερη εἶναι αὐτή τῆς Νότιας πλευρᾶς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ τό λεγόμενο ὕφος τῆς «Ἐρήμου». Μάλιστα, τό λεγόμενο ὕφος «τῆς ἐρήμου» εἶναι ἐκεῖνο πού διαμορφώθηκε καί καθιερώθηκε στά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα καί ἔκτοτε ἐπικράτησε σέ μεγάλο μέρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ σημαντικότερους ἐκφραστές τίς ἱερές ἀδελφότητες τῶν Δανιηλαίων καί τῶν Θωμάδων, στά Κατουνάκια καί τή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ἑπομένως, ἡ βυζαντινή μουσική μας παράδοση εἶναι κάτι τό σύνθετον. Δέν περιλαμβάνει στοιχεῖα ἁπλῶς, ἱστορικά, ἀλλά πραγματικά. Ἡ ἐν λόγῳ παράδοση δέν σχηματίζεται ἀπό τή προσπάθεια ἑνός μόνου προσώπου, ὁ ὁποῖος ἐνδεχομένως νά ἐπιχειρήσει διαφοροποιήσεις μέ πλατειασμούς, συντμήσεις καί ἄλλες καινοφανεῖς λύσεις, ἀλλά ἀπό διάφορες κατά καιρούς προσπάθειες παραλαμβάνοντας ὅσα στοιχεῖα εἶναι ἄξια νά ἐπιζήσουν, μέσα ἀπό τήν ἔμπνευση, τή μελέτη καί τήν πεῖρα πολλῶν γενεῶν καί αἰώνων.
Οἱ γενικές καλαισθητικές ἀρχές, πού καλό εἶναι νά ἀκολουθοῦνται στή Λατρεία εἶναι ἡ συμμετρία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σημαντικό παράγοντα τῆς καλαισθησίας. Στό πλαίσιο τῆς συμμετρίας, οἱ ὑπέρμετροι ὀξεῖς φθόγγοι πού λαμβάνουν ἀκόμη καί τή μορφή κραυγῶν εἶναι ἀποδοκιμαστέοι. Ἡ ποικιλία, ὡς ἄλλη μία καλαισθητική ἀρχή, ἀντιτίθεται στή μονοτονία, πού καθιστᾶ δυσάρεστη τήν ἀκοή καί καταντᾶ κουραστική. Ἡ πλοκή τοῦ μέλους, ὡς τρίτη καλαισθητική ἀρχή τονίζει στόν ψάλτη ὅτι οἱ μελωδικές γραμμές δέν εἶναι ὀρθό νά ἐπαναλαμβάνονται πάνω ἀπό δύο φορές (ἐπαλληλία ὅμοιων γραμμῶν). Τέλος, γιά λόγους καλαισθησίας, ὁ μελικός τονισμός θά πρέπει νά ἀκολουθεῖ τόν ὀρθό τονισμό τῶν λέξεων καί γενικά προτιμητέο εἶναι νά ἀκολουθοῦνται συγκεκριμένα σχήματα ἔκφρασης καί μίμησης (βλ. Δ. Γ. Παναγιωτόπουλου, Θεωρία καί Πράξις τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, ἐκδόσεις Ἀδελφότης θεολόγων «Ὁ Σωτήρ» 1991, σελ.316 καί ἔπ).
Ὁ ἐγωϊσμός, ἡ ὑψηλοκαρδία καί ὁ μεγάλαυχος λόγος εἶναι τά συχνότερα πάθη τῶν ψαλτῶν. Ἡ ψαλτική χρειάζεται νά ἐνισχύει τήν προσευχητική διάθεση τῶν πιστῶν καί νά προκαλεῖ τήν κατάνυξη, τήν πνευματική ἀνάταση, τή βαθιά συναισθηματική συγκίνηση, τήν ἠρεμία, τήν πραότητα καί τή γαλήνη τῆς ψυχῆς. Ὅμως, αὐτήν τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς θά πρέπει νά τήν ἔχει πρῶτα ὁ ψάλτης. Ὅσο πιό καθαρή εἶναι ἡ καρδιά τοῦ τελευταίου, τόσο ποιοτικότερη εἶναι ἡ μελωδία του. Ὁ ψάλτης, ὡς στρουθίον μονάζον ἄδει χαρμολυπικῶς. Τότε καί ὁ πιό κακόφωνος ἑρμηνευτής ἀναλαμβάνει ὕψιστη ἀξία. Τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ. Αὐτό εἶναι τό παράδοξο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, πού τή διακρίνει ἀπό κάθε ἄλλο εἶδος μουσικῆς. Ἡ Θεία Χάρις καί σέ αὐτή τήν περίπτωση «τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ». Αὐτή ἐν τέλει, εἶναι καί σήμερα, ἡ ἀποστολή, ἡ πραγματική σημασία καί ἀξία τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς. Ὅσο ἀπαλλαγμένος εἶναι ὁ ψάλτης ἀπό τά φθοροποιά πάθη, τόσο ἀγγίζει τό ἐκκλησίασμα, ὥστε ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ νά δοξάζεται καί νά ἀνυμνεῖται ὁ Θεός.
Εὐάγγελος Ἀναστ. Διαμαντής
Ἐνορίτης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 249
Μάϊος 2023
Ὑποσημείωση:
1. Τό παρόν ἄρθρο ἀφιερώνεται στή μνήμη τοῦ Καθηγητή Βυζαντινῆς Μουσικολογίας καί Ψαλτικῆς, Ἀντωνίου Ἀλυγιζάκη, Ἄρχοντα Ὑμνωδοῦ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε τήν 13 Φεβρουαρίου 2023 σέ ἡλικία 77 ἐτῶν, γιά τή συνολική προσφορά του στήν προαγωγή τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς.