Ὁ µυστικισµός τοῦ πανθεϊσµοῦ
καί ὁ Μυστικισµός
τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισµοῦ
Τόν προηγούµενο µήνα εἴχαµε, µεταξύ ἄλλων, ἀναφερθεῖ στόν ἰσχυρισµό τοῦ κυρίου ἐκπροσώπου τῶν Νεοπλατωνικῶν φιλοσόφων, τοῦ Πλωτίνου, γιά τά στοιχεῖα πού συναπαρτίζουν τόν «τρισύνθετο» ἄνθρωπο: ἀφ’ ἑνός τό συναµφότερον ψυχῆς καί σώµατος καί ἀφ’ ἑτέρου τόν νοῦν. Ἀπό τά στοιχεῖα αὐτά, ἡ µέν ψυχή καί τό σῶµα πού ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος συνθέτου ὄντος ἐντός τοῦ ὅλου ἀνθρώπου εἶναι τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού εἶναι κατώτερα στόν ἄνθρωπο, δέν συνιστοῦν τόν ἀληθῆ καί γνήσιο ἑαυτό του καί ὡς ἐκ τούτου πρέπει νά ἀπορριφθοῦν, ὡς ἄλλα βαρίδια, κατά τήν ἀνοδική του πορεία πρός τήν τελειότητα. Ὁ νοῦς, ὅµως, εἶναι ἐκεῖνο τό στοιχεῖο πού ἐξισώνεται µέ τόν καθαυτό ἄνθρωπο καί πρέπει νά ὁδηγηθεῖ στήν ἕνωση µέ τό Ἕν, τόν ἀπρόσωπο Θεό τοῦ Νεοπλατωνισµοῦ.
Εἶναι ἐνδιαφέρον τό γεγονός ὅτι ἀντίστοιχες «διδασκαλίες» συναντῶνται καί σέ ἄλλα µέρη τοῦ κόσµου. Γιά παράδειγµα, µιά ἀντίστοιχη διδασκαλία σχετικά µέ τόν ἄνθρωπο καί τόν τρόπο τῆς «σωτηρίας», του συναντᾶται στόν Ἰνδουισµό. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µέ µιά ἀπό τίς κύριες παραλλαγές τοῦ Ἰνδουισµοῦ (τήν Samkhya) ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀφ’ ἑνός ἀπό τή σύνθεση σώµατος καί ψυχῆς (τήν «prakriti»), σύνθεση πού ἀντιστοιχεῖ στό συναµφότερον ψυχῆς καί σώµατος τοῦ Πλωτίνου καί ἀφ’ ἑτέρου τόν νοῦ («purusa»), πού ἀντιστοιχεῖ στόν ἀνώτερο καί καθαὐτό ἄνθρωπο τοῦ Πλωτίνου. Ἡ δέ «σωτηρία» συνίσταται στήν συνειδητοποίηση τοῦ νοῦ-purusa ὅτι ἡ ταύτισή του µέ τήν prakriti, ἐντός τοῦ ὁποίου ἑλκύσθηκε καί παγιδεύθηκε, συνιστᾶ σφᾶλµα, τό ὁποῖο πρέπει νά ἐπανορθώσει, διαχωριζόµενος ἀπό αὐτήν.
Ἕνα ἀκόµη στοιχεῖο πού συναντᾶται στόν µυστικισµό αὐτοῦ τοῦ τύπου εἶναι ὅτι ὁ τελικός σκοπός καί ἡ «σωτηρία» τοῦ ἀνώτερου –καί µόνο– µέρους τοῦ ἀνθρώπου περιγράφεται ὡς ἡ ταύτισή του µέ τήν ἀνώτερη πραγµατικότητα τοῦ «Θεοῦ», στήν, τρόπο τινά, ἀπορρόφησή του ἀπό αὐτόν. Κατά τή «διδασκαλία» αὐτή ὁ ἄνθρωπος –ἤ µᾶλλον τό ἀνώτερο κοµµάτι του–, συνειδητοποιεῖ, φθάνοντας στήν «ὑπέρτατη συνειδητότητα», ὅτι ταὐτίζεται µέ τό Ἕν (τό «Μπράχµαν», κατά τήν Ἰνδουιστική ὁρολογία) καί δέν διακρίνεται καθόλου ἀπό αὐτό. Σύµφωνα µέ µιά σχετική περιγραφή τό ἔσχατο ἰδανικό τῆς γιόγκα τό πραγµατώνει ὁ «Μπραχµανίστα Γκουρού», ὁ ὁποῖος «δέν ἐνδιαφέρεται καί δέν ἔχει ἐπίγνωση γιά ζητήµατα πού ἀφοροῦν τό σῶµα… ἔχει συγχωνευθεῖ µέ τό Μπράχµαν τό ὑπέρτατο… ζεῖ σέ ἀπόλυτη σιωπή… Συχνά δέν ἔχει ἐπίγνωση τῆς µαρτυρίας τῶν µαθητῶν πού τόν περιτριγυρίζουν. Κατά καιρούς µπορεῖ νά προφέρει λέξεις πού εἶναι ἀσυνάρτητες..» (π. Ἀντ. Ἀλεβιζόπουλου, «Ἀποκρυφισµός, Γκουρουϊσµός, Νέα Ἐποχή», 1997, σελ.175).
Κάτι ἀντίστοιχο, ἡ ἀπορρόφηση δηλαδή τοῦ ἀνθρώπινου ἑαυτοῦ στόν «Θεό», παρατηρεῖται στόν λεγόµενο Σουφισµό, ἕναν µυστικισµό πού ἀναπτύχθηκε στό πλαίσιο τοῦ µουσουλµανικοῦ κόσµου καί ἔχει ἐπηρεασθεῖ σέ οὐσιώδη βαθµό ἀπό τόν Νεοπλατωνισµό. Στό πλαίσιο τοῦ Σουφισµοῦ ὁ ἀνθρώπινος ἑαυτός πρέπει νά ταφεῖ, ὡς ὁ ἐχθρός ἐκεῖνος πού ἐµποδίζει τήν ἕνωση µέ τόν Θεό, ἡ δέ πλήρης ἀπώλεια τῆς συνείδησης τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι ὁ τελικός σκοπός: «Ἐάν ἐγώ ἤµουν µαζί µέ τόν Θεό, θά Τόν εἶχα χάσει. Ἀλλά, στήν πραγµατικότητα, ἔχω ἐξαφανισθεῖ µέσα Του, πρᾶγµα πού σηµαίνει ὅτι δέν ἔχει ἀποµείνει τίποτε ἀπό ἐµένα…» θά ποῦν οἱ Σουφιστές, θέλοντας νά τονίσουν ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ καί ἡ ἕνωση µέ τόν Θεό δέν µποροῦν νά συµβιβασθοῦν. Σύµφωνα δέ µέ µιά πολύ διαδεδοµένη σουφιστική διήγηση πού ἀποδίδεται στόν προερχόµενο ἀπό τή Βυζαντινή Μικρά Ἀσία «προφήτη» τοῦ Σουφισµοῦ Jalal-Al-Din Rumi (Rumi=Ρωµιός), ἡ ψυχή µπορεῖ νά εἰσέλθει στόν σουφιστικό Παράδεισο, µόνο ὅταν ἐπιτέλους ἀπαντήσει «ἐσύ», στήν ἐρώτηση «ποιός εἶναι» πού τῆς ἀπευθύνει ὁ Θεός, ἐνῶ ὅσο ἀπαντάει «ἐγώ», µένει ἀποκλεισµένη ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ σουφιστικοῦ Παραδείσου.
Πρόκειται, σέ γενικές γραµµές γιά τόν αὐτό τρόπο «σωτηρίας» πού περιγράφει ὁ Πλωτίνος στίς Ἐννεάδες (Ι.9): «Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ἦταν δύο, ἀλλά ἦταν ἕνα ὁ ὁρῶν (ὁ νεοπλατωνικός) µέ τόν ὁρώµενο (τόν «θεό»), δέν ἦταν ἁπλό ὅραµα, ἀλλά ἕνωση. … Εἶχε γίνει ἕνα καί αὐτός, χωρίς τίποτα νά τόν διακρίνει σέ σχέση πρός τόν ἑαυτό του, οὔτε πρός τά ἄλλα, διότι τίποτε δέν ἐκινεῖτο σέ αὐτόν, οὔτε πάθος («θυµός»), οὔτε ἐπιθυµία ἄλλου πράγµατος εὑρισκόταν σέ αὐτόν κατά τήν ἄνοδό του. Καταργήθηκε ὁ λόγος καί κάθε νόηση καί ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του σέ πλήρη βαθµό, ἄν εἶναι σωστό νά ποῦµε κάτι τέτοιο. Ἀλλά σάν νά εἶχε ἁρπαγεῖ ἤ νά εἶχε ἐνθουσιασθεῖ ἥσυχα σέ ἀποµόνωση καί νά εἶχε βρεθεῖ σέ κατάσταση γαλήνια, χωρίς νά στρέφεται πρός τή δική του οὐσία καθόλου, οὔτε νά ἐπιστρέφει πρός τόν ἑαυτό του ….Καί αὐτός εἶναι ὁ βίος θεῶν καί ἀνθρώπων πού εἶναι θεῖοι καί εὐδαίµονες,… φυγή τοῦ µόνου πρός τόν µόνον».
Εἶναι πράγµατι ἀρκετά διαδεδοµένη, ἴσως κυρίαρχη, ἡ ἰδέα ὅτι ὁ µυστικισµός συνίσταται σέ αὐτή τήν ἐπιδίωξη τοῦ ἀφανισµοῦ καί τῆς συγχώνευσης τῆς ψυχῆς µέ τόν Θεό. Γιά παράδειγµα, σύµφωνα µέ ἕναν διαδεδοµένο ὁρισµό του: «Μυστικισµός εἶναι ἡ ἄρσις τῆς διαφορᾶς µεταξύ ὑποκειµένου καί ἀντικειµένου…Μεταξύ ἐγώ καί µή Ἐγώ. Ἐν τῇ σφαίρα τῆς θρησκείας, (ἐνν. ὁ µυστικισµός εἶναι ἡ) ἕνωσις τῆς ψυχῆς µέ τήν θείαν οὐσίαν τοῦ παντός, ἡ συγχώνευσις αὐτῆς µέ τό θεῖον µέχρι πλήρους ἐκµηδενίσεως αὐτῆς». Κατά ἄλλον δέ ὁρισµό: «Ἡ ὑπερπήδηση ὅλων τῶν συνήθων ἐµποδίων ἀνάµεσα στό ἄτοµο καί στό Ἀπόλυτο συνιστᾶ τό µεγάλο ἐπίτευγµα τῶν µυστικιστῶν».
Στήν πραγµατικότητα αὐτός ὁ τύπος τοῦ µυστικισµοῦ συνιστᾶ µόνο τή µιά ἐκδοχή του, τή λεγόµενη «πανθεϊστική». Κατά τήν ἐκδοχή αὐτή, ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ ἄνθρωπος ἀντιµετωπίζεται ὡς ἕνα ὄν πού πρέπει, τρόπον τινά, νά ἐξαφανισθεῖ καί νά αὐτοκαταργηθεῖ, ἀπορροφώµενος στήν ὕψιστη πραγµατικότητα ἑνός ὑπερπροσωπικοῦ ἤ ἀπρόσωπου Ἀπολύτου, τό ὁποῖο κατονοµάζεται σέ γένος οὐδέτερο πότε ὡς «Ἕν», πότε ὡς «Θεῖον», πότε ὡς «Μπράχµαν», ποτέ δέ ὡς προσωπικός Θεός Πατήρ, πού µπορεῖ νά συνοµιλήσει µέ τόν ἄνθρωπο «ὡς φίλος πρός φίλον».
Ἕνα χαρακτηριστικό τοῦ µυστικισµοῦ αὐτοῦ πού τοῦ προσδίδει µιά παραπλανητική ἑλκυστικότητα εἶναι ἡ ποιητική χρήση ἀγαπολογικῶν φράσεων καί εἰκόνων γιά τήν ἕνωση µέ τό Θεῖον καί τήν ἐκµηδένιση τοῦ «ἐγώ». Χαρακτηριστικά ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι τά ποιήµατα τοῦ προαναφερθέντος Jalal-Al-Din Rumi, ἀλλά καί τῶν λεγόµενων «τροβαδούρων τοῦ Μεσαίωνα». Ἴσως, δέ ἡ ἀπήχησή του αὐτή νά εἶναι ἐντονώτερη σέ ἀνθρώπους πού ἡ ψυχική τους προδιάθεση τούς παρακινεῖ νά θεωροῦν ὅτι ἡ ἐξασφάλιση καί ἡ εὐτυχία τους συνίστανται στήν αὐτό-ἐγκατάλειψή τους ἐντός µιᾶς ἀδιατάρακτης σιωπηλῆς πραγµατικότητας πού τούς περικλείει καί τούς ὑπερβαίνει. Ὅµως, ἄν καί στό πλαίσιο τοῦ πανθεϊστικοῦ µυστικισµοῦ γίνεται λόγος γιά ἐγκατάλειψη τοῦ «ἐγώ» καί γιά «ἕνωση» µέ τόν ἀγαπηµένο Θεό, χρησιµοποιοῦνται, δηλαδή, ἐκφράσεις ἀνάλογες µέ ἐκφράσεις πού ἠχοῦν οἰκεῖες στούς Χριστιανούς, εἶναι ἰδιαίτερα σηµαντικό νά διευκρινισθεῖ τό ὅτι, δέν πρόκειται, στήν πραγµατικότητα, γιά τήν ἁπλῆ ἀπόρριψη τοῦ ἐγωισµοῦ καί τοῦ ἰδιόρρυθµου γνωµικοῦ θελήµατος, τό ὁποῖο κατά τή Χριστιανική διδασκαλία, πρέπει, πράγµατι, νά εὐθυγραµµισθεῖ µέ τό φυσικό θέληµα, ὥστε νά γίνει «ἡ γνώµη ἰσονοµοῦσα τῇ φύσει» (βλ. Ἁγίου Μαξίµου Ὁµολογητοῦ, «Περί Θεολογίας Ἑκατοντάς Ἕκτη, νδ’»), ἀλλά γιά τήν ἀπόρριψη τοῦ ὅλου ἑαυτοῦ, ὁ ὁποῖος πρέπει νά αὐτοκαταργηθεῖ καί νά µή θέλει, νά µήν νοεῖ καί νά µήν αἰσθάνεται τίποτε ὡς συνειδητός ἄνθρωπος, προκειµένου ἔτσι νά ἐπιτύχει τήν «unio mystica» (=µυστική ἕνωση µέ τόν Θεό). Σέ αὐτή, ὅµως, τήν περίπτωση, ὅταν δηλαδή καταργεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἡ σχέση µέ Αὐτόν δέν µπορεῖ λογικά νά ὑπάρξει, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη ὡς σχέση «συνεισάγει τά σχετά», προϋποθέτει, δηλαδή, τήν αὐτοτελῆ ὕπαρξη τῶν δύο (τουλάχιστον) ὅρων πού συνιστοῦν κάθε σχέση, καί ἐν προκειµένῳ ἀφ’ ἑνός τοῦ Θεοῦ καί ἀφ’ ἑτέρου τοῦ ἀνθρώπου πού σχετίζονται µεταξύ τους. Ἄρα, στό πλαίσιο τοῦ πανθεϊστικοῦ µυστικισµοῦ, παρά τήν πληθώρα τῶν λατρευτικῶν καί ἀγαπητικῶν φράσεων πού ἐνίοτε χρησιµοποιοῦνται, δέν ὑπάρχει στήν πραγµατικότητα καµία δυνατότητα σχέσης καί ἀγάπης.
Ὁ ἅγιος Συµεών ὁ Νέος Θεολόγος σέ ἕναν ἀπό τούς λόγους του ἔχει τονίσει τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανισµοῦ ἀπό τήν ἄποψη αὐτή. Συγκεκριµένα στόν 45ο Λόγο του, ἀναφερόµενος σέ ἐκείνους πού διέδιδαν καί ὑποστήριζαν στήν ἐποχή του παρόµοιους ἰσχυρισµούς, λέει τά ἑξῆς: «Διατί αὐτοί, ὅταν ἀκούουν ὅτι ὁ δεῖνα Ἅγιος ἦλθεν εἰς θεωρίαν Θεοῦ καί ἁρπάχθη ὁ νοῦς του καί ἔκαµε τόσας καί τόσας ἡµέρας καί νύκτας, χωρίς νά ἐνθυµηθῆ ὁλότελα κανένα ἀπό τά γήϊνα, ἀλλά µαζή µέ ὅλα τά ἄλλα ἐλησµόνησεν καί τό ἴδιον του σῶµα καί ἔµεινε κολληµένος εἰς τήν θεωρίαν ἐκείνην ὅλος µέ ὅλην τήν ψυχήν καί µέ ὅλας ὁµοῦ τάς αἰσθήσεις του. Ἀκούοντες, λέγω, τοῦτο λογιάζουν ὅτι θέλει γένη ἕνα παρόµοιον καί εἰς τήν ἄλλην ζωήν ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν καί δέν γνωρίζουν τελείως τά Θεῖα καί πνευµατικά καί τά µυστήρια τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, τά ἀόρατα καί ἀκατανόητα καί ἀγνώριστα εἰς τούς ἐσκοτισµένους. Μήτε ἔχουν εἴδησιν πώς ἡ ἁρπαγή αὐτή τοῦ νοός δέν εἶναι τῶν τελείων, ἀλλά τῶν ἀρχαρίων… Καί καθώς ἐκεῖνος πού εἶναι µέσα εἰς τήν σκοτεινήν φυλακήν … ἀνοιχθῆ καµία τρύπα ἐπάνω εἰς τήν σκέπην τῆς φυλακῆς καί ἔξαφνα ἴδη ὀλίγον καί ὅσον εἶναι τό ἄνοιγµα τῆς τρύπας τό φῶς τοῦ οὐρανοῦ… παρευθύς λέγω αὐτός ἔρχεται εἰς ἔκστασιν καί γίνεται ὡσάν ἔξω φρενῶν, κοιτάζωντας µέ τά µάτια του πολλήν ὥραν εἰς τά ἄνω… Καί νοµίζεται ἀπό ἐκείνους πού δέν βλέπουν καλῶς ὡς ἐξεστηκώς… Ἀµή, ἀφοῦ πολυκαιρίση ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν θεωρίαν ἐκείνου τοῦ ὀλίγου φωτός… ἀνοίγεται λέγω ἀπό τό φῶς ἐκεῖνο ὁ νοῦς του µάλιστα ἤ ὁ οὐρανός. Καί ἔτζι ἐµβαίνει µέσα εἰς τήν κατοικίαν τῆς ψυχῆς του, ἤγουν εἰς τό κορµί του ἐκεῖνο τό θαυµαστόν καί ὑπέρλαµπρον φῶς καί φωτίζει αὐτόν σύµµετρα…».
Ὁ ἅγιος Συµεών ἀναιρεῖ παράλληλα καί τόν ἄλλο ἰσχυρισµό συγχρόνων του, σύµφωνα µέ τόν ὁποῖο οἱ ἅγιοι «δέν βλέπουν, οὔτε γνωρίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅταν ἔλθουν εἰς τήν θεωρίαν τοῦ Θεοῦ», ἕναν ἰσχυρισµό ἀντίστοιχο, δηλαδή, µέ ἐκεῖνον τοῦ Πλωτίνου πού ἔγραψε ὅτι ὁ εὐδαίµων βίος εἶναι ὁ ἐν ἀποµονώσει βίος ἐκείνου πού «φεύγει µόνος πρός τόν µόνον (=θεόν)». Ὁ ἅγιος θά πεῖ σχετικά: «Ἐπειδή λέγουν ὅτι θέλει εὑρίσκονται καί τότε οἱ Ἅγιοι ὡσάν εἰς ἔκστασιν, καθώς καί ἐδῶ ἔρχονται καµίαν φοράν εἰς ἔκστασιν Θείαν καί ἔτζι ἔχουν νά ἀλησµονήσουν καί τόν ἑαυτόν τους καί ὅλους τούς ἄλλους πού εὑρίσκονται µαζί τους. Καί φαίνονται ἀπό τοῦτο, ὁποῦ λέγουν, πώς ἐννοοῦν κακῶς τάς Θείας Γραφάς καί λογιάζουν ὅτι ἡ ἰδία ἀλλοίωσις καί ἁρπαγή θέλει γένη τότε εἰς τούς Ἁγίους, καθώς γίνεται εἰς αὐτούς καί ἐδῶ… Ἀνίσως λοιπόν οἱ Ἅγιοι γίνωνται ὅµοιοι µέ τόν Θεόν καί θέλει γνωρίσουν τόν Θεόν τόσον, ὅσον ἐγνώρισεν αὐτούς ὁ Θεός καί ἀνίσως, καθώς γνωρίζει ὁ Πατήρ τόν Υἱόν καί ὁ Υἱός τόν Πατέρα, ἔτζι καί οἱ Ἅγιοι µέλλουν νά βλέπουν καί νά γνωρίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἀλλά καί ἐκεῖνοι ἀκόµη, ὅπου δέν εἶδαν τότε ὁ ἕνας τόν ἄλλον σωµατικῶς εἰς τοῦτον τόν κόσµον, ἐκεῖ ἔχουν νά γνωρισθοῦν…».
Τά κείµενα τοῦ ἁγίου Συµεών εἶναι σαφῆ, εἶναι, ὅµως, σκόπιµο νά ἀναφερθεῖ καί µιά ἄλλη διάσταση τοῦ θέµατος, στήν ὁποία δέν ἀναφέρεται ρητῶς ὁ Ἅγιος. Πρόκειται γιά τό ὅτι δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι ἡ σχέση καί ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ µέ τόν ἄνθρωπο συνίσταται ἁπλῶς καί µόνο στήν ἐξωτερική τρόπον τινά µίµηση τοῦ Θεοῦ καί στήν ἁπλή σύµπτωση καί στή συµπόρευση τῶν θελήσεων τοῦ Θεοῦ ἀφ’ ἑνός καί τοῦ ἀνθρώπου ἀφ’ ἑτέρου, ὅπως ἰσχυρίσθηκε ἀπό τήν πλευρά του ὁ Βερνάρδος τοῦ Κλαιρβώ, πού ἔχει ἀναγνωρισθεῖ ὡς κορυφαῖος «µυστικός ἅγιος» τῆς «Ρωµαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας» καί ὁ ὁποῖος δίδασκε, προκειµένου –καί αὐτός ἀπό τήν πλευρά του– νά διαχωρίσει τόν Χριστιανικό ἀπό τόν πανθεϊστικό µυστικισµό, ὅτι: «Ὁ ἄνθρωπος καί ὁ Θεός, ἐπειδή δέν ἔχουν τήν αὐτή ὑπόσταση ἤ φύση, δέν µποροῦν νά ἀποκληθοῦν ἕνα πρᾶγµα (Ἕνα, ὅπως ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός). Ἀλλά εἶναι δυνατόν, κατ’ ἀκρίβειαν, νά ἀποκληθοῦν «ἕν πνεῦµα», ἐάν προσκολλῶνται ὁ ἕνας µέ τόν Ἄλλον µέ τόν δεσµό τῆς ἀγάπης. Ἀλλά αὐτή ἡ ἑνότητα δέν ἐπέρχεται µέ τήν συνάφεια τῶν οὐσιῶν, ἀλλά µέ τήν σύµπτωση τῶν θελήσεων. Ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή ὑπάρχουν καί εἶναι χωριστοί µέ τίς δικές τους θελήσεις καί οὐσίες, κατοικοῦν ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ὄχι συγκεκραµένοι ὡς πρός τήν οὐσία, ἀλλά σύµφωνοι στή θέληση» (Sermon Ixxi).
Στό κείµενο αὐτό γίνεται ἐµφανής ἡ ἐλλιπής ὁρολογία τῆς «Ρωµαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας», ἡ ὁποία γνωρίζει τίς ἔννοιες τῆς «οὐσίας» καί τῆς «ὑπόστασης», ἀγνοεῖ, ὅµως, τήν ἔννοια τῆς «ἐνέργειας» καί ἀναγκάζεται ἔτσι νά περιγράψει τήν ἕνωση αὐτή ὡς ἕνωση, µόνο, τῶν θελήσεων. Εἶναι, ὅµως, ἀκριβῶς ὡς πρός τήν «ἐνέργειαν», ὅπως θά διδάξει ὁ ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης (βλ. «Ἀπολογία ὑπέρ τοῦ ἐν τῷ Ἀοράτῳ Πολέµῳ κειµένου σηµειώµατος περί τῆς Κυρίας ἡµῶν Θεοτόκου»), ἀνακεφαλαιώνοντας στό θέµα αὐτό τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαµᾶ, ὡς πρός τήν ὁποίαν τά κτίσµατα µετέχουν τοῦ Θεοῦ καί ἑνώνονται µέ Αὐτόν, καί ὄχι ὡς πρός τήν «οὐσίαν» ἤ τήν «ὑπόστασιν», ὅπως, ἀντιθέτως, θά ἰσχυριζόταν ὁ πανθεϊστικός µυστικισµός, ἐάν ἐγνώριζε καί χρησιµοποιοῦσε τήν ὁρολογία αὐτή.
Τοῦτο, διότι κατά τόν «ἀναβατικώτερον» καί «βαθύτερον» λόγον τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου «τρία εὑρίσκονται ἐν τῷ Θεῶ, οὐσία, ὑποστάσεις καί ἐνέργεια. Ἡ ἐνέργεια εἶναι ἐξωτέρα, ἡ ὑπόστασις ἐνδοτέρα καί ἡ οὐσία ἐνδοτάτη». Ἔτσι, τρεῖς εἶναι οἱ ἑνώσεις καί οἱ σχέσεις στίς ὁποῖες εὑρίσκεται ὁ Θεός: κατά τήν οὐσίαν εἶναι ἑνωµένος ὁ Πατήρ µέ τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦµα, κατά τήν ὑπόστασιν εἶναι ἑνωµένος ὁ Υἱός µέ τήν ἀνθρώπινη φύση καί κατά τήν ἐνέργειαν µέ τά λοιπά κτίσµατα, τά νοητά καί τά αἰσθητά, µεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ καθέκαστον ἄνθρωποι. Ἑποµένως, ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανικός µυστικισµός διαφέρει τόσο ἀπό τόν λεγόµενο πανθεϊστικό ἤ µονιστικό µυστικισµό, διότι δέν διδάσκει τήν πλήρη ταύτιση (πού ἰσοδυναµεῖ µέ ἐκµηδένιση) τοῦ ἀνθρώπου µέ τόν Θεό, ὅσο καί ἀπό τόν λεγόµενο θεϊστικό µυστικισµό, κατά τό ὅτι δέχεται τή δυνατότητα τῆς πραγµατικῆς ἕνωσης τοῦ ἀνθρώπου µέ τήν τρόπον τινά «ἐξώτερη πλευρά» τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν Ἐνέργειά Του.
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 249
Μάϊος 2023