ΠΩΣ ΑΠΟ ΡΩΜΑΙΟΙ, ΓΙΝΑΜΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΑΓΙΑΔΕΣ;

570 χρόνια ἀπό τήν Ἅλωση,
ἐξόριστοι ἀπό τήν Πατρογονική µας Κληρονοµιά!

 

ΠΩΣ ΑΠΟ ΡΩΜΑΙΟΙ,

ΓΙΝΑΜΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΑΓΙΑΔΕΣ;

 

Αὐτόν τόν χρόνο πού διανύουµε, συµπληρώνονται 570 χρόνια ἀπό τόν Μάϊο τοῦ 1453, τότε πού, ἀπό Ρωµαῖοι, γίναµε –πρός Πανευρωπαϊκή ἀνακούφιση– Ἕλληνες ραγιάδες! Αὐτό τό ὄνοµα καί αὐτόν τόν ρόλο προώριζαν πάντα γιά ἐµᾶς, µέ θαυµαστή, πράγµατι, ὁµοψυχία, ὅλοι οἱ ἡγεµόνες τῶν Εὐρωπαϊκῶν ἡγεµονιῶν, ἀπό τό 800 µ.Χ καί µετά (γιά νά µήν ἀναφερθοῦµε καί στίς προηγούµενες ὑποτιµητικές σέ βάρος µας νύξεις) ὅταν ὁ Πάπας Λέων ὁ Γ´ ἔστεψε τόν Κάρολο, ἕναν βασιλέα τῶν Φράγκων (ἑνός συνόλου Γερµανικῶν φυλῶν πού κατοικοῦσαν στά σηµερινά ἐδάφη τοῦ Βελγίου, τῆς Γαλλίας, τοῦ Λουξεµβούργου, τῶν Κάτω Χωρῶν καί τῆς δυτικῆς Γερµανίας) ὡς... Ἅγιο Ρωµαῖο Αὐτοκράτορα! Καί, ἀπό Κάρολο, τόν ἔκανε Καρλοµάγνο, δηλαδή Μέγα Κάρολο(!), Μεγάλο αὐτοκράτορα τῶν Ρωµαίων. Ἑποµένως, µέ ἕναν τέτοιον ... ‘‘Μεγάλο’’ Αὐτοκράτορα(!) στή Δύση, οἱ βάρβαροι, πού γκρέµισαν τήν Ρωµαϊκή αὐτοκρατορία, πῆραν δικαιωµατικά τή θέση της καί, ἀπό βάρβαροι ἔγιναν Ρωµαῖοι, γνήσιοι Ρωµαῖοι. Καί γιά νά µήν τούς ἀµφισβητήσει κανείς τήν Ρωµαϊκή  ἀποκλειστικότητα, ὑποβίβασαν τόν «πιστόν ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ βασιλέα καί αὐτοκράτορα τῶν Ρωµαίων» τῆς Ἀνατολικῆς Ρωµαϊκῆς Αὐτοκρατορίας», σέ «βασιλέα τῶν Γραικῶν»!

Ἀπό    τόν Καρλοµάγνο καί µετά, δέν σταµάτησαν νά ἀγνοοῦν, νά ὑποτιµοῦν, νά δυσφηµοῦν καί νά  συκοφαντοῦν µέ κάθε τρόπο τούς Ρωµαίους τῆς Ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας, ἀπαξιώνοντας κάθε ὑπεροχή τους καί πριονίζοντας, µέ ὅποιον τρόπο εἶχαν, τά θεµέλια τῆς αὐτοκρατορίας τους, µέ ἀποκορύφωµα τήν ὁλοκληρωτική λεηλασία καί σχεδόν καταστροφή τῆς Κωνσταντινούπολης ὅταν πάτησαν τό πόδι τους σέ αὐτήν, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1204. Μέχρι πού, ἐπιτέλους, τόν Μάϊο τοῦ 1453 ὁ πόθος τῆς καρδιᾶς τους ἔγινε πραγµατικότητα, ἡ Ἀνατολική Ρωµαϊκή αὐτοκρατορία ἔσβησε καί οἱ περήφανοι Ρωµαῖοι ἔγιναν Γραικοί σκλάβοι! Καί δέν ξέχασαν µέσα στή χαρά καί στό θρίαµβό τους, νά πάρουν ὅρκο ὅτι θά φρόντιζαν νά τούς κρατήσουν  ἐς ἀεί Γραικούς Ἕλληνες καί ὑποταγµένους στούς “ἐκ τῆς Ἑσπερίας φίλους καί συµµάχους”, ἄν ἤθελαν ποτέ νά ξαναδοῦν µιά µέρα ἐλευθερίας σέ ἕνα µικροσκοπικό καλυβάκι, µιά τόση δά γωνίτσα τοῦ τεράστιου ὑποστατικοῦ, πού κάποτε ἀποτελοῦσε τήν Πατρογονική τους γῆ καί κληρονοµιά!

   Πεντακόσια ἑβδοµῆντα χρόνια, µπορεῖ νά εἶναι µιά σταγόνα µπροστά στήν αἰωνιότητα, εἶναι ὅµως µεγάλο διάστηµα γιά τόν πεπερασµένο ἀνθρώπινο χρόνο καί, κυρίως, γιά τήν “κοντόφθαλµη” ἀνθρώπινη µνήµη. Καί φθάσαµε, τώρα, νά εἴµαστε ἐξοµοιωµένοι σέ ὅλα µέ τά Δυτικά πρότυπα καί ἰνδάλµατά µας καί νά µήν χρειάζεται πιά νά µᾶς ὑποτιµήσει κανείς, γιά τόν πολύ ἁπλό λόγο, ὅτι ἐµεῖς ξέρουµε νά ὑποτιµοῦµε τόν ἑαυτό µας (καί στή θεωρία καί στήν πράξη) καλύτερα καί ἀπό τόν χειρότερο ἐχθρό µας.

   Ἡ µεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας τῶν γραφοµένων µου, εἶναι ἡ ἐρώτηση παιδιοῦ τοῦ Γυµνασίου, πού µοῦ ζητοῦσε ἐξηγήσεις τί ἀκριβῶς ἐννοῶ µέ τούς Ἕλληνες καί τούς Ρωµαίους,  γιατί οὔτε καί ἡ καθηγήτρια τῆς Ἱστορίας ἤξερε ἀκριβῶς νά τούς ἐξηγήσει καί «κάτι ἔλεγε σέ µιά ἀκαταλαβίστικη γλῶσσα, πού δέν καταλάβαινε οὔτε ἡ ἴδια»! Τά εἰσαγωγικά εἶναι δική µου διατύπωση, ὄχι τοῦ εὐγενέστατου παιδιοῦ. Ἀλλά ὅπως καί νά ἔχει τό πρᾶγµα, µπορεῖ κανείς νά µήν δεῖ ὅτι, ἡ ἑπόµενη, ἤ, τό, πολύ,  µεθεπόµενη γενεά µας θά ζήσει µέ πλήρη ἱστορική ἀµνησία; Καί, τί λέω ἡ ἑπόµενη;

   Τό χῶµα τοῦ τόπου µας, αὐτό πού κάθε µέρα πατοῦν τά πόδια µας καί δέν τοῦ δίνουµε σηµασία, δέν εἶναι κόκκινο, ἄν καί θά ἔπρεπε νά εἶναι. Γιά ὑπολογῖστε πόσους τόνους αἷµα ἔχει πιεῖ. Πόσα ἑκατοµµύρια νεκρούς ἔχει σκεπάσει; Πόσα ὀστᾶ ἔχει καταπιεῖ;  Μόνον σέ µιά ἀνασκαφή, θυµᾶµαι, πρίν ἀρκετά χρόνια, στό Κάστρο, στό Χλεµούτσι, µιά τεράστια γαλαρία µέ στοιβαγµένα τό ἕνα πάνω στό ἄλλο πλαστικά καί ξύλινα κιβώτια, σειρές καί σειρές, γεµᾶτα κρανία καί ὀστᾶ ἀπό τήν ἀνασκαφή. Μόνον σέ ἕνα µέρος. Μόνον σέ µία ἀνασκαφή! Τό χῶµα δέν ξεχνάει. Τό χῶµα θυµᾶται καί διατηρεῖ τή µνήµη του µέσα στή σιωπή καί στό σκοτάδι. Οἱ ἄνθρωποι εἴµαστε πού ἔχουµε µνήµη χρυσόψαρου.

   Πόσες φορές, ἔχω σκεφτεῖ, ὅταν βλέπω τά βράδια τά ξέχειλα µπαράκια καί µαγαζάκια, πού ἔχουν ξεφυτρώσει στή γειτονιά µας πιό πυκνά κι ἀπό µανιτάρια σέ σκιερό καί ὑγρό δάσος, τρυπωµένα σέ µισοκρυµµένα ἰσόγεια καί ὑπόγεια πολυκατοικιῶν, ὅπως τά µανιτάρια κρύβονται πλάϊ στίς ρίζες καί κάτω ἀπό τά χαµηλά κλαριά τῶν δέντρων, πόσες φορές δέν ἔχω τήν παρόρµηση νά µπῶ καί νά ρωτήσω τό µέλλον τῆς φυλῆς µας, πού µαζεύεται κοπαδιαστά ἐκεῖ, νά µοῦ ποῦν ἄν ξέρουν ποῦ ἀνήκουν, ἀπό ποῦ ἦρθαν καί ποῦ πηγαίνουν, νά µοῦ ποῦν πόσο πίσω φτάνει ἡ µνήµη τους, πόσο κάτω, βαθειά, φτάνουν οἱ ρίζες τους.

   Κι’ ἄν αὐτοί, οἱ νεαροί καί νεαρές εἶναι τό µέλλον τῆς φυλῆς µας, τί µνήµη µπορεῖ νά διατηρηθεῖ µέσα στήν ὀχλοβοή καί στίς περίεργες ἀναθυµιάσεις, ἐκεῖ πού µπερδεύονται ἀκόµα καί τά ὅρια τῆς πραγµατικότητας µέ τήν παραίσθηση;

   Αὐτό τό µέλλον, εἶδε, ἄραγε, µέ κάποιον µυστικό καί ἀπεγνωσµένο τρόπο, ἐκείνη τήν τελευταία στιγµή, ὁ τελευταῖος Ρωµαῖος αὐτοκράτορας, Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, ὅταν εἶδε, πέρα ἀπό κάθε ἀµφιβολία, ὅτι ἦταν θέληµα τοῦ Θεοῦ ὁ κόσµος του, ἡ γενεά του, τό Γένος του νά χαθεῖ; Τί εἶδε, ἄραγε, ἐκεῖνος, µέσα στό σκοτάδι, στούς ἀλαλαγµούς, στή φωτιά καί στό θάνατο, πού πράγµατι θολώνει τά ὅρια της πραγµατικότητας µε τήν παραίσθηση; Ποιός ἄλλος ξέρει, ἐκτός ἀπό τούς πολέµαρχους Ἁγίους, πού κατέβηκαν ἀπό τίς τοιχογραφίες τῶν ἐκκλησιῶν γιά νά τόν στηρίξουν καί νά πολεµήσουν πλάϊ του στίς τελευταῖες του στιγµές; Ἐκεῖνοι ἔβλεπαν τό µέλλον πού ἐµεῖς βλέπουµε σήµερα. Ἐκεῖνος ἴσως ἔβλεπε µόνο τό τέλος καί ὑπέθετε τά ὑπόλοιπα. Ἀλλά, ὅ,τι καί νά ἔβλεπε, ὅ,τι κι ἄν ἤξερε, τί ἄλλο τοῦ ἔµενε νά κάνει, ἀπό αὐτό πού τοῦ ὑπαγόρευσε ἡ γενναία, ἀπελπισµένη, γεµάτη αὐταπάρνηση ψυχή του, ἀπό αὐτό πού ἔκανε καί µᾶς τό περιγράφει τόσο γλαφυρά στήν Ἱστορία του, ὁ John Julius Norwich: «… καί ὁ Κωνσταντῖνος ξηλώνοντας ὅλα τά αὐτοκρατορικά διάσηµα, ἔπεσε ἐκεῖ ὅπου ἡ µάχη µαινόταν περισσότερο. Ἀπό τότε δέν τόν εἶδε ξανά κανένας!».

Ἐµᾶς, τί µᾶς µένει ἄραγε, νά κάνουµε;

 

 

Νινέττα Βολουδάκη

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 249

Μάϊος 2023