«Ὅτι Ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν καί ἐν Ἁγίοις ἐπαναπαύῃ…»

«Ὅτι Ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν
 καί ἐν Ἁγίοις ἐπαναπαύῃ…»

 

πειρες, ἀμέτρητες φορές, οἱ μέν Ἱερεῖς ἐξεφώνησαν, ἐμεῖς δέ οἱ ὑπόλοιποι ἀκούσαμε ἐκφωνούμενη στίς Ἱερές Ἀκολουθίες τήν προσευχητική αὐτή κατάληξη.

Κι ὅμως, ἀπ’ ὅλες τίς ἐκφωνήσεις ἴσως, αὐτή εἰδικά «δέν χορταίνεται», ὅσες φορές κι ἄν ἀκουσθεῖ, ἐάν - ἐννοεῖται – δέν «μετεωρίζεται» ὁ νοῦς μας τήν ὥρα ἐκείνη, ἀλλά προσέχουμε τό νόημά της.

Ἀλήθεια, τί θά λέγατε – αὐτή τή στιγμή πού δέν εὑρισκόμαστε σέ Ἀκολουθία - ἄν «μετεωριζόμασταν» τώρα ἐμεῖς, μελετῶντας λίγο τό νόημα αὐτοῦ τοῦ προσευχητικοῦ στίχου; Ἄν, δηλαδή, «ἀδολεσχούσαμε» κάπως στό Ὀρθόδοξο φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας, πού μέ αὐτόν κατ’ ἐξοχήν τόν στῖχο διατυπώνεται; Ἄλλωστε, ἐλέῳ Θεοῦ, ἀξιωνόμαστε καί πάλι νά διανύουμε τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς· μία περίοδο, πού μᾶς ἐπιτρέπει – μήν εἰπῶ μᾶς ἐπιβάλλει – παράλληλα μέ τήν «νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή», νά μελετοῦμε λίγο περισσότερο κάποια ἱερά κείμενα, ἀποβλέποντας στήν λήψη «οὐρανίων χαρισμάτων», κατά τό λόγιον: «νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ, προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών». Καί μάλιστα, τοῦτο ἁρμόζει τώρα, σ’ αὐτή τήν ἱερά περίοδο, ἐν ὄψει καί τῆς ἐνδεχομένης τακτικῆς προσελεύσεως στόν «Ἄρτον» καί στό «Ποτήριον», «ζωῆς αἰωνιζούσης» - πάντοτε μέ τήν γνώμη τοῦ Πνευματικοῦ μας – ὁπότε καί πρέπει λίγο νά προβληματισθοῦμε κάπως, ἀκούοντας τόν Λειτουργό Ἱερέα νά ἐκφωνεῖ: «Τά Ἅγια τοῖς Ἁγίοις»! Καί ὁ Λειτουργός Ἱερέας μᾶς κάνει αὐτή τήν ἐπισήμανση, μᾶς ἐφιστᾶ τήν προσοχή – Πρόσχωμεν!  Τά (προηγιασμένα) Ἅγια τοῖς Ἁγίοις! – διότι, σύμφωνα μέ τήν μελετώμενη διατύπωση, «Ἅγιος ἐστίν ὁ Θεός ἡμῶν καί ἐν Ἁγίοις ἐπαναπαύεται».

Κάθε μέρα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καί γεραίρει μνῆμες πολλῶν Ἁγίων. Ὅταν στήν Ὀρθρινή Ἀκολουθία ἀκοῦμε ἤ διαβάζουμε στό σχετικό σημεῖο, πού εἶναι τό λεγόμενο «Συναξάριον», τά ὀνόματα τῶν καθημερινῶς ἑορταζομένων καί ἑορταζόντων Ἁγίων, τήν ὥρα ἐκείνη, γίνεται ἕνα νοητό, πνευματικό καί ἱεροκρύφιο «προσκλητήριο» - λίγο θυμίζει Στρατό – πού ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία εὐσεβῶς ἐπιτελεῖ, ἐπικαλουμένη μυστικῶς τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων αὐτῶν, πού κάποτε κι αὐτοί ἀνῆκαν ὡς μέλη στό σῶμα της καί τώρα «πῆραν μετάθεση» καί προΐστανται στήν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, περιμένοντας κι ἐμᾶς νά πάρουμε, μέ τή σειρά μας, «μετάθεση» σ’ αὐτήν τήν Ἄνω Στρατολογία… Αὐτοί ἦσαν καί εἶναι «οἱ Στρατιῶται τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου», κατά τό λόγιον τῆς «Παρακλητικῆς», στήν ἑβδομάδα τοῦ Α΄ ἤχου.

Ἡ ὥρα αὐτή, τῆς ἀναγνώσεως τοῦ «Συναξαρίου» εἶναι ἡ ἱερότερη στιγμή ὅλης τῆς ἡμέρας. Γίνεται τότε μία παρέλαση πνευματική, πού χαιρετίζεται Ὀρθοστάδην ἀπό ὅλους τούς παρόντες στόν Ναό, ὅσο κουρασμένοι ἴσως κι ἄν εἴμαστε τότε. Παρελαύνουν νοητῶς καί νοερῶς οἱ Ἅγιοι κάθε ἡμέρας, πού κι αὐτοί κάποτε ἦσαν «ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν»· ἔφεραν σῶμα, ὑπέστησαν ἀσθένειες, πάθη, πειρασμούς, «ὡς ἄνθρωποι σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον – τότε – οἰκοῦντες». Δέν ἦσαν οὐρανοκατέβατοι· ἦσαν ὅμως οὐρανόφρονες, ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῶν παθῶν καί – γιατί ὄχι; - τῶν ἁμαρτιῶν τους, πού κι αὐτοί, ἀνθρωπίνως, εἶχαν. Ὅλοι αὐτοί κάποτε, εὑρισκόμενοι στόν βίο τόν «φθαρτικόν» καί διαπλέοντες τό «μέγα πέλαγος», τό ἀειτάραχον καί πολυτάραχον, τῆς παρούσης ζωῆς, ὅλοι αὐτοί λοιπόν, κάποτε, «ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἔσχον»· ἀλλά, ἐπικαλούμενοι τό ἔλεος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, τοῦ «νικήσαντος τόν κόσμον», μέ πολλή ὑπομονή, ἔφθασαν καί προσωρμίσθησαν στόν γαλήνιο λιμένα, «καλῶς ἀθλήσαντες καί στεφανωθέντες». Καί τώρα, «ἐν οὐρανοῖς, τῶν ἐσόπτρων λυθέντων, καθαρῶς ἐποπτεύουσι τήν Ἁγίαν Τριάδα». Καί, φυσικά, πρεσβεύουν ὑπέρ ἡμῶν.

Πῶς λοιπόν, ὁ Ἅγιος Θεός, νά μήν ἐπαναπαύεται τώρα σ’αὐτούς, ὡς δίκαιος ἀγωνοθέτης καί στεφοδότης; Καί πῶς νά μήν εἰπεῖ σέ κάθε μία ἁγία ψυχή, πού νομίμως καί ἐμπόνως ἀγωνίσθηκε στήν «ἐν σαρκί ζωή» της, τά λόγια τοῦ Ἄσματος; «Ἀνάστα, ἐλθέ πλησίν μου, καλή μου, περιστερά μου, ὅτι ἰδού ὁ χειμών παρῆλθεν» (ᾎσμα  Ἀσμάτων, Β΄ 10-11). Πράγματι, ἡ κάθε μιά ἐξαγιασθεῖσα ψυχή, σ’αὐτήν τήν τιμητική θέση κατατάσσεται. Ὁ κάθε Ἅγιος, εἴτε μέ τόν Α, εἴτε μέ τόν Β, Γ, …Ω τρόπο, ἀφοῦ «νομίμως» ἀγωνίσθηκε – διότι, σύμφωνα μέ τό γνωστό παύλειο λόγιο, «οὐδείς στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ» - τώρα, ἐφ’ ὅσον κατά πρῶτον «ἔδωσε αἷμα», δικαίως «ἔλαβε πνεῦμα»· κατά τόν νόμον, πού λέγει «δός αἷμα καί λάβε πνεῦμα· δεῖξον ἔργα καί ἀπαίτει μισθούς», καί αὐτοί, οἱ Ἅγιοι, μέ τήν ποικίλη ὑπομονή τους στόν παρόντα βίον, ἔδειξαν ἔργα προσωπικῆς, ὁ καθ’ ἕνας, πνευματικῆς ὑφῆς καί ἀξίας. Μέ ἕναν ἐντελῶς προσωπικό-ἀτομικό ἀγῶνα, πού τόν κάνει καί τόν ἀναδεικνύει μοναδικόν καί ἀνεπανάληπτον μέσα στό Ἁγιολόγιον, «εἰσῆλθεν εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου» του. Ὁ καθ’ ἕνας τους, βάδισε μιά ξεχωριστή ὁδό ἐξαγιασμοῦ, πού οὐδέποτε ταυτίσθηκε ἐπακριβῶς μέ κάποιου ἄλλου Ἁγίου ἐξαγιαστική πορεία καί ἀγῶνα. Ὁ καθ’ ἕνας τους ἀποτελεῖ ἕνα ξεχωριστό βιβλίο ζωῆς, μέ τόν δικό του προσωπικό Πρόλογο-Κυρίως Θέμα καί Ἐπίλογο. Κι αὐτό τό βιβλίο ζωῆς, εἶναι «ἐπιστολή γινωσκομένη καί ἀναγινωσκομένη», εἶναι ἰδιόγραφο, χειρόγραφο. Μέ πολύ αἷμα, ἀντί γιά μελάνη, τό ἔγραψε· μέ πολύ ἱδρῶτα, πόνο, θλίψη, ὑπομονή, προσδοκία… Κι ἔτσι, ὁ Ἅγιος Θεός, ἐπαναπαύθηκε σ’ αὐτούς. Οἱ Ἅγιοί μας ἦσαν καί εἶναι, κατά τήν Ἱεράν Ἀποκάλυψιν, «οἱ περιβεβλημένοι τάς στολάς τάς λευκάς…οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης· καί ἔπλυναν τάς στολάς αὐτῶν καί ἐλεύκαναν αὐτάς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου· διά τοῦτο εἰσιν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καί Λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καί νυκτός ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ· καί ὁ καθήμενος ἐπί τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ’ αὐτούς… καί ἐξαλείψει ὁ Θεός πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, κεφ. 7ον, στίχ. 13-17). Γι’ αὐτούς πλέον, «ὁ χειμών παρῆλθεν», ὅπως προσημειώσαμε στό χωρίο τοῦ Ἄσματος Ἀσμάτων. Καί ὁ χειμώνας αὐτός, τῆς πολυτάραχης καί ἀειτάραχης βιοτικῆς ποντοπορείας, ἔδωσε τή θέση του στήν αἰώνια κατάπαυση καί ἀνάπαυση, στήν αἰώνια ἄνοιξη…

Τώρα, ὅμως, ἡ σειρά μας! Ἀφοῦ ἀκόμη «σάρκα φοροῦμε καί τόν κόσμο οἰκοῦμε»· ἀφοῦ ἀκόμη, γιά μᾶς, «ὁ χειμών οὔπω παρῆλθεν». Ποιός ξέρει, γιά τόν καθένα μας, πότε, πῶς καί ποῦ θά «παρέλθει» καί θά λάβει τέλος; Ὅλα τά σχετικά μέ αὐτά, «ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ». Ὁ κάθε χειμώνας, φυσιολογικῶς, φέρνει μαζί του κρῦα, χιόνια, βροχές καί θύελλες, ἴσως καί καταστροφές ἀγροτο-γεωργικῶν κόπων καί πόνων, καθώς καί τόσα ἄλλα παρομοίας φύσεως. Ὅλα αὐτά, ἄν μεταφορικῶς μεταγραφοῦν στό πνευματικό πεδίο, ἑρμηνεύονται ποικιλοτρόπως. Ὁ χειμώνας τοῦ καθ’ ἑνός μας, ἔχει τά δικά του κρύα, χιόνια, βροχές καί τά τούτοις ὅμοια. Καί ποιός ξέρει, πόσους τέτοιους νοητούς χειμῶνες θά περάσουμε ἀκόμη, μέχρι νά ἀκούσουμε τήν φωνή τοῦ Ἄσματος: «Ἀνάστα, ἐλθέ πλησίον μου· ὅτι ἰδού ὁ χειμών παρῆλθεν» (βλ. παραπάνω).

«Ταῦτα μελέτα· ἐν τούτοις ἴσθι» (πρός Τιμόθεον Α΄, κεφ. Δ΄, στίχ. 15), μᾶς προτρέπει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Καί, ἴσως, μελετῶντας καί ἀναλογιζόμενοι αὐτά – κατά τήν ἀρχική τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ προτροπή – θά μᾶς πιάσει ἴλιγγος, ἀνθρωπίνως βεβαίως. Καί ὅταν θά ἀκοῦμε τόν Ἱερέα νά ἐκφωνεῖ: «ὅτι Ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν καί ἐν Ἁγίοις ἐπαναπαύῃ», ἴσως θά ταρακουνηθοῦμε λίγο· (καλό εἶναι αὐτό)· κι ὅταν, ἀκόμη περισσότερο, αὐτός ὁ Ἱερέας θά ὑψώσει τήν φωνή λέγων «Πρόσχωμεν! Τά Ἅγια τοῖς Ἁγίοις!», τότε, ἄν δέν ἀνοίξει ἡ γῆ νά μᾶς καταπιεῖ, τό λιγότερο πάντως θά φωνάξουμε, μέ τή σειρά μας τώρα: «φρῖξον ἄνθρωπε»· διότι ὁ Θεός, ὁ ἐν Ἁγίοις ἀναπαυόμενος, «ἄνθραξ ἐστί τούς ἀναξίους φλέγων». Καί ἐν τῷ νῦν καί ἐν τῷ μέλλοντι!

Τή στιγμή αὐτή, ὄχι μόνο τῆς «φρικώδους θυσίας τοῦ Ζωοποιοῦ Σώματος τοῦ Δεσπότου», ἀλλά καί κάθε στιγμή πού θά συνειδητοποιήσουμε τήν δική μας ραθυμία, χλιαρότητα (ἤ καί ψυχρότητα), φιλαμαρτήμονα καί ἐμπαθῆ διάθεσή μας – σέ σύγκριση μέ τούς Ἁγίους, στούς ὁποίους ἐπανεπαύθη καί συνεχῶς ἐπαναπαύεται ὁ Θεός – τήν στιγμή, λέγω, αὐτή, ἵνα μή «τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ ἡ ψυχή μας, (πρός Κορινθίους Β΄, κεφ. Β΄, στίχ.7), ἄς φέρει ὁ καθ’ ἕνας μας νοερῶς τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου νέου Ἀθωνίτου Σιλουανοῦ τοῦ Ρώσου, πού κοιτάζει δακρυσμένος στόν οὐρανό, μεσιτεύοντας γιά ὅλο τόν κόσμο καί διδάσκοντάς μας πάλιν καί πολλάκις: «κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μή ἀπελπίζου». Τό πρῶτο, ἴσως, σκέλος αὐτῆς τῆς διδαχῆς, εὔκολα τό ἐγκολπωνόμαστε καί ἐμπόνως τό βιώνουμε· ἀφοῦ, ὄχι μόνο ὁ νοῦς μας, ἀλλά καί ὅλη ἡ ψυχική μας διάθεση, εἶναι φανερά βυθισμένη στόν προσωπικό μας Ἅδη, στόν Ἅδη τῆς ἐμπαθείας μας. Πράγματι, μυρίζουμε βόρβορο. Ἀλλά, τό δεύτερο σκέλος της, «καί μή ἀπελπίζου» εἶναι τόσο παρήγορο! Ὅσο παρήγορος εἶναι καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τόν διατυπώνει ὁ Ἅγιος Προφήτης Ἠσαΐας: «βοήσῃ (=θά φωνάξεις) καί ὁ Θεός εἰσακούσεταί σου· ἔτι λαλοῦντός σου ἐρεῖ· ἰδού πάρειμι» (Ἠσαΐου, 58, 9 ). Καί, ἀλήθεια, πόση εὐχάριστη «παρέα» μᾶς κάνουν τά ἀναγνώσματα τοῦ Προφήτου Ἠσαΐα, κάθε μέρα, μέσα στήν Μεγάλη τώρα Τεσσαρακοστή! Ἐννοεῖται βεβαίως, γιά ὅσους ἔχουν τήν «πνευματική πολυτέλεια» νά παρακολουθοῦν τά ἀναγνώσματα αὐτῆς τῆς περιόδου. Μέ τήν πρώτη μας λοιπόν ἐπίκληση, μᾶς λέγει ὁ Προφήτης, μέ τό πρῶτο «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» θά λέγαμε σήμερα, ἀμέσως «πάρεστιν» ὁ Χριστός, εἶναι παρών, κατερχόμενος «ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», δηλ. τῆς ψυχῆς μας καί φωτίζοντάς μας τό σκότος της, κατά τήν παλαμική ρήση καί προσευχή: «φώτισόν μου τό σκότος»! Καί – μή σᾶς φανεῖ αὐτό πού θά πῶ περίεργο καί ἔκνοον – κάποιες φορές, ἐνδέχεται, ἡ ὑπομονή πού θά δείξουμε, βιώνοντας καί συνειδητοποιῶντας «τό σκότος» μας, τήν ἐμπάθειά μας, καθώς καί τίς ἀπό αὐτήν ἀπορρέουσες τύψεις καί ἐνοχές, ἐνδέχεται λέγω, νά μᾶς καταλογισθεῖ ὡς ἀγών καθάρσεως, κατά τά ἀνεξιχνίαστα Θεῖα κρίματα. Εἶναι ἀκριβῶς τότε, πού θά νοιώσουμε, ὅτι ἡ ἀναφερθεῖσα διδαχή τοῦ Ὁσίου Σιλουανοῦ, μᾶλλον μᾶς ἐκφράζει. Ἐμεῖς, μπορεῖ νά βλέπουμε καί νά νοιώθουμε μέσα μας «σκότος ψηλαφητόν», ἀλλά ὁ Θεός, πού βλέπει τήν διάθεση καί – πρό παντός – τήν προαίρεσή μας, (πού μόνον αὐτήν μποροῦμε προσωπικά νά καταθέσουμε) θά μᾶς πεῖ: «ἔγειραι ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καί ἐπιφαύσω σοι, ἐγώ, ὁ Χριστός». Αὐτό μετράει. Ὅπερ ἔδει δεῖξαι!

Μέ αὐτή τήν εὐχή, ἄς ἀλληλοστηριχθοῦμε τώρα πού «τό μέγα πέλαγος», «τό στάδιον τῶν ἀρετῶν» εἶναι μπροστά μας καί ἡ βαρκούλα τῆς ψυχῆς μας ἔκανε πανιά…γιά τό λιμάνι τῆς Ἀναστάσεως!

 

Μέ σεβασμό καί ἀγάπη Χριστοῦ

 

Μοναχός Νεκτάριος

 

Κελλίον  Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη
 Μονῆς Χιλανδαρίου Καρυαί Ἁγίου Ὄρους

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 248

Ἀπρίλιος 2023