Ἡ Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσµου

Ἡ Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσµου

 

Εἶναι σχεδόν κυρίαρχη στήν ἐποχή µας ἡ ἄποψη ἐκείνη πού θεωρεῖ πώς κάθε ἐπιµέρους θρησκεία διαφέρει ἀπό τίς ἄλλες µόνο ἐπιφανειακά καί ὅτι, ἀντιστρόφως, ὅλες οἱ θρησκεῖες µοιράζονται ἕναν κοινό πυρήνα ἰδεῶν καί πρακτικῶν. Συνήθως δέ, αὐτός ὁ κοινός πυρήνας θεωρεῖται, ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς Διαφωτιστικῆς ἀντίδρασης πρός τά δόγµατα καί τίς τελετές, ὅτι συνίσταται µόνο ἀπό κάποια στοιχειώδη ἠθικά προστάγµατα, ὅπως τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, τήν εὐσυνείδητη ἐπιτέλεση τοῦ καθήκοντος στό πλαίσιο τῆς καθηµερινότητας καί τήν προώθηση ἀξιῶν, ὅπως ἡ εἰρηνική συνύπαρξη τῶν λαῶν. Συνέπεια τῆς ἀντίληψης αὐτῆς ὡς πρός τήν κατά βάθος ἑνότητα τῶν θρησκειῶν εἶναι οἱ παρατηρούµενες σήµερα ἀνά τόν κόσµο καί ἐντεινόµενες διαχριστιανικές καί διαθρησκειακές προσπάθειες γιά τήν ἐπίσηµη ἀναγνώριση αὐτοῦ τοῦ «κοινοῦ ἠθικοῦ ἐδάφους» ἀπό τό ὁποῖο –δῆθεν– ἀνεβλάστησαν οἱ ἐπιµέρους θρησκεῖες καί, τελικῶς, ἡ συνένωση ὅλων τῶν λαῶν ὑπό ἕναν θρησκευτικό ἡγέτη.

Ἔχει, λοιπόν, ἰδιαίτερη ἐπίκαιρη ἀξία νά συναντᾶ κανείς ἀπόψεις καί ἰσχυρισµούς πού ὄχι ἁπλῶς διαδηλώνουν τήν ἐναντίωσή τους σέ αὐτό τόν θρησκευτικό συγκρητισµό, ἀλλά, ἐπιπροσθέτως, παρουσιάζουν µέ τρόπο τεκµηριωµένο καί ἀναντίρρητο ἀγεφύρωτες διαφορές καί ἀντιθέσεις ἀνάµεσα στόν Χριστιανισµό ἀφ’ ἑνός καί τίς ἄλλες θρησκεῖες καί ἰδεολογίες ἀφ’ ἑτέρου, οὕτως ὥστε νά γίνεται φανερό ὅτι δέν εἶναι κἄν δυνατόν νά ὁµιλεῖ κανείς γιά τήν ὕπαρξη –δῆθεν– ἑνός «κοινοῦ παρονοµαστή» ἤ ἑνός «κοινοῦ πυρήνα», στόν ὁποῖο ἀνάγονται ὅλες οἱ θρησκεῖες.

Γιά παράδειγµα, στό παρελθόν ἔχουν γίνει ἐπανειληµµένες προσπάθειες νά «τεκµηριωθεῖ» ὁ ἰσχυρισµός ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή καί µάλιστα ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀποτελεῖ στήν πραγµατικότητα µιά «διασκευή» τῶν µύθων τῶν λαῶν πού κατοικοῦσαν κατά τά χρόνια ἐκεῖνα στήν περιοχή τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ὡς ἐκ τούτου, κατά τόν ἰσχυρισµό αὐτό, ἡ Ἁγία Γραφή δέν παρουσιάζει ὡς Ἱερό Βιβλίο καµιά οὐσιαστική πρωτοτυπία, ἀλλά µόνο «ἀνακυκλώνει» καί τροποποιεῖ µέν, ἀλλά µέ τρόπο διαφανῆ καί ἀναγνωρίσιµο, παλαιότερες «µυθολογίες» γιά τή δηµιουργία τοῦ κόσµου.

Εἶναι, ἑποµένως, σηµαντικό νά ἀναγνωρίζεται σήµερα ἀπό εἰδικούς ἐπιστήµονες, ἀπό ἐκείνους, δηλαδή, πού εἶναι κατά τεκµήριο ἀπροκατάληπτοι καί θέτουν τά ἐπιχειρήµατά τους στήν κρίση τῆς ἐπιστηµονικῆς κοινότητας πώς ἕνας τέτοιος ἰσχυρισµός δέν ἔχει βάση στήν πραγµατικότητα καί ὅτι, ἀντιθέτως, ἤδη µέ τήν πρώτη, φαινοµενικά ἁπλῆ, φράση τῆς Ἁγίας Γραφῆς «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (Γένεσις, 1, 1) εἰσάγεται µιά «ὁλοτελῶς καινή ἀντίληψη γιά τόν κόσµο».

«Εἶναι δύσκολο γιά ἐµᾶς νά ἐκτιµήσουµε πλήρως τήν ἁπλῆ, ἀλλά βαθεῖα λεπτότητα τῆς φράσης: “ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν”» θά µᾶς προειδοποιήσει σχετικά ὁ Bill T. Arnold, συγγραφέας ἑνός συγχρόνου βιβλίου γιά τόν σχολιασµό τῆς Γενέσεως («Genesis», The New Cambridge Bible Commentary, 2008). Καί θά συνεχίσει λέγοντας: «Στό περιβάλλον ὅµως τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς µιά τέτοια διαβεβαίωση ἦταν ἐκπληκτική! (astounding!)».

Γιά τόν συγγραφέα δύο εἶναι οἱ πρωταρχικοί λόγοι, γιά τούς ὁποίους ἀποτυγχάνουµε σήµερα νά ἐκτιµήσουµε τήν βαθύτητα τῆς φράσης «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν». Κατά πρῶτον, διότι εἶναι ἐξαιρετικά οἰκεία σέ ὅσους κατοικοῦν στή Δύση καί εἶναι κάτοχοι Ἰουδαιο-Χριστιανικῆς ἐκπαίδευσης. Ὡς ἐκ τούτου, ὄντας ἐξοικειωµένοι µέ µιά φράση, πού ἔχουν ἀκούσει πολλές φορές ἀπό τά σχολικά τους χρόνια, παύουν νά εἶναι εὐαίσθητοι στό ἀληθές νόηµά της. Κατά δεύτερον, ὁ συγγραφέας ἀποδίδει τήν ἔλλειψη αὐτή τῆς κατανόησης στό φαινόµενο πού ἤδη ἐπισηµάναµε προηγουµένως, στήν τάση, δηλαδή, νά ἐντοπίζονται µέ τρόπο µονοµερῆ, ὑπερβολικό καί, τελικῶς, διαστρεβλωτικό οἱ ὁµοιότητες ἀνάµεσα στή Γένεση καί στίς µυθικές κοσµογονίες, χωρίς νά ἀποδίδεται ἀνάλογη σηµασία στίς διαφορές τους.

Ὅµως, ὅπως παρατηρεῖται, «ἡ φράση “ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν” ἔχει τόσο βαθειά ξεπεράσει τίς ἄλλες κοσµογονίες, ὥστε ὁ συγγραφέας (τῆς Γενέσεως) πολύ λίγο ἐνδιαφέρεται νά τονίσει τίς διαφορές τους… Δέν περιέχει (ἡ φράση αὐτή) καµιά θεοµαχία ἤ κοσµική σύγκρουση ἀνάµεσα σέ θεούς (ἐνν. ὅπως ἀντιθέτως περιέχουν οἱ ἄλλες κοσµογονίες), οὔτε τό µοτίβο τῆς νίκης καί τῆς ἐνθρόνισης ἑνός θεοῦ. Ὅλα αὐτά ἀποκλείονται ἀπό τό “ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν”. Ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ δέν ἔχει ἀντιπάλους. Δέν µπορεῖ νά ὑπάρξουν διαµάχες µέ δυνάµεις πού ἀντιστέκονται στίς πράξεις Του ἤ πού ἔχουν δύναµη ἀντίστοιχη µέ τή δική Του. Δέν µπορεῖ νά ὑπάρξει τό µοτίβο τῆς νίκης καί τῆς ἐνθρόνισης ἑνός θεοῦ, διότι ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ (τοῦ Ἰσραήλ) δέν ἀµφισβητήθηκε ποτέ. Δέν µπορεῖ νά ὑπάρξει ἀπεικόνιση τῆς ἐνθρόνισης ἑνός θεοῦ, διότι ὁ Θεός ἔγινε κάποτε Κύριος. Ἁπλῶς, οὐδέποτε ἦταν κάτι λιγότερο ἀπό Κύριος».

Αὐτή ἡ βαθειά διαφορά ἀνάµεσα στό Χριστιανισµό καί σέ ἄλλες θρησκεῖες πού ἐπισηµαίνει ὁ Bill T. Arnold, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἀποκλειστικά Αὐτός «ὁ Βασιλεύς τῆς Εἰρήνης», κατά τόν χαρακτηριστικό τίτλο πού Τοῦ ἀποδίδεται, δέν ἐντοπίζεται, ὅµως, µόνο στό θεολογικο-κοσµογονικό ἐπίπεδο. Εὑρίσκει τήν ἀντανάκλασή της καί σέ ἄλλα ἐπίπεδα, ὅπως γιά παράδειγµα, στό πολιτικο-κοινωνικό.

Τίς τελευταῖες δεκαετίες, γιά παράδειγµα, ἔχει ἐµφανισθεῖ µέ ἐπίκεντρο τό Ἡνωµένο Βασίλειο µιά θεολογική τάση ἀπαρτιζόµενη κατά κύριο λόγο ἀπό Ἀγγλικανούς θεολόγους καί στήν ὁποία ἔχει ἀποδοθεῖ ὁ τίτλος Radical Orthodoxy, ἀκριβῶς διότι οἱ θεολόγοι αὐτοί ἐπιδιώκουν νά ἀνασυνδεθοῦν µέ τίς ρίζες (ἐξ οὗ καί radical) τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας (ἐξ οὗ καί Orthodoxy). Πρωτεργάτης τῆς κίνησης αὐτῆς εἶναι ὁ θεολόγος John Milbank, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τό ἔναυσµα γιά τό κίνηµα αὐτό, δηµοσιεύοντας τό ἔτος 1990 τό βιβλίο του µέ τόν τίτλο «Theology and Social Theory».

«Ὅταν κυκλοφόρησε ἡ πρώτη ἔκδοση, ἡ ἀντίδραση ἦταν ἕνα σόκ» παρατήρησε σχετικά ἕνας σπουδαῖος σύγχρονος φιλόσοφος, ὁ Charles Taylor. Πράγµατι, τό βιβλίο αὐτό ἦρθε νά ἀµφισβητήσει µέ τρόπο συγκλονιστικό, ἰδίως γιά τόν Ἀγγλοσαξωνικό κόσµο, τό πιό βασικό του πιστεύω, πού συνίσταται στήν ἀδιερώτητη βεβαιότητα πώς ὁ Ὀρθός Λόγος δέν µπορεῖ παρά νά ὁδηγεῖ µέ τρόπο ἀντικειµενικό καί ἀναντίρρητο στήν ἀπόρριψη τῶν «θρησκευτικῶν προκαταλήψεων» καί στήν ἐκκοσµίκευση. Ὁ  John Milbank, ὅµως, ἔδειξε ὅτι αὐτή ἡ ἐµπιστοσύνη στήν ἐγγενῆ –δῆθεν– ἄθεη κοσµικότητα τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου δέν εἶναι παρά µιά ἀκόµη «προκατάληψη», µιά «θρησκεία τοῦ δηµοσίου χώρου» µέ τά δικά της «εἴδωλα», ἡ ὁποία, µεταµφιεσµένη σέ οὐδετερότητα καί ἀµεροληψία, ἐπιµένει νά χαρακτηρίζει, αὐθαίρετα καί µεροληπτικά, ὡς «θρησκευτικές προκαταλήψεις» τίς ἰδέες τοῦ Εὐαγγελίου, χωρίς, ὅµως, ἡ ἴδια νά διαθέτει κανένα ἀντικειµενικό ἐχέγγυο πρός τοῦτο. Συνακολούθως, ὁ  Milbank διακήρυξε τήν πεποίθησή του ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι τό δικό του θεµελιακό κριτήριο τῆς ὀρθολογικότητας, ὑπακούοντας κατά κάποιο τρόπο στήν ὁδηγία πού εἶχε δώσει ὁ Κύριος στόν προφήτη Ἱερεµία: «καί ἀναστρέψουσιν αὐτοί πρός σέ καί σύ οὐκ ἀναστρέψεις πρός αὐτούς» (Ἱερ. 15, 19).

Πέρα, ὅµως, ἀπό τή γενική του αὐτή τοποθέτηση, εἰδικό ἐνδιαφέρον ἔχει γιά ἐµᾶς ἐδῶ µιά πολύ σηµαντική ἐπισήµανση, στήν ὁποία προέβη ὁ Milbank, ἑρµηνεύοντας τό ἐξαιρετικά σηµαντικό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου «Ἡ Πόλις τοῦ Θεοῦ». Αὐτό, πού συνιστᾶ τήν κεντρική ἰδέα τοῦ βιβλίου τοῦ Ἁγίου, στό ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀντιπαραβάλλεται ἡ Πόλη τοῦ Θεοῦ (Civitas Dei) µέ τήν γεώδη, κοσµική Πόλη (Civitas terrena) εἶναι γιά τόν Milbank αὐτό πού ὁ ἴδιος χαρακτηρίζει ὡς «ἡ ὀντολογική προτεραιότητα τῆς εἰρήνης ἔναντι τῆς σύγκρουσης». Τοῦτο διότι ἡ γεώδης Πόλη «σηµαδεύεται ἀπό τήν ἁµαρτία, ἡ ὁποία, γιά τόν Αὐγουστίνο, σηµαίνει τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἄλλων γιά χάρη τῆς αὐτό-ἀγάπης καί τῆς αὐτό-ἐπιβεβαίωσης, τήν ἀπόλαυση τῆς αὐθαίρετης καί ἑποµένως βίαιης ἰσχύος πού ἀσκεῖται ἐπάνω στούς ἄλλους –τήν libido dominandi (=τήν ἐπιθυµία τῆς κυριαρχίας αὐτῆς καθ’ ἑαυτήν, ὡς αὐτοσκοποῦ)». Δέν εἶναι δέ τυχαῖο ὅτι ὁ Ρωµύλος, ὁ ἱδρυτής τῆς ἀρχέτυπης γεώδους Πόλης τῆς Ρώµης, εἶναι ταυτόχρονα ἐκεῖνος πού ἀπέκτεινε τόν ἀδελφό καί ἀντίπαλό του Ρέµο, οὔτε τό ὅτι στή µάχη ὁ Ρωµύλος ἐπικαλέσθηκε τή σταθεροποιητική δύναµη τοῦ θεοῦ Jupiter (=Δία), ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ἔλαβε καί τόν τίτλο Stator (σταθεροποιητής, «στήσιος», «ὀρθώσιος»). Ὁ Milbank παρατηρεῖ σχετικά ὅτι «ὁ θεός, ὅπως ὁ ἱδρυτής ἥρωας, ἐµφανίζεται ἐδῶ ἁπλῶς ὡς ἐκεῖνος πού θέτει ἕνα ὅριο σέ µιά προηγηθεῖσα ἀταξία» καί ἐγκαθιδρύει ἔτσι µιά «εἰρήνη», ἡ ὁποία, ὅµως, στήν πραγµατικότητα εἶναι µιά ἁπλῆ ἀνακωχή τοῦ πολέµου καί τῆς σύγκρουσης, πού χαρακτηρίζουν θεµελιακά καί ἀναπόφευκτα, ὅπως ἐξακολουθεῖ µέχρι σήµερα νά ἰσχυρίζεται ἡ σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία, τήν ἀνθρώπινη κατάσταση. Ἀντιπαραβάλλει δέ στήν εἰκόνα αὐτή τό γεγονός ὅτι οἱ Χριστιανοί λατρεύουν ἕναν «Θεόν τῆς Εἰρήνης», ὁ ὁποῖος δηµιουργεῖ ὅλη τήν κτιστή πραγµατικότητα µέ µιά θεµελιακή πράξη εἰρηνικῆς δωρεᾶς καί κατοικοῦν στήν «οἰκοδοµουµένην ὡς πόλιν Ἱερουσαλήµ», τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θεµελιώνεται «ὄχι στήν ἀλληλοδιαδοχή τῆς ἰσχύος, ἀλλά ἐπάνω στή µνήµη τοῦ φονευθέντος ἀδελφοῦ, τοῦ Ἄβελ, πού φονεύθηκε ἀπό τόν Κάϊν».

Ἀρκούµενοι ἐδῶ στήν ἀκροθιγῆ αὐτή ἐπισήµανση τῶν πολύ σηµαντικῶν αὐτῶν θεµάτων, δέν θά ἔπρεπε, πάντως, νά παραλείψουµε ὅτι ὑπό τό φῶς τῶν παρατηρήσεων αὐτῶν ἀναδεικνύεται µιά ἀκόµη –µοναδική– διάσταση τῆς ἐπίκλησης (ὄχι στόν Jupiter Stator, ἀλλά) στήν Ὁµοούσιον καί Ἀδιαίρετον Ἁγία Τριάδα, πού προτάσσεται στό Ἑλληνικό Σύνταγµα. Τήν διάσταση αὐτή ὁ Milbank τήν κωδικοποιεῖ µέ τήν κάπως δυσνόητη καί ἀφηρηµένη ἀναφορά του στήν «ὀντολογική προτεραιότητα τῆς εἰρήνης ἔναντι τῆς σύγκρουσης», ἀλλά θά µποροῦσε νά ἀποδοθεῖ καί µέ µιά φράση πού εἶχε εἰπωθεῖ στό παρελθόν καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «τό κοινωνικό πρόγραµµα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό δόγµα τῆς Ἁγίας Τριάδος»!

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 247

Μάρτιος 2023