Ὁ μεγάλος χαμένος!
Tά δύο τελευταῖα χρόνια, πού ὅλος ὁ κόσμος βιώνει ὅλα αὐτά τά ὑπέροχα γεγονότα καί τίς καταστάσεις οἱ ὁποῖες σχετίζονται μέ τά μέτρα πού ἐπιβλήθηκαν στή δημόσια ζωή γιά νά νικηθεῖ τό κακό πού ὀνομάστηκε πανδημία ὅλοι χάσαμε πολλά, καί μάλιστα σημαντικά, ἀπό αὐτά πού εἴχαμε μέχρι πρίν.
Μεταξύ αὐτῶν πού ὑπέστησαν ἀπώλειες αὐτή τήν περίοδο δέν ἔλειψε καί ἡ Ἐκκλησία, ὡς θεσμός, καί μάλιστα θά ἔλεγα ὅτι στήν περίπτωσή της ἡ Ἐκκλησία δέχθηκε τεράστιο πλῆγμα, σέ σύγκριση μέ ἄλλους, παρότι θά μποροῦσε νά εἶναι ὁ μεγάλος κερδισμένος, ἐφ’ ὅσον διαπραγματευόταν τή στάση της μέ διαφορετικό τρόπο.
Εἶναι γεγονός πώς ἡ διεισδυτικότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἑλληνική κοινωνία συρρικνώνεται ὁλοένα. Ἄν θυμᾶμαι καλά ἡ μέτρηση πού ἀπέδωσε τήν πληροφορία πώς μόνο τό 3-4 % τῶν Ἑλλήνων ἐκκλησιάζεται, ἔχει προκύψει κάποια χρονιά τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 (νομίζω τό 1973), πολύ παλιά δηλαδή, καί ἴσως αὐτό τό ποσοστό ὡς τίς μέρες μας ἔχει μικρύνει ἀκόμη περισσότερο. Μαρτυρᾶ γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα πού βλέπει κανείς τά Κυριακάτικα πρωϊνά. Τά ἴδια πρόσωπα κάθε φορά καί ὁ ἀριθμός μειούμενος, σταθερά.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν βγῆκε χαμένη αὐτή τήν περίοδο, ἐνῶ θά μποροῦσε νά καταγάγει μεγάλη νίκη, καί μάλιστα ἴσως νά ἦταν ἡ μόνη πού θά μποροῦσε νά ἔχει κερδίσει, ἐκτός βέβαια ἀπό τούς τηλεαστέρες πού βρέθηκαν νά πρωταγωνιστοῦν σπέρνοντας φόβο. Ἀκόμη τραγικότερα θά μποροῦσε νά κερδίσει χωρίς νά ξοδευτεῖ κἄν καί μόνο προσφέροντας κάτι γιά τό ὁποῖο καυχιέται ὅτι ἀποτελεῖ προνόμιό της ἀφοῦ τῆς τό χάρισε ὁ ἱδρυτής της, γιά νά τό μεταδίδει ἀφειδῶς καί ἀνεξάντλητα καί ἀναφερόμαστε στήν ἐλπίδα. Ναί, ἡ Ἐκκλησία αὐτή τήν πολύ στενάχωρη περίοδο θά μποροῦσε καί ἔπρεπε νά προσφέρει ἐλπίδα, πού τόσο πολύ τήν χρειάζονταν οἱ φοβισμένοι ἄνθρωποι, καί ἐκείνη τούς τό ἀρνήθηκε. Οὐσιαστικά τούς ἐγκατέλειψε, ἀπέτυχε νά τούς προσφέρει ἐκεῖνο τό διαφορετικό πού μόνο στήν ἀγκαλιά της βρίσκει κανείς σίγουρα καί ἀνέξοδα. Ἐλπίδα!
Καί ἄν πεῖτε πώς ἡ Ἐκκλησία διάλεξε τό δρόμο τῆς λογικῆς καί τοῦ δημοσίου συμφέροντος γιά τό καλό τῶν ἀνθρώπων θά σᾶς πῶ, ἄν καί διαφωνῶ, ὅτι καλά ἔκανε καί ἔτσι, ἀλλά ἄν ἔπραττε περισσότερο τολμηρά μᾶλλον θά μποροῦσε νά προσφέρει μεγαλύτερες ὑπηρεσίες στήν τρομοκρατημένη ἀνθρωπότητα. Καί δέν ἔφτανε μόνο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία στήν περίπτωσή της, δέχθηκε πλήγματα στόν πυρῆνα τῆς ὕπαρξής της καί δέν ἀντέδρασε. Συμφώνησε σέ ὅ,τι τῆς ἐπιβλήθηκε ἀπό τόν Καίσαρα. Δέν συγκατάνευσε, ἁπλᾶ ὑπέκυψε. Φθάσαμε στό σημεῖο νά παρακολουθοῦμε ἀπό τηλεοράσεως θρησκευτικούς ταγούς καί μάλιστα περισπούδαστους θεολόγους νά χαριεντίζονται σχεδόν μέ κάποιους ἀστέρες τῆς δημοσιότητας, ἐνῷ πρός συζήτηση ἦταν ἡ ἀμφισβήτηση αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ κέντρου τῆς Θείας λατρείας, ἀντί νά ἀστράφτουν καί νά βροντοῦν.
Γιά μιά ἀκόμη φορά, αὐτά τά δύο χρόνια, δέν πρωτοστάτησε ἡ Ἐκκλησία, ἐνῶ θά μποροῦσε, δέν πρωταγωνίστησε, ὅπως κατά τά φαινόμενα ἔκανε καί στό ἔργο τῆς φιλανθρωπίας, ὅπου ἀντί αὐτῆς πρωταγωνιστοῦν κάποιοι δημοσιογραφικοί ὀργανισμοί, ἐπειδή ἴσως χειρίζονται πιό ἔξυπνα τή δύναμη τῆς εἰκόνας. Τό ἴδιο ἔκανε καί στό μεταναστευτικό ζήτημα ἡ Ἐκκλησία, ἀκολούθησε τίς ἐξελίξεις καί τούς πρωταγωνιστές. Στήν πέτρινη αὐτή περίοδο πού ζήσαμε καί ζοῦμε ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία δέχθηκε τό ρόλο πού τῆς ὑποδείχθηκε ἀδιαμαρτύρητα, ἐνῶ θά μποροῦσε τουλάχιστον νά διαφυλάξει τό κῦρος της.
Μά θά ἦταν καλύτερα νά συγκρουστεῖ; Δέν θά κέρδιζε τόν ἀγῶνα ὅπως ἔγινε καί μέ τό ζήτημα τῶν ταυτοτήτων. Μπορεῖ, ἀλλά δέν θά ἔπρεπε τουλάχιστον νά διαπραγματευτεῖ κάτι γιά ὅσα τήν πλήγωναν ὡς θεσμό; Καί τέτοια θέματα ὑπῆρξαν. Ἄν ὑπῆρξε διαπραγμάτευση δέν μάθαμε, γνωστό ἔγινε μόνον ὅτι καί ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἀποδέκτης τοῦ κρατικοῦ χρήματος πού μοιράστηκε σέ ὅσους ζημιώθηκαν ἐκείνη τήν περίοδο τῶν σκληρῶν μέτρων. Ἄν μοῦ διαφεύγει κάτι, συγχωρέστε με.
Τό ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἑλληνική κοινωνία δυστυχῶς ξεθώριασε περισσότερο. Δέν τή χρειάσθηκε ὁ κόσμος τήν Ἐκκλησία αὐτόν τόν καιρό πού ὅλα «τά σκιαζε ἡ φοβέρα». Δέν εἶχε πρόταση σωτηρίας ἡ Ἐκκλησία. Καί αὐτή παρέπεμψε στούς «εἰδικούς». Ἡ «συνταγή» πού εἶχε ἡ Ἐκκλησία ὡς παρακαταθήκη γιά τίς καταστάσεις λοιμῶν οὔτε κἄν συζητήθηκε γιατί πιθανῶς καί οἱ ταγοί της δέν πιστεύουν ὅτι αὐτά πού ἤξεραν καλά οἱ παλιοί καί πού τά ἀνέφεραν στά κηρύγματά τους οἱ ἐκκλησιαστικοί, δέν μποροῦσαν πλέον νά βοηθήσουν μπροστά σε μιά τόσο «ἀκατανίκητη» ἀπειλή.
Ματαία ἡ πίστις λοιπόν. Ἀκόμη καί ὅσοι θρησκεύουν κλονίσθηκαν, φανταστεῖτε τί ἔγινε μέ ὅσους συνήθιζαν νά βλέπουν τήν Ἐκκλησία ἐπιφυλακτικά ἤ ἀρνητικά. Πάντα μέ τό «γκουβέρνο». Μπῆκαν σέ ὑποψίες ἀκόμη καί ὅσοι τήν ὑπερασπίζονταν ὅταν κάποιοι ἔλεγαν ὅτι συνεργάστηκε καί μέ τόν Τοῦρκο κατακτητή.
Καί ὄχι μόνο ζημιώθηκε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ἔχασε καί τή μεγαλύτερη εὐκαιρία πού τῆς δόθηκε ἀπό τά χρόνια τῆς Ἐπανάστασης. Ἔχασε τήν εὐκαιρία νά ἀνακτήσει τό ρόλο της ὡς προμαχοῦσα τοῦ Ἔθνους, ὅπως θά τήν ἤθελε ὁ ἁπλός λαός. Νά βγεῖ μπροστά καί νά προτείνει κάτι διαφορετικό πού θά ἡσύχαζε τόν φόβο, πού θά ἔδινε ἐλπίδα ὅταν τίποτε δέν ὑπῆρχε –θυμᾶστε τόν πρῶτο καιρό, ὅταν ξεκίνησαν ὅλα–. Ἡ Ἐκκλησία δέν τόλμησε νά ψελλίσει τή λέξη «Θαῦμα», τήν εἶχε μόνο γιά τά κηρύγματα καί τίς ἀναφορές στά συναξάρια. Ξέχασε αὐτό πού λένε πολλές φορές ἀκόμη καί οἱ γιατροί πρός τούς συγγενεῖς τοῦ βαριά ἄρρωστου, ὅταν δυσκολεύουν τά πράγματα, «τώρα μόνον ὁ Θεός»!
Καλά, ὑπάρχει περίπτωση νά φοβήθηκε ἡ Ἐκκλησία, ἡ διοίκηση δηλαδή ὅτι, δέν μπορεῖ νά προκαλέσει τό Θαῦμα; Ἄς πρότεινε νά νηστέψει ὁ λαός καί ἐκείνη νά προσευχηθεῖ γιά νά γίνει τό Θαῦμα καί τότε νά βλέπαμε. Ἀλλά φοβᾶμαι ὅτι χάθηκε καί ἡ εὐστροφία ἐκείνη πού χαρακτήριζε τούς παλιούς, ὅπως θυμᾶμαι ὅτι ἔκανε σέ μιά περίπτωση ὁ Γέροντας τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὅταν ἕνας ὑποψήφιος των Πανελλαδικῶν Ἐξετάσεων τοῦ ζήτησε νά προσευχηθεῖ γιά νά πετύχει στίς ἐξετάσεις. «Λάζαρε» τοῦ εἶπε, «ἐσύ θά διαβάζεις κι ἐγώ θά προσευχηθῶ, καί ἄν πετύχεις θά πεῖ ὅτι ἐπίασε ἡ προσευχή μου· ἄν δέν πετύχεις θά πεῖ ὅτι δέν διάβασες ἀρκετά»!
Ἀπολογούμενη καί ἀμυνόμενη γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ Ἐκκλησία. Ἔχασε τή μεγάλη εὐκαιρία νά σαρώσει τά πάντα μέ τήν ἁγιαστική της δύναμη καί νά ἀναλάβει ἀπό τά χτυπήματα πού δέχεται στήν πολεμική πού τῆς ἀσκεῖται ἐπί χρόνια. Ποιός θά μποροῦσε νά ἀναμετρηθεῖ μέ μία τολμηρή Ἐκκλησία; Ποιός θά εἶχε τή δύναμη νά σταματήσει τήν περιφορά τῶν Ἐπιταφίων τῶν Ἐκκλησιῶν ὅλης της Ἐπικράτειας, τό 2020, ὅπως εἶπε καί ὁ παπᾶ-Βαγγέλης;
«Ὁ Γιάννης φοβᾶται τό θεριό, καί τό θεριό τόν Γιάννη», καί τό θεριό αὐτή τήν φορά μᾶλλον ἦταν τό θαῦμα πού δέν τολμήσαμε νά προκαλέσουμε, γιατί ἴσως δέν τό ἀξίζαμε. Ἀβάσιμα ἀποδείχτηκαν στόν λαό τά λόγια τοῦ ἄμβωνα, ἀχρείαστα. «Στόν Ἅγιο πού δέν μέ βοηθᾶ δέν ἀνάβω κερί» λέει συχνά ὁ λαός. Ἔτσι γίνεται καί τώρα, τί τήν χρειαζόμαστε τήν Ἐκκλησία ὅταν δέν μπορεῖ νά προσφέρει τή βοήθεια πού ἔχουμε ἀνάγκη; Στά δύσκολα θά ἀκοῦμε τούς εἰδικούς καί τήν ἐπιστήμη καί αὐτό ἀρκεῖ.
Αὐτήν τήν περίοδο, δόθηκε στήν Ἐκκλησία ἡ εὐκαιρία νά συναρπάσει, νά γίνει ὅσο ἑλκυστική δέν ὑπῆρξε ποτέ (παρ’ ὅτι δέν εἶναι αὐτό πού χρειάζεται), γιατί τόσο πολύ δέν φοβερίστηκε καί δέν φοβήθηκε ὁ Κόσμος ποτέ μέχρι σήμερα, ἴσως ἀκόμη καί ἀπό τούς πιό μεγάλους τυράννους ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ὅμως ἡ διαπίστωση αὐτή, λύπη προκαλεῖ καί ἀπογοήτευση σέ ὅσους πιστεύουν ὅτι, ἡ Ἐκκλησία δέν στάθηκε στό ὕψος τῶν περιστάσεων, ὅπως θά τήν ἤθελαν οἱ Μεγάλοι τῆς Ἱστορίας, ὅπως τήν ἔχει στή συνείδησή του τό πλήρωμά Της. Βλέπετε ὅμως «o tempora, o mores»!
Δημήτρης Κοσκινιώτης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 244
Δεκέμβριος 2022