Ὁ Ἁγιορείτης Γέροντας Σωφρόνιος Κεχαγιόγλου καὶ ἡ Ὀρθόδοξη πνευµατικὴ ἀναγέννηση τῆς νήσου Σκοπέλου.

Ὁ Ἁγιορείτης Γέροντας Σωφρόνιος Κεχαγιόγλου
 καὶ ἡ Ὀρθόδοξη πνευµατικὴ ἀναγέννηση τῆς νήσου Σκοπέλου.

 

νῆσος Σκόπελος πρὶν “ἀπὸ τὴν λεγόµενη «τουριστικὴ ἀξιοποίηση»” ἐκαλεῖτο ἀπὸ µέρους τῶν εὐλαβῶν ἐπισκεπτῶν καὶ φίλων της µικρὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ περιβάλλον της μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ φύση, τὴ διεσπαρµένη μὲ χαριτόβρυτα µοναστηράκια καὶ ἐξωκκλήσια, ἦταν µιὰ πνευµατικὴ ὄαση γιὰ τὸν κάθε πιστό. Φυσικά, σ’ ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ παρουσία κάποιων εὐλαβῶν Ἁγιορειτῶν Γερόντων, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν πολύ, ὥστε ἡ Σκόπελος νὰ καταστεῖ  νῆσος ἁγίων καὶ δικαίων.

Ἤδη ἀπὸ τότε, ποὺ ἄρχισαν νὰ ἰσχυροποιοῦνται οἱ πνευµατικοὶ δεσµοὶ Σκοπέλου καὶ Ἁγίου Ὄρους μὲ τὴν ἵδρυση τῶν λεγοµένων µετοχίων, πολλοὶ Γέροντες ἔφθαναν στὸ νησὶ γιὰ νὰ ἐνισχύσουν πνευµατικὰ τοὺς Σκοπελῖτες, ἀφοῦ µάλιστα γίνονταν καὶ διακοµιστὲς ἱερῶν θαυµατουργῶν Εἰκόνων, τοῦ Τιµίου Σταυροῦ καὶ πολλῶν Ἱ. Λειψάνων. Αὐτὸ ἄλλωστε µᾶς τὸ πιστοποιεῖ καὶ ἡ ἴδια ἡ µακρόχρονη πνευµατικὴ σχέση. Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς πατέρες αὐτοὺς ἐξοµολογοῦσαν τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς συνέδραµαν, ὥστε νὰ µποροῦν νὰ βιώνουν συνειδητὰ καὶ μὲ εὐλάβεια τὰ τῆς  ὀρθοδόξου πίστεως καὶ πνευµατικῆς ζωῆς.

Μεταξὺ τῶν Ἁγιορειτῶν, ποὺ ἦλθαν στὴ Σκόπελο στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰ. ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος Κεχαγιόγλου, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὸ 1839 στὴ Ραιδεστὸ τῆς  Μ. Ἀσίας, εἶχε σπουδάσει στὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ κι ἔγινε µοναχὸς στὴ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀσκήτεψε στὰ Κατουνάκια καὶ στὴ συνέχεια κατέβηκε στὴν Ἀθήνα γιὰ τὴν ἔκδοση πατερικῶν βιβλίων, ὅπως τὸ «Συµβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον» τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου, «Διδασκαλία Μ. Ἀθανασίου πρὸς Ἀντίοχον Δούκα» κ.ἄ. Πρέπει δὲ νὰ σηµειωθεῖ ἐδῶ πὼς καὶ παλαιότερα, ὅταν ἀσκήτευε ὁ Γέροντας, ἐξέδωσε τὴν Κλίµακα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, τόσο τὸ κείµενο, ὅσο καὶ τὴ µεταγλώτισσή του.

Στὴν Ἀθήνα γνωρίσθηκε μὲ τοὺς εὐλαβεστάτους Σκιαθίτες λογίους, τοὺς δύο Ἀλεξάνδρους Παπαδιαµάντη καὶ Μωραϊτίδη, συµµετεῖχε στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου μὲ τὸν ὅσιο ἱερέα Νικόλαο Πλανᾶ καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1887 µεταβαίνει στὴ Σκιάθο, ὕστερα ἀπὸ τὴν προτροπὴ τῶν δύο Ἀλεξάνδρων, καὶ ἀναλαµβάνει τὴν ἡγουµενεία τῆς ἱστορικῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισµοῦ, τὴν ὁποία ἵδρυσαν οἱ Ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες, ὁ Ὅσιος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης καὶ ἡ συνοδεία του. Περὶ αὐτοῦ δὲ σηµειώνει πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης: «Ἐξαίρεσιν ἀξιοθαύµαστον ἐν τῇ σειρᾷ τῶν µετακλήτων Ἡγουµένων ἀπετέλεσεν ὁ πατὴρ Σωφρόνιος, ἐξ Ἁγίου Ὄρους, Πνευµατικὸς ἐνάρετος καὶ ἀσκητικώτατος, γνωστὸς εἰς τοὺς ἐν Αθήναις πνευµατικοὺς κύκλους, πολλοὺς ὠφελήσας καὶ πολλοὺς ὠφελῶν διὰ τῆς  εὐαγγελικῆς  διδασκαλίας του, ὅστις ἀναλαβὼν τὴν ἡγουµενείαν τὸ ἔτος 1887 ἐν χαρᾷ τῶν τε δηµοτικῶν ἀρχόντων καὶ τῶν νησιωτῶν ὅλων, Χαρὰ ἐξεδηλώθη καὶ κατὰ τὴν ἐξ Ἰκαρίας κάθοδον τοῦ κτίτορος τῆς Μονῆς, διὰ δρακοντίων µέτρων ἐπεχείρησε νὰ δώσῃ ζωὴν εἰς ἕνα ἑτοιµοθάνατον. Ἀνέλαβε τὴν διαχείρισιν τῆς µεγάλης κτηµατικῆς περιουσίας τῆς Μονῆς, ἐπανέφερε τὴν κοινὴν Τράπεζαν, κατήργησε τὴν κρεωφαγίαν, ἐδίδαξε τοὺς µοναχοὺς προσοδοφόρα ἔργα, ἤνοιξε τὸ κατάκλειστον Καθολικὸν καὶ ἐλάµπρυνε τὴν προσευχὴν διὰ τῶν κεκανονισµένων ἀγρυπνιῶν καὶ τῆς  καθηµερινῆς  λειτουργίας, ἀλλὰ τάχιστα προσκρούσας κατὰ τῆς  αὐθαδείας ὀχληρῶν τινῶν ποιµένων καὶ τῆς πλεονεξίας καταπατητῶν τινῶν τῶν  µοναστηριακῶν κτηµάτων, ἠναγκάσθη νὰ ἀποσυρθῃ ἐγκαταλείπων ἡµιτελὲς τὸ µέγα ἔργον ἐν ἀπογοητεύσει, ἢ καὶ κρίνας ἐν τῇ διαυγείᾳ τοῦ νοός του, ὅτι ἀποσυρθείσης τῆς Θείας Χάριτος ἀπὸ τῆς γεραρᾶς Μονῆς δὲν ἠδύνατο αὐτὸς νὰ ἀναστήση ἕνα νεκρόν. Καὶ ἤδη διευθύνει ἐν Σκοπέλῳ γυναικεῖον Μονύδριον δεξιότατα µ’ ἐλπίδας µακροζωΐας διὰ τοῦ ἀπεράντου ἀµπελῶνος, ὃν ἐν πόνῳ καὶ µόχθῳ αὐτὸς ἐκαλλιέργησεν, ὥστε νὰ καρποφορήσωσι τὰ τόσα προσόντα,  δι’ ὧν ἐπροικίσθη πλουσίως ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Θεοῦ».

Στὴ Σκόπελο τὰ πράγµατα δὲν ὑπῆρξαν καὶ τόσο εὐοίωνα τὸν πρῶτο καιρὸ γιὰ τὸν Γέροντα, ἐπειδὴ ἀντιµετώπισε τὴν ἀρνητικὴ στάση πολλῶν. Ἀργότερα ὅµως τὰ πράγµατα ἄλλαξαν, καθὼς ἔρχεται στὴ Μονὴ ὁ Ἁγιορείτης Γέροντας Σίλβεστρος Μονοκρούσης, µοναχός, ἄριστος διδάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, ἀφοῦ ὑπῆρξε µαθητὴς τοῦ Κλεοµένους Ἀθήνη. Γύρω λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς  Γέροντες συγκεντρώνεται µικρὸς ὅµιλος νέων Σκοπελιτῶν, οἱ ὁποῖοι διδάσκονται τὴ Βυζαντινὴ Ὑµνῳδία καὶ ἀργότερα ἐπανδρώνουν τὰ ἀναλόγια τῶν ἐνοριῶν τῆς Σκοπέλου.

Ἔκτοτε ὅµως τῶν νέων πολλοὶ φιλακόλουθοι ἀνεβαίνουν στὸν Πρόδροµο, γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξοµολογηθοῦν. Γιατὶ ὡς Πνευµατικὸς ὁ Γ. Σωφρόνιος βοηθοῦσε τὴν κάθε ψυχὴ νὰ βρεῖ τὸν δρόµο της. «Ἐνθυµεῖσαι τὸ παιδί, ὁποὺ εἴχαµε στὸ µαγαζί; Ἄρχισε τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, ἐξοµολογήθη εἰς τὸν Πνευµατικόν µας πατέρα Σωφρόνιον, ἐπῆρε βιβλία καὶ διαβάζει ...», σηµειώνει ἕνα πνευµατικὸ τέκνο τοῦ Γέροντα». Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὴν τέλεση τῶν Ἀκολουθιῶν, πρέπει νὰ σηµειωθεῖ πὼς ἐτελοῦντο µέσα σὲ κλῖµα εὐλαβείας καὶ κατανύξεως. «Ἐπεσκέφθην τὴν Σκόπελον, ὅπου συνήντησα µετὰ ἔτη ἐπὶ τῆς ὑψηλοτέρας κορυφῆς της τὸν Μεγαλολαυριώτην Σωφρόνιον ἀπερηµωµένον πλέον εἰς τὴν ἐπ’ αὐτῆς ἐγκαταλελειµµένην Μονὴν τοῦ Προδρόµου, τὴν ὁποίαν ἀνεζωογόνησε καὶ ἀνέστησε. Ὁ πάτερ Σωφρόνιος ἦτο θαυµάσιος λειτουργός. Ἐνόµιζες ὅτι ἄγγελος ἐλειτούργει, ὅταν τὸν ἔβλεπες ἱερουργοῦντα. Ἀλλὰ ἀπεπλανήθην». Ἡ πνευµατικὴ ἀκτινοβολία τοῦ Γέροντα ἔφθανε καὶ µέχρι τὴν Θεσσαλία, ὅπου πήγαινε μὲ ἱεραποστολικὸ ζῆλο καὶ ἐξοµολογοῦσε, ἀναφέρει ἡ Γερόντισσα Ξένη σὲ µιὰ ἄλλη της ἐπιστολή. «Αὔριον θὰ φύγῃ ὁ πνευµατικὸς καὶ θὰ κάµῃ ἕως τὸ Πάσχα». Αὐτὸ µᾶς τὸ πιστοποιεῖ ἐπίσης καὶ ἡ ἰδιόγραφη ἀφιέρωση τοῦ φίλου τοῦ Γέροντος Ἁγίου Νεκταρίου, σὲ βιβλίο ποὺ σώζεται στὴ βιβλιοθήκη τῆς  Μονῆς τοῦ Προδρόµου.

Ὁ Γέροντας συνδεόταν, ὅπως ἀνέφερα, μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Καὶ αὐτὸ πιστοποεῖται τόσο ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου, ποὺ σώζονται σήµερα στὴν Μονὴ τοῦ Τιµίου Προδρόµου, ὅσο καὶ ἀπὸ ἄλλα τεκµήρια, ὅπως ἡ ἀφιέρωση βιβλίων στὸν Γέροντα καί, φυσικά, ἡ ἰδία ἐπιθυµία τοῦ Ἁγίου νὰ ἀσκηθεῖ στὸν Τίµιο Πρόδροµο. Παράλληλα ὁ Γέροντας ἐπισκέπτεται καὶ τὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν Αἴγινα, «προφανῶς µετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ Ἁγίου ... γιὰ τὴν πνευµατικὴ στήριξη τῶν ἐκεῖ µοναζουσῶν».

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο ἄλλοι πνευµατικοὶ ἀδελφοὶ καὶ φίλοι τοῦ Γέροντα ὑπῆρξαν ὁ Ἅγιος ἱερέας Νικόλαος Πλανᾶς, ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ἱερέας Νικόλαος Μπρατσιώτης, ὁ Μιχαὴλ Γαλανὸς κ.ἄ.

Στὴν Σκόπελο ὁ Γέροντας, ἀφοῦ µετὰ πολλοῦ κόπου κατόρθωσε νὰ ἐπανιδρύσει τὴν διαλυµένη ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς Μονὴ τοῦ Τιµίου Προδρόµου, ἀντιµετώπισε πολλὲς ἀντιδράσεις. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὁ Τίµιος Πρόδροµος κατέστη «κέντρον πνευµατικῆς οἰκοδοµῆς ἀκτινοβολοῦν εἰς ὅλην τὴν νῆσον καὶ πέραν αὐτῆς».

Τὸ 1914 γίνεται ἡ κουρὰ τριῶν καλογραιῶν, οἱ ὁποῖες γιὰ διαφόρους λόγους διαµένουν στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Πρόδροµο καὶ ὑπῆρξε παλαιότερα µετόχι του. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ ἡ ὁσιακῆς βιοτῆς καὶ ἀσκήσεως Σκοπελίτισσα µοναχὴ Ξένη Γαλατσάνου, πιστὴ µαθήτρια τοῦ Γέροντα καὶ πνευµατικό του τέκνο. Ἀργότερα, ὅταν ἐκοιµήθη ὁ Γέροντας Σίλβεστρος (20.2.1922), οἱ µοναχὲς θὰ ἐγκατασταθοῦν στὴν Μονὴ τοῦ Τ. Προδρόµου καὶ θὰ αὐξηθοῦν.

Ὅπως πολὺ σωστὰ ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ Γέροντα, ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Γεώργιος Ἀ. Γαλίτης, ὁ π. Σωφρόνιος ὑπῆρξε «βαθὺς γνώστης τῆς τε θεολογικῆς καὶ τῆς θύραθεν σοφίας, ᾠκοδόµει διὰ τῆς διδασκαλίας του, ἀλλὰ κυρίως διὰ τοῦ ἁγίου βίου του. Συνεχιστὴς τῆς ἀσκητικῆς καὶ µυστικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκοσµεῖτο διὰ τῶν ἀρετῶν τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήµου καὶ τῶν νηπτικῶν πατέρων. Μεγάλη ἦτο ἡ κατάνυξίς του. Μελετῶν πολλάκις ἔκλαιεν. Ἡ ἀφιλοχρηµατία του, ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ διάκρισίς του ἦσαν παροιµιώδεις». Μιὰ τέτοια µορφὴ, ὅπως εἶναι φυσικό, βοήθησε ἀποτελεσµατικὰ στὴν ὀρθόδοξη πνευµατικὴ ἀναγέννηση τῆς Σκοπέλου, ἀλλὰ καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Γιατὶ συνέδραµε, ὥστε νὰ διατηρηθεῖ ἡ ὀρθόδοξη λειτουργικὴ παράδοση καὶ ζωή, σχεδὸν µέχρι τίς ἡµέρες µας, παρ’ ὅλο ποὺ οἱ πολλαπλὲς ἀρνητικὲς ἐπιπτώσεις τοῦ τουρισµοῦ ἁπλώνονται ἐπικίνδυνα, γιὰ νὰ ἐξαφανίσουν κάθε πνευµατικὴ ἰκµάδα στὸ νησί.

Σήµερα ὅποιος ἐπισκεφθεῖ τὸν Τίµιο Πρόδροµο αἰσθάνεται τὸ ρίγος τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἀόρατης σκέπης τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὶς 14 Ἀπριλίου 1934 ποὺ ἐκοιµήθη, σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν, καθὼς αἰσθάνεται ὁ κάθε πιστὸς προσκυνητὴς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς του, οὔτε στιγµὴ δὲν ἐγκατέλειψε τὸ Μοναστήρι του.

 

Σηµειώσεις

  1. Γιὰ τὸ ζήτηµα αὐτὸ βλ. Κων. Β. Ζορµπάς, Ἐκκλησία καὶ τουρισµός, ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1993, σ. 9 ἑξ.
  2. Βλ. µελέτη µου, Σχέσεις Σκοπέλου καὶ Ἁγίου Ὄρους, Ἀθήνα 1996, (ἀνάτυπο ἀπὸ τὸν ΕΦΗΜΕΡΙΟ).
  3. Γεώργιος Ἀ. Γαλίτης, Κεχαγιόγλου Σωφρόνιος, Θ.Η.Ε. τ. 7 (1965), στ, 536-538.
  4. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μέ τοῦ βορηᾶ τὰ κύµατα, Ταξείδια, περιγραφαί, ἐντυπώσεις, Σειρὰ Δ´, Ἐν Ἀθήναις 1925, σελ. 69-70, σηµ, 1.
  5. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς πηγὲς ποὺ µαρτυροῦν γιὰ ὅσα ὑπέφερε ὁ Γέροντας, τὸ ἀρνητικὸ κλίµα τῶν ἡµερῶν τὸ παρουσιάζει κι ὁ ἐξόριστος τότε στὴ Σκόπελο Ἴων Δραγούµης, Φύλλα Ἡµερολογίου, τ. ΣΤ, ΕΡΜΗΣ, Ἀθήνα 1986, σελ. 110.
  6. Ἀπὸ ἀνέκδοτη ἐπιστολὴ τῆς Γερόντισσας Ξένης πρὸς τὴν πνευµατική της ἀδελφὴ Ἀσηµούλα, ποὺ διέµενε στὴν Λάρισα (3 Ἰουνίου 1910).
  7. Ἐφ. «ΝΕΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ», Πόρτ Σάϊδ, Σάββατον, 27 Ἀπρ. 1929. Τὸ κείµενο ὑπογράφει δ Χ.Π.
  8. Δηλ. ὁ Γέροντας ἔφυγε στὶς 24 Φεβρουαρίου, παραµονὴ τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου, Τετάρτη τῆς Τυρινῆς, καὶ θὰ γύριζε τὸν Ἀπρίλιο, πρὶν τὶς 18, ποὺ ἦταν ἐκείνη τὴ χρονιὰ τὸ Πάσχα. (Ἀπὸ ἐπιστολὴ τῆς 23 Φεβρ. 1910).
  9. Πρόκειται γιὰ τὸ βιβλίο ««Χριστολογία», τὸ ὁποῖο φέρει τὴν ἀφιέρωση: «τῷ Πανοσιολογιωτάτῳ Σωφρονίῳ Κεχαγιόγλου, Πνευµατικῷ ἐν Βόλῳ, εὐχετικῶς Ὁ Πενταπόλεως».
  10. Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὴν ἡγουµένη τῆς Αἴγινας Ξένη, γραµµένη στὶς 21 Δεκ. 1907, ἔγραφε µεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ Ἅγιος: «Ὁ νοῦς µου καὶ ὁ πόθος µου εἰσὶν ἀλλαχοῦ, εἰς τὸν Πρόδροµον τῆς Σκοπέλου, ἀλλὰ µία φωνὴ ἐνδόµυχος µοὶ λέγει, σὺ ἀνέλαβες καθήκοντα εἰς τὴν Αἴγιναν», Σοφ. Γ Δηµητρακόπουλος, Ὁ «Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, Ἀθήνα 1998, σελ. 261.
  11. Σοφ. Γ Δηµητρακόπουλος, Ὁ «Ἅγιος Νεκτάριος..., ὅπ. παρ.» σελ 144, Γιὰ τὴν Μονὴ αὐτὴ βλ. τὴν µελέτη µου, Ἀνέκδοτη ἐγκύκλιος ὑπὲρ βοηθείας τῆς ‘Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Τιµίου Προδρόµου Σκοπέλου, Ἀθήνα 1990.

 

Σκόπελος                              π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 244

Δεκέμβριος 2022