Ὁ σύγχρονος Γνωστικισµός καί ἡ ἐπιδίωξή του γιά τήν ἀναδηµιουργία τοῦ κόσµου!
«Ὅς λαλήσει καί ἐρεῖ: Ἴδε τοῦτο καινόν ἐστίν, ἤδη γέγονεν ἐν τοῖς αἰῶσιν τοῖς γενοµένοις ἀπό ἔµπροσθεν ἡµῶν. Οὐκ ἔστι µνήµη τοῖς πρώτοις καί γε τοῖς ἐσχάτοις γενοµένοις οὐκ ἔσται αὐτοῖς µνήµη µετά τῶν γενησοµένων εἰς τήν ἐσχάτην».
Ἡ περικοπή αὐτή προέρχεται ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ (κεφ.1, 10-11) καί ἀποτυπώνει µιά ἀλήθεια, τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι καί ἰδιαιτέρως ἐµεῖς οἱ σύγχρονοι, µέ τήν χαρακτηριστική µας προκατάληψη γιά τήν δηµιουργικότητα καί τήν καινοτοµία, τείνουµε νά ξεχνᾶµε: ὅτι δηλαδή ὅσα θεωροῦµε ὡς ἐπιτεύγµατά µας πολύ συχνά δέν εἶναι παρά ἐπαναλήψεις παλαιοτέρων πράξεων.
Αὐτό ἐπαληθεύεται, ἴσως περισσότερο ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον τοµέα τῆς ἀνθρώπινης δηµιουργικότητας, στό πλαίσιο τῆς Ἱστορίας τῶν ἰδεῶν καί µάλιστα τῶν φιλοσοφικῶν καί θρησκευτικῶν. Οἱ περισσότεροι, δηλαδή, σήµερα θεωροῦµε ὅτι ἡ δική µας ἐποχή ἔχει προέλθει ἀπό µιά ριζική ἰδεολογική ἐπανάσταση, πού δηµιούργησε πραγµατικό ρῆγµα µέ τίς παρελθοῦσες σκοτεινές ἐποχές τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτή ἡ ἰδέα ἀποτελεῖ ἕναν «κοινό τόπο» τῆς ἐποχῆς µας, πού προβάλλεται µέν µέ τή µιά ἤ τήν ἄλλη, µετριοπαθῆ ἤ ἀκραία διατύπωση, ὅµως τό γεγονός εἶναι ὅτι ἐκλαµβάνεται ἀπό τήν πλειοψηφία, ἄν ὄχι ἀπό ὅλους, ὡς µιά αὐτονόητη ἀλήθεια.
Νοµίζουµε, ὅµως, ὅτι ἐάν κάποιος ἐπιχειρήσει νά παραµερίσει τίς λέξεις καί τίς φράσεις µέ τίς ὁποῖες συνηθίζεται νά ἐνδύονται οἱ σύγχρονες θρησκευτικές καί φιλοσοφικές ἰδέες, θά διαπιστώσει ὅτι τά νοήµατά τους παραµένουν «χθές καί σήµερον τά αὐτά». Ἄν γιά παράδειγµα συµβουλευθεῖ κάποιος τά συγγράµµατα τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου, πού ἀφοροῦν στίς αἱρέσεις, πού εἶχαν ἐµφανισθεῖ µέχρι τήν ἐποχή του, ἤδη δηλαδή µέχρι τόν 4ο αἰῶνα, δέν θά δυσκολευθεῖ νά διαπιστώσει ἀµέσως τίς ὁµοιότητες µέ τή δική µας ἐποχή. Γιά παράδειγµα, ἡ τόσο συχνή ἰδέα στίς ἡµέρες µας ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη διαφέρει ριζικά ἀπό τήν Καινή καί ὅτι στήν πρώτη ὁ Θεός ἐµφανίζεται ὡς φοβερός καί ὡς τιµωρός, ἐνῶ στή δεύτερη ὡς Θεός ἀγάπης ἔχει τό ἀντίστοιχό της στήν διδασκαλία τοῦ Μάνεντος (ἱδρυτῆ τῆς αἵρεσης τῶν Μανιχαίων) κατά τόν ὁποῖο, ὅπως µᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος, «τοῦ καλοῦ Θεοῦ ἐστίν ἡ Καινή, πονηροῦ δέ ἡ Παλαιά» (βλ. «Κατά Αἱρέσεων», ἀριθ.694, Ἑλληνική Πατρολογία τοῦ Migne, τόµ. 42).
Στήν ἐποχή µας, βέβαια, κατά τήν ὁποία προτιµῶνται διατυπώσεις περισσότερο ἔµµεσες καί περίπλοκες, δέν ἔχει διατυπωθεῖ ρητά καί εὐθέως, κατά τόν τρόπο τοῦ Μάνεντος, ὅτι ἄλλος Θεός (ὁ κακός Θεός) εἶναι αὐτός πού ὁµιλεῖ καί δρᾶ στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἄλλος Θεός (ὁ καλός Θεός) εἶναι αὐτός πού ἐµφανίζεται στήν Καινή. Θεωροῦµε, ὅµως, ὅτι πρακτικά ὁ εὐθύς ἰσχυρισµός τοῦ Μάνεντος ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς καί ἄλλος ὁ Θεός τῆς Καινῆς Διαθήκης, δέν διαφέρει καθόλου ἀπό τόν σύγχρονο πιό προσεκτικό ἰσχυρισµό πολλῶν ὅτι ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη διαφέρουν ριζικά ὡς πρός τήν ἀντίληψή τους γιά τόν Θεό. Διότι, πῶς εἶναι λογικῶς δυνατόν νά δεχόµαστε ὅτι δύο τόσο ριζικά διαφορετικά ὡς πρός τό πνεῦµα βιβλία (κατά τή συγκεκριµένη ἄποψη πάντα) εἶναι δυνατό νά εἶναι δηµιουργήµατα τοῦ αὐτοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πότε ἐµφανίζεται ὡς τιµωρός καί πότε ὡς γεµᾶτος ἀγάπη; Ἑποµένως, περισσότερο συνεπές καί εὐθές θά ἦταν νά ἀντλήσουµε τό λογικό συµπέρασµα, ὅπως ἔκανε ὁ Μάνης, ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς καί ἄλλος τῆς Καινῆς!
Ἀπό τόν Ἅγιο Ἐπιφάνιο µποροῦµε νά µάθουµε καί γιά ἄλλες αἱρετικές δοξασίες καί πρακτικές, πού ἐπαληθεύουν ὅσους ἰσχυρίσθηκαν ὅτι σταδιακά ἐπιστρέφουµε στήν παρακµή καί στή σύγχυση τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Γιά παράδειγµα ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται (βλ.τό ἔργο του «Ἀνακεφαλαίωσις», Ἑλληνική Πατρολογία τοῦ Migne, τόµ. 42), µεταξύ πολλῶν ἄλλων, στούς ὀπαδούς τοῦ Ὠριγένους «τοῦ καί Ἀδάµαντος τοῦ Συντακτικοῦ» (δέν πρόκειται γιά τόν γνωστό Ὠριγένη) πού ἀρνοῦνται «τήν τῶν νεκρῶν ἀνάστασιν», διδάσκουν ὅτι ὁ Χριστός καί τό Ἅγιον Πνεῦµα εἶναι κτίσµατα καί ἑρµηνεύουν ἀλληγορικά τά δόγµατα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἰδίως αὐτό συµβαίνει στό πλαίσιο τῆς σύγχρονης προτεσταντικῆς θεολογίας καί τῆς κοσµικῆς φιλοσοφίας. Ἀκόµη, ἀναφέρει τούς Πεπουζιανούς ἤ Κυιντιλιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀποδίδουν στίς γυναῖκες «τό ἄρχειν καί ἱερατεύειν», τούς Ἐγκρατῖτες πού ἀπαγορεύουν τήν «ἐµψυχοφαγίαν», δηλαδή τήν κρεωφαγία, καθώς καί τούς Καϊνίτες πού ἐκθειάζουν τόν Κάϊν καί τόν Ἰούδα καί ἀκόµη τόν Κορρέ τόν Δαθάν καί τόν Ἀβειρών, ἀλλά καί τούς Σοδοµῖτες, φέρνοντας ἀµέσως στή µνήµη µας νεώτερους ρωµαντικούς ποιητές καί συγγραφεῖς, πού κήρυξαν µέ λόγους καί πράξεις τήν ἀνταρσία κατά τοῦ Χριστιανικοῦ Θεοῦ, ὡς (δῆθεν) τυράννου καί καταπιεστῆ.
Ἰδιαιτέρως διαφωτιστικές γιά τό θέµα µας εἶναι δύο σχετικά σύγχρονες σύντοµες µελέτες, πού ἐκδόθηκαν τό 1959 ἀπό κοινοῦ σέ ἕνα βιβλίο πού φέρει τόν τίτλο «Science, politics and Gnosticism» (Ἐπιστήµη, πολιτική καί Γνωστικισµός) καί ἀνήκουν στόν Eric Voegelin (1901-1985), πού γεννήθηκε στή Γερµανία καί διέφυγε στίς Η.Π.Α. διωκόµενος ἀπό τήν Γκεστάπο τοῦ Χίτλερ καί πού ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ἕνας ἀπό τούς πιό προκλητικούς πολιτικούς φιλοσόφους τοῦ 20ου αἰῶνα. Στό ἔργο του αὐτό, ὁ Eric Voegelin ὑποστηρίζει ὅτι πολλά νεώτερα καί σύγχρονα ἐπιστηµονικά, πολιτικά καί θεολογικά κινήµατα, ὅπως ὁ Θετικισµός, ὁ Μαρξισµός καί ἡ θεολογία περί θανάτου τοῦ Θεοῦ εἶναι κατά βάθος παραλλαγές καί ἐπανεµφανίσεις τοῦ Γνωστικισµοῦ, τοῦ συνοθυλεύµατος, δηλαδή, ἐκείνων τῶν αἱρέσεων καί δοξασιῶν, πού ἐµφανίσθηκαν ἐντονότερα κατά τούς πρώτους αἰῶνες µετά τόν Χριστό καί ἐπιχείρησαν νά ἀλλοιώσουν καί νά ἀντιστρέψουν τό νόηµα τοῦ Χριστιανισµοῦ. Σκοπός τοῦ συγγραφέα ἦταν νά διαχωρίσει τήν ἀληθινή ἐπιστήµη καί γνώση ἀπό τούς ἐπιστηµονικοφανεῖς πολιτικούς καί ἄλλους µύθους τῆς ἐποχῆς µας, ἐκθέτοντας τήν ἀληθινή καταγωγή καί τόν χαρακτῆρα τῶν τελευταίων, στήν Γνωστική σκέψη καί νοοτροπία. Ἰδιαιτέρως δέ, στράφηκε ἐναντίον τοῦ Ναζισµοῦ, στόν ὁποῖο διέγνωσε ἕναν θρησκευτικό χαρακτῆρα, πού δέν δίστασε νά χαρακτηρίσει εὐθέως καί χωρίς ἐπιφυλάξεις ὡς «σατανικό». Ἡ ἀπόπειρά του, ὅµως, νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Γνωστικισµός βρίσκεται στόν πυρῆνα τῆς Νεωτερικότητας, τήν ὁποία ἀνήγαγε µέ τόν τρόπο αὐτό σέ µιά σεκταριστική κίνηση, ἀµαυρώνοντας τήν αἴγλη της, τόν ἔφερε σέ σύγκρουση µέ τούς συγχρόνους του πολιτικούς ἐπιστήµονες, οἱ ὁποῖοι τόν ἀντιµετώπισαν ὡς συντηρητικό ὀπαδό τοῦ «ἀνορθολογισµοῦ». Τοῦτο δέ, παρά τό ὅτι ἐπεδίωξε τό ἀκριβῶς ἀντίθετο: Νά ἀποκαθάρει, δηλαδή, µέ ὀρθολογικό τρόπο τήν ἐπιστήµη ἀπό τούς γνωστικούς µύθους, µέ τούς ὁποίους εἶχε ἀναµιχθεῖ καί νά ἀποµυθοποιήσει πολιτικά κινήµατα πού εἶχαν συναρπάσει µέρος τῆς ἀνθρωπότητας καί τήν ὁδήγησαν σέ πολλαπλές καταστροφές.
Ἤδη στήν εἰσαγωγή του στήν πρώτη µελέτη µέ τόν τίτλο «Science, politics and Gnosticism» ὁ Eric Voegelin ἀναγνωρίζει ὅτι «ὁ ἀναγνώστης εἶναι φυσικό νά ἐκπλαγεῖ ὅταν δεῖ µοντέρνους στοχαστές καί κινήµατα νά τοποθετοῦνται ὑπό τήν ἐπικεφαλίδα “Γνωστικισµός”…Ἡ συσκότιση (τῆς ἔρευνας καί τῆς αὐτοκατανόησης τοῦ Δυτικοῦ πολιτισµοῦ) ἦταν τόσο βαθειά, ὥστε ὅταν ἡ Γνωστική κίνηση πέρασε στήν ἐπαναστατική της φάση, ἡ φύση της δέν µποροῦσε πιά νά ἀναγνωρισθεῖ. Τά κινήµατα πού προῆλθαν ἀπό τόν Μάρξ καί τόν Μπακούνιν, οἱ πρώϊµες ἐνέργειες τοῦ Λένιν, ὁ µῦθος τῆς βίας τοῦ Σορέλ, ἡ διανοητική κίνηση τοῦ νεοθετικισµοῦ, ἡ κοµµουνιστική, ἡ φασιστική καί ἡ ἐθνικοσοσιαλιστική ἐπανάσταση, ὅλα συνέπεσαν σέ µιά περίοδο –τώρα πιά εὐτυχῶς παρελθοῦσα– κατά τήν ὁποία ἡ ἐπιστήµη εἶχε ὑποβαθµισθεῖ. Ἡ Εὐρώπη δέν εἶχε τά ἐννοιολογικά ἐργαλεῖα µέ τά ὁποῖα θά συνελάµβανε τή φρίκη πού ἐπέκειτο…Καί γιά τούς πολλούς αὐτή ἡ ἀτυχής κατάσταση (τῆς ἄγνοιας) συνεχίζεται…».
Τό κείµενο τοῦ Eric Voegelin εἶναι βέβαια πυκνό καί ἀπευθύνεται σέ εἰδικούς µέ γνώση τῆς Ἱστορίας καί τῶν ἰδεολογικῶν ρευµάτων πού ἐπικράτησαν κατά καιρούς. Ὅµως, ἡ γενική ἰδέα πού τό διατρέχει εἶναι δυνατό νά συνοψισθεῖ στόν ἰσχυρισµό ὅτι, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Γνωστικοί, ἔτσι καί οἱ µοντέρνοι φιλόσοφοι, ἐπιστήµονες καί πολιτικοί ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ κόσµος, ὅπως εἶναι, εἶναι ἕνα ἀφιλόξενο τοπίο, τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά µεταµορφώσει µέ τίς δικές του καί µόνο δυνάµεις! «Ὁ κόσµος δέν εἶναι πιά τό εὔτακτον, ὁ κόσµος-κόσµηµα, ἐντός τοῦ ὁποίου ὁ Ἕλληνας ἔνιωθε στό σπίτι του. Οὔτε εἶναι ὁ Ἰουδαιο-Χριστιανικός κόσµος, τόν ὁποῖο δηµιούργησε ὁ Θεός καί τόν βρῆκε “λίαν καλόν”. Ὁ Γνωστικός ἄνθρωπος δέν ἐπιθυµεῖ πιά νά θεᾶται µέ θαυµασµό τήν ἐσωτερική τάξη τοῦ κόσµου. Γιά αὐτόν ὁ κόσµος ἔχει γίνει µιά φυλακή, ἀπό τήν ὁποία ἐπιθυµεῖ νά ἀποδράσει…» θά ἰσχυρισθεῖ ὁ Voegelin, ἐπισηµαίνοντας τήν ὁµοιότητα αὐτῆς τῆς νοοτροπίας µέ ἐκείνη συγχρόνων ὑπαρξιστῶν φιλοσόφων. Ὡς µέσον δέ γιά τήν ἀπόδραση αὐτή, ὁ Γνωστικός θά υἱοθετήσει, ὅπως ἀναφέρει ὁ συγγραφέας, τήν ἐπιδίωξη τῆς «γνώσης», ἐνῶ παραθέτει σχετικό ἀπόσπασµα ἀπό τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο τῆς Λυών, κατά τό ὁποῖο ὁ Γνωστικός «εὑρίσκει ἱκανοποίηση στήν γνώση τοῦ Ὅλου. Καί αὐτή εἶναι ἡ ἀληθής λύτρωση».
Ἡ ἀνταρσία κατά τοῦ κόσµου καί τοῦ Θεοῦ ἔχει ὡς πρότυπο σύµβολό της τόν µυθικό Προµηθέα, ὁ ὁποῖος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ συγγραφέας, παρουσιάζεται πλέον ἀπό ἕναν µοντέρνο Γνωστικό, τόν Marx, ὄχι ὡς «δεσµώτης», ὅπως τόν ἐµφάνισε ὁ Αἰσχύλος γιά νά ἐπικρίνει τήν νοσηρή τρέλλα τῆς ἐπανάστασης κατά τῶν θεῶν, ἀλλά ὡς νικητής καί ὡς ἀντίπαλος ἐκείνων πού «δέν ἀναγνωρίζουν τήν ἀνθρώπινη αὐτοσυνειδησία ὡς τήν ὑπέρτατη θεότητα»! Ὁ Προµηθέας, ἡ Εὔα, ὁ Κάϊν καί τό φίδι ἀναγνωρίζονται πιά ὡς σύµβολα τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν τυραννία τοῦ θεοῦ αὐτοῦ τοῦ κόσµου. Ἔτσι, ἀποκαλύπτεται ἡ ἀληθής ἐπιθυµία τοῦ γνωστικισµοῦ, ἡ ὁποία συνίσταται στήν ἀπόκτηση τῆς πλήρους κυριαρχίας ἐπάνω στόν κόσµο. «Ἡ ἐπιθυµία γιά τήν ἀλήθεια ἄς ἔχει αὐτό τό νόηµα γιά σᾶς: ὅτι ὅλα θά πρέπει νά ἀλλάξουν σέ αὐτό πού εἶναι ἀνθρωπίνως (καί µόνο) κατανοητό, ἀνθρωπίνως (καί µόνο) ὁρατό καί ἀνθρωπίνως (καί µόνο) λογικό», θά διακηρύξει µέ τή σειρά του ὁ ἄλλος σύγχρονος Γνωστικός Νίτσε.
Ὁ συγγραφέας ἐπισηµαίνει ὅτι στό πλαίσιο τῆς προσπάθειας γιά τήν κυριαρχία ἐπί τοῦ κόσµου, οὐσιώδης εἶναι ἡ ἐπιθυµία γιά τή θανάτωση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός πρέπει νά παραµερισθεῖ καί νά θεωρηθεῖ ὡς δηµιούργηµα τῆς φαντασίας, προκειµένου ὁ Γνωστικός ἄνθρωπος νά γίνει αὐτός κυρίαρχος τοῦ κόσµου. Ἰδιαιτέρως χαρακτηριστική ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἡ ἀναφορά πού γίνεται στόν ἑβραϊκό µύθο τοῦ «Γκόλεµ». Σύµφωνα µέ τόν µῦθο αὐτόν, τόν ὁποῖο παραθέτει ὁ συγγραφέας, ὁ προφήτης Ἰερεµίας καί ὁ γιός του δηµιούργησαν (τάχα) ἕναν τεχνητό ἄνθρωπο (τό γκόλεµ), ὁ ὁποῖος, ὅµως, µόλις δηµιουργήθηκε, ἄλλαξε µέ ἕνα µαχαῖρι τή φράση «ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀλήθεια» πού ἦταν γραµµένη ἐπάνω του, ὥστε πλέον νά σηµαίνει «ὁ Θεός εἶναι νεκρός» (οἱ δύο φράσεις εἶναι παραπλήσιες στά ἑβραϊκά).
Σέ µιά ἐποχή, ὅπως ἡ δική µας, κατά τήν ὁποία ἔχει πιά γίνει ἰδιαιτέρως ἐµφανής ἡ ὑβριστική τάση τοῦ ἀνθρώπου νά ἀλλάξει τά πάντα καί νά ἀναδηµιουργήσει τεχνητά τόν φυσικό κόσµο, ὑποκαθιστῶντας πλήρως µέ τό τεχνητό, τό φυσικό, σέ ὅλα τά πεδία, ἀπό τήν τροφή καί τίς βιολογικές λειτουργίες, ὅπως ἡ ἀναπαραγωγή, ἕως τήν νοηµοσύνη καί ἔτσι νά τόν καταστήσει πλήρως ὑποχείριό του, νοµίζουµε ὅτι εἶναι ἰδιαιτέρως σηµαντικό νά συνειδητοποιήσουµε τοὐλάχιστον τή σηµασία τοῦ ἐγχειρήµατος αὐτοῦ, ὥστε νά µπορέσουµε νά τοποθετηθοῦµε ἀπέναντί του. Διότι εἶναι πιά φανερό ὅτι ὁ δηµιουργηθείς κατ’εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, ἐπιδιώκοντας νά σφετερισθεῖ πλήρως τή δηµιουργική δύναµη τοῦ Θεοῦ, ἐπιδιώκει στήν πραγµατικότητα νά διακηρύξει ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος Θεός, ἀλλά ὅτι ὁ µόνος Θεός καί µόνος δηµιουργός εἶναι αὐτός, ὁ ἄνθρωπος!
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 242
Ὀκτώβριος 2022