«Ο ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ»
Ἡ παρουσίαση θεατρικῶν ἔργων μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά καταδυθοῦμε στά κείμενά τους, νά ἀνασύρουμε μαργαριτάρια καί νά τά προσφέρουμε στούς ἀναγνῶστες τῆς ΕΝΟΡΙΑΚΗΣ ΕΥΛΟΓΙΑΣ μέ τά σχόλιά μας. Γράφοντας «μαργαριτάρια» δέν ἐννοοῦμε μόνον ἐνέργειες καί ρήσεις ἀξιολογικά ὀρθές καί ἐποικοδομητικές σύμφωνα μέ τήν Πίστη μας, τήν Ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια. Ἐννοοῦμε καί λόγους καί ἐνέργειες προσώπων τῶν θεατρικῶν ἔργων ἀξιολογικά ἀρνητικές πού ἐπισημαίνουν τίς συνέπειες τῶν ἐσφαλμένων ἐπιλογῶν μας. Τό θέατρο, καί ὄχι μόνον, πεισματικά ἀναπαριστάνει (μίμησις πράξεως κατά τόν Ἀριστοτέλη) φάσεις τῆς ἀτομικῆς καί συλλογικῆς ζωῆς μέ θετικά καί ἀρνητικά στοιχεῖα. Λόγοι καί ἐνέργειες φέρουν στήν ἐπιφάνεια, προσφέροντας στήν παρατήρηση καί μελέτη μας ψυχικές καταστάσεις, συναισθήματα, ἐπιθυμίες, ἰδέες, κριτήρια, ἀντιλήψεις, προθέσεις, κίνητρα, ἐπιδιώξεις, φιλοδοξίες.
Τό ἔργο αὐτό τοῦ κορυφαίου Γάλλου κωμωδιογράφου Μολιέρου (1622-1673) ἔχει προγραμματισθεῖ νά παιχθεῖ σέ αἴθουσα τοῦ συγκροτήματος Πειραιῶς 260 στά πλαίσια τοῦ Φεστιβάλ Ἀθηνῶν στίς 16, 17 καί 18 Ἰουνίου.
Ταυτόσημο μέ τήν ἔννοια ὑποκριτής ἔχει γίνει τό ὄνομα Ταρτοῦφος. Ὁ συγγραφέας τόν πλάθει ὡς προσωποποίηση τῆς ὑποκρισίας. Ὁ Ταρτοῦφος δέν εἶναι ὑποκριτής λόγῳ πλάνης ἤ ἀδυναμίας νά ταυτίσει λόγους μέ ἔργα. Ἐνεργεῖ μεθοδικά, μελετημένα, ἔχει συγκεκριμένους στόχους. Ὁ Μολιέρος φιλοτεχνεῖ τήν εἰκόνα του κατ’ ἀρχάς μέ τίς περιγραφές ἄλλων προσώπων καί κατόπιν μέ λόγια καί ἐνέργειες τοῦ ἴδιου τοῦ Ταρτούφου.
Τό κωμικό στοιχεῖο διοχετεύεται μέσῳ τῶν περιγραφῶν τῆς ὑπηρέτριας Ντορίν, τῶν ἰσχυρισμῶν τῆς κυρίας Περνέλ καί τοῦ Ὀργκόν, πού εἶναι θύματα πλάνης. Ἐπίσης καί μέσῳ λόγων καί ἐνεργειῶν τοῦ ἴδιου τοῦ ἀπατεῶνα Ταρτούφου. Κωμικό στοιχεῖο ἀναβλύζει ἐπίσης ἀπό τούς διαλόγους ἀνάμεσα στήν ἔξυπνη καί θαρραλέα ὑπηρέτρια Ντορίν καί τήν συνεσταλμένη κόρη τοῦ Ὀργκόν Μαριάννα καί ἀπό τόν διάλογο ἀνάμεσα στούς ἐρωτευμένους νέους Βαλέριο καί Μαριάννα.
Ὁ εὐγενής Ὀργκόν ἔχει πάρει στό ἀρχοντικό του τόν ξεπεσμένο ἐπαρχιώτη εὐγενῆ Ταρτοῦφο, ἐπειδή, κατά τήν πλανεμένη γνώμη του, ὁ φτωχός αὐτός ἄνθρωπος διαθέτει ψυχικό πλοῦτο, εὐσέβεια καί πολλές ἀρετές. Κατά τήν γνώμη τοῦ Κλεάνθη, γυναικαδερφοῦ τοῦ Ὀργκόν, ὁ Ταρτοῦφος ἔχει κάνει πλύση ἐγκεφάλου στήν μητέρα τοῦ Ὀργκόν, τήν κυρία Περνέλ, πού ὑποστηρίζει τόν ἀπατεῶνα, τόν ἐκτιμᾶ ἀνεπιφύλακτα, ἐπαινεῖ τό ἦθος του, τήν συμπεριφορά του, τίς ἐνέργειές του. Καί ἡ ὑπηρέτρια Ντορίν λέει γιά τόν ἀφέντη της Ὀργκόν ὅτι ἔχει ἀποβλακωθεῖ ἀπό τήν κατήχηση τοῦ Ταρτούφου. Τόν ἀποκαλεῖ ἀδελφό του, τόν ἀγαπᾶ σάν τόν ἑαυτόν του, περισσότερο ἀπό τούς δικούς του, μητέρα, σύζυγο καί παιδιά του. Τόν ἔχει ἐξομολόγο καί πνευματικό καθοδηγητή του.
Ὁ Ταρτοῦφος ἔχει γίνει τό θεοποιημένο εἴδωλο τοῦ Ὀργκόν. Δέν ἔχει μόνον τήν κεντρική θέση στήν καρδιά του καί τιμητική θέση στό τραπέζι του, ἀλλά ὑποκαθιστᾶ καί τόν ἀρχηγό τῆς οἰκογένειας σέ πολλά. Θέλει νά ἐπιβάλλει τρόπο σκέψεως καί συμπεριφορᾶς. Ἡ παράλογη ἀγάπη, ἐκτίμηση καί ἐμπιστοσύνη τοῦ Ὀργκόν πρός τό πρόσωπό του τόν ὁδηγοῦν στήν ἀπόφαση νά ἀθετήσει τήν ὑπόσχεσή του πρός τόν Βαλέριο, πού ἀγαπᾶ τήν κόρη του Μαριάννα καί νά τήν δώσει στόν Ταρτοῦφο, παρά τήν ἔντονη ἀντίρρησή της. Εὐτυχῶς δέν πραγματοποιεῖται αὐτή ἡ ἀπόφασή του.
Ὁ Ταρτοῦφος ἔχει ἐπιτύχει νά ἐξαπατήσει τόν εὐεργέτη του Ὀργκόν καί τήν μητέρα του, τήν κυρία Περνέλ μέ ἀριστοτεχνική πανουργία. Παρουσιάζεται θεοσεβής. Παριστάνει τόν ταπεινό, ὅτι ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ὅτι εἶναι ἀνάξιος τῆς ἀγάπης καί ἐκτιμήσεως τοῦ Ὀργκόν. Κάνει τόν ἀσκητή πού φορά τριχωτό χιτῶνα καί αὐτομαστιγώνεται. Ἐντέχνως διαδίδει ὅτι μοιράζει στούς φυλακισμένους ἐλεημοσύνες πού τοῦ δίνουν. Ἡ κυρία Περνέλ τόν θεωρεῖ «ὅσιο ἄνθρωπο» καί πιστεύει ὅτι «μόνο τό οὐράνιο θέλημα τόν ὁδηγεῖ».
Περνᾶ γιά ἀσυμβίβαστος μέ τήν ἁμαρτία. Ὡς γνήσιος Φαρισαῖος κρίνει αὐστηρά τούς ἄλλους. Θέλει νά βάλει τάξη στό νοικοκυριό τοῦ Ὀργκόν. Προσποιεῖται τόν συγχωρητικό καί μεγαλόψυχο ἔναντι τοῦ γιοῦ τοῦ Ὀργκόν, πού τόν «ξεσκέπασε» στόν πατέρα του. Καμώνεται ὅτι δέν θέλει νά δεχθεῖ τήν δωρεά τῆς περιουσίας τοῦ Ὀργκόν. Στήν προσπάθειά του νά καταστήσει ἐρωμένη του τήν γυναῖκα τοῦ εὐεργέτη του φθάνει στή βλασφημία: ἐνέδωσε στόν ἔρωτα αὐτόν μετά ἀπό φώτιση τοῦ Θεοῦ!
Ἔτσι ὁ Ταρτοῦφος ἔχει ἐπιτύχει νά καλοπερνᾶ μέ καθημερινό βασιλικό φαγοπότι στό ἀρχοντικό τοῦ Ὀργκόν. Ἀπολαμβάνει τήν ἐκτίμηση, τόν θαυμασμό καί τόν σεβασμό του. Ἀσκεῖ κάποια ἐξουσία στό ὑπηρετικό προσωπικό. Μέ συμβόλαιο θά πάρει ὡς δωρεά ὅλη τήν περιουσία τοῦ Ὀργκόν. Θά νυμφευθεῖ τήν κόρη του Μαριάννα. Δέν τοῦ φθάνουν ὅλα αὐτά. Ἐκμεταλλευόμενος τήν τυφλή ἐμπιστοσύνη τοῦ οἰκοδεσπότη του, ὁ Ταρτοῦφος πολιορκεῖ ἐρωτικά τήν γυναῖκα του Ἐλμίρα. Ἀλλά οἱ σύζυγοι συνεργάζονται καί ἀφαιροῦν τήν μάσκα τοῦ ἀπατεῶνα πού τά χάνει ὅλα.
Ὁ Ὀργκόν πέφτει ἀπό τά σύννεφα. Ἀπό τήν χονδροειδή εὐπιστία περνᾶ στό ἄλλο ἄκρο, στή δυσπιστία, στήν προκατάληψη ἐναντίον τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων. Ὁ Μολιέρος ὅμως μέ τό στόμα τοῦ Κλεάνθη θά τοῦ ἐπισημάνει ὅτι αὐτό εἶναι γνώρισμα τῶν ἀθέων καί ὅτι δέν λείπουν οἱ πραγματικοί πιστοί. «…Τίποτε δέν εἶναι πιό χυδαῖο ἀπό τούς φαρισαϊσμούς», ἀλλά ἡ «γνήσια πίστη ἀξίζει τόν σεβασμό μας».
Ἡ κυρία Περνέλ γιά τόν Ταρτοῦφο μπροστά στή σύζυγο τοῦ Ὀργκόν, στά παιδιά του, στόν Κλεάνθη καί στήν ὑπηρέτρια Ντορίν: «Μά ἦρθε ἡ ὥρα μου, θαρρῶ, νά πῶ κι’ ἐγώ μιά λέξη. Καί πρῶτα πρῶτα ἔχω νά σᾶς πῶ ὅτι σοφά ἔπραξε ὁ γιός μου καί ἔφερε ἐδῶ μέσα τόν ἅγιο αὐτόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός τόν ἔστειλε γιά νά σᾶς φέρει τό φῶς τῆς ἀλήθειας καί πρέπει νά τόν ὑπακούετε τυφλά ἄν θέλετε νά κερδίσετε τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς σας». Μέ τήν στάση καί τούς λόγους αὐτούς τῆς κυρίας Περνέλ ὁ συγγραφέας δείχνει πόσο μποροῦμε νά πλανόμαστε. Νά βλέπουμε δίκαιο τό ἄδικο, ἠθικό τό ἀνήθικο, σωστό τό ἐσφαλμένο. Νά πορευόμαστε πρός τόν γκρεμό καί νά μήν τό συνειδητοποιοῦμε.
Μετά τήν ἀποχώρηση τῆς κυρίας Περνέλ ἡ ὑπηρέτρια Ντορίν στόν Κλεάνθη. «Τόν ἀφέντη νά δεῖτε! Τρεῖς χειρότερα αὐτός! Τόν καιρό πού εἴχαμε ταραχές στήν πόλη (Παρίσι), φέρθηκε φρόνιμα καί γνωστικά, καί μέ πολλή ἀντρεία ὑπηρέτησε τό βασιλιά μας. Μά ἀπό τότε πού τοῦ μπῆκε στό μυαλό ἡ ἰδέα νά φορτωθεῖ τόν Ταρτοῦφο, λές καί τοῦ ‘στριψε, ψύχωση ἔπαθε, καλέ, τόν φόρεσε σάν πανωφόρι καί τόν φροντίζει πιό πολύ ἀπό γυναῖκα, γιό καί κόρη! Τόν συμβουλεύεται πάντα, τόν ἔχει μπιστικό του, τοῦ φανερώνει, Κύριε, τό κάθε μυστικό του!... Ἄν πεῖς πιά στό τραπέζει τους; Μή στάξει καί μή βρέξει, πρῶτος στρογγυλοκάθεται, πίνει καί τρώει γιά ἕξι καί μόλις κάνει νά ρευτεῖ, ὁ ἀφέντης λέει «μόσχος».
Θλιβερές διαπιστώσεις ἐπιχειρεῖ ὁ συγγραφέας μέ τό στόμα τῆς ὑπηρέτριας Ντορίν. Εἶναι γιά γέλια ἤ γιά κλάματα; Παρακολουθῶντας τήν παράσταση τοῦ ἔργου μπορεῖ νά γέλασα, μπορεῖ νά μειδίασα. Οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο μπορῶ νά πάρω μαζί μου φεύγοντας ἀπό τό θέατρο. Ἀσφαλῶς θά τά θυμᾶμαι. Αὐτό πού πρέπει νά πάρω ἀπό τό θέατρο-παιδεία εἶναι ὁ προβληματισμός. Ἀφορμή γιά αὐτοεξέταση. Νά ἀντικρύσω τό εἶναι μου μέσα στόν καθρέφτη πού ἡ τέχνη τοῦ Μολιέρου ἔβαλε μπροστά μου. Καί μέ τά κριτήρια μέ τά ὁποῖα μέ ἔχει ἐφοδιάσει ἡ Πίστη νά κρίνω ἀρχές καί πεποιθήσεις πού καθορίζουν τήν πορεία τῆς ζωῆς μου, τίς σχέσεις μου μέ τούς συνανθρώπους μου. Τί θεωρῶ οὐσιῶδες τοῦ βίου, τί ἐπουσιῶδες. Ποιός ὁ προσανατολισμός τῆς ζωῆς μου, ποῦ πηγαίνω. Ποιά σχέση ἔχω μέ τόν Θεό δημιουργό μου; Πῶς διαχειρίζομαι τά διάφορα δῶρα Του, ὑλικά καί πνευματικά;
Ὁ Ὀργκόν καλεῖ ἰδιαιτέρως τήν κόρη του Μαριάννα γιά νά τῆς ἀνακοινώσει τήν ἀπόφασή του νά πάρει ἄντρα της τόν Ταρτοῦφο. Κατά τήν γνώμη του θεωρεῖ φρονιμάδα γιά τήν κόρη του τήν τυφλή ὑπακοή της σ’ αὐτόν. Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἀκόμη καί στήν ἐποχή τοῦ Μολιέρου τέτοιες ἀντιλήψεις θά προκαλοῦσαν μειδίαμα. Μαριάννα: «Εἶμαι γεμάτη εὐγνωμοσύνη γιά τά πατρικά σας αἰσθήματα». Ὀργκόν: «Σωστή ἀπόκριση, κόρη μου. Ἀλλά γιά νά τ’ ἀξίζεις δέν πρέπει νά ‘χεις ἄλλο στό νοῦ σου, παρά πῶς θά μ’ εὐχαριστήσεις». Καί στή συνέχεια τῆς ζητᾶ νά ὁμολογήσει κάτι πού ἡ κόρη του δέν ἔχει αἰσθανθεῖ. «Πές μου λοιπόν, κόρη μου, πώς τά χαρίσματα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου σέ σκλάβωσαν, πώς μίλησε στήν καρδιά σου, καί πώς μέ πολλή χαρά θά δεχόσουν, μέ τήν ἄδειά μου, νά τόν πάρεις ἄντρα, Ἔ;». Μαριάννα: «Οὔτε γιά ἀστεῖο, πατέρα μου, δέ λέω τέτοιο πρᾶμα. Γιατί μέ βάζετε νά πῶ ἕνα τόσο μεγάλο ψέμα;»
Παρεμβαίνει ἡ Ντορίν πού, παρά τήν ἰδιότητά της, γίνεται ἀνεκτή ἀπό τόν Ὀργκόν, καί προσπαθεῖ νά τόν λογικεύσει. Μάταια.
Ἡ φράση τοῦ Ὀργκόν «δέν πρέπει νά ‘χεις ἄλλο στό νοῦ σου, παρά πῶς θά μ’ εὐχαριστήσεις» ἐκπέμπει πρός ἐμᾶς τούς Χριστιανούς ἕνα καίριο μήνυμα. Ὁ δικός μας Πατέρας δέν ἀξιώνει, δέν καταπιέζει, σέβεται ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία πού μᾶς ἔδωσε. Μᾶς πληροφορεῖ, μᾶς προειδοποιεῖ, μᾶς ἐπισημαίνει. Πανταχοῦ παρών ἀπουσιάζει διακριτικά. Εἶναι ὁ ἀμπελουργός πού ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα «καί ἐξέδοτο αὐτόν γεωργοῖς καί ἀπεδήμησεν». Ἡ Ἐκκλησία μας κατά τήν Θεία Λειτουργία εὔχεται, συνιστᾶ, προτρέπει: «…ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Τό δικό μας οὐσιαστικό συμφέρον ἀπαιτεῖ ἡ ζωή μας νά διέπεται, νά καθορίζεται ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί Ἐκεῖνος ὡς πάνσοφος γνωρίζει καί ὡς πανάγαθος θέλει τό καλό μας. Τό συμφέρον μας στήν ἐπίγεια ζωή μας καί στήν αἰώνια ζωή τῆς Βασιλείας Του. Αὐτός εἶναι πού γνωρίζει καί θέλει τήν ἀνάπτυξη, ἀνθοφορία καί καρποφορία τῆς προσωπικότητάς μας στόν μέγιστο βαθμό. Αὐτός πού καί ὅταν μέ τό ἀριστερό Του χέρι δίνει τά δυσάρεστα, συγχρόνως δίνει τήν χαρά, δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πεπληρωμένη, τήν ὁποία οὐδείς δύναται αἴρειν ἀφ’ ἡμῶν. Πῶς φθάνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά δηλώνει (Κολασ. Α΄ 24): «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου»;
Ὁ Κύριός μας δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ὑπακοή μας, οὔτε ἀπό τίς εὐχαριστίες μας, οὔτε ἀπό τήν δοξολογία μας. Συμφέρον μας ἡ ἀπόλυτη συμμόρφωσή μας πρός τίς ἐντολές Του. Φυσιολογικοί, σωστοί ἄνθρωποι εἴμαστε ὅταν εὐχαριστοῦμε καί δοξολογοῦμε τόν Εὐεργέτη μας.
Νίκος Τσιρώνης
Οἰκονομολόγος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 240-241
Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2022