«Σιγησάτῳ τά περιττά ἐν Ἐκκλησίᾳ Θεοῦ· δοξαζέσθω τά πεπιστευμένα· μή περιεργαζέσθω τά σιωπώμενα»

«Σιγησάτῳ τά περιττά ἐν Ἐκκλησίᾳ Θεοῦ·
δοξαζέσθω τά πεπιστευμένα·
 μή περιεργαζέσθω τά σιωπώμενα»!

 

νας δρ. Θεολογίας & Φιλοσοφίας, ὁ κ. Μ. Γ.*, μοῦ ἔκαμε τήν τιμή νά προσέξῃ τό Πασχαλινό ἄρθρο μου «Πάσχα τῆς Ἀφθαρσίας καί ὄχι τῶν Ἀφθαρτοδοκητῶν» καί νά σημειώσῃ τίς ἀντιρρήσεις του, γι’ αὐτό πρέπει νά ἀπαντήσω, ἔστω καί σύντομα, γιατί θά εἶναι ὠφέλιμο καί γιά σᾶς τούς ἀναγνῶστες μας, ἐφ’ ὅσον διαβάσατε τό ἄρθρο μου στό περιοδικό μας.

Θεωρῶ ὅτι εἶναι πολύ χρήσιμο καί ἀποτελεσματικό πρίν ἀναζητήσουμε Ἁγιοπατερικά ἀποσπάσματα καί ἀποφάνσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων νά θέτουμε στούς ἑαυτούς μας λογικά ἐρωτήματα καί νά ἀπαντοῦμε σ’ αὐτά καί κατόπιν νά ἀναζητήσουμε τήν Θεολογική τους θεμελίωση.

Φερ’ εἰπεῖν ἔχει γίνει ἐδῶ καί δεκαετίες Θεολογικό σήριαλ τό περί τῆς ἀπροϋποθέτου ἤ ἐμπροϋποθέτου Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἀναζητοῦν Πατερικά χωρία, μέχρι σήμερα, διακεκριμένοι Θεολόγοι καί καταλήγουν ἄλλοι στήν μία καί ἄλλοι στήν ἄλλη ἐκδοχή. Καί δέν κάνουν τήν ἁπλῆ σκέψη: Μά ἄν ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἦταν ἐμπροϋπόθετη, ἔγινε, δηλαδή,  μόνο καί μόνο ἐπειδή οἱ Πρωτόπλαστοι ἔπεσαν, τότε πρέπει νά τούς χρωστοῦμε χάρη πού ἔπεσαν, διότι μᾶς ἐξασφάλισαν τελειοτέρα σχέση μέ τόν Θεό, τήν καθ’ Ὑπόστασιν (ἑνωθήκαμε μέ τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου!), ἐνῶ πρίν εἴχαμε μόνο τήν κατ’ ἐνέργεια σχέση μαζί Του! Μάλιστα, οἱ Πρωτόπλαστοι, ἄν ἀκολουθήσουμε τήν ἐμπροϋπόθετη ἐκδοχή, μέ τήν πτώση τους διόρθωσαν τόν Θεό, πού δέν εἶχε προβλέψει(!) νά μᾶς χαρίσῃ τήν μέ τήν Ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου Ἕνωση! Ἀπό αὐτόν καί μόνο τόν συλλογισμό, ἀποδεικνύεται ἡ Ἀλήθεια, χωρίς καμμιά ἄλλη ἐπιβεβαίωση, παρ’ ὅτι ὑπάρχουν πολλές ἐπιβεβαιώσεις, γιατί ὁ Θεός μας γνωρίζει τόν ἀθεράπευτον κρετινισμό μας καί ἐξακολουθεῖ νά μᾶς παρέχῃ τήν στερεά τροφή μέ πνευματικό «μπλέντερ”, μέσῳ τῶν Ἁγίων Του!

 

Ἔτσι καί στό θέμα, πού ἔθιξε τό Πασχαλινό ἄρθρο μου, πρέπει πρῶτα νά τό προσεγγίσουμε λογικά καί κατόπιν Θεολογικά. Γι’ αὐτό ἄρχισα μέ μιά λεπτομερῆ σύγκριση τοῦ Προπτωτικοῦ Ἀδάμ μέ τόν Χριστό, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν φαίνεται νά προβληματίζῃ καθόλου τόν κ. Μ.Γ., ἀλλά ἐπιστρατεύει κολοβωμένο τό χωρίο τοῦ ἁγίου Δαμασκηνοῦ γιά νά μοῦ ἀποδείξῃ ὅτι ὁ ἅγιος μέ ταυτίζει μέ τόν παράφρονα Ἰουλιανό! Ὅμως ὁ ἅγιος, στή συνέχεια τοῦ λόγου του ἐξηγεῖ τήν παραφροσύνη τοῦ Ἰουλιανοῦ, γράφοντας ὅτι ἡ ἀφθαρσία τοῦ Ἰουλιανοῦ ἦταν κατ’ οὐσίαν ἄρνηση τῆς πραγματικῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἦταν δόκησις, χαρακτηρίζοντάς την, μάλιστα, «ἀδιάφθαρτον»: «Εἰ γἀρ ἀδιάφθαρτον (δηλ. τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ), οὐχ ὁμοούσιον ἡμῖν, ἀλλά δοκήσει καί οὐκ ἀληθείᾳ γέγονεν ...εἰ δέ δοκήσει γέγονε, φενακισμός καί σκηνή τό τῆς οἰκονομίας μυστήριον καί δοκήσει καί οὐκ ἀληθείᾳ γέγονεν ἄνθρωπος καί δοκήσει καί οὐκ ἀληθείᾳ σεσώσμεθα» (P.G. 1100Β). Αὐτά ὑποστήριξα μέ τό ἄρθρο μου; Δέν γνωρίζει ὁ κ. Μ. Γ. ὅτι οἱ Ἀφθαρτοδοκῆται ἐννοοῦσαν τήν Ἀφθαρσία, ὄχι ὅπως γνωρίζουμε τήν ἀφθαρσία τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδάμ, ἀλλά ὡς  ἀφθαρσία, «ὑπερουσίου καί ὑπερφυοῦς καί ἀσωμάτου Σώματός» Τοῦ Χριστοῦ;  Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος, οἱ Ἀφθαρτοδοκῆται ἐδέχοντο «αὐτό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπαθές τε καί ἄτρεπτον, καί ἀναλλοίωτον τῆσδε αὐτῆς ἐξουσίας ἠρτήσθω, καί ἀόρατον αὐτό βλασφημεῖν, καί  ἀναφές, καί ἀψηλάφητον, ἄποιόν τε καί ἄποσον, καί συλλήβδην ἀσώματον· ἅπερ πάντα τῷ θαυμαστῷ τούτῳ τῆς ἀφθαρσίας συνεπινοοῦσιν, ὀνόματι»! (Λόγος Β΄, ΡG86, 1321 Α)

Ἄλλη, λοιπόν, ἡ Ἀφθαρσία τῶν Ἀφθαρτοδοκητῶν καί ἄλλη αὐτή πού ἔγραψα στό ἄρθρο μου, τονίζοντας συνεχῶς τό τρεπτόν καί παθητόν τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε κενούμενος ἀπό τίς ἰδιότητες τῆς «ἐξ  ἄκρας συλλήψεως Θεωθείσης Ἀνθρωπίνης Φύσεώς Του».

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας συνεχῶς ἐναλλάσσουν τίς ἐκφράσεις τους ὡς πρός τήν Ἀνθρωπίνη Φύση τοῦ Χριστοῦ (ἐφ’ ὅσον πρόκειται ἀφ’ ἑνός μέν περί τῆς «ἐξ ἄκρας συλλήψεως Θεώσεώς» Της καί ἀφθαρτοποιήσεώς Της, καί, ἀφ’ ἑτέρου περί τῆς ὁδηγήσεώς Της στήν λειτουργία τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν, στή φθορά, στή  θνητότητα καί στόν θάνατο), γιά νά λάβουμε ἀπό κάθε διατύπωση αὐτά πού πρέπει, χωρίς νά ἀναιροῦν ἡ μία τήν ἄλλη. Γιά τούς πολλούς, βεβαίως, αὐτά μοιάζουν ἀλληλοαναιρούμενα καί ταλαιπώρησαν τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μ. Βασιλείου.

 

Ἡ Ὑποστατική Ἕνωση τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως μέ τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἐπίτευξη τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν», κατάσταση πού δέν εἶχε φθάσει ὁ προπτωτικός Ἀδάμ, παρ’ ὅτι ἦταν ἄφθαρτος (χωρίς νά εἶναι ἄτρεπτος) κατά τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων.  Πῶς, λοιπόν, ἐκπλήσσεται ὁ κ. Μ. Γ. ἀπό τήν ἀφθαρσία τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ μέ τήν Ὑποστατική Του ἕνωση, μᾶς ἔδειξε τό «καθ’ ὁμοίωσιν», τήν ὑπερτάτη κατάσταση, πού μπορεῖ νά φθάσῃ ἡ ἀνθρώπινη φύση μας; Ἡ «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» Θέωση τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι δόκησις; Εἶναι εἰκονική, εἶναι φαντασία; Δέν εἶναι πραγματική; Ἡ Θέωση αὐτή καθ’ ἑαυτήν προκαλεῖ ἀναστολή τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν ἀκόμη καί στούς ἁγίους. Εἶναι, λοιπόν, δυνατόν ἡ λειτουργία, τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν τοῦ Χριστοῦ μας νά ἔγινε κατ’ ἀκολουθίαν τῆς Φύσεως,  πού προσέλαβε (ἄρα ὑποχρεωτικά, καί ἀναγκαστικά, ὅπως σέ ὅλους ἐμᾶς), καί ὄχι ὡς  κένωσή Του ἀπό τίς Ἰδιότητες τῆς Θεωθείσης Ἀνθρωπίνης Φύσεώς Του;

Ἀναλυτικὰ καί μέ θαυμαστό τρόπο περιγράφει τήν λειτουργία τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν στήν Ἀνθρωπίνη Φύσι τοῦ Χριστοῦ ἡ Συνοδικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Σωφρονίου Ἰεροσολύμων, ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνεται στὰ Δογματικὰ κείμενα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἐδίδου (ὁ Χριστός) ὅτε καί ἤθελε φύσει τῇ ἀνθρωπείᾳ καιρὸν ἐνεργεῖν καί πάσχειν τά ἴδια, ἵνα μή φαντασία τις καί θέα διάκενος ἡ αὐτοῦ περιώνυμος κρίνοιτο σάρκωσις. Οὐ γάρ ἀκουσίως ταῦτα ἢ ἀναγκαστικῶς προσεδέχετο, κἄν φυσικῶς αὐτά καί ἀνθρωπίνως προσίετο, καί ἀνθρωπίναις κινήσεσιν ἐποίει καί ἔπραττεν· ἄπαγε τῆς βδελυκτῆς ἐνθυμήσεως· Θεός γάρ ἦν ὁ ταῦτα πάσχειν σαρκικῶς ἀνεχόμενος, καί σώζων ἡμᾶς τοῖς οἰκείοις παθήμασι, καί βραβεύων ἡμῖν δι’ αὐτῶν τήν ἀπάθειαν·ἀλλ’ ὅτε πάσχειν καί πράττειν καί ἐνεργεῖν ἀνθρωπίνως αὐτός ἐβεβούλητο, καί τούς ὁρῶντας ὠφελεῖν ἐψηφίζετο, δι’ οὕς καί ἄνθρωπος κατά ἀλήθειαν γέγονε, καί οὐχ ὅτε αἱ φυσικαὶ κινήσεις καί σαρκικαὶ κινεῖσθαι φυσικῶς πρός ἐνέργειαν ἤθελον, εἰ καί οἱ ἐπιβουλεύοντες ἄθεοι τάς ἐπιβουλὰς πληροῦν παντόλμως ἐγλίχοντο... Καί διά τοῦτο ἦν ὑπέρ ἄνθρωπον αὐτοῦ τά ἀνθρώπινα· οὐκ ἐπειδήπερ φύσις ἦν οὐκ ἀνθρώπειος, ἀλλ’ ἐπειδήπερ ἑκουσίως γέγονεν ἄνθρωπος, καί ἄνθρωπος γεγονώς ἑκουσίως αὐτά προσεδέχετο· καί οὐ τυραννικῶς ἢ ἀναγκαστικῶς ἔστιν ὅτε καθ’ ἡμᾶς καί ἀβουλήτως, ἀλλ’ ἡνίκα καί ὅσον ἐβούλετο, καί συγχωρεῖν αὐτός τοῖς τά πάθη προσφέρουσι, τοῖς τε παθήμασιν αὐτοῖς ἐνεργουμένοις κατά φύσιν ἐπένευσε» (π. Ἰ. Ρωμανίδου, Κείμενα Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας, τόμος Β΄ σ. 104-105).

 

Γιά νά μήν ἀπεραντολογοῦμε καί γιά νά μήν ἐπαναλάβω ὅλο τό βιβλίο μου «Ὁ Χριστός ἀνθρώπων ἐπέκεινα», θά θέσω κάποια λογικά ἐρωτήματα, πού προκύπτουν ἀπό τά Θεολογικά δεδομένα πού ἔχουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας:

 

  1. Πῶς Ὁ Χριστός μας χωρίς νά εἶναι Ἄφθαρτος, δέν ἔφθειρε τήν Παρθενία τῆς Θεοτόκου; Ὁ φθαρτός δέν φθείρει; Δέν μᾶς λέει τίποτε τό ὅτι ὁ Χριστός «ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ Μνήματος, καθώς ἐτέχθη ἐκ τῆς Θεοτόκου»;

 

  1. Τό ὅτι ὁ Χριστός περπάτησε στά κύματα εἶναι ἕνα ἁπλό θαῦμα ἤ ἀποδεικνύει τίς Ἰδιότητες τῆς ἀδιακόπως Τεθεωμένης Ἀνθρωπίνης Φύσεώς Του;

 

  1. Ὅτι ὁ Χριστός μας ἔλαβε τήν Ἀνθρώπινη Φύση « οὐ σπερματικῶς, ἀλλά δημιουργικῶς οὐ ταῖς κατά μικρόν προσθήκαις ἀπαρτιζομένου τοῦ σχήματος», ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Δαμασκηνός, παραπέμποντάς μας στόν Ἀδάμ, δέν σημαίνει τίποτα; Ὁ ἴδιος ἅγιος, στόν ὁποῖον καταφεύγει ὁ κ. Μ. Γ., συγκρίνει τόν Χριστό μέ τόν προπτωτικό Ἀδάμ καί κατά τοῦτο τό πολύ σημαντικό: «Ὁ μέν οὖν πονηρός ἔξωθεν προσέβαλεν (τόν Χριστόν) , οὐ διά λογισμῶν ὥσπερ καί τῷ Ἀδάμ· κακείνῳ γάρ, οὐ διά λογισμῶν ἀλλά διά τοῦ ὄφεως, ὁ δέ Κύριος τήν προσβολήν ἀπεκρούσατο, καί ὡς καπνόν διέλυσεν...καί ὁ νέος Ἀδάμ τόν παλαιόν ἀνασώσηται»! (PG 94,1081C-1084A)

Καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής  «Ὅθεν τό κατ’  αὐτόν ἀνθρώπινον, οὐ διά τόν λόγον τῆς φύσεως ἀλλά διά τόν καινοπρεπῆ τῆς γενέσεως τρόπον, πρός τό ἡμέτερον παραλλάττει · ταὐτόν μέν ὑπάρχον κατά τήν οὐσίαν · οὐ ταὐτόν δέ κατά τήν ἀσπορίαν · ἐπεί μή ψιλή, ἀλλ’ αὐτοῦ κατ’ ἀλήθειαν τοῦ δι’ ἡμᾶς ἐνανθρωπήσαντος ἦν» (PG 91, 60C).

 

  1. «Τῶν λεγόντων ὅτι ἡ σάρξ τοῦ Κυρίου ἐξ αὐτῆς τῆς ἑνώσεως ὑπερυψωθεῖσα καί ἀνωτάτῳ πάσης τιμῆς ὑπερκειμένη ὡς ἐξ ἄκρας ἑνώσεως ὁμόθεος γενομένη, ἀμεταβλήτως, ἀναλλοιώτως, ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως διά τήν καθ’ ὑπόστασιν Ἕνωσιν καί ἀχωρίστως καί ἀδιασπάστως μένουσα τῷ προσλαβομένῳ Αὐτήν Θεῷ Λόγῳ... Αἰωνία ἡ μνήμη», σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἅπαξ καί ἐσαρκώθη ἦταν ἀναγκασμένος νά γίνῃ φθαρτός καί θνητός; Γιατί ἡ μεταπτωτική φύση αὐτό συνεπάγεται.

  Τό «ὁμόθεος γενομένη» δέν σημαίνει τίποτα; Σημαίνει ἀναγκαστική πορεία στούς νόμους τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου; Καί πῶς, ἄραγε εἶναι ἑκούσιος ὁ θάνατός Του, ἀφοῦ ἅπαξ καί ἔγινε Ἄνθρωπος ἦταν ὑποχρεωμένος νά ἀποθάνῃ; Πῶς «θέλων ἐπείνασε, θέλων ἐδίψησε, θέλων ἀπέθανε», ἀφοῦ ἦταν ἀναγκασμένος ἀπό τήν μεταπτωτική φθαρτότητά Του,  νά πεινᾶ, νά διψᾶ νά κουράζεται, νά ἀποθάνῃ; Ἐδῶ δέν ὁδηγεῖ ἡ ἄρνηση τῆς ἀφθαρσίας καί ἡ ἀποδοχή μιᾶς ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ ἀναγκαστικά μεταπτωτικῆς (ὄχι χάριν τῆς συγκαταβάσεώς Του, πού τήν ἐνήργησε φθαρτή καί θνητή γιατί τό Θέλησε), μέ τίς ἀναγκαστικές μεταπτωτικές ἐπιπτώσεις της;

Ὁ Χριστός, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐ γάρ δὴ περικεκλεισμένος ἦν ἐν τῷ σώματι· οὐδὲ ἐν σώματι μέν ἦν, ἀλλαχόσε δέ οὐκ ἦν, οὐδὲ ἐκεῖνο μέν ἐκίνει, τά ὅλα δέ τῆς τούτου ἐνεργείας καί προνοίας κεκένωτο· ἀλλά τό παραδοξότατον, Λόγος ἦν, οὐ συνείχετο μέν ὑπό τινος, συνεῖχε δέ τά πάντα μᾶλλον αὐτός... Οὐ γάρ συνεδέδετο τῷ σώματι, ἀλλά μᾶλλον αὐτός ἐκράτει τοῦτο...Καί τό θαυμαστόν τοῦτο ἦν, ὅτι καί ὡς ἄνθρωπος ἐπολιτεύετο, καί ὡς Λόγος τά πάντα ἐζωογόνει, καί ὡς Υἱὸς τῷ Πατρὶ συνῆν» (ΒΕΠΕΣ 30, 88).

 

Ὁ Χριστός, λέγει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, «λέγεται ἄνθρωπος ὡς αὐτός κατ’ οὐσίαν ὅλην ἀληθῶς ἄνθρωπος ἦν»(ΡG 3, 1072). Εἶναι ὁ κατά μοναδικὸ καί ἀνεπανάληπτο τρόπο Τέλειος ἄνθρωπος, ὁ Ὁποῖος ὡς Τέλειος Θεός ἔδωσε Πρόσωπο στήν ἀνθρώπινη φύση μας, τό Θεῖο Του Πρόσωπο, καί τήν ἐθέωσε. Ὡς ἄνθρωπος, λοιπόν, «ἀνθρώπων ἐπέκεινα», ὅμως, ἔχει (καί πάλι κατά τήν ὁρολογία τοῦ ἁγίου Διονυσίου) «ὑπερφυᾶ φυσιολογία».«Ἡ Ἰησοῦ θεοπλαστία καί ἄρρητος ἐστι λόγῳ παντί, καί ἄγνωστος νῷ παντὶ καί αὐτῷ τῷ πρωτίστῳ τῶν πρεσβυτάτων ἀγγέλων. Καί τό μέν ἀνδρικῶς αὐτόν οὐσιωθῆναι, μυστικῶς παρειλήφαμεν· ἀγνοοῦμεν δέ ὅπως ἐκ παρθενικῶν αἱμάτων ἑτέρῳ παρά τήν φύσιν θεσμῷ διεπλάττετο, καί ὅπως ἀβρόχοις ποσί, σωματικὸν ὄγκον ἔχουσι καί ὕλης βάρος ἐπεπόρευτο τήν ὑγρὰν καί ἄστατον οὐσίαν καί τά ἄλλα ὅσα τῆς ὑπερφυοῦς ἐστιν Ἰησοῦ φυσιολογίας» (ΡG 3,648).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς καθιστᾶ πολὺ προσεκτικοὺς ἐνώπιον τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ, διότι, ὅπως λέγει, «οὐ μόνον ἡ θεότης ἀνεξιχνίαστος, ἀλλά καί ὁ πρός τήν σάρκα τῆς ἑνώσεως τρόπος ἀπερινόητος καί ἡ συγκατάβασις ἀνυπέρβλητος καί τό τοῦ προσλήμματος θεῖον καί ἀπόρρητον ὕψος ὑπερηξηρημένον καί νοῦ καί λόγου παντός, ὡς μηδὲ πρός σύγκρισιν ὅλως πρός τήν κτίσιν ἐπιδέχεσθαι δύνασθαι. Εἰ γάρ καί κατά σάρκα βλέπεις τόν νῦν ἐξ ἀπειράνδρου τεχθέντα κόρης, ἀλλά καί οὕτω  τήν σύγκρισιν  ὑπερήλασεν· «ὡραῖος» γάρ, φησι, «κάλλει παρά τούς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Οὐκ εἶπεν “ὡραιότερος”, ἀλλ’ ἁπλῶς “ὡραῖος”, ἵνα μή τά ἀσύγκριτα συγκρίνῃ, ψιλοῖς ἀνθρώποις “φύσιν ὁμόθεον”» (Ε.Π.Ε. τ. 11, 456-458).

 

Αὐτά ἤθελα νά τονίσω μέ τό ἄρθρο μου καί ὄχι τό νά ἀπομακρύνω τόν Χριστόν μας ἀπό τά πεπτωκότα ἀνθρώπινα. Γιατί ὑπάρχει μιά πολυετής ἐπιμονή νά ἀγνοῆται τελικά ἡ «ὁμόθεος» Ἀνθρωπίνη Φύσις τοῦ Χριστοῦ καί νά τονίζεται τό παθητόν Της, χωρίς νά λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν ὁ Θεολογικός κίνδυνος τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ Θεολογικός κίνδυνος τῶν ἡμερῶν μας ἔχει τήν ἀφετηρία του στήν Γιανναρική «διακινδύνευση τοῦ Χριστοῦ», καί εἶναι τό «στημόνι» πού ὑφαίνεται  ἡ Νεοπατερική θεολογία. Ὁ κ. Μ. Γ. πρέπει νά μέ καταλαβαίνῃ, γιατί ἔχει δώσει σπουδαῖες Θεολογικές μάχες κατά τῶν Νεοπατερικῶν!

 

Θά κλείσω μέ τόν Μέγα Βασίλειο γιατί εἶναι ἐκεῖνος, πού ἀπό τήν ἐποχή του ἔδωσε μάχες γιά νά ἀποδείξῃ ὅτι αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι τό εἶδος τῆς σαρκός πού ἐφόρεσε ὁ Χριστός, ἀλλά ὁ Φορέσας αὐτήν τήν σάρκα  Θεὸς Λόγος, ὁ Ὁποῖος καί ἐθέωσε αὐτήν «ἐξ ἄκρας συλλήψεως»: «Μάγοι προσκυνοῦσι καί χριστιανοί συζητοῦσι πῶς ἐν σαρκί Θεός καί ποταπῇ σαρκί· καί εἰ τέλειος ἄνθρωπος ἢ ἀτελής ὁ προσληφθείς.  Σιγησάτω τά περιττά ἐν Ἐκκλησίᾳ Θεοῦ· δοξαζέσθω τά πεπιστευμένα· μή περιεργαζέσθω τά σιωπώμενα...Ἐφαίνετο γάρ ὥσπερ φῶς δι’ ὑελίνων ὑμένων, διά τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἡ Θεία Δύναμις, διαυγάζουσα τοῖς ἔχουσι τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας κεκαθαρμένους (ΒΕΠΕΣ 54,233).

π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Ἄρθρου 238-239

Ἰούνιος - Ἰούλιος 2022

 

* Ὅποιος ἐνδιαφέρεται γιά τόν πλήρη διάλογο µέ τόν κ. Μ.Γ., θά τόν εὕρῃ στά τεύχη 2398(22-4-2022) & 2403(3-6-2022) τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐφηµερίδος «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ».