ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ – ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ – ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

Ὁμοιότητες Βίου

 

«Τά δύο πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου παρουσιάζουν πολλάς ἀντιστοιχίας μεταξύ τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ Ἰωάννου1». Ἡ φράση αὐτή πού ἐπαναλαμβάνεται ἀπό πολλούς ἐρευνητές μοῦ ἔφερε στήν μνήμη τό γνωστό ἔργο τοῦ Πλουτάρχου, «Βίοι παράλληλοι».

Ὁ Πλούταρχος (46 – 127 dHr.) ἔγραψε τούς «Βίους παράλληλους» ὄχι γιά νά κάνει ἱστορία, ἀλλά, γιά νά ἀποκαλύψει, στήν κάθε πολιτική προσωπικότητα, τῆς ὁποίας τήν βιογραφία περιγράφει, τόν ἄνθρωπο μέ τίς καλές καί τίς κακές του ἰδιότητες, ἀλλά κυρίως γιά νά προσφέρει στούς ἀναγνῶστες του μοντέλα ἀρετῶν2». «Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ὁ Πλούταρχος ἀναγνώριζεν ὅτι δέν ἔγραψε ξηράν ἱστορίαν χρονολογιῶν καί ἀπαριθμήσεις γεγονότων. Δέν ἐπιμένει εἰς τήν ἀπόλυτον χρονολογικήν ἀκρίβειαν τῶν συμβάντων, ἀλλά ἐνδιαφέρεται πρό πάντων νά μελετήση τούς χαρακτήρας τῶν ἱστορουμένων προσώπων3». Στόν Πλούταρχο δέ, τούς κολοσσούς τῆς ἀρχαιότητος «τούς βλέπουμε νά περιορίζονται εἰς τά ἀληθινά τους ὅρια – ἀναγνωρίζομεν ἀνθρώπους4».

Οἱ διαπιστώσεις αὐτές μᾶς ὤθησαν νά ἀκολουθήσουμε μιά παρόμοια διαδικασία καί νά παρουσιάσουμε συγκριτικά τά πρόσωπα τοῦ Προδρόμου καί τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὅπως αὐτά περιγράφονται στά τέσσερα Εὐαγγέλια κατά τίς κυριότερες στιγμές τῆς ζωῆς τους.

 

Ἡ Γέννηση

Σύμφωνα μέ τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, ὁ Ἰωάννης εἶναι υἱός τοῦ Ζαχαρία, ἑνός ἱερέα πού ἐκτελοῦσε καθήκοντα στό Ναό τῶν Ἱεροσολύμων, καί τῆς Ἐλισάβετ, ἀπό τήν γενεά τοῦ Ἀαρών, καί συγγενοῦς τῆς Μαρίας, τῆς μητέρας τοῦ Ἰησοῦ (Λκ 1,57)

Τόσο  ἡ γέννηση τοῦ Ἰωάννη, ὅσο καί ἡ σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῇ κοιλία τῆς μητρός αὐτοῦ, ἀπετέλεσαν θαυμαστό γεγονός. Ὁ Ζαχαρίας καί ἡ σύζυγός του Ἐλισάβετ «ἦσαν δίκαιοι ἀμφότεροι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καί δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι» τυγχάνοντας ὅμως καί οἱ δύο «προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν». Ὁ Ζαχαρίας, λόγῳ τῆς φυσικῆς καταστάσεώς του καί τῆς συζύγου του, δυσκολεύεται νά πιστέψει τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου γιά τό θαῦμα καί, ἀμφιβάλλοντας τό γεγονός, παραμένει «σιωπῶν καί μή δυνάμενος λαλῆσαι» μέχρι τήν ἐκπλήρωση τοῦ θαύματος. Ἡ Ἐλισάβετ ἔχει στήν κοιλιά της ἕνα βρέφος πού ἀπέκτησε μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ στά γεράματα, ἀλλά μέ ἀνδρικό σπόρο. Ἡ δέ Παρθένος Μαρία, καταλαβαίνει ἀπό τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου ὅτι διά μέσου αὐτῆς θά γίνει τό θαῦμα γέννησης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου καί ὅτι θά γεννήσει μέ τήν συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν δύναμη τοῦ Πατρός. Ἀποδεχόμενη ἀμέσως τόν ρόλο, Μαρία δηλώνει λοιπόν «δούλη Κυρίου» (Λκ 1, 38) ξέροντας ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά ἐνεργήσει ὑπερφυσικά γιά τήν γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπιβλήθηκε λοιπόν ὡς Θεός ἤδη ἀπό τήν σύλληψή Του ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγία Παρθένο. Καί τό ἴδιο το γεγονός ὅτι συλλαμβάνεται στήν Παρθένο ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς Θεότητάς Του. Διότι (αὐτός) ὑπάρχων ὡς Πρόσωπον πρίν ἀπό αὐτήν, δέν εἶχε ἀνάγκη ἀνδρικοῦ σπέρματος γιά νά εἰσέλθει στήν ὕπαρξη. Ἀλλά λαμβάνει ὁ ἴδιος ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Παρθένο. Καί ὡς Θεός Λόγος μπόρεσε νά τό κάνει, ὅπως μπόρεσε νά δημιουργήσει τούς πρώτους ἀνθρώπους χωρίς νά προσφύγει σέ κάποιους ἀνώτερούς Του νόμους. Μέ αὐτή τήν ἔννοια ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο (ὁ Ἴδιος !) καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. 1,14)5

Ἡ Παναγία βρίσκεται στήν ἴδια κατάσταση ἀδυναμίας τεκνοποίησης, ὅπως ὁ Ζαχαρίας καί ἡ Ἐλισάβετ, ἀλλά μετά τήν πρώτη ἀπορία της ἀποδέχεται τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου καί γίνεται ἔτσι «εὐλογημένη ἐν γυναιξί».

 

Ἡ Περιτομή

Ὡς σημεῖο ἐντάξεως στήν κοινότητα, ἡ περιτομή ἐφαρμόζεται ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπό πολυάριθμους λαούς. Γιά τόν Ἰσραήλ ὅμως ἡ θρησκευτική αὐτή τελετουργία δίδεται ἀρχικά κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν ἀποφυγή τῆς ὀργῆς Του (Ἐξ. 4, 24). Ὁ Θεός θεσπίζει τήν περιτομή ὡς σημεῖο συμμαχίας μεταξύ Του καί τοῦ Ἀβραάμ καί τῶν ἀπογόνων του καί ἡ πρακτική αὐτή ἔπρεπε νά ἐφαρμοσθεῖ σέ ὅλα τά ἄρρενα ἀγόρια στήν ὄγδοη μέρα ἀπό τήν γέννησή τους (Γέν.17,10-14). Ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραάμ, μολονότι 99 ἐτῶν, καί ὁ υἱός του περιτέμνονται τήν ἡμέρα θεσπίσματος τοῦ συμβολαίου (Γέν. 17, 23-27). Ἀκόμη καί ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι πού βγῆκαν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί δέν εἶχαν δεχθεῖ τήν περιτομή, καθώς καί ἐκεῖνοι πού γεννήθηκαν στήν ἔρημο, μέ τήν διαταγή τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καί κατά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε νά δεχτοῦν τήν περιτομή γιά νά μποροῦν νά εἰσέλθουν στήν Χαναάν, τήν Γῆ τῆς ἐπαγγελίας (Ἐξ 4,25). Ἡ περιτομή γίνεται ἔτσι ἕνα ἰδιαίτερο σημεῖο, μιά τελετουργία γιά ἐκείνους πού ἀνήκουν στήν κοινότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ καί τοῦ Θεοῦ. Ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ  μποροῦσε λοιπόν νά πιστέψει, ὅτι ἡ περιτομή ἀρκοῦσε γιά νά εὐλογηθεῖ κάποιος μέ τίς ἐπαγγελίες τῆς Διαθήκης.

Δέν ἀποτελεῖ λοιπόν ἔκπληξη τό γεγονός ὅτι, ὡς Ἑβραῖοι, τόσο ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὅσο καί ὁ Ἰησοῦς, πού «ἔπρεπε νά ἐκπληρώσουν ὅλο τόν Νόμο», δέχθηκαν τήν περιτομή κατά τήν ὄγδοη ἡμέρα (Λκ. 1, 59. 2,21)6.

 

Ἡ ἔρημος

Φεύγοντας ἀπό τήν Αἴγυπτο, ὁ Μωϋσῆς καθοδήγησε τόν λαό του μέσῳ τῶν ἐρήμων Σούρ (Ἔς. 15,22, Μαρά (Ἔς. 15,23), Ἐλίμ (Ἔς. 15,27) Σίν (16,1), Ρεφιδίμ (Ἔς. 17,1-7), ἀλλά παρ’ ὅλες τίς δυσκολίες πού ἀντιμετώπισαν –πεῖνα, δίψα, ἐχθρούς– ὁ Θεός τούς φρόντιζε καί τούς κάλυπτε τίς ἀνάγκες. Διά μέσου τῆς ἐρήμου ὁ Θεός δοκιμάζει τήν Πίστη τοῦ  λαοῦ Του, ἀλλά  καί τόν προετοιμάζει γιά τήν ἀποστολή του, τήν Γῆ τῆς ἐπαγγελίας. «Τήν ἔρημον δύναται νά ζωογονήση ὁ Θεός καί ἐξ αὐτῆς νά προέλθουν δρόσος πνευματική καί καρποί ἀγλαοί τοῦ Θεοῦ: «Ποιήσω τήν ἔρημον εἰς ἕλη ὑδάτων καί τήν διψῶσαν γῆν ἐν ὑδραγωγοῖς. Θήσω εἰς τήν ἄνυδρον γῆν κέδρον καί πύξον καί μυρσίνην καί κυπάρισσον καί λεύκην …» (Ἡσ. Μα΄, 18-19). Στήν ἔρημο ἐξ ἄλλου ὁ λαός δέχεται τόν Νόμο καί συνάπτει τήν Διαθήκη, ἡ ὁποία τούς κάνει ἀπό τοῦ περιπλανόμενους ἀνθρώπους, ἕνα πραγματικό λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός λοιπόν δέν καλεῖ μέ τόν τρόπο αὐτό τούς ἀνθρώπους νά ζοῦν στήν ἔρημο, ἀλλά νά διασχίζει ὁ καθένας συμβολικά τήν ἐρημιά τῆς ζωῆς του γιά νά ζεῖ ἔπειτα στήν Γῆ τῆς ἐπαγγελίας.

Κατά τό παράδειγμα πολλῶν ἁγίων ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας (Γ Βασ. θ΄, 1-9) τόσο ὁ Ἰωάννης, ὅσο καί ὁ Ἰησοῦς πηγαίνουν στήν ἔρημο ὁδηγημένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (Μτ. 4, 1-11). «Στήν ἔρημο ἡ Πίστη στόν Θεό ριζώνει πολύ πιό εὔκολα καί πιό βαθιά ἀπό ὅσο στήν καρποφόρα γῆ. Στήν ἔρημο δέν ὑπάρχουν δημιουργήματα τοῦ ἀνθρώπου ἤ τῆς φύσης πού νά ἐμποδίζουν τά βλέμματα, τήν σκέψη καί τήν ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων. Τίποτε δέν μπορεῖ νά ἀποσπάσει τόν ἐρημίτη, ἀπό τήν θέα τῆς αἰωνιότητας. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ βρίσκεται συνεχῶς σέ σχέση μέ τό ἄπειρο, πού ἀρχίζει μπροστά στά μάτια του». Στήν ἔρημο, ὁ σκληρός ἀγώνας γιά τήν ζωή ὁδηγεῖ σέ κάποια προσωπική ἐπιλογή, βασισμένη ὄχι μόνο σέ φυσικές ἰδιότητες, ἀλλά  ἐπίσης καί σέ ἠθικές ἀξίες. Στήν κάμινο τῆς ἐρήμου, ἡ σκουριά τῶν πράξεων καί τῶν μικροπρεπῶν συμπεριφορῶν ἀποβάλλεται καί παραμένει μονάχα τό καθαρισμένο χρυσό μίας ὑψηλῆς ἠθικῆς, ἕνα σύνολο ἀρχῶν καί μιά παράδοση βασισμένη στίς σχέσεις ἀνθρώπων πρός ἀνθρώπους καί σέ μιά κλίμακα ὑψηλοτέρων ἀξιῶν.  Γι’ αὐτό ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τόν Θεό μέσα στήν ἔρημό Του παραμένει πιστός»7. Ὁ Ἰησοῦς θέλησε νά ξαναζήσει τά διάφορα στάδια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ξεπερνᾶ λοιπόν τήν δοκιμασία τοῦ διαβόλου, μένει πιστός στόν Πατέρα Του, προτιμῶντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπό τά ὑλικά, τήν ἐμπιστοσύνη ἀπό τό θαῦμα, τήν ὑποταγή στόν Θεό ἀπό κάθε ἐγκόσμια κυριαρχία. Καί ἀρχίζει τό κήρυγμά Του ἀμέσως μετά τό πειρασμό τοῦ Διαβόλου στήν ἔρημο καί μετά τήν βάπτισή Του ὑπό τοῦ Ἰωάννου.

Γιά τόν ἴδιο τόν Ἰωάννη, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ εὔστοχα: «Ὁ πόσο ἀντίθετο παράδειγμα! Ὁ Ἰωάννης μετέτρεψε τήν ἔρημο σέ παραδείσια παραμονή, διότι ἐκεῖ ὁ ἴδιος ἐξασκοῦσε μέ πολύ ζῆλο τήν θεία φιλοσοφία. Αὐτός ὁ ἀθλητής τῆς εὐλάβειας, αὐτός ὁ νικητής τοῦ κόσμου, αὐτός ὁ φιλόσοφος μίας φιλοσοφίας ἀντάξιας τοῦ οὐρανοῦ ἔβγαινε ἀπό τήν ἔρημο, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄγγελος κατεβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, γιά νά ἐπισκεφθεῖ καί νά διορθώνει τούς ἀνθρώπους»8.

«Τό ἔνδυμα αὐτοῦ ἦν ἀπό τριχῶν καμήλου καί ζώνην δερματίνην περί τήν ὀσφύν αὐτοῦ, ἡ δέ τροφή αὐτοῦ ἦν ἀκρίδες καί μέλι ἄγριον» (Μτ. 3, 4 καί 1,5). Σύμφωνα μέ τόν ἴδιο Χρυσόστομο, ὁ Ἰωάννης φοροῦσε ζώνη σεβόμενος τίς ἀρχαῖες παραδόσεις. Παρόμοια ζώνη φοροῦσε καί ὁ προφήτης Ἠλίας, καί ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος καί πολλοί ἄλλοι ἅγιοι γιά νά δείξουν ὅτι «ἦταν πάντοτε ἀπασχολημένοι καί πάντοτε ἕτοιμοι πρός ἐργασία, ὅτι ταξίδευαν ἀσταμάτητα ἤ ἀκόμη ὅτι κατέβαλαν σκληρές προσπάθειες γιά νά φέρουν σέ πέρας σημαντικά ἔργα»9. Σέ κάποια ἄλλη ὁμιλία του ὁ ἅγιος Χρυσόστομος θά πεῖ ὅτι ὁ ἀληθινός χριστιανός μοιάζει, στόν ἀγῶνα κατά τῆς ἁμαρτίας, μέ τόν στρατιώτη πού εἶναι πάντα ζωσμένος μέ τά ὅπλα του καί ἕτοιμος νά ἀντιμετωπίσει τόν ἐχθρό.

 

Ἡ Βάπτιση

Πληροφορίες γιά τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή μᾶς δίνουν μόνο τά τρία λεγόμενα Συνοπτικά Εὐαγγέλια τοῦ κατά Μάρκον, κατά Ματθαῖον καί κατά Λουκᾶν, τά ὁποῖα ξεχωρίζουν τόν Ἰωάννη τόν «Βαπτιστή», τόν υἱόν τοῦ Ζαχαρία, ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Ἀπόστολο. Στόν τέταρτο Εὐαγγέλιο, «Ἰωάννης ὁ  Ἀπόστολος» δέν μνημονεύεται μέ τό ὄνομα, ἀλλά μόνο ὡς «τόν μαθητή ὅν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς»10.

Ὁ Ἰωάννης ἀρχίζει τήν δράση του «τόν δέκατο τέταρτο ἔτος τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος». Ὁ Τιβέριος ἦρθε στήν ἐξουσία κατά τό 767 ἀπό κτίσεως Ρώμης, ἤτοι τό ἔτος 14 μ.Χ. Ἕπεται ὅτι τό 15 ἔτος τῆς ἡγεμονίας τοῦ Τιβερίου ἀντιστοιχεῖ πρός τό ἔτος 28 - 9 μ.Χ. Τό Εὐαγγέλιο περιγράφει τόν Ζαχαρία ὡς ἱερέα τῆς γενεᾶς τοῦ Ἀβιά καί τήν Ἐλισάβετ, ὡς ἀπόγονο ἀπό τήν γενεά τοῦ Ἀαρών, γεγονός πού κάνει τόν Ἰωάννη ἀπόγονο τοῦ Ἀαρών τόσο ἀπό τήν πλευρά τοῦ πατέρα, ὅσο καί ἀπό τήν πλευρά τῆς μητέρας του. Ἡ δέ Μαρία περιγράφεται ὡς συγγενής τῆς Ἐλισάβετ (Λκ. 1,36). Ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα ἀποτελοῦν ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία γιά τήν ἱστορικότητα τόσο τοῦ Ἰωάννου ὅσο καί τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ.

Ἡ ἐνδυμασία τοῦ Ἰωάννου καί ἡ διατροφή του μοιάζει μέ ἐκείνη τοῦ προφήτου Ἠλία (Μκ. 1,6 πρβλ. 1 Βᾶς. 19,19, 2 Βασ. 1,8). Ἀλλά ὁ ἴδιος ἐξ ἄλλου εὐαγγελιστής ὑπογραμμίζει τήν χρονική προτεραιότητα τοῦ Ἠλία: «Ἠλίας μέν ἐλθών πρῶτος ἀποκαθιστᾶ πάντα» (Μκ. 9, 12).

Ὁ ρόλος τοῦ Ἰωάννου εἶναι ἐκεῖνος ἑνός προφήτου καί μάλιστα ὑψηλότερος τοῦ προφήτου (Λκ. 7, 26-27), διότι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ μοναδικός πρόδρομος καί ἀγγελιοφόρος τοῦ Χριστοῦ. Σύμφωνα μέ τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (1, 22) ἡ κεντρική περίοδος τῆς ἐπί γῆς σωτηρίας ἀνοίγει μέ τήν βάπτιση τοῦ Ἰωάννου καί ἐπεκτείνεται μέχρι τήν Ἀνάληψη. Ἡ ἀποστολή τοῦ Ἰωάννου ἔρχεται μετά τήν περίοδο τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελεῖ τήν ἀρχική καί προπαρασκευαστική φάση ἐκπληρώσεώς τους11. Ὁ Ἰωάννης τυγχάνει «προφήτης» (Λκ. 1, 76α),  «πρόδρομος» (Λκ. 1, 76β) καί «διδάσκαλος» (Λκ. 1, 771) πού κηρύττει τήν συγνώμη (Λκ. 1, 77α) καί ἑτοιμάζει τούς ἀνθρώπους γιά τήν σωτηρία (Λκ. 1, 77α. 3,6). Σύμφωνα δέ μέ τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν συγκέντρωση στά Ἱεροσόλυμα γιά τήν ἐκλογή τοῦ Ματθία, καθώς καί στό σπίτι τοῦ Κορνήλιου θεωρεῖ τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ὡς ἀναγκαῖο μέρος τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ τό ὁποῖο οἱ χριστιανοί πρέπει νά λαμβάνουν ὑπόψη τους (Πρ. 1, 22. 10, 37).

Ὁ Ἰωάννης βαπτίζει τούς προσερχομένους πρός αὐτόν ἐν Αἰνών, πλησίον τοῦ Σαλείμ (Ἰωα. 3,23) κηρύσσων μετάνοια καί ἐλέγχων τούς καταπατοῦντες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὁποιοιδήποτε καί ἄν ἦσαν, ἀκόμη καί τήν βασιλική οἰκογένεια (Μκ. 6, 18. Μτ. 14, 3-4. Λκ. 3, 19). Στό κήρυγμά του ὁ Ἰωάννης θεωρεῖ τήν μετάνοια ὡς βασική προϋπόθεση γιά τήν εἴσοδο στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» καί «κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν (Μτ. 3, 2. Μκ. 1, 4. Λκ. 3,3) καί στήν διδασκαλία του ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ πρῶτος πού διευκρινίζει ποιές εἶναι οἱ ἀπαιτήσεις γιά τήν εἴσοδο στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Μτ. 3,7. Λκ. 3, 7-9. 16,17). Ἡ καταγωγή μόνη της δέν δημιουργεῖ τόν καλόν ἄνθρωπο, ἀλλά τά ἔργα του, ὅπως τό καλόν δένδρον δημιουργεῖ ὁ καρπός του. Τό ἄκαρπον δένδρον ἀπειλεῖται ἀπό τήν φωτιά «Ἤδη δέ ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται. Πᾶν οὖν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν καλόν ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται» (Μτ. 3, 8-10. Λκ. 3, 7-9. Πρβλ. Μτ. 15,13. Λκ. 3, 17).

Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος συγκρίνει ἐξ ἄλλου περισσότερο ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον εὐαγγελιστή τόν Ἰωάννη μέ τόν Ἰησοῦ: μέ τό ἴδιο μήνυμα τοῦ Ἰωάννου «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» θά ξεκινήσει καί ὁ Ἰησοῦς τήν διδασκαλία Του μετά τήν βάπτιση (Βλ. Ἰωάννης Μτ. 3, 2 – Ἰησοῦς Μτ. 4,17. 12, 34. 15,13), καί οἱ δύο κατακρίνουν τούς Φαρισαίους  (Ἰωάννης  Μτ. 3, 7 – Ἰησοῦς Μτ. 12, 34) τόσο ὁ Ἰωάννης, ὅσο καί ὁ Ἰησοῦς ἀπαρνήθηκαν ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά πιστεύουν σέ αὐτούς (Μτ. 21,23-32). Καί οἱ δύο ἔχουν στό κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντός τους τόν συνάνθρωπο: «Ὁ ἔχων δύο χιτώνας μεταδότῳ τῷ μή ἔχοντι καί ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω» (Λκ. 3, 11). Παράβαλλε: «τῷ αἰτοῦντι σου δίδου καί τόν θέλοντα ἀπό σοῦ δανείσασθαι μή ἀποστραφῇς» (Μτ. 5, 42).

Καί οἱ δύο εἶναι ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀπορρίφθηκαν ἀπό τούς ἀρνητές τοῦ Θεοῦ (Μτ. 11, 16-19). Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ἀποστολή Του εἶναι ἀλληλεγγύη μέ ἐκείνη τοῦ Ἰωάννου (Μτ. 11, 116-19. Λψ. 7, 31-35). Ὁ δέ βασιλιάς Ἡρώδης Ἀντίπας, τυφλωμένος ἀπό τίς ὁμοιότητες αὐτές, θά ἰσχυρισθεῖ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό μιά μετενσάσκωση τοῦ Ἰωάννου: «καί εἶπε (ὁ Ἡρώδης) τοῖς παισίν αὐτοῦ: αὐτός (ὁ Ἰησοῦς) ἐστίν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Αὐτός ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν, καί διά τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦν ἐν αὐτῷ» (Μτ. 14, 2).

Τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ὅπως ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ ἦταν βάπτισμα προετοιμασίας γιά κάποιον ἄλλο, ὁ ὁποῖος θά εἶναι καί  ὁ Μεσσίας. Συσχετίζοντας τά δύο εἴδη βαπτίσματος, ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης διευκρινίζει: «Ἐγώ μέν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν, ὁ δέ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν … Αὐτός βαπτίσει ὑμᾶς ἐν πνεύματι ἁγίῳ καί πυρί» (Μάτθ. 3, 11-12, Μάρκ. 1, 8-9, Λουκ. 3, 16-17).

«Τό κατά Μάρκον (Μκ. 1, 9-11) καί τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (Μτ. 3, 13-17) περιγράφουν τήν βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ στόν Ἰορδάνη ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (Λκ 3, 21-22) ἀναφέρεται στό γεγονός αὐτό ὅταν ὁ Ἰωάννης βρίσκεται ἤδη στήν φυλακή. Ὁ δέ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (Ἰω. 1,29-34) μνημονεύει τόν ἐρχομό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπάνω στόν Ἰησοῦ, χωρίς νά κάνει μνεία τῆς πράξεως τοῦ Βαπτιστῆ. Γιατί ἄραγε ὑπάρχουν οἱ διαφορές αὐτές; Ἕνα θεολογικό ζήτημα γεννήθηκε ἀμέσως στήν ἰουδαιο-χριστιανική συνείδηση. Πῶς μποροῦσε ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς νά δεχθεῖ τήν βάπτιση τοῦ Ἰωάννου γιά «ἄφεση ἁμαρτιῶν»; (Μτ. 3, 15) ἀπαντᾶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὑποτάσσεται στήν βάπτιση τοῦ Ἰωάννου γιά «τήν ἐκπλήρωση ὅλης τῆς δικαιοσύνης», δηλαδή γιά νά γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής (καί ὁ Λουκᾶς  μέ τόν τρόπο του) ἀποφεύγουν νά ποῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς βαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἰωάννη. Ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας μαθητής τοῦ Ἰωάννου, ἀλλά ὁ «αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ Κόσμου» (Ἰω. 1, 29). Ὁ Ἰησοῦς προσφέρει τήν σωτηρία, καί ὄχι ἁπλῶς τήν τελετή μέ νερό τοῦ Βαπτιστῆ, ὁ ὁποῖος γιά ἕνα χριστιανό εἶναι ἁπλῶς ὁ πρόδρομος τῆς σωτηρίας. Ἀργότερα, ὁ Παῦλος δέν θά μιλήσει στίς ἐπιστολές του γιά τόν Βαπτιστή».12

Σύμφωνα μέ τόν Χρυσόστομο, «Ὁ Ἰησοῦς κατά τήν βάπτισή Του ἀκολουθεῖ τόν Νόμο κατά τήν πληρότητά του, γιά νά μήν μποροῦν νά τόν κατηγοροῦν οἱ ἀντίπαλοί του, ὅτι ὁ ἴδιος ἐναντιώθηκε στόν Νόμο ἐπειδή δέν μπόρεσε νά τόν ἐκπληρώσει»13. Καί σέ ἄλλο μέρος συμπληρώνει γιά τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου:  «Ἦρθε ὁ Ἰωάννης στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας βαπτίζων καί κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Μκ 1,4). Μέ ἄλλες λέξεις εἶναι σάν νά ἔλεγε ὁ Πρόδρομος:  Προτρέποντάς τους, ὑποχρεώνοντάς τους πρός αὐτογνωσία καί πρός μετάνοια, ἐγώ ἔβαλα σκοπό νά τούς προσφέρω πιό εὔκολα τήν συγχώρηση καί ὄχι νά προετοιμάσω τήν τιμωρία τους. Ἐάν δέν αὐτοκαταδίκαζε ὁ καθένας τόν ἑαυτό του, δέν θά ἐρχόταν νά μοῦ ζητήσει τήν χάρη, καί μή ζητώντας τήν χάρη δέν θά ἀποκτοῦσαν τήν συγχώρηση»14.

Ὁ Ἰησοῦς, μετά τήν βάπτισή του ἀπό τόν Ἰωάννη, διαλέγει τούς 12 ἀποστόλους (ἀπό τούς ὁποίους ὁρισμένοι ἦσαν πρώην μαθητές τοῦ Ἰωάννου) καί συνεχίζει τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου καθώς καί τίς βαπτίσεις του, ὅπως μαρτυροῦν οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννου: «… αὐτός πού ἦταν μαζί μας πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἐσύ ἔδωσες τήν μαρτυρία σου, ἐκεῖνος βαπτίζει καί ὅλοι ἔρχονται πρός αὐτόν» ( Ἰω. 3,26).

Ὁ κύριος χαρακτηρισμός τοῦ Ἰωάννου εἶναι ὡς πρόδρομος τοῦ Μεσσία. Τήν ἀποστολή του αὐτή πραγματοποιεῖ διά τοῦ βαπτίσματος καί διά κηρυγμάτων. Τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἀποκαλύπτει τό καθολικό χαρακτήρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος κηρύττει, ὅπως καί ὁ Ἰησοῦς, σέ ὅλα τά κοινωνικά στρώματα στούς τελῶνες (Λκ. 3,12. Μτ), στίς πόρνες (Μτ. 21,32), στούς ἐμπόρους, στούς στρατιῶτες (Λκ. 3,14), δείχνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι τό εὐαγγέλιο ἀπευθύνεται σέ ὅλους, ἀλλά καί ὅτι γιά νά μπεῖ κάποιος στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά καταβάλλει σκληρή προσπάθεια (βλ. Μτ. 11, 12-13. Λκ. 16, 16).

Ὁ Ἰωάννης, πρίν τήν ἐκτέλεσή του στήν φυλακή, στέλνει δύο μαθητές πρός τόν Ἰησοῦ ὄχι  τόσο γιά νά πληροφορηθοῦν περί τῆς δράσεώς Του (Μτ. 14, 3-12. Μκ. 6, 17-29. Λκ. 3, 19-20. 9, 7-9), ἀλλά γιά νά βεβαιωθοῦν καί οἱ ἴδιοι, ὅτι ὁ Ἰησοῦς, γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἰωάννης ἔδωσε τήν μαρτυρία του, εἶναι πράγματι ὁ ἀναμενόμενος Χριστός καί γιά νά Τόν ἀκολουθήσουν.

Ὁ Ἰωάννης ἐκπληρώνει τό ἱστορικό του ρόλο στήν οἰκονομία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου σέ τέτοιο βαθμό, πού ὁποιοσδήποτε ἀπαρνηθῆ τό κήρυγμά του, ἀπορρίπτει τό σωτήριο ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ (Μτ. 21,32. Λκ. 7, 29-30). Ἀλλά ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ἀποκτᾶται, κατά τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο (26, 28), μόνο μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι μέ τήν βάπτιση τοῦ Ἰωάννου πού ἀποτελεῖ μονάχα μιά ὁδό μετανοίας (Μτ. 3,11. Μκ. 1,4).

Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής εἶναι ὅμως τό μόνον πρόσωπον, τό ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς θεώρησε Πρόδρομόν Του καί τόν θεωρεῖ μοναδική μορφή, λέγοντας ὅτι «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (Μτ. 11,11) καί τόν καλεῖ «Προφήτη καί περισσότερον Προφήτου» (Λκ 7, 26).

 

Τό Μαρτύριο

Ἐκτός ἀπό τά 6 σημεῖα τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὅλα τά ὑπόλοιπα χωρία πού ἀναφέρονται στόν Βαπτιστή βρίσκονται στά Εὐαγγέλια, γεγονός πού «ὑπογραμμίζει τήν στενή σχέση τοῦ Ἰωάννου μέ τήν ζωή, τήν δράση καί τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ»15.  Κατά δέ τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ὑπάρχει ἕνας παραλληλισμός ἀκόμη καί στόν θάνατο τοῦ Ἰωάννου καί τοῦ Ἰησοῦ. Στήν περικοπή Μκ. 6, 24-28,  «ὁ μαρτυρικός θάνατος τοῦ Ἰωάννου εἶναι σαφής δείκτης καί προανάκρουσμα τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους τοῦ Μεσσία, καί μέ αὐτή τήν προοπτική καί αὐτό τό νόημα ἀναφέρεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή»16. Ὁ παραλληλισμός ἔγκειται ἀκριβῶς στό βίαιο καί μαρτυρικό θάνατο, ἀλλά καί σέ ἄλλες ἀντιστοιχίες σέ εἰδικά σημεῖα: «Ὁ Ἰωάννης ἐκτελεῖται ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία πού διοικεῖ κατ’ ἐντολή ἤ ἀνοχή τῶν Ρωμαίων. Παρόμοια καί ὁ Μεσσίας θά θανατωθεῖ ἀπό τήν πολιτική ρωμαϊκή ἐξουσία. Στήν περίπτωση τοῦ Ἰωάννου ὁ ἡγεμών δέν φαίνεται νά ἤθελε τήν ἐκτέλεσή του καί μᾶλλον τόν εὐλαβεῖτο («εἰδώς αὐτόν ἄνδρα δίκαιον καί ἅγιον» (Μκ. 6, 20). Τό ἴδιο καί στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Πιλάτος ἐμφανίζεται νά προσπαθεῖ νά ἐπιτύχει τήν ἀθώωσή Του (Μκ. 15, 2-15. Εἰδικά Μκ. 15, 10: «ἐγίνωσκε γάρ ὅτι διά φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτόν οἱ ἀρχιερεῖς»). Παράλληλα συναντιοῦνται καί στήν ταφή. Μετά τήν ἐκτέλεση τοῦ Ἰωάννου «ἀκούσαντες οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἦλθαν καί ἦραν τό πτῶμα αὐτοῦ καί ἔθηκαν αὐτό ἐν μνημείῳ (Μκ. 6, 29)17. Ἡ περιγραφή αὐτή ἐμφανίζει ἀκόμη καί φραστικές ὁμοιότητες  πρός τήν περιγραφή τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ: «ἐλθών Ἰωσήφ … καθελών αὐτόν ἔθηκεν αὐτόν ἐν μνήματι («ἐν μνημείῳ» κατ’ ἄλλη γραφή Μκ. 15, 46). Ἀκόμη, ὅπως εἴπαμε, ὁ βασιλιάς Ἡρώδης, ἀκούγοντας γιά τά θαύματα τοῦ Ἰησοῦ, τόν συγκρίνει μέ τόν Βαπτιστή καί μέ τόν προφήτη Ἠλία. «Οἱ εἰσαγωγικοί στίχοι (Μκ. 6, 14/16) ἔχουν ὡς πληροφοριακό ὑπόστρωμα τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἀμηχανία λογικῆς ἑρμηνείας καί ἡ καταφυγή στήν θεωρία περί ἀναστάσεως τοῦ Ἰωάννου ἤ ἐπανόδου τοῦ προφήτου Ἡλιοῦ ὑπογραμμίζουν τόν ὑπερφυσικό χαρακτήρα τῶν ἔργων αὐτῶν καί ἔμμεσα τήν μοναδικότητα τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ»18. Ἐπιπλέον, Ἡρώδης Ἀντίπας μοιάζει πολύ μέ τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος δίωκε ἕως θανάτου τόν Ἰησοῦ κατά τήν γέννησή Του (Μτ. 2,13), καί μέ τόν Ἀρχέλαο ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τόν Ἰωσήφ κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Αἴγυπτο, νά κατοικήσει στήν Γαλιλαία (Μτ. 2,22).

«Ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἰησοῦς πεθαίνουν ἔτσι σέ παράλληλους ρόλους τούς ὁποίους ἐκτέλεσαν κατά τήν ἐκπλήρωση τῶν λυτρωτικῶν σκοπῶν τοῦ Θεοῦ»19. Καί ὁ Ἰωάννης γίνεται ὁ πρῶτος μάρτυρας τῆς Καινῆς Διαθήκης.

 

* * *

Σέ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο, κάποιος θά ἀναρωτιόταν: «Τίς μείζων;» Ποιός ἦταν μεγαλύτερος;». Ὁ ἁπλῶς ἀνθρώπινος ἀνταγωνισμός βοηθᾶ τίς συγκρίσεις, ἀλλά θεολογικά ὁποιαδήποτε σύγκριση τοῦ θείου μέ τό ἀνθρώπινο εἶναι ἀνέφικτη.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἀναγνωρίζει μέ κάθε εὐκαιρία τήν ἀνωτερότητα τοῦ Ἰησοῦ τόσο ὡς ἀνθρώπου, ὅσο καί σάν Μεσσία. Ὁ Ἰωάννης ἀρνιέται γι’ αὐτόν ὁποιοδήποτε τίτλο, ἀλλά ὀνομάζει τόν Ἰησοῦ «Ἀμνός τοῦ Θεοῦ» (Ἰωαν. 1, 29), «Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 1, 34, 49), «Μεσσία» (Ἰω 1, 41), «ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καί οἱ προφῆται» (Ἰωάν. 1, 45), «ὁ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. 1,50) καί ὁ Ἰησοῦς ταυτίζει τόν ἐαυτόν Του μέ τόν «Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου» (Ἰω 1, 51).

Ὁ Ἰωάννης ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ ἴδιος δέν εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας (Ἰωάν. 3,28) καί χαίρεται ὅτι τυγχάνει «ὁ φίλος τοῦ Νυμφίου» (Ἰωάν. 3, 29), ἀναγνωρίζοντας ταπεινά, ἀλλά μέ μιά ἐκπληκτική φράση («ἐκεῖνος δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰωάν. 3,30), τήν ὑποδεέστερη θέση του, ἀλλά καί τήν ἀνωτερότητα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἰωάννης παραμένει ὁ κατ’ ἐξοχήν Προφήτης καί Πρόδρομος, πού διακρίνεται μέ τήν ἀπόλυτη ταπεινοφροσύνη του, «μέ τήν πλήρη ἀγάπη του πρός τούς ἄλλους, ἰδίως πρός τόν Χριστό, μέ πλήρη συντριβή τῆς φιλαυτίας καί τήν ἀντικατάστασή της μέ φιλαλληλία. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής σβήνει, βάζει στήν σκιά τόν ἑαυτόν του, σάν νά θέλει νά γίνει ἀόρατος. Ὁ Ἰωάννης γίνεται πραγματικά «φίλος τοῦ Νυμφίου», ἕνας φίλος πού χαίρεται εἰλικρινά γιά τήν χαρά τοῦ Νυμφίου, τόν ὁποῖο ἐπιθυμεῖ μονάχα νά τόν ὑπηρετεῖ, νά τόν ἀκούει μέ προσοχή, μέ ἀγάπη καί μέ ὑπακοή. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἀποτελεῖ λοιπόν, ἕνα θαυμάσιο παράδειγμα ἑνός «Ἐγώ» πού ἐγκαταλείπει τόν ἐαυτόν του καί –μέ ταπείνωση καί ἀπέραντη ἀφοσίωση– ἀποκτᾶ τήν δυνατότητα νά ἀγαπᾶ περισσότερο τόν πλησίον του παρά τόν ἑαυτόν του»20.

 

π.  Ἠλίας Φρατσέας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 237

Μάϊος 2022

 

Ὑποσημειώσεις:

  1. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια τ.6, στ. 1120 - (Γρατσέας)
  2. Scriitori greci si latini (Ἕλληνες καί Λατίνοι συγγραφεῖς), Ed.Stiintifica si Enciclopedica, Βουκουρέστι 1978, σ. 143.
  3. Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Ἐκδ. Πάπυρος, Ἁμαρούσιον 1975, τ. Α΄, σ. 12.
  4. Αὐτόθι, σ. 4.
  5. Pr.prof. Dumitru Staniloae, Chipul evanghelic al lui Iisus Hristos (Ἡ εὐαγγελική εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ), Σιμπίου, 1991, σ. 15.
  6. Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας, Ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα, 1980,798-799. Dizionario Enciclopedico della Bibbia, Borla/Citta Nuova, 1995, σ.345-346.
  7. Constantin Virgil Gheorghiu, Via?a lui Mohamed (Ἡ ζωή τοῦ Μωάμεθ), ἐκδ. Σοφία, Βουκουρέστι 2016, σ.9 καί 57.
  8. Oeuvres completes de S. Jean Chrysostome Paris 1878, τ. Ἱ, σ.216.
  9. Αὐτόθι.
  10. Edwin A. Abbott, Johannine Vocabulary. A Comparison of the Words of the Fourth Gospel with those of the Three, London 1905, σ. 162.
  11. Dictionnaire de Spiritualite ascetique et mystique: Doctrine et Histoire; Beauchesne Paris 1974; τ.8, στ. 178.
  12. Dizionario enciclopedico della Bibbia σ. 243.
  13. Oeuvres completes de S. Jean Chrysostome Paris 1878, τ. Ἱ, σ.228.
  14. Αὐτόθι, τ.6, σ. 214
  15. Dictionnaire de Spiritualite, t. 8, σ. 175.
  16. Δημητρίου Τρακατέλλη, Ἐπισκόπου Βρεσθένης, Ἐξουσία καί πάθος. Χριστολογικές ἀπόψεις τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου, Ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα, 1983, σ. 96.
  17. Δημητρίου Τρακατέλλη, Ἐπισκόπου Βρεσθένης, Ἐξουσία καί πάθος. Χριστολογικές ἀπόψεις τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου, Ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα, 1983, σ. 96-97.
  18. Αὐτόθι, σ. 97.
  19. Dictionnaire de spiritualite τ.10, στ.177.
  20. Ν. Steinhardt, Daruind vei dobandi (Δίδοντας θά ἀποκτήσεις), Μπάϊα Μάρε, 1992, σ. 170.