Ο ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΜΑΣ, Ο π. ΣΙΜΩΝ
ΠΡΟΦΗΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΜΑΣ!
Στίς 4 Μαρτίου 1988 ἐκοιμήθη ὁ ἅγιος Γέροντάς μας, Ἀρχιμανδρίτης Σίμων Ἀρβανίτης καί στήν φετεινή ἐπέτειο τῆς Κοιμήσεώς του καί εἰς Μνημόσυνον αὐτοῦ, προδημοσιεύουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐκτενῆ Βιογραφία του, πού ἑτοιμάζουμε πρός ἔκδοσιν.
Τό κείμενο πού παραθέτουμε, ἔχει μεγάλη ἐπικαιρότητα, διότι αὐτά τά ὁποῖα μοῦ ὑπαγόρευσε τό 1974, ἀρχίζουν νά πραγματοποιοῦνται ἐπί τῶν ἡμερῶν μας!
Τό κατωτέρῳ ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τό Κεφάλαιο τοῦ βιβλίου μας, πού ἔχει τίτλο: «Ἡ Νοσηλεία τοῦ Γέροντα στό Νοσοκομεῖο τῶν Κληρικῶν (ΝΙΚΕ)» :
Ἀρχές Δεκεμβρίου 1974 ὁ π. Σίμων εἶχε εἰσαχθεῖ στό τότε Νοσοκομεῖο τῶν Κληρικῶν (Ν.Ι.Κ.Ε.), γιά ἕνα ἄτονο ἔλκος, πού εἶχε στό πόδι του. Κατά τήν περίοδο ἐκείνη τῆς μεταπολιτεύσεως, ἀμέσως μετά τήν πτώση τῆς Δικτατορίας, εἶχαν ἀρχίσει νά ἐκδηλώνονται ἄγρια νεανικά καί φοιτητικά πάθη, ὅπως στήν Γαλλία τοῦ ’60, μέ πρωταγωνίστρια τήν Νεολαία τοῦ ΚΚΕ καί, γενικά, ἐπικρατοῦσε ἀναταραχή.
Μιά μέρα, στίς 9 Δεκεμβρίου τοῦ 1974, κατά τήν πρωϊνή μου ἐπίσκεψη στό Νοσοκομεῖο, μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας ὅτι θέλει νά μοῦ ὑπαγορεύσῃ ἕνα κείμενο γιά τήν Νεολαία, τό ὁποῖο πρέπει νά δημοσιευθῇ σέ ἡμερήσια ἐφημερίδα.
Ἦταν ἡμέρα Δευτέρα, καί ὁ π. Σίμων ἄρχισε νά μοῦ ὑπαγορεύῃ ἀπό στήθους λέγοντάς μου κατ’ ἀρχάς τόν τίτλο:
— «Νά βάλῃς γιά τίτλο: ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΝ ΠΟΙΟΥΜΕΝ». Καί, συνέχισε ὑπαγορεύοντας τό κείμενο. Κατά διαστήματα, μοῦ ζητοῦσε νά τοῦ διαβάσω αὐτό πού κατέγραφα καί ἔκανε διορθώσεις, γιατί εἶναι φυσικό, ὅταν ὑπαγορεύῃς ἕνα κείμενο, χωρίς νά ἔχῃς ὀπτική ἐπαφή μέ αὐτό, νά διαπιστώνῃς σέ μιά δεύτερη ἀνάγνωση ὅτι ἀπαιτεῖται διόρθωση κάποιων φράσεων ἤ καί ἀλλαγῆς σειρᾶς τους.
Ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε ἡ ὑπαγόρευση ἀπό τόν Γέροντα γύρω στό μεσημέρι, πῆρα τό κείμενο στό σπίτι μου γιά νά τό καθαρογράψω –γιατί εἶχε ἐπιφέρει σ’ αὐτό πάμπολλες διορθώσεις– καί τό ἔφερα καί πάλι στόν π. Σίμωνα γιά νά ἐπικυρωθῇ πρό τῆς δημοσιεύσεώς του. Μεσολάβησε, ὅμως, μιά ἐπιδείνωση στό ἔλκος τοῦ ποδιοῦ του μέ φρικτούς πόνους, χωρίς, βεβαίως, νά διαμαρτύρεται, οὔτε κἄν νά μορφάζῃ, ἀλλά μέ τήν ἄρνησή του καί μόνο στό νά ἀκροασθῇ τό κείμενο γιά νά κάνῃ τίς τελευταῖες συμπληρώσεις, μᾶς ἔδινε τό μήνυμα (γιατί τόν γνωρίζαμε καλά ὡς πρός τό σημεῖο αὐτό) ὅτι ἡ ὀδύνη του ἦταν πολύ μεγάλη. Ἐξ ἄλλου, καί οἱ Νοσηλευτές μᾶς ἐπιβεβαίωναν τό πόσο ὑπέφερε, κρίνοντες ἀπό τήν ὄψη τοῦ ἔλκους του ἀλλά καί ἀπό τίς τιμές, πού παρουσίαζαν οἱ μικροβιολογικές ἀναλύσεις, πού τοῦ ἐγίνοντο.
Πρός τό τέλος τῆς ἑβδομάδος, τήν Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου 1974, παρουσίασε θεαματική βελτίωση ἡ ὑγεία του καί τότε μοῦ ζήτησε νά ξαναδοῦμε τό κείμενο, στό ὁποῖο καί πάλι ἔκαμε κάποιες προσθῆκες. Ὅταν τελείωσε καί αὐτή ἡ ἐργασία μοῦ εἶπε νά καταθέσω τό κείμενό του στόν ὑπεύθυνο συντάξεως τῆς ἐφημερίδος «ΤΟ ΒΗΜΑ», γιατί αὐτή κατ’ ἐξοχήν ἡ Ἐφημερίδα δημοσίευε σοσιαλίζοντα καί ἀθεϊστικά κείμενα καί ἐπεδίωκε μέ τό ἄρθρο του νά δώσῃ μιά ἔντονη ἀπάντηση στά γραφόμενα τῆς Ἐφημερίδος, ἀγκαλιάζοντας συγχρόνως τούς Νέους, μέ τήν Πατρική γλυκύτητα τῶν διατυπώσεών του.
Πράγματι, ἔσπευσα στήν Ἐφημερίδα καί, λέγοντας ἀπό ποῦ καί ἀπό ποιόν ἔρχομαι, μέ ὁδήγησαν ἀμέσως στόν τότε Ὑπεύθυνο, τόν Ἰωάννη Καψῆ, ὁ ὁποῖος μέ ἐδέχθη μέ σεβασμό, ἐκφράζοντας συγχρόνως καί τά σεβάσματά του πρός τόν Γέροντα, ἀλλά –ἀφοῦ διάβασε τό κείμενο– μοῦ εἶπε, προφανῶς γιά νά ἀποφύγῃ τήν δημοσίευση, ὅτι ἕνα τόσο ἱερό καί πνευματικό κείμενο δέν εἶναι καλό νά τεθῇ δίπλα στά ἄρθρα μιᾶς κοσμικῆς Ἐφημερίδος!
Κατόπιν τούτου, καί ἐπειδή ὁ Γέροντας ἐπείγετο γιά τήν δημοσίευση, τό δημοσίευσε εὐθύς, μετά ἀπό δύο ἡμέρες, ἡ Ἐκκλησιαστική Ἐφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», σέ δύο συνέχειες. Ἡ πρώτη, στό φύλλο 223, τῆς 15ης Δεκεμβρίου 1974 καί ἡ δευτέρα συνέχεια, στό φύλλο 224, τῆς 1ης Ἰανουαρίου 1975.
Μέ τό περιεχόμενο τοῦ κειμένου τοῦ π. Σίμωνος μένει κανείς ἐκστατικός καί ἀπορεῖ ὡς πρός τό τί πρέπει νά πρωτοθαυμάσῃ, τήν γνώση του τῆς Ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος καί ἰδίως τῆς Πατρίδος μας ἤ γιά τήν πλήρη γνώση του, τοῦ ἀνατρεπτικοῦ πνεύματος, πού κυριαρχοῦσε εὐθύς μέ τήν Μεταπολίτευση, ἑνός πνεύματος σφοδρῆς ἐπαναστατικότητος γιά τήν κατάλυση ὅποιων Ἀξιῶν συγκρατοῦν ἕνα Ἔθνος γιά νά μήν καταλήξῃ στήν πνευματική σήψη!
Ὑπενθυμίζει στούς Νέους τόν Μ. Ἀλέξανδρο, τόν Λεωνίδα, τόν Θεμιστοκλῆ, τόν Παλαιολόγο, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Ε΄, τόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ἀναφέρεται στήν τότε Κομμουνιστική Ρωσία, τήν ὁποία ἐγνώριζε πολύ καλά καί τούς Ἀθεϊστικούς καρπούς της, ἤδη ἀπό τήν περίοδο τοῦ Ἐμφυλίου. Κυρίως, ὅμως, θαυμάζουμε στό κείμενο αὐτό τήν Προφητική Χάρη τοῦ π. Σίμωνος, ὁ ὁποῖος αὐτός πρῶτος ἀπό ὅλους τούς τότε ἐν ζωῇ Γέροντες, προεφήτευσε ὅτι ὁ Θεός, κατά τόν πρό τῶν θυρῶν εὑρισκόμενον πόλεμον, ἐπιφυλάσσει προστασία τῆς Ἑλλάδος καί ἀνάκτηση τῆς Κωνσταντινουπόλεως! Ἀπαράμιλλη, βεβαίως, ἀναδεικνύεται καί ἡ ποιμαντική Διάκριση τοῦ Γέροντος, μέ τόν τρόπο πού μιλάει στούς Νέους, γνωρίζοντας τήν σκληρότητα τῆς ὀργῆς τους, τήν ὁποία προσπαθεῖ νά καταπραΰνῃ μέ μεγάλη γλυκύτητα, μέ τό βάλσαμο τῶν λόγων του!
Ἄς διαβάσουμε, ὅμως, τό αὐθεντικό κείμενο καί ἄς διδαχθοῦμε ἀπό αὐτό, τόν τρόπο πού πρέπει νά προσεγγίζουμε τά παιδιά μας καί ὅλους τούς Νέους μας:
“ ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΝ ΠΟΙΟΥΜΕΝ
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ὑµᾶς, τὰ τέκνα τῆς ἐνδόξου καὶ θαυµαστῆς τῷ ὄντι ὑπό πάντων τῶν Ἐθνῶν ἱστορικῆς Ἑλλάδος, ὅπως φέρητε εἰς τὴν µνήµην ὑµῶν: Τὸν ἥρωα βασιλέα τῆς Σπάρτης Λεωνίδα, τὸν εἰπόντα τὸ “µολών λαβέ” καὶ πεσόντα εἰς τὰς Θερµοπύλας· τὸν Θεµιστοκλῆ εἰς τὴν Σαλαµῖνα· τὸν Μέγαν Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα· τὸν Κωνσταντῖνον τὸν Παλαιολόγον τὸν εἰπόντα εἰς τὸν Μωάµεθ τὸν Πορθητὴν τῆς Κωνσταντινουπόλεως: “Τὸ τὴν πόλιν σοι δοῦναι οὔτ’ ἐµὸν ἐστὶν οὔτ’ ἄλλου τινὸς τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ. Κοινῇ γὰρ γνώµῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦµεν καὶ οὐ φεισώµεθα τῆς ζωῆς ἡµῶν”· τὸν Πατριάρχην Γρηγόριον τὸν Ε΄ τὸν ἐθνοµάρτυρα τοῦ ᾿2Ι τὸν ἀπαγχονισθέντα χάριν τῆς Ἐλευθερίας τοῦ Ἔθνους· τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερµανὸν, τὸν ὑψώσαντα τὴν σηµαίαν καὶ δώσαντα τό παράγγελµα τοῦ ὁρµήµατος κατὰ τῶν Ὀθωµανῶν· τὸν Ρήγαν Φεραῖον, ὅστις ἐµψυχώνων τὰ ὡραῖα αἰσθήµατα τῶν Ἑλλήνων, εἶπε: “Καλύτερα µιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή, παρὰ 40 χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή”· τὸν Ἀθανάσιον Διάκον τὸν ὁποῖον ἐσούβλισαν ὡς ἀρνίον, καὶ πάντας τοὺς πεσόντας ὡς λέοντας ἐκ δρυµοῦ µὲ µίαν ψυχήν. Οὕτως ἐπετελέσθη τὸ µέγα θαῦµα τῆς Ἐλευθερίας ἐκ τῆς σκλαβιᾶς 400 ἐτῶν ἐκ τῶν Τούρκων.
Ἐνθυµηθῆτε ἐπίσης τὸ 1912 πῶς ἔπεσαν οἱ ὀλίγοι αὐτοὶ Ἕλληνες καὶ ἠλευθέρωσαν τὴν Θεσσαλονίκην καὶ ὅλην τὴν Μακεδονίαν. Ἐρωτήσατε καὶ ἴδετε, τὰ τέκνα τῶν Πατέρων, πῶς ἔπεσαν τὸ ᾿12, καὶ µάθετε ποίαν δύναµιν ἔχει ἡ Πίστις καὶ πῶς τότε ἐβασίλευεν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν Ἑλλήνων. Πῶς ἐξιστοροῦσαν εἰς τὰ τέκνα αὐτῶν, ὅσοι ἐπέστρεψαν ζῶντες, τὰ λαµπρὰ τῆς νίκης κατορθώµατα καί πῶς ἰδίως ἐνεθουσιάζοντο, ὅτε ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος καὶ ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Μυροβλήτης εἰς τὰς δυσκόλους στιγµὰς ἐφανερώνοντο ἔφιπποι καὶ ἐνεθάρρυνον ὅλον τὸν Στρατόν.
Ἐπίσης τὸ 1941 ἐνθυµηθῆτε τὸν Ἰωάννην Μεταξᾶν, ὅταν δύο αὐτοκρατορίαι, ἡ Γερµανία καὶ ἡ Ἰταλία, ἠνάγκαζον τὴν Ἑλλάδα νὰ παραδώσῃ ἀµέσως, διότι θὰ τὴν ἔκαµαν παρανάλωµα τοῦ πυρός, ὅτι ἀπήντησε κάτι παρόµοιον τοῦ Λεωνίδα: ΟΧΙ! Δὲν στὴν προσφέροµεν! Καὶ ἐθαύµασαν ὅλα τὰ ἔθνη, πῶς δύο αὐτοκρατορίαι ἐνικήθησαν εἰς τέλος µὲ µεγάλας ἀπωλείας καὶ µετ’ αἰσχύνης, ἐν συγκρίσει µὲ τὰς φοβερὰς δυνάµεις καὶ τὸ πολυάριθµον στρατὸν αὐτῶν, ἀπὸ µία “χούφτα” Ἑλλήνων!
ΠΩΣ ΥΜΕΙΣ, ΛΟΙΠΟΝ, τοσούντων θαυµαστῶν καὶ ἡρωϊκῶν ἀνδρῶν τέκνα, πῶς, λέγω πάλιν, ἀνέχεσθε νὰ καταβῆτε εἰς τοιαύτην θέσιν ἐντροπῆς καὶ προδώσεως, νά ὁµιλῆτε διὰ τὰ σφυροδρέπανα σὺν τῷ αἱµατηρῷ χρώµατι, καὶ νὰ ζωγραφίζετε ταῦτα εἰς κάθε τοῖχον ὡραίας οἰκοδοµῆς τῶν Ἀθηνῶν καὶ εἰς τὰ πλέον κεντρικὰ σηµεῖα καὶ παντοῦ;
Δὲν γνωρίζετε ὅτι τὸ σφυρὶ καὶ τὸ δρεπάνι εἶναι τὸ αἶσχος τῶν κατακτητῶν τῆς Ρωσίας; Ἀγνοεῖτε ὅτι τὸ πολυτιµότερον δῶρον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου; Λέγετέ µοι, παρακαλῶ, παιδιά, ὑπάρχει εἰς τὴν Μόσχαν Σιδηροῦν παραπέτασµα ἢ ὄχι, καὶ τὸ ὅµοιον ἕν µέρος τῆς Γερµανίας ποὺ κατέχουν δὲν εἶναι τὸ αὐτό;
Λέγετέ µοι παρακαλῶ παιδιά, ποιός ἄνθρωπος ἔχει λογικὸν καί ζητεῖ τοιαύτην καταδίκην ζωῆς;
Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου νὰ περιπατῇ εἰς ὅλα τὰ ἔθνη ἐλευθέρως, ἐνῷ εἰς τὴν Μόσχαν δὲν ἠµπορεῖ κανεὶς νὰ εἰσέλθῃ οὔτε νὰ ἐξέλθῃ ὅπως εἰς ὅλα τὰ ἔθνη.
ΛΕΓΕΤΕ ΜΟΙ, σᾶς παρακαλῶ, παιδία, δὲν µετέβαλον τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ εἰς τοιαύτην κατάστασιν, περί τῆς ὁποίας δὲν µοῦ ἐπιτρέπει ἡ γλῶσσα µου οὔτε µίαν λέξιν νὰ εἴπω;
Λέγετέ µοι σᾶς παρακαλῶ· Ἐνῷ Θεὸν δὲν πιστεύουν (διότι, βέβαια, ἐὰν ἐσέβοντο Θεόν, δὲν θὰ ἔκαµαν ποτὲ τοιαῦτα ἀνοσιουργήµατα ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις), πῶς ἐσεῖς παιδία ἀνέχεσθε τοιαύτην ἀσέβειαν· νὰ κοσµῆτε ἑαυτοὺς µὲ τὰ σφυροδρέπανα; Πῶς ὑµεῖς τοσούτων θαυµαστῶν προγόνων τέκνα ἀνέχεσθε νὰ φέρετε ταῦτα; Πῶς δὲν φέρετε παρακαλῶ εἰς τὴν µνήµην σας τὰς ἐκτελέσεις, ὄχι ἑκατοντάδων, ὄχι χιλιάδων, ἀλλὰ µυριάδων, ὡς ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς νὰ ἔλθουν εἰς τὰ ὦτα µας ἔκ τινων ὡς ἐκ θαύµατος ἐλευθερωθέντων;
Πῶς ἀναπαύεται ἡ ψυχή σας, νά ἀναφέρετε τὸ ὄνοµα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κάµνετε τὸν σταυρόν σας καὶ νὰ φέρετε ὁµοίως στὸ στόµα σας µὲ ἰδιαιτέραν εὐχαρίστησιν καὶ χαρὰν τὸ κόκκινο χρῶµα τὸ µαρτυροῦν κατ’ αὐτοὺς ὅτι δίχως αἷµα ἡµεῖς δὲν δυνάµεθα νά ζήσωµεν; Τί ἄλλο ἀπὸ τοῦτο µαρτυροῦν τὸ σφυροδρέπανο καὶ τὸ κόκκινο χρῶµα; Μαρτυρεῖ δὲ καὶ ἡ Γραφὴ διὰ τοὺς διψῶντας τὸ ἔγκληµα: «ταχεῖς οἱ πόδες αὐτῶν τοῦ ἐκχέαι αἷµα».
Πῶς παρακαλῶ παιδία, συµβιβάζετε τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου µὲ τοιαύτην εἰκόνα ὄχι ἀνθρώπου, ἀλλὰ θηρίου; Πῶς, παρακαλῶ, δὲν γνωρίζετε ὅτι γλυκύτερον καὶ τερπνότερον, δὲν ὑπάρχει ἐπὶ τῆς γῆς, εὐσεβοῦς οἰκογενείας; Λέγετέ µοι, παρακαλῶ, ὑπάρχει ἐκεῖ εὐσεβὴς οἰκογένεια κατὰ Θεόν; Δύναται πατὴρ οἰκογενείας ἢ παιδίον νὰ ἐξέλθουν ἐλευθέρως ἀπὸ τὸ σιδηροῦν παραπέτασµα καὶ νὰ ζήσουν εἰς οἱονδήποτε κράτος θέλουν; Ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τοιαύτη ἐλευθερία, διὰ τοῦτο καὶ ὠνοµάσθη “Σιδηροῦν παραπέτασµα” !
ΠΑΝΤΩΣ, παιδία, παρακαλῶ, διαβάζετε τὴν Καινὴν καὶ Παλαιὰν Διαθήκην, ποὺ λέγεται Ἁγία Γραφή, τὰ Βιβλία τοῦ Θεοῦ. Εἰς µὲν τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὡµίλησε ό Θεὸς διὰ µέσου τῆς γλώσσης τῶν προφητῶν, διὰ δὲ τῆς Καινῆς Διαθήκης ὡµίλησε αὐτοπροσώπως ὁ Χριστὸς πρὸς τοὺς Ἑβραίους ὁλόκληρα 3 χρόνια περιπατῶν ἀπὸ πόλιν εἰς πόλιν καὶ ἀπὸ χωρίου εἰς χωρίον.
Ἐπίσης ἐν τῇ Καινῇ, ἐδίδαξαν καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ἐµπνευσθέντες κατὰ τὴν ἡµέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἐκ Πνεύµατος Ἁγίου.
Ταῦτα παρακαλῶ παιδία, τὰ ἔγραψα, ὅπως ἔλθητε εἰς τὸν ἑαυτόν σας, διότι ὅσα ἐγράφησαν παρὰ τοῦ Θεοῦ θέλουν ἔλθει εἰς πέρας ἐν τῷ καιρῷ, τὸν ὁποῖον καθώρισεν ὁ Κύριος. Ἀπὸ τῆς σήµερον, λοιπόν, ὀφείλοµεν νὰ γνωρίσωµεν, ἄρχονται εἰς ἐκπλήρωσιν αἱ προρρήσεις τῶν προφητῶν. Ὁ Θεὸς θέλει τιµήσει τὴν Ἑλλάδα, θέλει ἐνισχύσει αὐτὴν εἰς τοὺς πολέµους, θέλει δοξάσει αὐτήν, θέλει µεγαλύνει αὐτήν, διότι εἶδεν ἐξ αὐτῆς µίαν σεβαστὴν µερίδα ποιοῦσαν τὰ ἀρεστὰ Αὐτῷ. Καὶ εἰς ὀλίγον θὰ εἶναι ἡ Κωνσταντινούπολις δῶρον τῆς Ἑλλάδος, καθ’ ὅτι τὸ ἔχει προείπει ὁ Θεὸς ὡς καὶ τὰ προηγούµενα.
Ἀνάγκη, λοιπόν, παιδία, καὶ πάσης ἡλικίας ἀδελφοὶ καί πατέρες, νὰ µετανοήσωµεν εἰλικρινῶς µετὰ συντετριµµένης ψυχῆς καὶ καρδίας, προσευχόµενοι, ἵνα τύχωµεν τοῦ ἐλέους τοῦ ΙΙαναγάθου καὶ Φιλευσπλάγχνου Θεοῦ καὶ τοῦ Γλυκυτάτου Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ σώσαντος διὰ τῆς θυσίας Του πάντας τοὺς πιστεύσαντας εἰς Αὐτόν.
Διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου καὶ Παναµώµου Σου Μητρὸς καὶ Πάντων τῶν Ἁγίων σῶσον Κύριε τὸ πλάσµα Σου καὶ ἰσχυσάτῳ τὸ ἄπειρον ἔλεος τῆς φιλανθρωπίας Σου ὡς φύσει ἐλεήµων καί φιλάνθρωπος ὑπάρχων. Ἀµήν.
Ὁ Ἐλάχιστος ἐν Ἱεροµονάχοις Γέρων Σίµων Ἀρβανίτης”»
Καί γιά τήν περιγραφή: π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 235
Μάρτιος 2022