Οἱ Κυριακὲς τῆς Τυρινῆς ποὺ (ὀφείλεις νὰ) θυμᾶσαι...
Θεοκλήτου Μοναχοῦ Διονυσιάτου, ἱερὸ Μνημόσυνο.
Μπορεῖ τὸ «ἡμερολόγιο νὰ μὴν ἔγραφε τὴν ἴδια μηνολογία, ὡστόσο τὸ περιεχόμενο, ποὺ διακρατεῖ ὡς ἄλλο εἰδικὸ βάρος ἡ ἡμέρα αὐτή, σημαδεύει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν κορυφαία ὀνομασία ποὺ φέρει: Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Κυριακή, ντυμένη ὅμως μὲ τὸ χαρμολυπικό της μανδύα. Καί ὕστερα εἶναι καὶ τὰ πρόσωπα ποὺ τὴν συντροφεύουν: πρόσωπα ποὺ ἄφησαν τὸ ἐκτύπωμα τῆς σφραγίδας τους νὰ ντύνει τὴν γυμνότητα τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ τὴν παραμυθεῖ, νὰ τῆς χαρίζει τὶς πρῶτες σταγόνες ἀπὸ μιὰν ἀλλόκοτη δροσιά. Δροσιὰ ποὺ ραντίζει τὰ πρόσωπα σὲ καιροὺς αὐχμηρούς.
Ἀλήθεια, τὶ θυμᾶσαι ἀπ’ αὐτὲς τὶς περασμένες Κυριακές; Τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ τὶς ὑψώνει μέσα σου καὶ τὶς διατηρεῖ μαζὶ με τὰ γεγονότα ποὺ τὶς σημάδεψαν;
Εἶναι δύσκολο νὰ θυμηθεῖς τὰ παλιότερα τὰ χρόνια, ἐκεῖνα δηλαδὴ τῆς παιδικῆς σου ἡλικίας, τὰ ὁποῖα τυλίγει μιὰν ὁμίχλη πυκνή, ἕνα σύννεφο, ἕνας περίεργος γνόφος, ὁ ὁποῖος, ὡστόσο, εἶναι τόσο ἑλκυστικός, τρυφερός, οἰκεῖος καί ἄς μὴν ἔχει καμμιά, μὰ καμμιὰ σημασία γιὰ κανένα... Γιὰ ἐσένα ὅμως ἔχει μιὰν ἄλλη ὄψη, μιὰν ἰδιαιτερότητα, ἕνα φῶς περίεργο, ποὺ φωτίζει τὰ μονοπάτια σου ἀπό τότε. Καί ἄς μὴ θυμᾶσαι λεπτομέρειες, παρὰ μονάχα τὰ ἡλιοφωτισμένα Σάββατα πρὶν τὴν Κυριακὴ αὐτὴ μὲ τοὺς μποσταντζῆδες ἀπό τὴ Σκόπελο, ποὺ ἔφταναν στὸ χωριὸ νὰ πουλήσουν τὰ χιονοπράσινα κουνοπίδια καὶ τὶς βαθυπράσινες λαχανίδες. Ὅπως ἐπίσης καὶ τὴ «γκαμήλα» ποὺ ἔφτιαχναν τὰ μεγάλα τὰ παιδιὰ ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ «Κάγκελα», μὲ τὸ ἀπαραίτητο τὸ «καραμπάτσι1» ἀπὸ κάποιο ψόφιο ζῶο: μουλάρι ἤ γαϊδουράκι. Ἀλλὰ καὶ τὸ λεπτὸ τὸ ἄρωμα τῆς κολοκυθόπιττας ἤ τοῦ ρυζόγαλου....
Ἀργότερα, ὅταν πιὰ πέρασες τὰ σύνορα τῆς ἐφηβείας, τότε τὰ πράγματα διαφοροποιήθηκαν.
Οἱ Κυριακὲς ἐκεῖνες εἶναι χωνεμένες σὲ μιὰν τοιχογραφημένη, ἀχνοφωτισμένη βολιώτικη ἐκκλησιὰ ποὺ εὐωδίαζε θυμίαμα καὶ κατάνυξη, μὲ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Συγχωρήσεως καὶ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ συγυρίζει τὸν μώβ μανδύα του, λὲς καί ἤθελε τὸ χρῶμα τοῦτο τῆς Σαρακοστῆς νὰ ἁπλωθεῖ παντοῦ μαζὶ μὲ τὸ συγκινητικὸ Μεγάλο Προκείμενο, ποὺ ἄνοιγε δρόμους μέσα στὴ σκοτεινιά. Δρόμους φωτεινοὺς ὡστόσο, γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἐπαναλαμβανόταν μὲ ἐπιμέλεια καὶ μουσικὴ ἁρμονία, τό, «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ Πρόσωπόν Σου ἀπὸ τοῦ παιδός Σου ὅτι θλίβομαι...» γινόταν παραμυθία ποὺ παραμέριζε κάθε σκυθρωπότητα καὶ τὴν ὅποια ἀγωνία ὅτι δηλαδὴ ξεκινᾶ ὁ καιρὸς τῆς νηστείας καὶ φυσικὰ τῆς κάθε ἐγκράτειας. Γιατὶ σιγουρευόσουν πιά, πὼς μὲ τὸν ἱκέσιο αὐτὸ λόγο ἔνοιωθες μιὰ ἄλλη ἀσφάλεια. Ἀσφάλεια ποὺ προσπορίζει στὴν ψυχὴ ἡ Παρουσία Του. Καί αὐτὸ τὸ κατάλαβες καλύτερα πολὺ ἀργότερα, ἐκείνη τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς στὴν χιονοσκεπῆ καὶ πολιορκημένη ἀπὸ τὴν σφόδρα κυμαινομένη θάλασσα στὸ Ὄρος, στοῦ Σταυρονικήτα τὸ Μοναστήρι. Γιατὶ ἐκεῖ διδάχτηκες πολλὰ ἀπὸ τὴν ἠρεμία καὶ τὴν παντοειδῆ νοικοκυρωσύνη τῶν πατέρων, ποὺ δὲν ἀγωνιοῦσαν γιὰ τὸν καιρό, δὲν βιάζονταν, δὲ λιποψυχοῦσαν, δὲ λογάριαζαν τὸ ψῦχος, τὸ χιονιά, τὴν διακοπὴ κάθε ἐπικοινωνίας μὲ τὸν κόσμο, παρὰ μονάχα σκύβανε ὑπομονετικά, ἀγόγγυστα καὶ μὲ περισσὴ εὐσυνειδησία ὁ καθένας. Καὶ μετάνιζαν ὕστερα μὲ προσοχὴ ἀλλὰ καὶ σοβαρότητα, βιώνοντας πέρα γιὰ πέρα τὰ λόγια αὐτά: «Μὴ ἀποστρέψῃς...»
Σαράντα τόσα χρόνια ἔχουν περάσει ἀπὸ τότε. Καί ἀκόμα νομίζεις ὅτι θὰ ἀκούσεις ἐκεῖνο τὸ μελωδικὸ Μέγα Προκείμενο καὶ θ᾿ ἀφουγκραστεῖς ὕστερα τὴ Σαρακοστὴ νὰ βηματίζει σιωπηλή, σοβαρή, ἤρεμη ὅμως, καὶ μὲ τὸ φῶς τῆς λαμπάδας τῆς Προηγιασμένης νὰ παραμερίζει τὰ ὅποια σκοτάδια. Ἰδιαίτερα ἐκεῖνα τῆς ψυχῆς...
Σκόπελος παπα - Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 235
Μάρτιος 2022