ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΝΙΡΒΑΝΑ
Ἄλλος ἕνας χρόνος ἔφτασε στό τέλος του. Καί µᾶς ἄφησε στά ἴδια γνωστά χάλια πού δέν θά τά περιγράψω, γιατί εἶναι γνωστά σέ ὅλους. Κι ἔτσι, ἑτοιµάσαµε κι ἐµεῖς τή γιορτή µας γιά δεύτερη φορά διαδικτυακά. Νά, πού ἔχει καί τά καλά της ἡ τεχνολογία. Μπορεῖ νά µιλούσαµε µόνοι µας µπροστά σέ µιά κάµερα, ἀλλά τοὐλάχιστον ὑπερβήκαµε τόν περιορισµό τοῦ χώρου -καί τοῦ χρόνου- καί ἐπικοινωνήσαµε µέ ἀνθρώπους σέ ὅλο τόν κόσµο καί, ὅποιος δέν πρόλαβε νά δεῖ τή γιορτή µας, µπορεῖ καί τώρα καί ὅποτε θέλει νά τήν παρακολουθήσει στό You Tube, στό κανάλι τῶν «ἐκδόσεων ΥΠΑΚΟΗ».
Ὅπως κάθε χρόνο, ἔτσι καί φέτος, ἡ χαρά τῆς γιορτῆς µας ἦταν µεγάλη. Γιατί, θυµηθήκαµε πώς, ὅσο κι ἄν ἡ ζωή στόν κόσµο αὐτόν δυσκολεύει µέρα µέ τή µέρα, ὅσο κι ἄν οἱ ἄνθρωποι ἀποµακρύνονται περισσότερο ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, ὅσο κι ἄν ἡ φιλαυτία καί ἡ ἀναλγησία αἰχµαλωτίζουν τόν καθένα µας µέσα στά δεσµά τῆς φυλακῆς τῆς µοναξιᾶς του καί, κάθε χρόνο, τέτοια ἐποχή, τό σκοτάδι φαντάζει ὁλοένα πιό βαθύ καί πιό ἀπαράκλητο, µέσα σέ αὐτήν τήν ὥρα τῆς πιό βαθειᾶς ἀπελπισίας, ἔρχεται ἡ µεγαλύτερη παρηγοριά, ἡ µεγαλύτερη χαρά, ἡ ἀπερίγραπτη εὐφροσύνη: ἡ Γέννηση τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε Ἄνθρωπος. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, καί ἀκόµα δέν ὑπῆρξε καί δέν ὑπάρχει καί δέν θά ὑπάρξει πιό παρήγορο, πιό χαρµόσυνο γεγονός ἀπό αὐτό. Δύο χιλιάδες χρόνια καί κανένας πόλεµος, καµµία ἀνθρώπινη κακία, καµµία ἀνθρώπινη ἀγριότητα δέν θάµπωσε αὐτήν τήν ἀγαλλίαση. Κάθε χρόνος, ὅσο δύσκολος, ὅσο χάλια κι ἄν ἦταν, τελειώνει πάντα µέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Κι εἶναι αὐτό ἕνα γεγονός πολύ προσωπικό, γιά ὅλους µας, γιατί ὁ καθένας µας, ἔτσι ἀκριβῶς θά τελειώσει καί τόν κύκλο τῶν δικῶν του ἐποχῶν: τήν ἄνοιξή του, τήν ἀνθισµένη νεότητά του, θά ἀκολουθήσει τό καλοκαῖρι τῆς ὡριµότητας καί τῆς καρποφορίας, τό ὁποῖο θά ἀκολουθήσει τό χρυσό φθινόπωρο τῆς συγκοµιδῆς. Κι ὅταν ἔρθει ὁ χειµῶνας κι ἡ ἐργασία τελειώνει κι ἡ νύχτα ἔρχεται, τότε ὁ ἄνθρωπος στολίζει τόν ἑαυτό του καί τό “σπίτι” τῆς ψυχῆς του γιά νά συναντήσει τόν Θεό του, πού ἔγινε γιά χάρη του Ἄνθρωπος.
Ἔτσι κι ἐµεῖς, ἡ µικρή µας ὁµάδα, θελήσαµε καί φέτος νά µοιραστοῦµε ὅλοι µας τή χαρά τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ καί νά σᾶς εὐχηθοῦµε Καλά Χριστούγεννα. Ὄχι καλές γιορτές, ὅπως θέλει ὁ κόσµος, ὄχι ἐποχιακές εὐχές. Τί νά γιορτάσεις ἄν βγάλεις τό Θεό ἀπό τή ζωή µας; Τό χάλι µας; Διώχνεις τήν ἐλπίδα καί γιορτάζεις τήν ἀπελπισία σου;
Γι᾽αὐτό ἡ φετινή µας γιορτή ἦταν ἀφιερωµένη στήν παλιά καλή ἐποχή, τήν ἐποχή τῆς παραδοσιακῆς Ἑλληνικῆς οἰκογένειας, µέ ὅλα τά προτερήµατα καί τά µειονεκτήµατα πού εἶχε. Σάν ἐκπρόσωπο τοῦ ἤθους αὐτῆς τῆς ἐποχῆς, διαλέξαµε τόν συγγραφέα Παῦλο Νιρβάνα, γιά νά ἀφιερώσουµε αὐτή τή γιορτή στό ἔργο του.
Παῦλος Νιρβάνας ἦταν τό συγγραφικό ψευδώνυµο τοῦ στρατιωτικοῦ γιατροῦ Πέτρου Ἀποστολίδη, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν Μαριανούπολη τῆς Ρωσίας, τό 1866. Ὁ πατέρας του ἦταν ἀπό τή Σκόπελο ἀλλά, τό 1871 ἡ οἰκογένεια µετακόµισε στόν Πειραιᾶ. Ἔτσι, ὁ συγγραφέας, ὁ ὁποῖος µεγάλωσε µέ Ρωσίδα νταντά καί εἶχε Ρῶσο ἀνάδοχο, ἔλεγε πάντα ὅτι εἶχε τρεῖς πατρίδες: τή Σκόπελο, τή Ρωσία καί τόν Πειραιᾶ.
Ἡ πρώτη του µόρφωση, τοῦ Δηµοτικοῦ καί τῆς Γαλλικῆς γλώσσας, ἔγινε µέ οἰκοδιδασκάλους, στό σπίτι, µέχρι τό 1875, ὅταν σέ ἡλικία ἐννέα ἐτῶν, ἔδωσε ἐξετάσεις καί µπῆκε στό Σχολαρχεῖο Πειραιῶς, ἀπό τό ὁποῖο ἀπεφοίτησε τόν Ἰούλιο τοῦ1878 καί, τόν Σεπτέµβριο, γράφτηκε στήν Α´ Γυµνασίου.
Τό ταλέντο του φάνηκε πολύ νωρίς καί, σέ ἡλικία 13 ἐτῶν ἔκανε τίς πρῶτες του δηµοσιεύσεις στήν “Ἐφηµερίδα τῶν νέων” τοῦ Καλαποθάκη, ἐνῶ15 χρόνων, τό 1881, δηµοσιεύτηκε τό πρῶτο του ποίηµα στόν “Ἕσπερο” τῆς Λειψίας.
Τό 1888 πῆρε τό πτυχίο τῆς Ἰατρικῆς µέ “λίαν καλῶς”, τό 1890 πῆρε τήν ἄδεια ἐξασκήσεως ἐπαγγέλµατος καί διορίστηκε πολιτικός ἰατρός στό Πολεµικό Ναυτικό. Ἀπό ἐκεῖ, ἀποστρατεύθηκε τό 1920.
Στίς 26 Ἰανουαρίου τοῦ1928 ἐξελέγη µέλος τῆς Ἀκαδηµίας Ἀθηνῶν καί δέχθηκε ἀπό τόν Ἐλευθέριο Βενιζέλο τήν ὄντως ἐντυπωσιακή συγχαρητήρια ἐπιστολή, στήν ὁποία τοῦ γράφει:
“Φίλε κύριε Νιρβάνα, σᾶς σφίγγω τό χέρι καί συγχαίρω τήν Ἀκαδηµίαν διά τήν ἐκλογήν σας ὡς µέλους αὐτῆς.”
Στίς 27 Σεπτεµβρίου τοῦ1937, ἐνῶ βρισκόταν στά γραφεῖα τῆς «Ἑστίας», ἔπαθε τήν πρώτη καρδιακή προσβολή, γιά νά φύγει ἀπό τή ζωή τόν ἑπόµενο Νοέµβριο, στίς 29 τοῦ µηνός, στό νοσοκοµεῖο «Εὐαγγελισµός», ἀπό βρογχοπνευµονία. Ἡ κηδεία του ἔγινε στό Α´ Νεκροταφεῖο Πειραιῶς, δηµοσίᾳ δαπάνῃ.
Ἡ ἐποχή του ἦταν ἡ χρυσῆ ἐποχή τῆς Ἑλληνικῆς διανόησης καί τῆς Ἑλληνικῆς εὐγένειας, ἡ ἐποχή τοῦ Παλαµᾶ καί τοῦ Παπαδιαµάντη καί τοῦ Μωραϊτίδη καί τοῦ Μαβίλη καί τοῦ Γρυπάρη καί πολλῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι, δυστυχῶς, ξεχάστηκαν µαζί µέ τό ἦθος καί τήν εὐγένειά τους.
Καί τό ἔργο τοῦ Παύλου Νιρβάνα ἔχει ἐν πολλοῖς ξεχαστεῖ καί θά εἶχε χαθεῖ, ἄν δέν συγκέντρωνε ὁ Γεώργιος Βαλέτας τά «Ἅπαντά» του σέ πέντε τόµους, τό 1967. Καί, µάλιστα, ἐργάστηκε σέ αὐτό τό κοπιαστικό ἔργο, χωρίς τήν παραµικρή πανεπιστηµιακή βοήθεια, ὅπως γράφει χαρακτηριστικά στόν πρόλογο τῆς ἔκδοσης, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1967: «Ἐργάζοµαι µόνος µου, χωρίς βοηθούς, χωρίς µέσα, χωρίς συµπαράσταση, ἀλλά καί χωρίς κατανόηση, γι᾽ αὐτό καί ἡ παραµικρότερη συνδροµή µέ γεµίζει ἀπό εὐγνωµοσύνη».
Καί συµπληρώνει: «Οἱ µεταγενέστεροι θά συµπληρώσουν τό ἔργο µου µέ περισσότερες δυνατότητες καί εὐκολίες, κάτω ἀπό προσφορώτερες συνθῆκες».
Δυστυχῶς, ἔκανε λάθος. Ὄχι µόνο δέν συµπλήρωσε κανείς τό έργο του, ἀλλά οἱ µεταγενέστεροι, λησµόνησαν σχεδόν τελείως τόν Παῦλο Νιρβάνα καί τήν προσφορά του στά Ἑλληνικά Γράµµατα.
Ἀπό αὐτή τήν ἔκδοση τῶν Ἁπάντων του, διαλέξαµε κι ἐµεῖς τήν µικρή ἀνθολογία πού σᾶς παρουσιάσαµε. Τήν πρώτη µέρα, ἀκούσαµε στήν ἀρχή ἀποσπάσµατα ἀπό κάποιες προσωπικές του σκέψεις, στά ὁποῖα ἐκφράζει µέ ἀµεσότητα -ἴσως καί κάποια µελαγχολία- τόν τρόπο πού βλέπει τόν κόσµο καί τήν τέχνη του. Διασκεδάσαµε µέ τήν ἀναγκαστική εἴσοδό του….στήν παρανοµία, λόγῳ ἑνός αὐστηροῦ καί…γραφικοῦ καθηγητῆ, µᾶς ἔδωσε µαθήµατα εὐθύτητας καί εἰλικρίνειας, τόν ἀκούσαµε νά σαρκάζει µέ εὐγένεια καί χιοῦµορ τούς συναδέλφους του, πού ὑπόσχονται θαυµατουργικές θεραπεῖες στούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους, διαβάσαµε µιά εὐφυέστατη ἐπιστολή του πρός τόν… ἔφηβο τῶν Ἀντικυθήρων, πού µόλις τότε εἶχε ἀνασυρθεῖ ἀπό τόν ἤρεµο ὕπνο του στήν ἀγκαλιά τῆς θάλασσας τῶν Ἀντικυθήρων καί, τέλος, πήραµε µαθήµατα εἰλικρίνειας καί φιλίας.
Τή δεύτερη µέρα, γνωρίσαµε ἕναν µοντέρνο καλλιτέχνη- κουρέα, πού δέν ἀνεχόταν τήν παραµικρή ἀνάµειξη στήν καλλιτεχνική του ἔµπνευση, οὔτε κἄν ἀπό τό κεφάλι τό ὁποῖο τήν ὑπέµενε, ἕναν γραφικό ἐρασιτέχνη ἀρχαιολόγο µέ ἔµφυτη σοφία καί περισσότερες γνώσεις ἀπό ὅλους µαζί τούς σπουδαίους καί πολυµαθεῖς συναδέλφους του, ἕναν εὐφυέστατο κρεοπώλη µέ ἱπποτισµό καί καλή καρδιά, µιά ὑπηρέτρια µέ… τόσο ἀλάνθαστη κακή κρίση καί κακό γοῦστο, ὥστε νά χρησιµεύει σάν πυξίδα στόν κύριό της, σπουδάσαµε τήν ἰδεολογία τῆς χυδαιότητας καί εἴδαµε πῶς ξεκίνησε τό κῦµα τοῦ νεοπλουτισµοῦ καί τῆς ἔλλειψης ἀνατροφῆς πού µᾶς πνίγει σήµερα.
Τήν τρίτη µέρα µάθαµε πῶς γιορτάστηκαν τά ἑκατόχρονα τῆς Ἀθήνας καί παρηγορηθήκαµε γιατί τά ἐθνικά χάλια µας, ἔχουν… παρελθόν (θά ἤθελα τόσο πολύ νά µπορῶ νά πληροφορήσω τόν συγγραφέα ὅτι ἡἈθήνα, ἄλλα σχεδόν ἑκατό χρόνια µετά, περιµένει ἀκόµα τόν ἱστορικό της), πήραµε µαθήµατα ἤθους τοῦ πῶς νά γράφουµε καί πῶς νά διαβάζουµε, γνωρίσαµε τούς πρωτοπόρους τῶν…. graffiti, ἕναν σοφό δάσκαλο πού ὀνόµαζε τόν ἑαυτό του κύριο Ἄσοφο, ἀναρωτηθήκαµε γιά τό πῶς καί ποιός µπορεῖ νά ἀσκεῖ κριτική καί πῶς, ἕνας ταλαίπωρος συγγραφέας εἶναι ὑποχρεωµένος νά ἀντιµετωπίσει τήν προκατάληψη καί τή µεροληψία, µέ χιοῦµορ.
Τήν τέταρτη µέρα ἀκούσαµε τά ἐπιχειρήµατα τοῦ κου Ἄσοφου, πού σέβεται πολύ τό ἀνθρώπινο σῶµα γιά νά συναινέσει στήν καύση του, θαυµάσαµε τά ὄµορφα καί περήφανα ἄλογα καί τά συγκρίναµε µέ τίς ἄσχηµες καί ρυπαρές µηχανές (ἐµεῖς, δυστυχῶς, ξέρουµε ὅτι οἱ µηχανές νίκησαν), θαυµάσαµε ἐπίσης τά δάση µας καί ἀκούσαµε πῶς πρέπει να τά προσέχουµε καί νά τά φυλᾶµε σάν θησαυρό (συµβουλές πού οὔτε ἀκολουθήσαµε, οὔτε ἀκολουθοῦµε καί, µᾶλλον δέν θά ἀκολουθήσουµε καί στό µέλλον), εἴδαµε τήν πόλη στό σκοτάδι, ἕνα σπουργιτάκι, πού γνώρισε καί τήν κακία ἀλλά καί τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων καί παρακολουθήσαµε τήν καταστροφική κακία τοῦ σαρακιοῦ, ἀλλά καί τό χαρούµενο χτίσιµο µιᾶς εὐτυχισµένης χελιδονοφωλιᾶς.
Τήν προπαραµονή τῶν Χριστουγέννων, µάθαµε τήν ἡρωική ἱστορία µιᾶς ταλαίπωρης γαλοπούλας µέ… προορισµό, θαυµάσαµε τά πρῶτα βήµατα τῆς ξενοµανίας µέσα ἀπό τή συµπαθέστατη ἀλλά σνόµπ κοσµοπολίτισσα θεία Ἀσπασία, παρακολουθήσαµε ἕνα παιδάκι νά συνειδητοποιεῖ τή φρίκη τοῦ πολέµου µέσα ἀπό τά παιχνίδια του, εἴδαµε τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση µιᾶς κούκλας, ἀκούσαµε τά δῶρα νά …διαλέγουν παιδιά καί χαρήκαµε παρακολουθῶντας ἕναν µοναχικό ἡλικιωµένο κύριο, νά βρίσκει µιάν ἀναπάντεχη …οἰκογένεια!
Καί, τήν παραµονή, πληροφορηθήκαµε πῶς ὁ συγγραφέας ἔκανε Χριστούγεννα µέ τούς …φυτοφάγους (προτοῦ γίνουν…vegan) πῶς σιγά σιγά τά παραδοσιακά Χριστούγεννα ἄλλαξαν, πῶς ἕνα παιδί πῆρε δῶρο ἕνα µπαλόνι καί ἕνα ἄλλο µιά φορεσιά καί, πῶς, µιά καινούρια κούκλα ἔµαθε τό…µέλλον της ἐνῶ, τέλος, πληροφορηθήκαµε ὅτι ἀκόµα κι ἕνα φλουρί πίτας, µπορεῖ κάλλιστα νά ζήσει µιά παράξενη περιπέτεια.
Γιά ἐµᾶς, ὅµως τό πιό σηµαντικό κείµενο ἀπό ὅλα –γι᾽ αὐτό τό κρατήσαµε καί τελευταῖο– ἦταν ἡ περιγραφή µιᾶς συνάντησης τοῦ συγγραφέα µέ τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, γραµµένη ἕνα µῆνα µετά τό θάνατο τοῦ τελευταίου. Ἐπειδή, ὁποιαδήποτε περιγραφή θά ἀδικήσει αὐτό τό συγκλονιστικό κείµενο, σᾶς τό παραθέτουµε αὐτούσιο:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ
(Ὁ Μοναχός Ἀνδρόνικος)
Ὁ µοναχός Ἀνδρόνικος, πού “ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ”, τόν περασµένο µήνα, σ᾽ἕνα µοναστἠρι τῆς Σκιάθου, δέν εἶναι ἄλλος παρά ὁ διηγηµατογράφος καί ἀκαδηµαϊκός Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Πρίν ντυθεῖ τό “ἀγγελικόν σχῆµα”, ὑπῆρξεν ἀναχωρητής µέσα στήν πολυθόρυβη πρωτεύουσα. Σ᾽ἕνα ἀπόµερο δροµαλάκι τῶν Ἀθηνῶν, τό µοναχικό του δωµάτιο ἤτανε κελλί µοναστηριοῦ, πού στήν πόρτα του ἔσβην᾽ εὐλαβητικά τό κῦµα τῆς ἐγκόσµιας ζωῆς. Κι ἐκεῖ µέσα, τριγυρισµένος ἀπό ἱερές εἰκόνες, κάτω ἀπό τό φῶς τῆς ἀκοίµητης καντήλας, πού φώτιζε τά χλωµά πρόσωπα τῶν ὁσίων καί τῶν µαρτύρων καί πού φάνταζε στήν ψυχή του σάν ἕνας ἥλιος πνευµατικῶν οὐρανῶν, ὁ µεγάλος Χριστιανός, ἀποτραβηγµένος ἀπό τή ζωή πού βούιζε τριγύρω του, ἐψέλλιζε τίς προσευχές του καί, νέος ὑµνωδός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, συνέθετε, σέ βυζαντινά µέλη, τά νέα τροπάρια τῶν ἡρώων τῆς πίστεως.
Ἡ µεταβολή ἦτο ἐντελῶς ἐξωτερική. Στό βάθος τῆς ψυχῆς του τίποτε δέν εἶχε ἀλλάξει. Κάτω ἀπό τό λαϊκό ἔνδυµα τοῦ καθηγητοῦ, τοῦ διηγηµατογράφου καί τοῦ ἀκαδηµαϊκοῦ, ζοῦσε πάντα ὁ ἀσκητής. Κάτω ἀπό τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, ὁ Μοναχός Ἀνδρόνικος.
Ἤµουν παιδί, ὅταν τόν πρωτογνώρισα, καί ἦταν ὥριµος ἄνδρας, µέ ὡραία, κατάµαυρη γενειάδα. Μιά ἡµέρα, τόν ἀπάντησα σ᾽ἕνα καφενεῖο τῆς προκυµαίας τοῦ Πειραιῶς. Τά µάτια του καρφωµένα, νοσταλγικά, στό πανόραµα τοῦ λιµανιοῦ µέ τά δεµένα καράβια καί τ᾽ἁπλωµένα πανιά, στό ἀπόβροχο τοῦ µακρινοῦ ἐκείνου δειλινοῦ. Ὁ νοῦς του ταξίδευε -ποῦ ἀλλοῦ;- πρός τά «ρόδινα ἀκρογιάλια» τοῦ ἀγαπηµένου νησιοῦ, τοῦ νησιοῦ τοῦ Παπαδιαµάντη καί τοῦ δικοῦ του. Τόν πλησίασα δειλά, ὅπως πλησιάζει κανείς ἕναν ἄνθρωπο πού προσεύχεται. Σήκωσε τό κεφάλι του καί µέ ἐκοίταξε, µέ τό γλυκό χαµόγελο, πού φώτιζε πάντα τό πρόσωπό του, ἕνα χαµόγελο, πού ἔδινε θάρρος καί γεννοῦσε τήν ἐµπιστοσύνη, τό χαµόγελο, πού διατήρησε σέ ὅλη του τή ζωή, ἐξιδανικευµένο, τώρα στά τελευταῖα του χρόνια, σάν ἀπό κάποιο ἀντιφέγγισµα παραδεισιακοῦ φωτός.
–Καλῶς το τό πατριωτάκι… µοῦ εἶπε µέ ἀγάπη.
Ὁ Σκιαθίτης δέ λησµονοῦσε, πώς ἡ Σκόπελος, ἡ πατρίδα µου, ἤτανε ἡ καταγάλανη ἀδερφούλα τῆς Σκιάθου.
Καί πῶς µέ τό καλό στόν τόπο µας, κυρ Ἀλέξανδρε; τοῦ εἶπα.
–Κατεβαίνω πότε-πότε, µοῦ ἀποκρίθηκε, ὅταν ἔρχεται κανένα Σκιαθίτικο καράβι, καί βλέπω τούς πατριῶτες. Ἀφοῦ δέν µποροῦµε νά πᾶµε, βλέπεις, ἐµεῖς στό νησί, ἔρχεται τό νησί σ᾽ἐµᾶς….
Ἦταν ἀκόµα τότε καθηγητής Γυµνασίου, ἔµενε ὑποχρεωτικά στήν Ἀθήνα καί τό εἶχε παρηγοριά νά ἐπισκέπτεται τά Σκιαθίτικα καράβια, ὅταν ἔφταναν στόν Πειραιᾶ. Πατῶντας τήν κουβέρτα τῶν καραβιῶν τῆς πατρίδος του, εἶχε τήν ἐντύπωση, πώς πατεῖ τά ἀγαπηµένα χώµατα. Ἔτσι “τοῦ βορριᾶ τά κύµατα”, πού ἔγιναν ἀργότερα ὁ τίτλος µιᾶς σειρᾶς θαλασσινῶν του σελίδων, τοῦ φέρνουν πάντα “χαιρετίσµατα”ἀπ᾽τό νοσταλγηµένο του νησί.
Σέ λίγο, ἀλλάζοντας τόνο, σά νά ξαναγύριζε στήν πραγµατικότητα ἀπό ἕνα φανταστικό ταξίδι, µοῦ εἶπε κατευχαριστηµένος:
–Μπράβο! Ἐδῶ στόν Πειραιᾶ παρατηρῶ, ὅτι ἔχουν µεγάλη τάξη. Μακάρι νά τά εἴχαµε καί στήν Ἀθήνα…
–Σέ τί πράµα, κύριε Ἀλέξανδρε; τόν ρώτησα.
Μοῦ ἔδωσε µιά ἀπάντηση, πού οὔτε τήν περίµενα, οὔτε µποροῦσα νά τή φαντασθῶ, τότε, νεαρός ἄπιστος ἐγώ, ἀπό τό στόµα ἑνός µορφωµένου ἀνθρώπου, ἑνός καθηγητοῦ Γυµνασίου καί ἑνός συγγραφέως, πού θαύµαζα. Μιά ἀπάντηση, πού τώρα τήν καταλαβαίνω σέ ὅλο της τό βάθος:
–Παρατηρῶ, µοῦ εἶπε τότε, ὅτι ἐδῶ στόν Πειραιᾶ ὅλες οἱ καµπάνες τοῦἙσπερινοῦ σηµαίνουνε µαζί, τήν ἴδια ὥρα. Ὄχι, ὅπως στήν Ἀθήνα, πού κάθε ἐκκλησία ἔχει τό χαβά της.
Καί, σέ λιγάκι, τονίζοντας τήν ἐντύπωσή του, ξαναεῖπε σοβαρότατα:
–Μεγάλη τάξις. Μπράβο!
Ἁπλούστατα, ἐκείνη τήν ὥρα, δέ µιλοῦσε ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Μιλοῦσε –ἀπό τότε– ὁ Μοναχός Ἀνδρόνικος. Ἡ“κουρά” του στά ὀγδόντα του χρόνια, δέν ἤτανε παρά µιά ἁπλή ἐκπλήρωση ἑνός τύπου.
Τά “εἰρηνικά, ἀνώδυνα καί ἀνεπαίσχυντα τέλη” τοῦ δούλου τοῦ ΘεοῦἈνδρονίκου, στάθηκαν τό κορύφωµα τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦἈλεξάνδρου Μωραϊτίδη.
Αὐτό τό τελευταῖο κείµενο µᾶς ἔµεινε σάν παρακαταθήκη καί σάν νοσταλγική ὑπενθύµιση µιᾶς πραγµατικότητας, πού παραµερίζεται καί πνίγεται µέσα στή φασαρία τῆς καθηµερινῆς µας πολυπρόσωπης ζωῆς. Παραπονιόµαστε συχνά γιά τόν κόσµο µας, γιά τό περιβάλλον µας. Δέν µᾶς διαµορφώνει ὅµως ὁ κόσµος. Ἐµεῖς τόν διαµορφώνουµε. Ἐµεῖς ἀποφασίζουµε τί κόσµος ὑπάρχει µέσα ἀπό τήν πόρτα µας, ὅταν αὐτή κλείσει τόν ἄλλον κόσµο ἔξω. Ἐµεῖς διαµορφώνουµε τί εἴµαστε “κάτω” ἀπό αὐτό πού φαίνεται στούς πολλούς.
Κάτω ἀπό τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη ὑπῆρχε ὁ Μοναχός Ἀνδρόνικος. Κάτω ἀπό ἐµᾶς τί ὑπάρχει;
Γιά Σχόλια: ninetta1blogspot.com Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 233
Ἰανουάριος 2022