Ἡ λατρεία τῆς Κτίσεως καί ὄχι τοῦ Κτίσαντος!
Τόν προηγούµενο µῆνα εἴχαµε ἀναφερθεῖ στό φαινόµενο πού παρουσιάζεται κατά τούς Νέους Χρόνους νά ἐµφανίζονται οἱ νέες θρησκεῖες ὑπό τό πρόσχηµα τῆς ἀµερόληπτης καί ἀντικειµενικῆς λογικῆς καί νά διατείνονται οἱ ἑκάστοτε ἱδρυτές καί οἱ “προφῆτες” τους ὅτι τά ὅσα πρεσβεύουν καί κηρύττουν εἶναι δῆθεν τά συµπεράσµατα ἑνός ἀνιδιοτελοῦς καί αὐτοδύναµου στοχασµοῦ. Τοῦτο δέ, ἐνῷ στήν πραγµατικότητα ἀποτελοῦν «ἐπανεκδόσεις», ὑπό ἄλλη καί πιό σύγχρονη συσκευασία, παλαιῶν θρησκειῶν καί αἱρέσεων, κυρίως δέ τοῦ παγανιστικοῦ πανθεϊσµοῦ ὑπό τίς πολλές παραλλαγές του.
Τό φαινόµενο αὐτό, ὅµως, µπορεῖ κανείς νά τό παρατηρήσει ὄχι µόνο στό πεδίο τῶν φιλοσοφικῶν θεωριῶν, ἀλλά καί στό πεδίο τῶν ἐπιστηµονικῶν θεωριῶν. Μιά τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ἀποτελεῖ ἡ «θετικιστική» κοσµοθεωρία ἑνός ἐκ τῶν ἱδρυτῶν τῆς σύγχρονης ἐπι-στήµης τῆς κοι- νωνιολογίας, τοῦ Αuguste Compte (1798-1857).
ὉΑὔγουστος Κόντ ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁ κατ’ ἐξοχήν ἐκφραστής καί ἐκπρόσωπος τοῦ κλασσικοῦ θετικισµοῦ («positivism») Μέ τό ὄνοµά του ἔχει δέ παραδοσιακά συνδεθεῖ ἡ θεωρία τῆς σταδιακῆς ἀνάπτυξης τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ ἀπό τό ἀρχικό «θεολογικό», µέσῳ τοῦ «µεταφυσικοῦ», στό τελικό «ἐπιστηµονικό» στάδιο (βλ. γενικά Fr. Copleston, Frenchphilosophy, ἔκδ. Continuum).
Εἰδικότερα, κατά τόν Κόντ, τό πρῶτο ἱστορικό-ἀναπτυξιακό στάδιο, τό «θεολογικό» εἶναι ἐκεῖνο, κατά τό ὁποῖο ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἀναζητεῖ τίς τελικές αἰτίες τῶν πραγµάτων καί τῶν γεγονότων καί θεωρεῖ ὅτι τίς ἀνευρίσκει στή θέληση προσωπικῶν ὑπερανθρώπινων ὄντων (ἀνιµισµός καί πολυθεϊσµός) ἤ στή θέληση ἑνός µόνο τέτοιου ὄντος (µονοθεϊσµός). Τό δεύτερο στή σειρά ἀναπτυξιακό στάδιο, τό «µεταφυσικό», εἶναι ἐκεῖνο, κατά τό ὁποῖο ὁ νοῦς ἐξηγεῖ τά φαινόµενα ὄχι πιά ἐπικαλούµενος τή βούληση ἑνός προσωπικοῦ θεοῦ, ἀλλά ἀφηρηµένες «µεταφυσικές» ἰδέες, ὅπως ὁ «αἰθέρας», ἡ «ζωική ἀρχή» καί ἄλλες παρόµοιες. Ἔτσι, συντελεῖται ἡ µετάβαση ἀπό τήν πίστη σέ ἕναν ὑπερφυσικό καί προσωπικό Θεό στήν ἔννοια τῆς Φύσης, ἡ ὁποία περικλείει τά πάντα, ὁπότε οἱ αἰτίες τῶν πραγµάτων ἀναζητοῦνται σέ ἀφηρηµένες ὀντότητες, ὅπως ἡ «δύναµη», ἡ «ἕλξη» καί ἡ «ἀπώθηση».
Κατά τό τρίτο στάδιο, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς φθάνει, κατά τόν Κόντ, στήν ὡριµότητά του. Πλέον, δέν ἀναζητεῖ τίς τελικές ἐξηγήσεις ἤ τήν «οὐσία» τῶν πραγµάτων. Ἀντιθέτως, ὁ νοῦς παρατηρεῖ διά τῆς ἐµπειρίας τά φαινόµενα καί διατυπώνει τούς γενικούς νόµους, µέ τούς ὁποίους περιγράφει τή συµπεριφορά τους µέ χαρακτηριστικό παράδειγµα τόν νόµο τῆς βαρύτητας. Γνωρίζοντας δέ κανείς τούς νόµους-περιγραφές τῆς συµπεριφορᾶς τῶν πραγµάτων, µπορεῖ νά διατυπώσει προβλέψεις γιά τή µελλοντική συµπεριφορά τους. Ἔτσι, κατά τό στάδιο αὐτό ὁ νοῦς φθάνει σέ µιά γνώση βέβαιη καί χρήσιµη, ἀλλά πάντως περιορισµένη, ἀφοῦ ἡ γνώση αὐτή δέν εἰσδύει στίς ἀρχικές καί σέ τελικές αἰτίες τῶν πραγµάτων, ἀλλά παραµένει στήν ἐπιφανειακή περιγραφή τῆς συµπεριφορᾶς τους.
Στούς γενικούς αὐτούς νόµους ὑπάγεται, κατά τόν Κόντ, καί ἡ συµπεριφορά τῶν ἀνθρώπων ἐντός τῆς κοινωνίας. Μάλιστα, χωρίς τή γνώση καί τόν χειρισµό τῶν νόµων αὐτῶν, πού παρέχονται ἀπό τή νέα ἐπιστήµη τῆς «Κοινωνιολογίας», δέν θά εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ ἡ πρόοδος καί ἡ ἀνανέωση τῆς κοινωνίας. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Κόντ εἶναι ἀντίθετος στή δηµοκρατία πού στηρίζεται, κατ’αὐτόν, στήν βούληση τῆς συνήθως ἀδαοῦς πλειοψηφίας καί ἐπιθυµεῖ νά ἀνατεθεῖ ἡ κυβέρνηση τῆς ἀνθρωπότητας σέ µιά µειοψηφική ἐλίτ ἐπιστηµόνων, πού θά ἔχουν τήν ἀκριβῆ γνώση τῶν φυσικῶν καί τῶν κοινωνικῶν νόµων καί θά µποροῦν νά τήν ἐφαρµόζουν γιά τό δηµόσιο συµφέρον!
Συνήθως, οἱ ἀναφορές, πού γίνονται στόν Κόντ, ἔχουν αὐτό περίπου τό περιεχόµενο. Διατυπώνουν, δηλαδή, τή βασική σύλληψή του περί τῶν «τριῶν σταδίων τῆς ἀνάπτυξης τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ» µέ λιγότερες ἤ περισσότερες λεπτοµέρειες καί, περαιτέρω, τονίζουν τόν «προοδευτικό» καί «θετικιστικό» χαρακτῆρα τῆς σκέψης του, ὡς ἑνός ἐκ τῶν θεµελιωτῶν τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης τῆς Κοινωνιολογίας.
Αὐτό, ὅµως, πού συνήθως παραλείπεται στά σχετικά ἐγχειρίδια ἤ ἀναφέρεται µόνο ἀκροθιγῶς, ὡς µιά ἄσχετη ἤ παράδοξη «λεπτοµέρεια», εἶναι τό ὅτι ὁ Αὔγουστος Κόντ φιλοδόξησε, ταὐτόχρονα, νά γίνει ὁ ἱδρυτής µιᾶς νέας θρησκείας,τήν ὁποία ὀνόµασε «θρησκεία τῆς Ἀνθρωπότητας» («religion of Humanity») ἤ «Κοινωνιολατρεία»(«Sociolatry»).Μάλιστα, ἡ νέα αὐτή θρησκεία, τήν ὁποία εἰσηγήθηκε καί κήρυξε, ἀποτελοῦσε, τρόπον τινά, τήν ἐπένδυση καί τό ἐπιστέγασµα τῆς «θετικιστικῆς» φιλοσοφίας του καί ὄχι µιά παράλληλη καί ἀσύµπτωτη µέ αὐτήν παράδοξη ἐνασχόλησή του. Ὁ Γάλλος Ἀκαδηµαϊκός φιλόσοφος καί ἐπιστηµολόγος Emile Βoutroux (βλ. «Science and religion in contemporary philosophy», Duckworth and Co, London) παρατηρεῖ σχετικά ὅτι «τό σύστηµα τοῦ Αὐγούστου Κόντ συνίσταται σέ µιά µεθοδική µετάβαση ἀπό τήν ἐπιστήµη στή θρησκεία διαµέσου τῆς φιλοσοφίας» καί κάνει λόγο γιά µιά «θρησκευτικοῦ χαρακτῆρα ἀποκορύφωση τοῦ συστήµατός του». Ὑπῆρξαν, ὅµως, καί ἐκεῖνοι, ὅπως ὁ Ἄγγλος φιλόσοφος καί οἰκονοµολόγος John Stuart Mill, πού ἀλληλογραφοῦσε µέ τόν Κόντ, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι ἡ θρησκευτική αὐτή διάσταση τοῦ ἔργου τοῦ Κόντ δέν ἀποτελοῦσε ὀργανικό µέρος τοῦ συνόλου τῆς θεωρίας του, ἀλλά µιά ἀχρείαστη καί µάλιστα ἀπωθητική προσθήκη.
Ἡ σοβαρότητα καί ἡ εἰλικρίνεια τῆς πρόθεσης τοῦ Κόντ νά δηµιουργήσει µιά νέα θρησκεία προκύπτει ἀπό τό γεγονός ὅτι συνέταξε ἕνα πολυσέλιδο βιβλίο µέ τόν χαρακτηριστικό τίτλο «Ἡ Kατήχηση τοῦ Θετικισµοῦ ἤ Περιληπτική Ἔκθεση τῆς Παγκόσµιας Θρησκείας σέ Δεκατρεῖς συστηµατικές συνδιαλέξεις µιᾶς γυναίκας καί ἑνός Ἱερέα τῆς Ἀνθρωπότητας». Ὅπως προκύπτει ἤδη ἀπό τόν τίτλο, ἡ Κατήχηση περιλαµβάνει ἐκτενῆ διάλογο ἀνάµεσα σέ µιά γυναίκα καί τόν ἱερέα τῆς ἀνθρωπότητας ἐπάνω στά δόγµατα, τίς τελετές καί τά ἠθικά παραγγέλµατα αὐτῆς τῆς νέας θρησκείας.
Τό προοίµιο τοῦ βιβλίου ἀρχίζει µέ τήν ἑξῆς φράση: «Στό ὄνοµα τοῦ Παρελθόντος καί τοῦ Μέλλοντος, οἱ διάκονοι τῆς Ἀνθρωπότητας –οἱ φιλοσοφικοί καί οἱ πρακτικοί ὑπηρέτες της- ἐµφανίζονται γιά νά διεκδικήσουν ὡς ἁρµοδιότητά τους τή γενική διεύθυνση τοῦ κόσµου…Συνεπῶς, ἀποκλείουν, µιά γιά πάντα, ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, τούς ποικίλους διακόνους τοῦ Θεοῦ –Καθολικούς, Προτεστάντες ἤ Ντεϊστές-, καθώς εἶναι ὀπισθοδροµικοί καί αἰτίες ταραχῆς». Ἀκόµη, ἀναφέρεται: «Ἡ Ἀνατολή καί ἡ Δύση, ἑποµένως, πρέπει νά παραµερίσουν ὅλη τή θεολογία καί τή µεταφυσική καί νά στραφοῦν ἀλλοῦ γιά νά ἀνεύρουν µιά συστηµατική βάση ἐπάνω στήν ὁποία νά στηρίξουν τήν διανοητική καί τή συναισθηµατική τους κοινωνία. Αὐτή ἡ ἀπό µακροῦ ἐπιθυµητή ἀνάµειξη τῶν δύο (ἔνν. τοῦ Καθολικισµοῦ καί τοῦ Ἰσλαµισµοῦ) θά πρέπει βαθµιαῖα νά ἀγκαλιάσει ὅλο τό ἀνθρώπινο εἶδος. Ἀλλά αὐτό δέν µπορεῖ νά προέλθει ἀπό ἀλλοῦ, ἀλλά µόνο ἀπό τόν Θετικισµό». Μιά ἄλλη χαρακτηριστική φράση πού περιλαµβάνεται στό προοίµιο εἶναι ἡ ἑξῆς: «ἡ καλύτερη πρακτική περίληψη τοῦ προγράµµατος τῆς νέας τάξης σύντοµα θά εἶναι αὐτή ἡ ἀναµφισβήτητη ἀρχή: ὁ ἄνδρας πρέπει νά ὑποστηρίζει τή γυναίκα, προκειµένου ἡ γυναίκα νά καταστεῖ ἱκανή νά ἐπιτύχει κατά τόν πρέποντα τρόπο τόν ἱερό κοινωνικό της σκοπό».
Στήν Εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου ἀναφέρεται ὅτι: «Ἡ Παγκόσµια θρησκεία, ἑποµένως, υἱοθετεῖ, ὡς τό θεµελιῶδες της δόγµα, τό γεγονός τῆς ὕπαρξης µιᾶς τάξης, ἡ ὁποία δέν ἐπιδέχεται διαφοροποίηση καί στήν ὁποία ὑπόκεινται ὅλα τά κάθε εἴδους γεγονότα». Ὁ θεός δέ τῆς νέας αὐτῆς θρησκείας εἶναι «τό ἕνα ὑπέροχο καί αἰώνιο Ὄν, ἡ Ἀνθρωπότητα», στόν ὁποῖο θά ἀπευθύνουν οἱ πιστοί του δηµόσιες καί ἰδιωτικές προσευχές προκαθορισµένου περιεχοµένου, ἀλλά καί αὐτοσχέδιες. Ὁ θεός αὐτός θά ἔχει τούς δικούς του ἱερεῖς, ἐπί τῶν ὁποίων θά προΐσταται ἕνας Πάπας µέ ἀνώτατη ἐξουσία καί µέ ἕδρα τό Παρίσι,«καί οἱ ὁποῖοι θά τελοῦν τά 9 «κοινωνικά µυστήρια»: τήν «παρουσίαση» («presentation», κάτι σάν τή Βάπτιση),τήν «εἰσαγωγή» («initiation», ἡ εἰσαγωγή στή δηµόσια ζωή), τήν «παραδοχή» («admission», µέ τήν ὁποία λαµβάνει ὁ πιστός τήν ἄδεια νά ὑπηρετήσει τήν Ἀνθρωπότητα), προορισµός («destination», ἀφορᾶ στόν ἐπαγγελµατικό προορισµό), τόν «γάµο», τήν «ὡριµότητα» (µέ τό κοινωνικό αὐτό µυστήριο ὁ πιστός εἰσάγεται στήν περίοδο τῆς ὑπευθυνότητας, κατά τήν ὁποία τά λάθη, πού πιθανόν θά διαπράξει, δέν εἶναι πιά δυνατόν νά ἐπανορθωθοῦν, ὅπως κατά τήν προηγούµενη περίοδο τοῦ βίου του), τήν «ἀπόσυρση» («retirement», ἕνα εἶδος συνταξιοδότησης τοῦ πιστοῦ ὑπηρέτη τῆς Ἀνθρωπότητας), τήν «µεταµόρφωση» («transformation», τελεῖται πρό τοῦ θανάτου τοῦ πιστοῦ) καί τήν «ἐνσωµάτωση» («incorporation», ἡ ὁποία τελεῖται 7 ἔτη µετά τόν θάνατο τοῦ πιστοῦ, ὁπότε τά ὀστᾶ του µεταφέρονται, ἄν κριθεῖ ἄξιος, στόν ἱερό ναό τῆς Ἀνθρωπότητας, ἐνῶ, ἄν κριθεῖ ἀνάξιος, µεταφέρονται σέ ἄλλον κατάλληλο τόπο)!
Τό βιβλίο περιλαµβάνει πολύ περισσότερες λεπτοµέρειες γιά τά καθέκαστα τῆς νέας θρησκείας. Ἀπό ὅσα λίγα, ἀλλά ἐνδεικτικά παραθέσαµε, νοµίζουµε ὅτι προκύπτει ὁ βασικός πανθεϊστικός του χαρακτήρας. Ὅτι, δηλαδή, πρόκειται γιά µιά ἀκόµη προσπάθεια νά ἀποθεωθεῖ ὁ κόσµος καί ἡ ἀνθρωπότητα στήν κοινωνική της ζωή καί, ἔτσι, νά «λατρευθεῖ ἡ Κτίσις καί ὄχι ὁ Κτίσας»!
Αὐτό, ὅµως, πού δέν εἶναι τόσο σύνηθες, εἶναι ὁ ρητός καί ἐµφατικός τρόπος, µέ τόν ὁποῖο ὁ Αὔγουστος Κόντ ἐπιχείρησε νά προβεῖ σέ αὐτή τήν ἀποθέωση, τή στιγµή, µάλιστα, πού ἰσχυριζόταν ὅτι οἱ ἰδέες του ἦσαν καθαρά ἐπιστηµονικές καί θετικιστικές καί θά περίµενε κανείς, µέ βάση τά κυρίαρχα στερεότυπα, ὅτι ἡ ἰδέα τῆς θρησκείας καθεαυτήν θά τοῦ ἦταν ἀπωθητική. Σέ αὐτή του, πάντως, τήν ἀπόπειρα εἶχε τόσο προγόνους, ὅσο καί συνεχιστές. Ἐνδεικτικά, ἀναφέρουµε τή Λατρεία τοῦ Ὑπερτάτου Ὄντος πού εἰσηγήθηκαν ὁ Ροβεσπιέρος καί ἡ Ἐπιτροπή Κοινῆς Σωτηρίας κατά τή Γαλλική Ἐπανάσταση καί τήν «αἵρεση τῶν θεοφιλανθρώπων», πού ἐµφανίσθηκε στό Παρίσι τό 1796 καί τιµοῦσε στίς ἑορτές της τόν Σωκράτη καί τόν Ζάν Ζάκ Ρουσσώ καί εἶχε τελετές γιά τή γέννηση, τόν γάµο καί τόν θάνατο.
Ὑπῆρξαν δέ καί ἐκεῖνοι πού ἐπιχείρησαν µέ συγκεκριµένο τρόπο νά συνεχίσουν τό ἔργο του καί νά ἐφαρµόσουν τίς ἰδέες του. Ἰδιαιτέρου δέ Ἑλληνικοῦ ἐνδιαφέροντος εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ περιβόητου Θεοφίλου Καΐρη, ὁ ὁποῖος διατηροῦσε ἀλληλογραφία µέ τόν Κόντ, ἐνῶ, ὅπως παρατηρεῖται, ὑπάρχουν ὁµοιότητες ἀνάµεσα στό δικό του λατρευτικό σύστηµα καί ἐκεῖνο τοῦ Κόντ (βλ. Ρ. Ἀργυροπούλου, «Ὁ Θ.Καΐρης καί τά φιλοσοφικά ρεύµατα τῆς ἐποχῆς του»).
Πέρα, ὅµως, ἀπό τό ἱστορικό ἐνδιαφέρον, τό βασικό ἐρώτηµα πού ἀνακύπτει εἶναι τό ἑξῆς: Εἶναι πράγµατι δυνατόν νά ὑπάρξει µιά φιλοσοφία ἤ µιά ἐπιστήµη, ἡ ὁποία νά µήν εἶναι ρητά ἤ ὑπόρρητα θρησκεία, ὅ,τι καί ἄν διατείνονται οἱ ἐκπρόσωποί τους; Εἶναι ἀληθές ὅτι οἱ περισσότεροι φιλόσοφοι ἤ ἐπιστήµονες δέν προχωροῦν ὡς τό σηµεῖο πού ἔφθασε ὁ Κόντ καί νά γίνουν ρητά κήρυκες νέων θρησκειῶν καί ὅτι θεωροῦν τήν περίπτωση τοῦ Κόντ ὡς µιά παράδοξη ἐκκεντρικότητα, ὅπως ὁ προαναφερθείς John Stuart Mill. Μήπως, ὅµως, ἐν προκειµένῳ ἔχει δίκιο ὁ Emile Βoutroux, ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε τήν µεθοδική καί ὀργανική ἑνότητα τῆς σκέψης τοῦ Κόντ καί διέκρινε ὅτι, στήν πραγµατικότητα, τό σύστηµα τοῦ Αὐγούστου Κόντ συνίσταται σέ µιά µεθοδική ἐπιστροφή ἀπό τήν ἐπιστήµη στή θρησκεία διαµέσου τῆς φιλοσοφίας; Τοῦτο δέ, παρά τό ὅτι εἶχε ὑποστηρίξει τό ἀντίθετο, ὅτι δηλαδή ἡ ἀληθινή πρόοδος συνίσταται στήν µετάβαση ἀπό τή θρησκεία στήν ἐπιστήµη! Μήπως, δηλαδή, τό δίληµµα, πού ἔθεσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀνάµεσα στή λατρεία τοῦ Κτίσαντος καί στή λατρεία τῆς Κτίσης (βλ. Πρός Ρωµαίους, 1, 25) εἶναι ἀναπόφευκτο, καί, ἑποµένως, ὅσοι δέν ἀποφασίζουν νά στραφοῦν πρός τόν Κτίσαντα δέν ἔχουν ἄλλη ἐπιλογή ἀπό τό νά καταλήξουν νά λατρεύουν τήν Κτίση;
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 233
Ἰανουάριος 2022