Ἡ διάκριση ἀνάµεσα στή φιλοσοφική λογική
καί τήν θρησκευτική Ἀποκάλυψη
Μιά χαρακτηριστική σύγχρονη ἰδέα εἶναι ἐκείνη τοῦ ριζικοῦ διαχωρισµοῦ καί ἀντιπαράθεσης ἀνάµεσα στόν «ὀρθό λόγο» καί τήν «Ἀποκάλυψη» ἤ κατά µιά ἰσοδύναµη διατύπωση ἀνάµεσα στόν αὐτοδύναµο καί αὐτόνοµο ἀνθρώπινο νοῦ ἀφ’ ἑνός, καί στά θρησκευτικά δόγµατα, πού κηρύττονται ὡς θεόπνευστα, ἀφ’ ἑτέρου. Σύµφωνα µέ τήν ἰδέα αὐτή ὁ ὀρθός λόγος εἶναι µιά λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ, πού, ἐάν ἐξασκηθεῖ µέ τόν µεθοδολογικά ὀρθό τρόπο, εἶναι δυνατόν νά ὁδηγήσει σέ συµπεράσµατα ἀδιαµφισβήτητα καί ἀληθῆ. Ἡ «Ἀποκάλυψη», ὅµως, τήν ὁποία ἐπικαλοῦνται κάποιες θρησκεῖες, µεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Χριστιανική, ἀντιπαρατίθεται στόν «ὀρθό λόγο», διότι θεωρεῖται ὅτι στό πλαίσιό της ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἴτε παραµερίζεται τελείως, εἴτε ὑποτάσσεται σέ ἁπλῶς βοηθητικό ρόλο.
Ἤδη ἀπό τόν 16ο αἰώνα ἄρχισαν νά παρουσιάζονται στήν ἠπειρωτική Εὐρώπη τά πρῶτα µεγάλα φιλοσοφικά συστήµατα, µέ τήν ἀξίωση ὅτι στηρίζονται ἀποκλειστικά καί µόνο στήν ἀνθρώπινη λογική καί µέ τήν πρόθεση νά δώσουν µιά πλήρη ἐξήγηση τῶν πάντων, ἀπό τόν τρόπο ὕπαρξης τοῦ κόσµου ἕως τήν ἀνίχνευση καί ἀνάλυση τῶν ἐσωτερικότερων καί λεπτότερων λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ καί τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Τά φιλοσοφικά συστήµατα ἀξίωσαν, δηλαδή, νά δώσουν αὐτά πλέον τήν µόνη ἀντικειµενικά ὀρθή καί ἀδιάβλητη ἀπάντηση στά µεταφυσικά ἐρωτήµατα πού ἀπασχολοῦσαν τούς ἀνθρώπους καί τήν ὁποία µέχρι τότε ἀναζητοῦσαν στή θρησκεία, ὅπως τά ἐρωτήµατα γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, τήν αἰωνιότητα ἤ τήν ἐκ τοῦ µηδενός δηµιουργία τοῦ κόσµου καί ἄλλα παρόµοια. Ἀντιστοίχως, ἡ καταφυγή στή θρησκευτική πίστη ἄρχισε νά διαβάλλεται ὡς τό καταφύγιο ἀνορθολογικῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δέν µποροῦσαν, δέν ἐπιθυµοῦσαν ἤ δέν τολµοῦσαν νά σκεφτοῦν γιά τόν ἑαυτό τους.
Μέ τόν τρόπο αὐτό καθιερώθηκε ἡ χαρακτηριστική διάκριση ἀνάµεσα στή φιλοσοφία καί στή θρησκεία µέ τό συγκεκριµένο περιεχόµενο πού προαναφέραµε: Ἡ µέν φιλοσοφία ἐξισώθηκε µέ τή χρήση τῆς ἀντικειµενικῆς καί καθαρῆς λογικῆς καί –ὑποτίθεται ὅτι– διαχωρίσθηκε ἀπό τή θρησκεία, ἐνῷ ἡ τελευταία ἐξισώθηκε στήν καλύτερη περίπτωση µέ τήν αὐταπάτη καί τόν συναισθηµατισµό καί στή χειρότερη µέ τήν ἐξαπάτηση καί τήν ἐκµετάλλευση.
Μιά τέτοια, ὅµως, διάκριση µεταξύ φιλοσοφίας καί θρησκείας θά ἀντιµετωπιζόταν ὡς βεβιασµένη καί παραπλανητική ἀπό τούς παλαιότερους καί µάλιστα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Πατέρες. Ἤδη, σύµφωνα µέ τόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία µεταχειρίζεται θεµιτῶς, ὄχι µόνο τήν «µυστικήν, τελεστικήν, ἀπόρρητον καί ἄρρητον µέθοδον ἤ δρᾶ καί ἐνιδρύει τῷ Θεῶ ταῖς ἀδιδάκτοις µυσταγωγίαις» ἀλλά καί «τήν ἐµφανῆ καί φιλόσοφον καί ἀποδεικτικήν µέθοδον ἤ πείθει καί καταδεῖται τῶν λεγοµένων τήν ἀλήθειαν». Ἐξ ἄλλου, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαµᾶς, ἀντιπαρατιθέµενος πρός τόν Βαρλαάµ πού ἰσχυριζόταν τό ἀντίθετο, ὑποστήριξε ρητῶς ὅτι ἡ ὕπαρξη καί ἡ ἑνότης τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύονται λογικῶς: «τό θεῖον…ὅτι µέν ἐστι καί ὅτι ἐν ἐστί καί γιγνώσκεται καί ἀποδείκνυται..» (Β’ πρός Βαρλαάµ, 22, 20).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, διέγνωσε ὅτι πολύ συχνά αὐτό πού παρουσιάζεται ὡς «φιλοσοφία» στήν πραγµατικότητα ὑποκρύπτει διδασκαλία µέ θρησκευτικό περιεχόµενο. Εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό πού γράφει σχετικά µέ τό ὑποτιθέµενα φιλοσοφικό παράγγελµα «γνῶθι σαυτόν»: «ἄν ἀναζητήσεις ποιό σκοπό ἔχει γιά ἐκείνους (=τούς «ἔξω» φιλοσόφους) αὐτό τό παράγγελµα, θά ἀνακαλύψεις µιά χάρυβδη κακοδοξίας. Διότι καθώς κηρύσσουν τίς µετεµψυχώσεις, τότε µόνο νοµίζουν ὅτι ἔχει κάποιος γνωρίσει τόν ἑαυτό του καί ὅτι ἔχει ἐφαρµόσει τό παράγγελµα αὐτό, ὅταν δηλαδή µάθει σέ ποιό σῶµα ἦταν πρίν ἐνσαρκωµένος καί ποῦ καί πότε ζοῦσε, µέ τί ἠσχολεῖτο καί ποιό ἦταν τό ὄνοµά του» (Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1, 1, 10). Γενικότερα δέ, ἀναφέρει γιά τούς ἀρχαίους φιλοσόφους, ὅπως γιά τόν Σωκράτη, τόν Πλάτωνα καί τόν Πλωτίνο, ὅτι «παρεδόθησαν εἰς ἀδόκιµον νοῦν, λατρεύοντες τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα» καί ὅτι «νόµους ἔθεντο καί λόγους συνεγράψαντο ὁµολόγους τοῖς δαίµοσι καί συνηγόρους τοῖς πάθεσι» (Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1, 1, 14). Γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο τό συµπέρασµα εἶναι πώς µιά τέτοια φιλοσοφία εἶναι «ψυχική καί δαιµονιώδης» καί ἐρωτᾶ: «ἡ τοῖς δαίµοσι φίλη φιλοσοφία, πῶς ἄν εἴη Θεοῦ τε καί ἐκ Θεοῦ;». Σχετικά δέ µέ τόν τρόπο ἀντιµετώπισης µιᾶς τέτοιας δῆθεν φιλοσοφίας γράφει: «τί ἄλλο χρειάζεται νά ποῦµε παρά ὅτι πρέπει τό φῶς πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ἐρχόµενο στόν κόσµο, νά ἀπαλλάξει καί αὐτούς ἀπό τό φοβερό αὐτό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καί νά τούς φωτίσει νά ἀντιληφθοῦν ὅτι καί ἀπό τά φίδια ὑπάρχει κάτι χρήσιµο γιά ἐµᾶς, ἀλλά µόνον ἀφοῦ τά φονεύσουν, τά κοµµατιάσουν, τά παρασκευάσουν κατάλληλα καί τά χρησιµοποιήσουν µέ προσοχή κατά τοῦ δηλητηρίου τους;» (Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1, 1, 11).
Τό ὅτι ἡ ἐπικρατοῦσα σήµερα διάκριση ἀνάµεσα στή φιλοσοφία καί τή θρησκεία εἶναι τεχνητή καί παραπλανητική τό ὑποστήριξε µέ τόν συνήθη δηκτικό καί ἐπιγραµµατικό του τρόπο καί ὁ F. Nietzche: «Οἱ φιλόσοφοι ποζάρουν ὡς ἄν νά εἶχαν ἀνακαλύψει καί καταλήξει στίς δικές τους ἀπόψεις µέσα ἀπό τήν αὐτό-ἀνάπτυξη µιᾶς ψυχρῆς, καθαρῆς καί ἄσχετης µέ κάθε θεία ἔµπνευση διαλεκτικῆς (ἀντίθετα µέ τούς µυστικούς κάθε κατάταξης, πού εἶναι περισσότερο ἔντιµοι καί περισσότερο χαζοί ἀπό ἐκείνους καί κάνουν λόγο γιά “ἔµπνευση”), ἐνῷ κατά βάθος πρόκειται γιά µιά ἁπλή ὑπόθεση, ἕνα προαίσθηµα, ἕνα εἶδος “ἔµπνευσης”, περισσότερο γιά µιά ἐπιθυµία τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία ἔχει φιλτραρισθεῖ καί γίνει ἀφηρηµένη».
Ἡ παρατήρηση αὐτή, ὅµως, δέν ἰσχύει µόνο γιά τούς ἀρχαίους φιλοσόφους, ἀλλά ἰσχύει καί γιά τούς νεώτερους. Μέ τήν ἑξῆς, ὅµως, διαφορά: οἱ νεώτεροι φιλόσοφοι ἐπιχειροῦν πολύ περισσότερο, σέ σχέση µέ τούς παλαιούς, νά αὐτοπροβληθοῦν ὡς ἀσκοῦντες τή φιλοσοφία καί τή µεταφυσική «ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ καθαροῦ λόγου», χωρίς, δηλαδή, νά ἐπικαλοῦνται ἔννοιες θρησκευτικές, συγκεκριµένες καί προσωπικές, ἀλλά µόνο ἔννοιες –φαινοµενικά– λογικές, ἀντικειµενικές καί ἀφηρηµένες. Εἶναι χαρακτηριστικό δέ τῆς σύγχρονης νοοτροπίας ὅτι κάθε διδασκαλία, πού ἀναφέρεται στήν ἐλεύθερη δράση τοῦ Θεοῦ, ὅπως γιά παράδειγµα τό δόγµα τῆς ἐκ τοῦ µηδενός δηµιουργίας θεωρεῖται, ὑποτιµητικά, ὡς θρησκευτική! Ἀντιθέτως, κάθε δοξασία πού µεταχειρίζεται ὅρους ἀντικειµενικούς καί µηχανιστικούς καί ἐξορίζει κάθε ἀναφορά στή δράση αὐτεξουσίων προσώπων θεωρεῖται φιλοσοφική καί λογική. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ δοξασία περί τῆς αἰώνιας προΰπαρξης ἤ τῆς αὐθυπαρξίας τοῦ κόσµου καί τῶν φυσικῶν νόµων θεωρεῖται αὐτόµατα καί χωρίς πολλές ἐξηγήσεις ὡς φιλοσοφική, ἐνῶ, ὅπως εἶχε ἤδη διαγνώσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἰσοδυναµεῖ στήν πραγµατικότητα µέ τή θρησκευτική λατρεία τῆς κτίσης καί ὄχι τοῦ Κτίσαντος, ὑπό τό ἐπικάλυµµα τῆς ἀµεροληψίας καί τῆς ἀδιαµφισβήτητης λογικῆς.
Μιά τέτοια ἀποκαλυπτική συγχώνευση µεταξύ φιλοσοφίας καί θρησκείας περιγράφεται στό βιβλίο τοῦ Γερµανο-Ἑβραίου ποιητῆ H. Heine µέ τόν τίτλο «Θρησκεία καί φιλοσοφία στή Γερµανία». Πρόκειται γιά ἕνα βιβλίο, πού γράφηκε τόν 19ο αἰώνα γιά νά παρουσιάσει µέ σύντοµο, ἀλλά εὔστοχο καί µάλιστα πνευµατώδη τρόπο, τήν Ἱστορία τῆς Γερµανικῆς σκέψης στό Γαλλικό κοινό. Διαβάζοντάς το µπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει τό φαινόµενο αὐτό στό ὁποῖο ἀναφερόµαστε ἐδῶ.
Χαρακτηριστικά ὁ Heine ἀναφέρεται µέ τά ἑξῆς σχεδόν λατρευτικά λόγια στόν B. Spinoza, ἕναν ἀπό τούς πρώτους µοντέρνους φιλοσόφους, πού ἐπιχείρησε «µέ γεωµετρικό τρόπο», µέ τρόπο, δηλαδή, δῆθεν ἀπαθῆ καί λογικό, νά κηρύξει µιά νέα κοσµοθεωρία: «Ἴσως τό πνεῦµα τῶν Ἑβραίων Προφητῶν ἀκόµη νά ἐπεφέρετο ἐπάνω ἀπό τόν µετά πολλές γενεές ἀπόγονό τους…εἶναι πέρα ἀπό κάθε ἀµφιβολία ὅτι ὅλη ἡ πορεία τῆς ζωῆς τοῦ Σπινόζα ἦταν ἄµεµπτη, καθαρή καί ἄσπιλη, ὅπως ἡ ζωή τοῦ θείου ἐξαδέλφου του, Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅπως Ἐκεῖνος, καί αὐτός ὑπέφερε γιά τή διδασκαλία του. Ὅπως Ἐκεῖνος, φόρεσε τόν στέφανον ἐξ ἀκανθῶν. Ὅπου ἕνα µεγάλο πνεῦµα ἐκφράζει τή σκέψη του, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ὁ Γολγοθάς»!
Ὅσον ἀφορᾶ στό περιεχόµενο τῆς διδασκαλίας τοῦ Σπινόζα, ὁ Heine συνεχίζει τήν παρουσίασή του µέ τόν ἴδιο ἀπαραγνώριστα θρησκευτικό τόνο, πού ὑπενθυµίζει τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου γιά τούς σοφούς πού ἐλάτρευσαν τήν κτίση: «ὁ κόσµος ταυτίζεται µέ τόν Θεό. Ὁ Θεός, πού ἀποκλήθηκε ἀπό τόν Σπινόζα ὡς ἡ Μοναδική Οὐσία, καί ἀπό τούς Γερµανούς φιλοσόφους ὡς τό Ἀπόλυτο, “εἶναι Πᾶν τό ὑπαρκτό”. Εἶναι ὕλη, ὅπως εἶναι καί πνεῦµα. Καί τά δύο εἶναι ἐξ ἴσου θεϊκά καί αὐτός πού προσβάλλει τήν ἁγιότητα τῆς ὕλης εἶναι ἐξ ἴσου ἀσεβής µέ ἐκεῖνον πού ἁµαρτάνει κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος».
Ἀρκούµενοι σέ αὐτά τά λίγα, ἀλλά ἐνδεικτικά παραθέµατα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Heine, στά ὁποῖα ὁ Σπινόζα παρουσιάζεται σαφῶς ὡς ἕνας ψευδο-χριστός καί ψευδο-προφήτης, θά ἀναφερθοῦµε σέ ἕνα ἀκόµη βιβλίο, πιό σύγχρονο αὐτό, πού ἀσχολεῖται µέ τή σχέση τοῦ G. Hegel, ἑνός φιλοσόφου, πού κατ’ ἐξοχήν ὑποστήριξε ὅτι στερέωσε τήν κοσµοθεωρία του στή λογική, µέ τόν ἑρµητικό κλάδο τῆς ἀποκρυφιστικῆς παράδοσης (δηλαδή µέ τά ἀποκρυφιστικά-θρησκευτικά κείµενα, πού ἀνακαλύφθηκαν τήν περίοδο τῆς Ἀναγέννησης καί ἀποδόθηκαν στόν µυθικό Ἑρµῆ τόν Τρισµέγιστο).
Πρόκειται γιά τό βιβλίο µέ τόν τίτλο «Ὁ Χέγκελ καί ἡ Ἑρµητική παράδοση» τοῦ Glenn Alexander Magee (Cornell University Press, 2001), πού χαρακτηρίστηκε ὡς πρωτοποριακό, ἐπειδή ἀκριβῶς διέγνωσε ἐκεῖνο πού οἱ ὑπόλοιποι εἰδικοί, περιορισµένοι στά στενά ὅρια τῆς φιλοσοφικῆς τους εἰδικότητας, δέν µποροῦσαν νά διαπιστώσουν: ὅτι, δηλαδή, σύµφωνα µέ τήν κατηγορηµατική διατύπωση τοῦ ἴδιου τοῦ συγγραφέα «ὁ Χέγκελ εἶναι ἕνας Ἑρµητικός στοχαστής», ὅτι «ὑπάρχουν ἐκπληκτικές ἀντιστοιχίες ἀνάµεσα στήν Χεγκελιανή φιλοσοφία καί στήν Ἑρµητική θεοσοφία», ὅτι «αὐτές οἱ ἀντιστοιχίες δέν εἶναι συµπτωµατικές» καί ὅτι «πρέπει νά τόν καταλάβουµε ὡς ἕναν Ἑρµητικό στοχαστή, ἐάν εἶναι νά τόν καταλάβουµε καθ’ ὅλου».
Ὁ συγγραφέας προβαίνει σέ συγκεκριµένους παραλληλισµούς ἀνάµεσα στά δόγµατα τοῦ Ἑρµητισµοῦ καί στίς ἰδέες τοῦ Χέγκελ γιά νά ἀποδείξει τόν βασικό ἰσχυρισµό του. Ἔτσι, ἐντοπίζει τήν ἀντιστοιχία ἀνάµεσα στό ἑρµητικό δόγµα ὅτι ὁ Θεός γιά νά εἶναι Θεός ἀπαιτεῖται νά ὑπάρχει ὁ κόσµος καί ὅτι ὁ ἀτελής ἀρχικά Θεός ὁλοκληρώνεται µόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ καθαρθεῖ, Τόν ἀναγνωρίσει, µέ τίς ἰδέες τοῦ Χέγκελ ὅτι ἡ φύση εἶναι µιά πλευρά τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία συνεπάγεται ἀναγκαστικά τήν ὕπαρξη τῆς Δηµιουργίας καί ὅτι ὁ Θεός ὁλοκληρώνεται ἤ πραγµατοποιεῖται µόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος διά τῆς φιλοσοφίας καθαρισθεῖ καί Τόν γνωρίσει.
Δέν εἶναι βέβαια σκοπός µας νά παρουσιάσουµε ἀναλυτικά τό περιεχόµενο τῶν δύο αὐτῶν βιβλίων. Ὁ λόγος πού ἀναφερθήκαµε πολύ περιληπτικά καί πρόχειρα στό περιεχόµενό τους συνίσταται στό νά δώσουµε δύο χαρακτηριστικά παραδείγµατα γιά νά τεκµηριώσουµε τόν ἰσχυρισµό ὅτι, στήν πραγµατικότητα, ἰδέες καί ἀπόψεις πού παρουσιάζονται σήµερα ὡς «φιλοσοφικές», ὡς ἔχουσες δηλαδή τή σφραγίδα τῆς λογικῆς ἐγκυρότητας καί αὐτονοµίας, συνιστοῦν στήν πραγµατικότητα ἰσάριθµες θρησκεῖες ἤ αἱρέσεις καί ὡς τέτοιες πρέπει νά ἀντιµετωπίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 232
Δεκέμβριος 2021