«ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ»
Ἡ τραγωδία αὐτή τοῦ Σοφοκλῆ (496-406 π.Χ.) διδάχθηκε στήν Ἀθήνα τό 409 π.Χ. καί ἐχάρισε στόν δημιουργό της τό πρῶτο βραβεῖο. «Φιλοκτήτη» ἔχουν γράψει καί ὁ Αἰσχύλος καί ὁ Εὐριπίδης ἀλλά δέν ἔχουν διασωθεῖ.
Ὁ Φιλοκτήτης, γιός τοῦ βασιλιᾶ τῶν Μηλιέων (κοντά στό ὄρος Οἴτη) Ποίαντος, συμμετεῖχε μέ ἑπτά πλοῖα στήν ἐκστρατεία πού ὀργάνωσαν οἱ Ἀτρεῖδες ἐναντίον τῆς Τροίας μετά τήν φυγή τῆς Ὡραίας Ἑλένης, γυναίκας τοῦ Μενέλαου, μέ τόν Πάρη, γιό τοῦ βασιλιᾶ τῆς Τροίας Πριάμου. Στή νῆσο Τένεδο ὅπου ἐστάθευσε ὁ στόλος τῶν Ἑλλήνων πρίν καταπλεύσει στήν Τροία, ὀχιά δάγκασε τόν Φιλοκτήτη. Μέ δικαιολογία τίς κραυγές του ἀπό τούς πόνους και΄τήν δυσοσμία τῆς πληγῆς του οἱ Ἀτρεῖδες, μέ ὑπόδειξη τοῦ Ὀδυσσέα, ἐγκατέλειψαν τόν Φιλοκτήτη στήν ἀκατοίκητη τότε Λῆμνο.
Ἡ πολιορκία τῆς Τροίας συνεχίζεται ἐπί χρόνια μέ βαρειές ἀπώλειες καί ἀπό τίς δύο πλευρές, Ἑλλήνων καί Τρώων. Μετά τήν ἀπώλεια τοῦ Ἀχιλλέα καί τοῦ Αἴαντα οἱ ἐλπίδες τῶν πολιορκητῶν Ἑλλήνων ἔχουν ἐξανεμισθεῖ. Σύμφωνα μέ ἀποκάλυψη τοῦ μάντη Ἕλενου, πού ἦταν γιός τοῦ Πριάμου καί αἰχμάλωτος τῶν Ἑλλήνων, γιά τήν ἅλωση τῆς Τροίας χρειαζόταν ὁ Φιλοκτήτης μέ τά ἀλάνθαστα τόξα τοῦ Ἡρακλῆ. Πρίν τόν καύσουν στό ὄρος Οἴτη (βλ. τραγωδία τοῦ Σοφοκλῆ «Τραχίνιαι») ὁ Ἡρακλῆς εἶχε δώσει τά ὅπλα του στόν Φιλοκτήτη γιά τήν φιλία του.
Ἔπρεπε λοιπόν νά πεισθεῖ ὁ Φιλοκτήτης νά ἔλθει στήν Τροία. Τό ἔργο αὐτό ἀνατέθηκε στόν πολυμήχανο Ὀδυσσέα. Ἐπειδή ὅμως ἦταν ἑπόμενο ὁ Φιλοκτήτης νά μισεῖ θανάσιμα τόν Ὀδυσσέα καί τούς Ἀτρεῖδες, πού ἄσπλαχνα τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει στή Λῆμνο, θά ἦταν ἀδύνατον νά πεισθεῖ νά πάει στήν Τροία. Ἴσως καί νά ἐσκότωνε τόν ἐχθρό του Ὀδυσσέα. Γι’ αὐτό ὁ πανοῦργος βασιλιάς τῆς Ἰθάκης παίρνει μαζί του τόν νεαρό Νεοπτόλεμο, γιό τοῦ Ἀχιλλέα, πού εἶχε σκοτωθεῖ κατά τήν πολιορκία τῆς Τροίας.
Οἱ δύο ἄντρες ἀποβιβάζονται στήν ἔρημη Λῆμνο. Ὁ Ὀδυσσέας δίνει ὁδηγίες στό Νεοπτόλεμο πῶς νά πείσει μέ δόλο τόν Φιλοκτήτη νά τόν ἀκολουθήσει. Ὁ Νεοπτόλεμος ἀποκρούει τό δόλιο τέχνασμα τοῦ Ὀδυσσέα. Ἐκεῖνος ὅμως τόν πείθει ὅτι δέν θά ἐπιτύχει στήν ἀποστολή του οὔτε μέ τήν βία οὔτε μέ τήν πειθώ. Δελεάζει τόν νέον μέ τήν προοπτική τῆς δόξας ἀπό τήν ἅλωση τῆς Τροίας. Πρίν ἀπομακρυνθεῖ ὁ Ὀδυσσέας λέει στό Νεοπτόλεμο ὅτι ἄν ἰδεῖ ὅτι ἀργεῖ, θά στείλει ἄνθρωπό του ἀπό τό πλοῖο πού θά ἐμφανισθεῖ ὡς ἔμπορος, γιά νά τοῦ δώσει ὁδηγίες γιά τίς ἑπόμενες ἐνέργειες. Ὁ Ὀδυσσέας ἀποχωρεῖ ἐνῶ ὁ Νεοπτόλεμος ἀνακαλύπτει τήν σπηλιά ὅπου ζεῖ ὁ Φιλοκτήτης.
Μπαίνει στήν ὀρχήστρα τοῦ θεάτρου ὁ Χορός πού ἀποτελεῖται ἀπό ναῦτες τοῦ πλοίου τοῦ Νεοπτόλεμου. Ὁ μεταξύ τους διάλογος διακόπτεται ἀπό τά βογγυτά τοῦ Φιλοκτήτη πού ντυμένος μέ κουρέλια πλησιάζει στή σπηλιά του. Ὅταν ἔκπληκτος ἀντικρύζει τούς ξένους τούς ἐρωτᾶ ποιοί εἶναι, ἐάν εἶναι Ἕλληνες. Χαίρεται πού ἀκούει τήν ἑλληνική γλῶσσα μετά ἀπό τόσα χρόνια. Λέει στόν Νεοπτόλεμο ὅτι ἐγνώριζε καί ἀγαποῦσε τόν πατέρα του Ἀχιλλέα. Τούς περιγράφει τά βάσανά του. Ὁ Νεοπτόλεμος μέ ψέμματα κερδίζει τήν ἐμπιστοσύνη του καί τοῦ δημιουργεῖ τήν ἐλπίδα ὅτι θά τόν μεταφέρουν στήν πατρίδα.
Ἕνας ναύτης, πού ἐμφανίζεται ὡς ἔμπορος, ἐκτελεῖ τέχνασμα τοῦ Ὀδυσσέα λέγοντας ὅτι ὁ Διομήδης καί ὁ Ὀδυσσέας θά ἔλθουν νά πάρουν μέ τήν βία τόν Φιλοκτήτη γιά τήν Τροία. Ἐλπίζουν ἔτσι νά τόν ἐξωθήσουν νά φύγει μέ τόν Νεοπτόλεμο δῆθεν γιά τήν Ἑλλάδα. Ὁ Φιλοκτήτης προσφέρει ἀπό εὐγνωμοσύνη τά τόξα τοῦ Ἡρακλῆ στό Νεοπτόλεμο. Ἡ ἀναχώρηση ὅμως ἀναβάλλεται, ἐπειδή ὁ Φιλοκτήτης παθαίνει κρίση ἀπό τήν ἀσθένειά του. Στό μεταξύ πάλη διεξάγεται στήν ἀρένα τῆς συνειδήσεως τοῦ Νεοπτόλεμου καί τό καλό νικᾶ.
Ἔτσι ὅταν συνέρχεται ὁ Φιλοκτήτης, ὁ εὐγενής νέος τοῦ ἀποκαλύπτει τήν ἀπάτη. Ἔρχεται ὁ Ὀδυσσέας, ἐπιπλήττει τόν Νεοπτόλεμο, ἀπειλεῖ τόν Φιλοκτήτη καί διατάσσει τήν σύλληψή του. Ἐκεῖνος καταριέται τόν Ὀδυσσέα καί τούς Ἀτρεῖδες. Δέν κάμπτεται οὔτε μέ τήν βία οὔτε μέ παρεναίσεις. Εἶναι ἀποφασισμένος νά πεθάνει μόνος στή σπηλιά του. Ἄλλο τέχνασμα τοῦ Ὀδυσσέα γιά τήν χρήση τῶν ὅπλων χωρίς τήν παρουσία τοῦ Φιλοκτήτη στήν Τροία ἀποτυγχάνει. Παρά τίς ἀντιρρήσεις καί ἀπειλές τοῦ Ὀδυσσέα, ὁ Νεοπτόλεμος ἐπιστρέφει τά τόξα στόν Φιλοκτήτη, ἀλλά δέν καταφέρνει νά τόν πείσει νά τούς ἀκολουθήσει στήν Τροία. Μόνον ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἡρακλῆ σέ θεία λαμπρότητα (ἀπό μηχανῆς θεός) κάνει τόν Φιλοκτήτη νά συμμορφωθεῖ πρός τήν βούληση τῶν θεῶν.
Παραθέτουμε μικρό μέρος ἀπό τόν Πρόλογο τοῦ ἔργου πού ἀποκαλύπτει τό ἦθος τῶν προσώπων (στίχοι 107-111): Ὀδυσσέας: «Ὄχι, ἄν μέ δόλο τόν πιάσει κανείς, ὅπως ἐγώ σοῦ λέω». Νεοπτόλεμος: «Δέ νομίζεις λοιπόν πώς εἶναι ἄσχημο νά λέμε ψέματα;». Ὀδυσσέας: «Ὄχι, ἄν τό ψέμα ὁδηγεῖ κάποιον στή σωτηρία». Νεοπτόλεμος: «Πῶς λοιπόν βλέποντάς τον θά τολμήσει κάποιος νά πεῖ αὐτά;». Ὀδυσσέας: «Ὅταν κάνεις κάτι γιά νά κερδίσεις, δέν πρέπει νά διστάζεις». Παλιά πλάνη: «ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα». Προηγουμένως ὁ Νεοπτόλεμος εἶχε πεῖ στόν Ὀδυσσέα (στίχοι 94, 95): «…θέλω, βασιλιά μου, ν’ ἀποτύχω κάνοντας ἔντιμη ἐνέργεια παρά μ’ ἄτιμη νά νικήσω».
Ὁ Χορός βλέποντας τήν δυστυχία τοῦ Φιλοκτήτη (στίχοι 176-178): «Ὠ, δυνατοί θεοί, ὠ δύστυχα γένη θνητῶν, ὅσων ἡ ζωή δέν εἶναι σύμφωνη μέ τό μέτρο!». Οἱ δραματικοί ποιητές ἐκφράζοντας τήν ἀρχαία φιλοσοφική σκέψη ἐμπλουτισμένη ἀπό μακροχρόνια ἐμπειρία δέν χάνουν εὐκαιρία νά ὑπενθυμίζουν τήν ἀνάγκη τῆς τηρήσεως τοῦ μέτρου. Ἐπισημαίνουν τίς δυσμενεῖς, κάποτε τραγικές, συνέπειες τῆς ὑπερβάσεως τοῦ μέτρου. Θά ἰδοῦμε πῶς ὁ Φιλοκτήτης τό ὑπερβαίνει.
Προσποιούμενος ὅτι εἶναι μέ τό μέρος τοῦ Φιλοκτήτη, ὁ Νεοπτόλεμος ἀρθρώνει μιάν ἀλήθεια πού ἴσχυε, ἰσχύει καί θά ἰσχύει στή βασιλεία τοῦ κακοῦ (στίχοι 453-457): «Παιδί τοῦ πατέρα πού κυβερνᾶ στήν περιοχή τῆς Οἴτης στό ἑξῆς πιά ἀπό μακριά τά μέτρα μου θά παίρνω κοιτῶντας τῆς Τροίας τήν ἀκρόπολη καί τούς Ἀτρεῖδες· διότι ὅπου ὁ χειρότερος δύναμη μεγαλύτερη ἔχει ἀπό τό καλό, οἱ ἐνάρετοι μαραίνονται καί θριαμβεύουν οἱ δειλοί».
Ὁ Νεοπτόλεμος ἔχει πείσει τόν Φιλοκτήτη ὅτι θά τόν πάρει μέ τό πλοῖο του στήν Ἑλλάδα. Πρέπει νά περιμένουν ὅμως γιά νά πνεύσει εὐνοϊκός ἄνεμος. Παραθέτουμε μικρή στιχομυθία τήν ὁποία ὁ ποιητής πλουτίζει πνευματικά (στίχοι 639-643): Νεοπτόλεμος: «Λοιπόν, ὅταν κοπάσει ὁ ἄνεμος πού τήν πλώρη χτυπᾶ, τότε θά ξεκινήσουμε· διότι τώρα εἶναι ἀντίθετος». Φιλοκτήτης: «Καλό εἶναι τό ταξίδι πάντοτε, ὅταν γλιτώνεις ἀπ’ τά κακά». Νεοπτόλεμος: «Τό ξέρω· ἀλλά γιά ἐκείνους ὁ καιρός εἶναι ἀντίθετος». Ἐννοεῖ τούς Ἀτρεῖδες. Φιλοκτήτης: «Δέν ὑπάρχει ἄνεμος γιά τούς ληστές ἀντίθετος».
Ὁ Νεοπτόλεμος πρός τόν Φιλοκτήτη (στίχοι 902, 903): «Ὅλα εἶναι δύσκολα, ὅταν κάποιος ξεφεύγοντας ἀπ’ τή φύση του κάνει πράγματα πού δέν ταιριάζουν στή συνείδησή του». Βαρυσήμαντη ἡ ρήση αὐτή πού ὁ δραματουργός βάζει στό στόμα τοῦ Νεοπτόλεμου. Ποιά ἦταν ἡ φύση πού μᾶς ἔδωσε ὁ Δημιουργός μας; Κατ’ εἰκόνα του μᾶς ἔπλασε. Μέ τήν παρακοή μας τήν ὑπονομεύσαμε, τήν χαλάσαμε, τήν ἀμαυρώσαμε. Σκέψεις, ἐπιθυμίες, ἐνέργειες, καταστάσεις ἀποτελοῦν ἀρνητικά στοιχεῖα, πού «δέν ταιριάζουν στή συνείδησή» μας. Γιατί ὅσο καί ἄν ἔχουμε ἀλλοιώσει τό «κατ’ εἰκόνα» δέν τό ἔχουμε ἐξαλείψει. Αὐτό τό γεγονός ἐπιβεβαιώνει ἡ συνείδησή μας μέ τήν ἀποτρεπτική καί ἐπικριτική λειτουργία της. Ρήσεις τέτοιας τάξεως ἀποτελοῦν μαργαρίτες τοῦ σπερματικοῦ λόγου!
Τό δίλημμα τοῦ Νεοπτόλεμου (στίχοι 909, 910): «Δία, τί νά κάνω; Νά πιαστῶ κακός γιά δεύτερη φορά ὅσα δέν πρέπει κρύβοντας καί ψευτιές αἰσχρές λέγοντας;» Ὁ νέος προβληματίζεται καί ζητᾶ τήν βοήθεια τοῦ θείου παράγοντα. Ἐμεῖς σέ ἀνάλογες περιστάσεις ζητᾶμε τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ; Τήν βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ; Ἀκόμη καί ἕνας ἄλλος συνάνθρωπός μας πού ξέρουμε ὅτι εἶναι ἀγωνιζόμενος Χριστιανός μπορεῖ νά μᾶς μεταφέρει τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ, τί πρέπει νά κάνουμε.
Ὁ Ὀδυσσέας πιέζει τόν Φιλοκτήτη νά τούς ἀκολουθήσει στήν Τροία ἐπικαλούμενος τήν βουλή τοῦ Δία (στίχοι 989-993): «Ὁ Δίας εἶναι, γιά νά ξέρεις, ὁ Δίας πού ἐξουσιάζει αὐτή τή γῆ, ὁ Δίας πού ἀποφάσισε αὐτά· ἐγώ τό θέλημά του κάνω». Φιλοκτήτης: «Μισητέ, τί εἶναι αὐτά πού βρίσκεις καί μοῦ λές; Τούς θεούς προβάλλοντας γιά πρόσχημα τούς παριστάνεις ψεύτες». Φθάνουμε καί σ’ αὐτή τήν βλασφημία νά ἀποδίδουμε στό Θεό δικά μας σχέδια καί ἐπιδιώξεις!
Προκαλεῖ μειδίαμα ὁ ἰσχυρισμός τοῦ Ὀδυσσέα στήν ἀντιπαράθεσή του μέ τόν Φιλοκτήτη (στίχοι 1050, 1051): «κι’ ὅπου γίνεται κρίση δίκαιων κι’ ἐνάρετων ἀνθρώπων, ἄνθρωπο ἀπό ἐμένα εὐσεβέστερο κανένα δέν μπορεῖς νά βρεῖς». Παρόμοιο ἰσχυρισμό διατυπώνει κάι ὁ Ἱππόλυτος στήν ὁμώνυμη τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη. Ὁ Ὀδυσσέας κάνει μιά συγκατάβαση γιά τόν Φιλοκτήτη διατάσσοντας τά ὄργανά του νά τόν ἀφήσουν ἐλεύθερο (στίχοι 1052, 1053): «Ὅμως γεννήθηκα νά θέλω νίκες παντοῦ νά ἔχω μ’ ἐξαίρεση ἐσένα· τώρα θεληματικά θά ὑποχωρήσω μπρός σου».
Ὁ Νεοπτόλεμος δέν ἔχει ἀκόμη ἐπιστρέψει στόν Φιλοκτήτη τά ὅπλα τοῦ Ἡρακλῆ καί οἱ «ἐπισκέπτες» του ἑτοιμάζονται νά φύγουν. Στόν κομμό του (στίχοι 1090-1094): «Ἀπό ποῦ θά ἔχω ἐλπίδα ὁ δύστυχος, πῶς θά βρῶ τροφή; Ἔπειτα τά δειλά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ πού πετοῦν μέσα στό δυνατό ἄνεμο θά μέ κυνηγοῦν καί πιά δέν ἔχω δύναμη», ὁ Χορός τοῦ ἐπισημαίνει (στίχοι 1095-1100): «Σύ, σύ ὁ ἴδιος καταδίκασες τόν ἑαυτόν σου, βαριόμοιρε ἡ δυστυχία σου αὐτή δέν ἔρχεται ἀπ’ ἀλλοῦ ἀπό κάποιον δυνατότερον· ἐνῶ ἦταν στό χέρι σου νά σκεφτεῖς καλύτερα, προτίμησες τό χειρότερο νά πάρεις». Ἀπό μῖσος καί ἐναντίωση πρός τούς Ἀτρεῖδες καί τόν Ὀδυσσέα ὁ Φιλοκτήτης πεισματικά ἀρνεῖται νά ἐγκαταλείψει τήν Λῆμνο καί τήν δυστυχία του καί νά πάει στήν Τροία νά συμπράξει στήν ἅλωσή της. Δέν συγκινεῖται οὔτε ἀπό τήν προοπτική τῆς δόξας πού τοῦ ἔχουν προβάλει. Οὔτε ἀπό τήν ὑπόσχεση ὅτι θά θεραπευθεῖ ἀπό τούς γιούς τοῦ Ἀσκληπιοῦ (στίχος 1333). Ὁ Νεοπτόλεμος τοῦ ἐπισημαίνει (στίχοι 1321-1323): «Σύ ἔχεις ἐξαγριωθεῖ καί συμβουλή δέ δέχεσαι κι’ ἄν κάποιος σέ συμβουλεύει μιλῶντας καλοδιάθετα τόν μισεῖς, γιατί ἐχθρό κακοδιάθετο τόν θεωρεῖς».
Τήν ἀρχή τῶν δεινῶν του, ἀσέβεια, τοῦ ὑπενθυμίζει ὁ Νεοπτόλεμος (στίχοι 1326-1328): «Σύ ἀπ’ αὐτό τόν πόνο δοκιμάζεσαι ἀπό τύχη θεϊκή γιατί τό φύλακα τῆς Χρύσας πλησίασες, τό σπιτικό φίδι πού φυλάει κρυφά τό ἱερό της τό ξεσκέπαστο ἐκεῖ».
Στήν τραγωδία αὐτή τοῦ Σοφοκλῆ ἐπισημαίνουμε μιάν ἔντονη ἀντίθεση μεταξύ τοῦ πανούργου, ψυχροῦ καί ἀδίστακτου Ὀδυσσέα καί τοῦ ἁγνοῦ, εἰλικρινοῦς Νεοπτόλεμου. Ὅταν φθάνουμε σέ ἀδιέξοδα μόνον ὁ θεῖος παράγοντας μπορεῖ νά δώσει λύση.
Νίκος Τσιρώνης
Οἰκονομολόγος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 131
Νοἐμβριος 2021