Ψυχία Ἱεροχρυσοστομικῆς Τραπέζης

Ψυχία Ἱεροχρυσοστομικῆς Τραπέζης

 

μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τήν ὁποία καί φέτος ἀξιωνόμαστε νά ἐπιτελέσουμε, εἶναι μία πλουσιοτάτη πνευματική πανδαισία, μέ ἑστιάτορα τόν τιμώμενο Ἅγιο. Καί σ’ αὐτήν τήν ἀδαπάνητη ἑστίαση, καλούμαστε ὅλοι ὡς συνδαιτημόνες, γιά νά κορέσουμε τήν πεῖνα τῆς ψυχῆς μας, ἀφοῦ οἱ σύγχρονες συγκυρίες τῆς ἐνδοκοσμικῆς καί πρόσκαιρης  –ἀκόμη– ζωῆς μας, δέν κάνουν τίποτε ἄλλο παρά νά αὐξάνουν αὐτήν τήν πεῖνα, προσφέροντάς μας μόνο ξυλοκέρατα προστασίας – δῆθεν - ἀπό τήν μαστίζουσα ὅλη τήν οἰκουμένη ἀπειλή τῆς σωματικῆς μας ὑγείας. Κι ἔτσι, τό μέν σῶμα – δῆθεν – διατηρεῖται ἀπρόσβλητο ἀπό ἀσθένεια, ἐνῶ ἡ ψυχή μας «λιμῷ ἀπόλυται», σάν τοῦ ἀσώτου υἱοῦ.

Καί ὅπως ἀκριβῶς, σύμφωνα μέ τήν Κυριακή σχετική παραβολή, ἡ συνειδητοποίηση ἐκ μέρους τοῦ ἀσώτου υἱοῦ ὅτι «λιμῷ ἀπόλυται», τόν ὁδήγησε στήν σωτηριώδη ἀπόφαση τῆς μετανοίας, («ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου»), ἔτσι καί ἡ ἐκ μέρους μας συνειδητοποίηση τῆς τωρινῆς πείνας καί πτωχείας μας, ὑψωμένων «εἰς τήν νιοστήν δύναμιν», θά πρέπει, εἴπερ ποτέ καί ἄλλοτε, νά μᾶς ὁδηγήσει κι ἐμᾶς στήν ὁδό τῆς μετανοίας.

Αὐτό ἐπιχειρεῖ - νοητῶς καί νοερῶς - ὁ τιμώμενος Ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ κατ’ ἐξοχήν κήρυκας τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτό, ὁ ὑποφαινόμενος σκέφθηκε νά σᾶς προσφέρει λίγα ψυχία Χρυσοστομικῶν παραινέσεων περί μετανοίας. Καί, ἀπό τό σχετικό «μέγα πέλαγος» αὐτῶν τῶν παραινέσεων, προτίμησε, τά ψυχία αὐτά νά προέλθουν ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου «πρός Θεόδωρον μοναχόν, ἐκπεσόντα». Πρόκειται γιά ὑπέροχη προτροπή σέ μετάνοια. Δέν ἔχει, νομίζω, σημασία τό γεγονός, ὅτι  ἐγράφη γιά ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, τόν μοναχό Θεόδωρο (γνωστόν τοῦ Ἁγίου), ὁ ὁποῖος, φθόνῳ τοῦ Διαβόλου, ἀπέβαλε τό Σχῆμα του. Στό πρόσωπο τοῦ Θεοδώρου ἀντικατοπτριζόμαστε ὅλοι οἱ ἐκπεσόντες ἁμαρτωλοί, κληρικοί-μοναχοί-λαϊκοί.

Ὁ λόγος, λοιπόν, τοῦ Ἁγίου, δέν παύει νά εἶναι καί σήμερα ἐπίκαιρος καί προτρεπτικός σέ μετάνοια. Ἄλλωστε, «ὁ δοκῶν ἐστάναι, βλεπέτω μή πέσῃ».

Ἀκολουθοῦν, κατ’ ἐκλογή καί ἐπιλογή, ὁρισμένοι στίχοι ἐκ τῆς Ἐπιστολῆς. (Δύο εἶναι οἱ σχετικές Ἐπιστολές, ἀλλά στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά μία καί τήν αὐτή καί πρός τό ἴδιο πρόσωπο ἀπευθυνόμενη).

Για την οἰκονομία τοῦ χώρου τοῦ Περιοδικοῦ ἀλλά, γιά τήν ἀδυναμία τῶν ἀγαπητῶν μας νεωτέρων Χριστιανῶν, πού ἀγνοοῦν τήν ἀρχαία  Ἑλληνική, γίνεται συγκατάβαση καί παραθέτουμε μόνο τή μετάφραση, μικροῦ ἀποσπάσματος, ἄν καί ἡ ὀμορφιά τοῦ Χρυσοστομικοῦ λόγου, μειώνεται κατά πολύ μέ τή μετάφραση.

 

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Θεόδωρον ἐκπεσόντα

«Δέν εἶναι φοβερόν τό νά πέσει ὁ παλαιστής, ἀλλά τό νά παραµείνει πεσµένος κάτω. Πολλοί ἐκ τῶν ἀρνηθέντων τόν Χριστόν λόγῳ τῆς δριµύτητος τῶν βασανιστηρίων, ἐπανώρθωσαν τήν ἧτταν των µέ νέαν µάχην καί ἀπῆλθαν λαµβάνοντες τόν στέφανον τοῦ µαρτυρίου.

Ἀληθινά, ὀλισθηρόν πρᾶγµα εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση καί εὔκολα πλανᾶται· εὔκολα ὅµως καί ἀποχωρεῖ ἐκ τῆς ἀπάτης, καί ὅπως ταχέως πίπτει, ἔτσι καί εὔκολα ἐγείρεται.

Καί ὁ µακάριος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ὁ Δαυίδ, ὁ ἐκλεκτός βασιλεύς καί προφήτης, ἐνῷ εἶχεν ἐπιτελέσει ἤδη πολλά κατορθώµατα, δέν ἔπαυσε νά ἔχει ἀνθρώπινες ἀδυναµίες, ἀλλά διέπραξε µοιχεία καί φόνο. Ἀλλ’ εὐθύς ἔτρεξε πρός τόν ἰατρό καί ἄρχισε τήν διά φαρµάκων θεραπεία (ποῖα δέ εἶναι αὐτά; νηστεία, δάκρυα, θρῆνοι, συνεχεῖς προσευχές, συχνή ἐξαγόρευση τῆς ἁµαρτίας), καί ἔτσι µέ αὐτά κατέστησε τόν Θεόν εὐµενῆ, ὥστε νά ἐπανέλθει στήν προηγουµένη του ἀξία.

 «Μήπως ὁ πίπτων δέν ἀνίσταται;» (Ἱερεµίου 8,4), λέγουν τά Θεῖα λόγια. Ἐσύ ὅµως (ἐάν ἀπελπισθεῖς καί δέν µετανοεῖς) ἀντιµάχεσαι καί ἀντιλέγεις πρός αὐτά τά λόγια· διότι τό νά ἀπελπισθεῖ κάποιος πού ἔχει πέσει, τίποτε ἄλλο δέν σηµαίνει, παρά ὅτι ὁ πίπτων δέν ἐγείρεται.

Καί εἰς ἔσχατον γῆρας ἄν εἶχες ὑποστεῖ αὐτήν τήν πτώση σου, ἀφοῦ θά εἶχες κάνει δηλαδή πολλά κατορθώµατα καί θά εἶχες ζήσει κατά Χριστόν ὅλη σου τήν ζωή, οὔτε καί τότε θά ἦταν καλό νά ἀπελπισθεῖς, ἀλλά νά φέρεις στόν νοῦ σου τόν ἐπί τοῦ σταυροῦ δικαιωθέντα ληστή καί τούς ἐργάτες τῆς ἑνδεκάτης ὥρας, πού ἔλαβαν τόν µισθό ὅλης τῆς ἡµέρας.

Ὅταν κάποιος δέν θέλει νά βλάψει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτόν του – διά τῆς ἀµετανοησίας καί ἀπελπισίας – κανείς ἄλλος ποτέ δέν θά κατορθώσει νά πράξει τοῦτο, ἀλλά εἶναι ἀπρόσβλητος.

Γιά τόν Χριστιανό ἕνα µόνον πρᾶγµα θεωρεῖται συµφορά, τό νά προσκρούσει στόν Θεό. Ὅλα τά ἄλλα, ὅπως ἡ ἀπώλεια χρηµάτων, ἡ στέρηση τῆς πατρίδος, ὁ ὑπέρ τῶν ἐσχάτων κίνδυνος, οὔτε κἄν θεωροῦνται δεινά.

Ὑπάρχει ἀνάσταση, ὑπάρχει κρίση, φοβερό κριτήριο µᾶς ἀναµένει, ὅταν ἐγκαταλείψουµε τόν παρόντα βίο. «Ὅλοι πρέπει νά παρασταθοῦµε στό βῆµα τοῦ Χριστοῦ» (Β’ Κορινθίους 5, 10). Δέν ἐξαγγέλθηκε ἄσκοπα ἡ ἀπειλή τῆς γεέννης, δέν ἑτοιµάσθηκαν µαταίως τόσα ἀγαθά. Δέν εἶναι δυνατόν, ὅταν µεταβεῖ κανείς ἐκεῖ, νά µετανοήσει. Κανείς ἀθλητής, ὅταν ἀποχωρήσουν οἱ συναθλητές του καί διαλυθοῦν οἱ θεατές, δέν µπορεῖ νά ξαναρχίσει τόν ἀγῶνα. Αὐτά νά σκέπτεσαι πάντοτε καί θά συντρίψεις τήν ὀξεῖα µάχαιρα τοῦ ἐχθροῦ, µέ τήν ὁποία φονεύει πολλούς. Καί αὐτή ἡ µάχαιρά του εἶναι ἡ ἀπόγνωση, ἡ ὁποία, ὅσους νικᾶ, τούς κόπτει τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας.

Γι’ αὐτό καί ὁ διάβολος µᾶς εἰσάγει στούς λογισµούς τῆς ἀπογνώσεως, γιά νά µᾶς κόψει τήν πρός τόν Θεόν ἐλπίδα, τήν ἀσφαλῆ αὐτήν ἄγκυραν, τό στήριγµα τῆς ζωῆς µας, τήν χειραγωγό τῆς ὁδοῦ πού ὁδηγεῖ πρός τόν οὐρανό, τήν σωτηρία τῶν ἀπολλυµένων ψυχῶν. Ὁ ἀκάθαρτος αὐτός λογισµός (τῆς ἀπογνώσεως), πού σάν ζυγός κάθεται ἐπάνω στόν αὐχένα τῆς ψυχῆς, µέ τό νά τήν ἀναγκάζει νά σκύβει πρός τά κάτω, τήν ἐµποδίζει νά ἀνυψώσει τά βλέµµατά της πρός τόν Δεσπότην της (Θεόν). Καί µόνον ἄνθρωπος γενναῖος καί θαυµαστός θά µποροῦσε νά συντρίψει αὐτόν τόν ζυγό καί νά ἀποδιώξει τόν δήµιο πού κάθεται ἐπάνω του............ .Ὁ πονηρός, µόλις ἀντιληφθεῖ ὅτι βαρυνόµαστε στήν συνείδηση λόγῳ κακῶν πράξεων, ἔρχεται καί αὐτός καί µᾶς προσθέτει τόν λογισµό τῆς ἀπογνώσεως, ὁ ὁποῖος καί εἶναι βαρύτερος ἀπό τόν µόλυβδο. Καί, ἐάν τόν παραδεχθοῦµε (τόν λογισµό), τότε κατ’ ἀνάγκην, ἀφοῦ παρασυρθοῦµε ἀµέσως λόγῳ τοῦ βάρους του πρός τά κάτω καί ἀποσπασθοῦµε ἀπό τό σχοινί τῆς ἐλπίδος, θά κατέλθουµε στό βάθος τῶν κακῶν.

Μόνον νά µήν ἀπελπισθοῦµε, µήτε νά ἐµποδίσουµε τήν ἐπιστροφή. Διότι αὐτός πού καταλήφθηκε ἀπό τήν ἀπελπισία, καί ἄν ἀκόµη διαθέτει ἄπειρη δύναµη καί προθυµία, µάταια τίς κατέχει».

Μοναχός Νεκτάριος

Κελλίον Μπουραζέρη – ΑΓ. ΟΡΟΣ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 131

Νοἐμβριος 2021