«ΜΑΡΑΘΩΝ – ΣΑΛΑΜΙΣ»

2.500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

«ΜΑΡΑΘΩΝ – ΣΑΛΑΜΙΣ»

Ὄπερα τοῦ Ζακυνθινοῦ μουσικοσυνθέτη Παύλου Καρρέρ

(1829 – 1896)

 

Τραγουδιστές καί μουσικοί μέ τά ὄργανά τους ἔχουν συγκεντρωθεῖ στό θέατρο τοῦ Διονύσου κάτω ἀπό τήν Ἀκρόπολη. Οἱ Ἀθηναῖοι ἑορτάζουν τήν δέκατη ἐπέτειο τῆς νίκης τοῦ Μαραθῶνα. Ἡ χορωδία ὑμνεῖ τόν στρατηγό Μιλτιάδη. Χορεύτριες ἀνεβαίνουν στή σκηνή τοῦ θεάτρου καί στεφανώνουν τόν ἀνδριάντα του. Ἠθοποιοί ἀπαγγέλλουν ὠδές. Μπαίνει ἡ Φεδίμη, κρατᾶ ἀπό τό χέρι τόν μικρό γιό της καί κοιτάζει ἐρευνητικά τριγύρω. Εἶναι Περσίδα, λυπᾶται γιά τήν γιορτή, πού γίνεται καί θρηνεῖ γιά τήν μοῖρα της πού τήν καταδίκασε νά ζεῖ ἀνάμεσα στούς ἐχθρούς τῶν Περσῶν. Ἐκφράζει τήν πίκρα της γιά τόν ἐραστή της πού τήν ἐγκατέλειψε. Ὁμολογεῖ ὅτι ἀκόμη τόν ἀγαπᾶ. Σάλπιγγες ἀναγγέλλουν τήν ἄφιξη τοῦ στρατηγοῦ Θεμιστοκλῆ. Θεωρεῖται ὁ ἱκανός ἡγέτης, πού θά σώσει τήν Ἑλλάδα ἀπό τούς Πέρσες. Μέ τόν βασιλιᾶ τους Ξέρξη ἔχουν ὑποτάξει πολλές περιοχές της.

Ἔρχεται ὁ Θεμιστοκλῆς πάνω σέ ἅρμα πού σέρνουν δοῦλοι. Μιλᾶ γιά τούς Ἕλληνες τῆς Θεσσαλίας πού ἀντιστάθηκαν στόν Ξέρξη καί καλεῖ τόν λαό τῆς Ἀθήνας νά δώσει τόν ὑπέρ πάντων ἀγῶνα. Στήν ἄριά του παρεμβαίνει ἡ χορωδία, πού ἀποτελεῖται ἀπό ἄρχοντες, ἱερεῖς, κήρυκες, στρατιῶτες καί λαό.

Φθάνει τρέχοντας Ἀθηναῖος κήρυκας καί λέει στόν Θεμιστοκλῆ ὅτι θέλει νά τόν ἰδεῖ ἀγγελιοφόρος ἀπό τόν Ξέρξη. Ὁ Θεμιστοκλῆς θά τόν δεχθεῖ. Ἐπικεφαλῆς πομπῆς ἀξιωματούχων Περσῶν ὁ Ἀλέξανδρος ἔρχεται καί στέκεται μπροστά στόν Θεμιστοκλῆ. Ὁ στρατηγός τόν ἀναγνωρίζει γιατί εἶχε μείνει κάποιο διάστημα στήν Ἀθήνα. Ἦταν γόνος ἀρχοντικῆς οἰκογένειας ἀπό τήν Μακεδονία. Στήν πρωτεύουσα τῆς Περσίας Σοῦσα, ὅπου εἶχε βρεθεῖ, ἐρωτεύθηκε τήν πανέμορφη Περσίδα Φεδίμη, πού τόν ἀκολούθησε στήν Ἰωνία. Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες (ἐπανάσταση Ἰωνικῶν πόλεων, περιπλανήθηκε στήν Ἑλλάδα), ὁ Ἀλέξανδρος ἐγκατέλειψε τήν Φεδίμη καί τόν μικρό γιό τους καί ἐγκαταστάθηκε στήν αὐλή τοῦ Ξέρξη πού τοῦ χάρισε τιμές καί πλούτη. Ἡ Φεδίμη, μετά ἀπό μάταιη ἀναζήτησή του, κατέληξε στήν Ἀθήνα, ὅπου ἔγινε πλανόδια μῖμος καί χορεύτρια γιά νά ζήσουν αὐτή καί τό παιδί της. Ὁ Ἀλέξανδρος φέρνει στούς Ἀθηναίους τίς προτάσεις εἰρήνης τοῦ Ξέρξη. Ὁ λαός τίς ἀπορρίπτει μέ ὀργή. Ὁ Θεμιστοκλῆς δίνει τήν ἀπάντηση πού ἐμπνέουν ἡ γενναιότητα καί τό φρόνημα τῶν Ἑλλήνων: Ἡ Ἑλλάδα προτιμᾶ τόν θάνατο ἀπό τήν σκλαβιά. Ἡ Φεδίμη, πού ἔχει ἀναγνωρίσει τόν Ἀλέξανδρο καί συνεχίζει νά τόν ἀγαπᾶ, συγκρατεῖ τά δάκρυά της καί ἡ κόρη τοῦ Θεμιστοκλῆ Μύρτη αἰσθάνεται τήν γοητεία του. Πρίν φύγει ἡ πρεσβεία τοῦ Ξέρξη θά φιλοξενηθεῖ στό μέγαρο τοῦ Θεμιστοκλῆ, κατά τό ἔθιμο. Ἀνταποκρινόμενος σέ πρόσκληση τοῦ Θεμιστοκλῆ, ὁ λαός τόν ἐξουσιοδοτεῖ νά ἀπευθυνθεῖ στό Μαντεῖο τῶν Δελφῶν γιά τήν τελική ἀπόφαση τῆς πόλεως.

Ἡ Φεδίμη ἀπευθύνεται στήν Μύρτη καί τῆς ἐκθέτει τήν ἱστορία της καί σχέση της μέ τόν Ἀλέξανδρο. Ἡ Μύρτη τήν διώχνει, ἀλλά ἡ Φεδίμη ἀρνεῖται νά ἀπομακρυνθεῖ. Ἡ ἀναστάτωση, πού δημιουργεῖται, φέρνει στό περιστύλιο τοῦ μεγάρου τοῦ Θεμιστοκλῆ τόν Ἀλέξανδρο καί τόν Θεμιστοκλῆ. Ὁ Θεμιστοκλῆς ἐρωτᾶ τόν Ἀλέξανδρο ἐάν γνωρίζει τήν γυναίκα, πού ἰσχυρίζεται ὅτι τόν ξέρει καί θέλει νά τόν ἰδεῖ. Στήν ἄρνησή του ἡ Φεδίμη ξεσκεπάζει τό πρόσωπό της. Ἀπό τήν ταραχή του ἡ Μύρτη καταλαβαίνει ὅλη τήν ἀλήθεια. Ὅταν Ἀλέξανδρος καί Φεδίμη μένουν μόνοι τῆς λέει κυνικά νά μήν περιμένει νά γυρίσει τό παρελθόν. Ἐκείνη ζητᾶ ἀπό αὐτόν ἕνα σύζυγο καί ἕναν πατέρα γιά τό παιδί τους. Ὁ Ἀλέξανδρος, πού ἐλπίζει ὅτι τόν περιμένει βασιλικός θρόνος, τῆς προσφέρει ἄφθονο χρυσάφι. Στήν ἀπόγνωσή της ἡ Φεδίμη βγάζει μαχαίρι καί ἀποπειρᾶται νά σκοτώσει τό παιδί τους. Ὁ Ἀλέξανδρος τήν ἐμποδίζει, ἐκείνη πέφτει λιπόθυμη. Ἡ κραυγή πού ἔβγαλε φέρνει πίσω Θεμιστοκλῆ καί Μύρτη. Ὁ Ἀλέξανδρος δικαιολογεῖ τήν λιποθυμία τῆς Φεδίμης μέ ψεύτικη ἱστορία. Ὁ Θεμιστοκλῆς καί ἡ κόρη του περιβάλλουν μέ στοργή τήν Φεδίμη.

Στο Μαντεῖο τῶν Δελφῶν ἱέρειες ψέλνουν ἕναν ὕμνο στή νύχτα. Φθάνουν οἱ Ἀθηναῖοι, ὁ Θεμιστοκλῆς, ἡ Μύρτη καί ἡ Φεδίμη μέ τίς προσφορές τους γιά τόν θεό Ἀπόλλωνα. Μετά τίς ἀπαραίτητες τελετουργικές πράξεις ὁ χρησμός δίδεται στόν Θεμιστοκλῆ: «Σωτηρία ἀπό τήν φοβερή συμφορά θά βρεῖ ἡ Ἀττική στά ξύλινα τείχη». «Στά καράβια ἄς τρέξουμε ἀδέλφια, ὅπως συμβουλεύει ἡ φωνή τοῦ θεοῦ», φωνάζει στούς συμπατριῶτες του ὁ Θεμιστοκλῆς.

Στό περιστύλιο τοῦ μεγάρου τοῦ Θεμιστοκλῆ κάθεται ἡ Φεδίμη καί χαϊδεύει τόν μικρό γιό της. Θυμᾶται τόν Ἀλέξανδρο καί ὅσα ἔζησε μαζί του. Ἔρχεται ὁ Θεμιστοκλῆς καί ζητᾶ τήν βοήθειά της γιά τήν σωτηρία τῆς Ἀθήνας. Νά πάει στό στρατόπεδο τῶν Περσῶν καί νά πεῖ ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀπελπισμένοι ἑτοιμάζονται νά φύγουν μέ τά πλοῖα τους. Νά παρακινήσει τόν Ξέρξη νά τούς ἐπιτεθεῖ. Εὐγνώμων στόν Θεμιστοκλῆ γιά τήν προστασία πού βρῆκε ἡ Φεδίμη εἶναι πρόθυμη νά θυσιασθεῖ ἀρκεῖ νά δώσει ἕναν πατέρα στό παιδί της.

Οἱ Ἀθηναῖοι ἑτοιμάζονται νά ἐγκαταλείψουν τήν πόλη τους, τίς ἑστίες καί τά ἱερά τους. Ὁ Θεμιστοκλῆς τούς ἐμψυχώνει. Ἀπό τό στρατόπεδο τῶν Περσῶν στό Αἰγάλεω ὁ Ξέρξης ἀντικρύζει τήν Ἀθήνα καί ὁραματίζεται τόν ἑαυτόν του ἀφέντη της. Ἕνας στρατηγός τοῦ φέρνει τήν Φεδίμη μεταμφιεσμένη σέ ἄντρα. Τοῦ ἀποκαλύπτει τά δῆθεν συμβαίνοντα στήν Ἀθήνα. Εὔκολη λεία γιά τόν στρατό του. Ὁ Ξέρξης δίνει διαταγή νά πυρπολήσουν τήν Ἀθήνα. Ὁ Ἀλέξανδρος πού ἀναγνωρίζει τήν Φεδίμη καταλαβαίνει τήν παγίδα. Ὅταν μένουν μόνοι, τήν πλησιάζει καί τήν χτυπᾶ στό πλευρό μέ ἐγχειρίδιο. Θανάσιμα πληγωμένη ἡ Φεδίμη ἐκφράζει χαρά γιατί πεθαίνει κοντά στόν ἀγαπημένο της. Στό μεταξύ ἀρχίζει ἡ ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας. Ὁ Ἀλέξανδρος βυθίζει τό ἐγχειρίδιο στήν καρδιά του γιά νά ταφεῖ μαζί μέ τήν Φεδίμη.

Σέ λίγο ἀκούονται τά νικητήρια τραγούδια τῶν Ἑλλήνων. Ἔρχονται σείοντας θριαμβευτικά τά ὅπλα τους καί κλαδιά δάφνης. Ἀκολουθοῦν ὁ Θεμιστοκλῆς, ἡ Μύρτη πού κρατᾶ τό παιδί τῆς Φεδίμης, ἱερεῖς, στρατιῶτες, δοῦλοι, αἰχμάλωτοι Πέρσες. Δίπλα στόν νεκρό Ἀλέξανδρο ἡ ἑτοιμοθάνατη Φεδίμη ἀγκαλιάζει τό παιδί της. Πεθαίνει εὐτυχισμένη μέ τόν ἀγαπημένο της, τό παιδί της βρῆκε πατέρες, ἀφοῦ νίκησε ἡ Ἑλλάδα.

Ὅπως καί σέ ἄλλες, πάμπολλες περιπτώσεις, ἔτσι καί στήν ἱστορία αὐτῆς τῆς ὄπερας, στή σκιά μεγάλων ἀνδρῶν (Θεμιστοκλῆς, Ξέρξης) κινοῦνται μή διάσημα πρόσωπα. Καί στό περιθώριο σπουδαίων γεγονότων ἐκτυλίσσονται προσωπικές ἱστορίες πού περνοῦν ἀπό διάφορα στάδια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Μιᾶς ζωῆς πού σημαδεύεται ἀπό χαρά καί λύπη, ἀπογοήτευση καί ἱκανοποίηση, ἀπό ἀδικία καί ἀναγνώριση, ἀποτυχίες καί ἐπιτυχίες. Ἐνέργειες καί λόγοι φέρνουν στήν ἐπιφάνεια, προσφέροντας στήν παρατήρηση καί μελέτη μας, ψυχικές καταστάσεις, συναισθήματα, ἐπιθυμίες, ἰδέες, κριτήρια, ἀντιλήψεις, προθέσεις, κίνητρα, ἐπιδιώξεις, φιλοδοξίες.

Στήν περίπτωση τοῦ μουσικοῦ θεάτρου (ὄπερα, ὀπερέτα) ὁ μουσικοσυνθέτης πρέπει νά ἐκφράσει μουσικά αὐτά πού σέ κάθε φάση τοῦ ἔργου (λιμπρέτου) ἐκφράζουν τά λόγια, πού ἀρθρώνει κάθε πρόσωπο: χαρά, ὀργή, ἱκανοποίηση, ἀπειλή, ἀπελπισία κλπ. Π.χ. ὁ θυμός δέν ἐκφράζεται μέ εὔθυμες νότες.

Ἡ ὑπόθεση τῆς ὄπερας μᾶς ὑπενθυμίζει κάποια ἱστορικά στοιχεῖα γιά τόν πλοῦτο καί τήν πολιτικοστρατιωτική δύναμη τῶν Περσῶν (χρυσοφόροι Μήδες), τήν ἀπληστία τῶν ἀρχόντων γιά πλοῦτο, δύναμη, δόξα. Βλ. τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου «Πέρσαι». Βλέπουμε ἀπό κοντά τήν ἀποφασιστικότητα τοῦ Θεμιστοκλῆ καί τῶν Ἀθηναίων νά μήν ὑποταχθοῦν σέ ὑπέρτερες δυνάμεις (αὐτό ἐπαναλήφθηκε τό 1940 καί ὄχι μόνον). Μέ τήν προσφυγή τους στό Μαντεῖο τῶν Δελφῶν βλέπουμε τήν σχέση τους μέ τόν θεῖο παράγοντα.

Τυχοδιωκτική ἡ πορεία ζωῆς τοῦ Ἀλέξανδρου. Ἀνευθυνότητα σημαδεύει τήν στάση του στόν ἐρωτικό δεσμό του μέ τήν Φεδίμη καί πρός τόν γιό του. Ἀξιέπαινη ἀντιθέτως ἡ πιστότητα τῆς Φεδίμης καί συγκινητικό τό ἐνδιαφέρον της γιά τόν γιό της καί τήν ἐξασφάλισή του.

Τελευταία ἐπισήμανση: ἡ ἀνθρωπιά τῶν Ἑλλήνων.

 

Νίκος Τσιρώνης

Οἰκονομολόγος

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 226-227

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2021