ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ

Ἀνταπόκριση ἀπό τόν πλανήτη Χή

 

Τά ὅσα ἐκτυλίσσονται πιό κάτω, ἀποτελοῦν μιά ἱστορία φανταστική.

Τυχοῦσες ὁμοιότητες μέ ὁποιαδήποτε γεγονότα τοῦ πλανήτη Γῆ, συντυχίες μᾶλλον εἶναι, σέ ἕνα σύμπαν ἀσύμπτωτων καί συμπτωματικῶν τυχαιοτήτων, ὅπως μᾶς λένε οἱ «εἰδικοί». Ἔτσι, ὦ τοῦ τυχαίου, ἐνῶ γιά οὖφο τελευταία πάλι μᾶς μιλᾶνε, μέ οὖφο μιλήσαμε καί ἐμεῖς!

Μιά φορά καί ἕναν καιρό, στόν πλανήτη Χή, ζοῦσε λέει ἀνάμεσα σέ ἄλλα ὄντα καί ἕνα ὅν νοήμων, κάτι σάν τούς ἀνθρώπους τοῦ πλανήτη Γῆ. Αὐτό τό ὅν, παράδερνε ἀνάμεσα στόν πολιτισμό καί τήν βαρβαρότητα, ἀνάμεσα στόν λόγο καί τήν μάχαιρα, ἀνάμεσά σέ στιγμές ἀλήθειας καί αἰῶνες ψεύδους.

Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ χηράνθρωποι ἄς τούς ποῦμε ἔτσι, ἔφεραν βαθειά ἐντός τους, μιάν ἀρχέγονη μνήμη, ἑνός χαμένου Χαραδείσου, ἡ ὁποία τούς ἔτρεφε τόν πόθο τῆς ἐλευθερίας καί τήν λαχτάρα τῆς ἀγάπης, μεγέθη τοῦ Αἰωνίου, μές τά καλούπια μιᾶς πρόσκαιρης ζωῆς. Εἶχαν λέει ἀρκετοί ἀπό αὐτούς μιά πίστη στήν καρδιά τους, πώς θά βρεθοῦν παρῶντες στόν χρόνο τῆς Παρουσίας καί πληρῶντες στόν τόπο τῆς Πληρότητας, νά ἀνασαίνουν βίο ἀληθῆ καί αὐτή ἡ ἐλπίδα τούς γέμιζε μέ θάρρος, νά ζοῦν στά μέτρα τοῦ παρόντα χρόνου, μέ σύνεση καί θέρμη τήν ζωή.

Ὅμως ἀνάμεσά τους ὑπῆρχαν ὅμοιοί τους, πού εἶχαν ἀρνηθεῖ τήν παλαιά κοινή πατρίδα, πού εἶχαν παγώσει τήν ψυχή, καί μέσα στήν οἴηση τῆς ἄνομης ἐξουσίας, ἐνόμιζαν πῶς φόνευαν τόν Ποιητή. Ἀθέατοι τόν κόσμο διαφέντευαν, κάτ’ ἀχαριστίαν ἐπηρμένοι αὐτοθεοί, ἀλλά ἦταν στό θέατρο σκιῶν τοῦ Χάρου, τῆς εἱμαρμένης ἄχαροι, κενοί θνητοί.

Αὐτοί δέν ζοῦσαν τά κοινά τῆς ὕλης πάθη, πού κράταγαν τούς ἄλλους χαμηλά, γιατί τό πάθος εἶχαν ποτιστεῖ τῆς περηφάνειας, ἀρχέγονη ἀρχή τῆς συμφορᾶς.

Ἔτσι λοιπόν ἀπεργαζόνταν, πλάνα τῆς πλάνης πλανητικά, πού ὕπουλα σκορποῦσαν στούς χηρανθρώπους, γιά νά τούς κλέψουν τή χαρά.

Στή θέση τῆς ἕλξης πρός κοινωνία, ἔθεταν μηνύματα ἀτομιστικά καί ἀντί τοῦ πόθου τῆς ἐλευθερίας, διαφήμιζαν μέ δόλο, συνθήματα τῆς ἐγωπάθειας ἀπελευθερωτικά.

Γιά λίγο καιρό ὅλα κατάτειναν, σέ ἕναν ἀπατηλό χαράδεισο ἀφθονίας, ἐφήμερης κατανάλωσης καί ἀχόρταγης βουλιμίας, μά ἦταν δολώματα χαύνωσης, λησμονιᾶς καί ἀναισθησίας.

Καί ὅταν οἱ πολλοί τσιμπίσαν καί φούσκωσαν φαντασιωτικά καί εἰκονικά, τότε ἄρχισαν νά ἠχοῦν τά ἀγκίστρια τοῦ τρόμου καί οἱ πετονιές τῆς ἐξαρτημένης ἐλευθεριότητας νά σφυρίζουν ἀνατριχιαστικά, μέ λήγουσα τήν μαζική ἀπελπισιά.

Ἔτσι ἀπό τήν ψευδαίσθηση τῶν προϊόντων νάρκης καί ἀπό πάρτυ πανηδονιστικά, ἔμπαιναν ὅλο καί πιό πολύ, οἱ πολλοί, στά ναρκοπέδια τοῦ φόβου καί μέ ὀδύνη πορεύονταν καχύποπτα ἀλλῆλοι πρός ἀλλήλους, μεμονομένοι,  παραιτημένοι, σάν σύζυγοι ἀπατημένοι, βαρύθυμα νά σέρνουν δῶθε κεῖθε, τά ἀπονενοημένα τους κορμιά.

Γιά ἀρχή οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου ἐκείνου, ἐνέσπειραν τό φόβητρο θανατηφόρων τῆς ἐρωτικῆς σύζευξης ἰῶν, γιά τήν ὁποία οἱ ἴδιοι εἶχαν ἐπιβάλλει τεχνηέντως, τήν ἀπληστιά της ὡς στίλ τῶν νέων καιρῶν. Καί ὅταν στήν ἕλξη φώλιασαν τόν φόβο καί τόν ἐμπέδωσαν μέ ἐνοχή γιά τήν ὁρμή, ἄλλα πεδία στράφηκαν νά λεηλατήσουν, νά μήν ἀφήσουν πουθενά καί γιά κανέναν στέρεη χή.

Τρόμο παντοῦ νά σπέρνουν τρομοκράτες, καί δικαιώματα νά σαρώνουν νόμοι ἀντιτρμοκρατικοί. Σέ χῶρες πού φημιζόνταν γιά σεβασμό πρός τούς πολῖτες, χηρανθρωπισμοῦ ἐλευθερίες εἶχαν θεσπιστεῖ, γιά τήν «ἀσφάλειά τους» ξηλώνονταν τά πάντα, ἀξίες, συντάγματα, θεσμοί.

Οἱ κάτοικοι καθηλωμένοι, κατάπιναν τόν πανικό, δελτία τῶν εἰδήσεων σέ δόσεις, τόν ἄλογο ὑποδαυλίζαν καλπασμό.

Μπίζνες τοῦ τρόμου καί ἀντιτρόμου, διέλυαν κράτη καί λαούς, καμένης σάρκας εὐκαιρίες, δίναν τροφή στούς ἰσχυρούς.

Πολλοί τότε γινόνταν μετανάστες, γιά μιά καλύτερη λέει ζωή, μά καταντοῦσαν πλήρως ἐξαρτημένοι, στήν ἔνδυση καί τήν τροφή, ἀπό ὑπερκυβερνητικές ἐργολαβίες, πού χειριζόταν ἐξαχρειωμένους, κολασμένους, γιά νά ἁπλώσουν τήν κόλαση σέ ὅλη τή Χή.

Τεράστιες πυρκαϊές καί καταστροφικές πλημμύρες, τυφῶνες, τσουνάμια ὅπου χής, μέ σύμμαχο τεχνιτές καιρικές συνθῆκες, ἔκαναν τή ζήση ἐφιαλτική.

Συγκαιρινά κρίση μεγάλη, κατέκλισε τήν οἰκονομική πλευρά, νεόπτωχοι, νεοάστεγοι, νέοι ἀνέργοι καί ἐργαζόμενοι μέ εἰσοδήματα ἰσχνά, φόροι ἀβάσταχτοι, πρόστιμα, παρακρατήσεις κλπ., ἔφερναν ζάλη καί σύγχιση μεγάλη, ἔκαναν τόν κόσμο νά παραμιλᾶ.

Τότε μαντάτα ἦρθαν ἀπό τή Χασία, πώς κάμποσοι πεθαίναν ξαφνικά, ἀπό μιά ἴωση καινούργια, πού ἔφερε λέει σκῆπτρο, μέ ἕρπουσα τρομώδη οὐρά.

Ἐδόθη ἐντολή στίς κυβερνήσεις, ἀπό τά παγκόσμια ἀφεντικά, οἱ κάτοικοί τους νά φορέσουν παρωπίδες, νά μήν διαδοθεῖ ἡ συμφορά. Ὅλοι τους χάμω νά κοιτᾶνε, μή σταυρωθοῦν βλέμματα πουθενά, γιατί αὐτή ἡ νέα γρίπη, πάει ἀπό τά μάτια στήν καρδιά. Τά κέντρα τῆς ἔρευνας πέσαν μέ τά μοῦτρα, νά βροῦν ἐμβόλιμα γυαλιά, ὥστε οἱ χηράνθρωποι χωρίς νά βλέπουν νά μετρᾶνε, τά στοιχειώδη τῆς ἐπιβίωσης κουκιά. Καί ἀκόμα νά μήν ἀκουμπιοῦνται οὔτε τά ζεύγη μεταξύ τους, οὔτε οἱ γονεῖς μέ τά παιδιά, γιατί τό ἄγγιγμα μολύνει καί θά πεθάνουν μονομιᾶς. Στά ὅρια λογικῆς καί παραλόγου, ἀκούγονταν στήν ἀρχή ὅλα αὐτά, μά συντονίσθηκαν μισθοφόροι δημοσιολόγοι, πολιτικοί καί εἰδικοί, νά ἐπιβάλλουν μόνη κρατοῦσα γνώμη, μιά νοημοσύνη τεχνητή. Ἔτσι πολύβουες πόλεις ἐρημῶσαν, οἱ χηρανθρῶποι ζοῦσαν στήν σιωπή, φόβος καί πείνα ἁπλωνόνταν, ἡ βία στά σπίτια εἶχε μπεῖ καί ὅλα γύρω φανέρωναν, παραίτηση, συρρίκνωση, ὑποταγή. Τά νέα πιά δέν ἦταν τῶν χηρανθρώπων, ἀφοῦ δέν εἶχαν ζωή κοινωνική, παρά μονάχα ἀπό μεγάφωνα καί ὀθόνες, ἀκούγονταν ἀπαγορεύσεις καί νεκρώσιμοι ἀριθμοί.

Τά πάντα ταχέως ἐκτραχύνονταν, οἱ χηράνθρωποι συγχυσμένοι καί βουβοί, στά παγωμένα βλέμματα διαγραφόνταν, τοῦ τρόμου ἡ πηχτή χολή.

Ψυχροῦ πολέμου παγετῶνες, ἔσφιγγαν νόες καί καρδιές, βάρβαρες μαῦρες τηλεγεῶνες, ἔριχναν λαούς, σέ ἀνήλιαγες ἀσύνειδες σπηλιές, ἄγωνα ἄγονο νά καταβάλλουν, μέ φαῦλες χθόνιες σκιές. Ὁμοίως συσκότιση οἱ ἰσχυροί ἄπλωναν, πάνω στῆς χῆς τόν οὐρανό, ἀντί γιά ἥλιο καί νεφέλες, νά εἶναι ὅλοι σκυθρωποί στόν κουρνιαχτό. Ἔτσι γοργά οἱ πολλοί μεταβαλλόνταν, σέ σπηλαιώδη ἀσπόνδυλα ὄντα, στήν καταχνιά τοῦ χήϊνου σπηλαίου προβαλλόνταν, παραμορφωμένα τῆς ζωῆς τά γεγονότα.

Τά πλαίσια λοιπόν τῆς νέας τάξης, γιά τό καλό τους εἶχαν μπεῖ,  ἡ ἀποστείρωση ἦταν ἐπιβεβλημένη, ἄν ἤθελαν νά βρίσκονται ἐν ζωή, χωρίς ζωή. Στό κάτω–κάτω δέν ἀπαιτοῦσαν συναίνεση ἀνώτερων σκοπῶν, ἀλλά τυφλή ὑποταγή σέ ἀπρόσωπες διαδικασίες, αὐτό ἦταν τό κούφιο πλαίσιο τῶν νέων καιρῶν.

Ἄλλωστε τό εἶχαν δημόσια δηλώσει, τῆς νέας τάξης οἱ ταγοί, πῶς μόνο ἄτομα ὑπάρχουν καί ὄχι κοινωνίες, πῶς ὅλοι εἴμαστε ἴδιοι, πῶς ὅλα εἶναι ἀριθμοί. Κάποιοι λίγοι ἀκόμα κάτι ψυθίριζαν, γιά φασισμό τῶν ἀριθμῶν. Μόνη ἀξία τῆς νέας ἐποχῆς, ἡ ἀξία χρήσης, ἀδιακρίτως ἔμψυχων ἤ ἄψυχων ὑλικῶν, ὅλα ρευστά ἔπρεπε νά κινοῦνται, στά χρηματιστήρια τῶν ἀριθμῶν. Ἔτσι ὁ πάσα ἕνας ἔπρεπε νά μάθει, ἄν ἤθελε νά ἀνήκει στή μεγάλη φυλακή, τούς ρόλους του ἐγώ νά προσαρμόζει, ἔμπορος μαζί καί ἐμπόρευμα μιᾶς χρήσης, νά ἔχει οἰκιοθελῶς συσκευασθεῖ.

Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν καί κυβερνῶντες, ἀλαλάζαν τήν μεγάλη ἀλλαγή, πού  ἔπρεπε συμμορφωμένα ὅλοι, ἀπό χηράνθρωποι, σέ ἀχυράνθρωπους νά ἔχουν σύντομα μεταλλαχθεῖ, ὥστε νά μήν τούς πιάνουν οἱ διάσπαρτοι ἰοί.

Ὅλα στή νέα τάξη ἦταν τηλ’εν τάξει, δοσοληψίες, μαθήματα, δουλεῖες καί ἐπικοινωνίες «τηλεπαθητικές», καταχωροῦνταν, διαβιβάζονταν ἐν τάχει,  σέ τράπεζες πληροφορίας μυστικές.

Ὅσοι ἀκόμα ἀντιδροῦσαν, ἀπό ἕνα ἔνστικτο πώς κάτι κακό γίνεται ἐπί Χής, τούς βάφτιζαν ἀπροσάρμοστους, φανατικούς καί ξεχασμένους, δεινόσαυρους μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς.

Καί ὅσοι στόν Ἱερό ἀγώνα ἀκόμα, τοῦ Ποιητῆ τό Θέλημα καί τή Σοφία, θέταν πάνω ἀπό τή γνώση τῶν «εἰδικῶν», δέχονταν βλάσφημα βέλη ἀπειθείας, στό θέλημα τῶν ἰσχυρῶν, γιατί αὐτοί ἄλλου ἀρχόντου διάταγμα εἶχαν, τό θέλημά του νά ἔρθει ἐπί τῶν λαῶν.

Ἔτσι λοιπόν πρίν ἡ ἐπικοινωνία αὐτή διακοπεῖ, ἀπό ἕναν ἀπρόσμενο ἀστεροειδῆ, τό μήνυμα ἔλεγε γιά τή νέα ἐποχή τῆς ὁλοκλήρωσης τῶν ὁλοκληρωτισμῶν, μέ λάφυρα τά διάσπαρτα συντρίμμια, τῶν χηρανθρώπινων ζωῶν.

Αὐτά τά ὀλίγα ἱστορήθηκαν, ἀπό ἕναν πλανήτη ἀλαργινό, γιά νά φανεῖ πόση μεγάλη τύχη, κρατάει ἔτη φωτός μακρυά τή Γῆ, ἀπό τοῦ καημένου πλανήτη Χῆ,  τή μαύρη τύχη!

 

Υ.Γ. Καί μή ...χ(η)ρότερα!

 

Θεμιστοκλῆς Σβορῶνος

Ἠλεκτρολόγος

 

 «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 226-227

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2021