Ἡ συμβολὴ τῆς Ἐκλησίας στὴν πνευματικὴ ἀφύπνηση τῆς νήσου Σκοπέλου τὸν 18ο αἰ. μέχρι τὸ 1830

Ἡ συμβολὴ τῆς Ἐκλησίας

στὴν πνευματικὴ ἀφύπνηση τῆς νήσου Σκοπέλου

τὸν 18ο αἰ. μέχρι τὸ 1830

 

ναφερόμενος ὁ Φίλιππος Ἰωάννου στὸν Διδάσκαλο τοῦ Γένους Γρηγόριο Κωνσταντᾶ, σημείωνε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ εὐγνωμοσύνη ἀπαιτεῖ νὰ μνημονεύσωμεν τῶν ἀρχαιοτέρων Διδασκάλων τοῦ γένους ἡμῶν καὶ ὠφέλιμον εἶναι νὰ προτιθῆται ἡ ἀρετὴ ἐκείνων καὶ ὁ πρὸς πρὸς φωτισμὸν τῶν ὀμογενῶν των ζῆλος1...»  Καὶ πράγματι, ἔτσι πρέπει νὰ γίνεται: Νὰ μνημονεύουμε «τῶν ἡγουμένων ἡμῶν» (Ἑβρ. 13, 7),  ἀφοῦ μέσα σέ αὐτοὺς συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ Διδάσκαλοί μας. Ἰδίως δὲ οἱ τοῦ Γένους μας καὶ τῶν προγόνων μας οἱ Διδάσκαλοι.

Ὡστόσο, αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε νὰ θυμίσουμε,  εἶναι καὶ τὸ ποιὸς ὑπῆρξε ὁ κινητήριος μοχλός, ἔτσι ὥστε νὰ ὑπάρχει Πνευματικὴ κίνηση σὲ χρόνους καὶ καιροὺς σκοτεινούς, ὅπως ἦταν οἱ χρόνοι τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας στὸ Νέο Ἑλληνισμό. Καί ἡ Ἱστορία ἀπέδειξε περιτράνως,  ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἡ τροφὸς τοῦ Γένους κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους. Ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῶν νησιῶν τῶν Βορείων Σποράδων, ἰδιαίτερα δὲ στὴ νῆσο Σκόπελο, ὅπου καὶ ὑπῆρχε ἡ ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς Σκιάθου καὶ Σκοπέλου καὶ εἶναι  τὸ μεγαλύτερο νησὶ τοῦ ὡς ἄνω συμπλέγματος. Γιατὶ μέχρι τὸ 1724, ποὺ ἰδρύεται στὴ Χώρα τῆς Σκοπέλου ἡ Σχολὴ Ἑλληνικῶν Γραμμάτων,  τὴν ὁποία καὶ ἐπωνόμασαν σὲ Ἀκαδημία, καμμία πνευματικὴ κίνηση δὲν διαφαίνεται στὰ νησιὰ αὐτά, ἐκτὸς τῶν στοιχειωδῶν γραμμάτων ποὺ δίδασκαν στὰ παιδιὰ οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ περίπου ἐγγράμματοι μοναχοί. Καὶ πιστοποιεῖται αὐτὸ ἀπό τὰ λεγόμενα «δοκίμια τοῦ κονδυλίου» τὰ ὁποῖα μέχρι σήμερα σώζονται σὲ παράφυλλα ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων ( Μηναίων, Παρακλητικῆς κ.λ.π.).

Τὸ 1724 λοιπόν, μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ λογίου Ἱεράρχου πρ. Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης Νεοφύτου Μαυρομάτη, ἀπό τὴν Ἀντίπαρο, ἱδρύεται Σχολὴ στὴ Χώρα τῆς Σκοπέλου μὲ δασκάλους τὸν ὅσιο Ἱερόθεο τὸν Ἰβηρίτη καὶ τὸν παπα-Μελέτιο Ἰβηρίτη ἐπίσης.

Γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Σχολῆς, ζωηρὸ ἐνδιαφέρον ἔδειξαν τόσο ὁ τότε Ἐπίσκοπος Σκιάθου καὶ Σκοπέλου Κλήμης, «ἐπινεύσει τοῦ Κλήμεντος ἐπισκόπου Σκιάθου καὶ Σκοπέλου», θὰ γράψει ὁ πολὺς Γεδεών2,  ὅσο καὶ ὁ ἐκ τῶν ἀρχόντων τῆς νήσου, ὁ Χατζη-Στεφανὴς Δαπόντε, πατέρας τοῦ μεγάλου λογίου τοῦ 18ου αἰ. Καισαρίου Δαπόντε3.

Ὁ ΧατζηΣτεφανὴς ἐκτὸς τοῦ τίτλου τοῦ προύχοντος καὶ τοῦ Κόνσολου τῆς Ἀγγλίας ποὺ ἔφερε, ὑπῆρξε κτήτωρ τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὴ Σκοπέλο, τὴν ὁποία καὶ ἀνεκαίνισε,  διότι σώθηκε ἀπό θαῦμα τῆς Παναγίας4

Τὸ 1724 λοιπόν, θὰ ἔλθει στὴ Σκόπελο, ὅπου καὶ θὰ διδάξει ὁ ὅσιος Ἱερόθεος ὁ Ἰβηρίτης5 μαζὶ μὲ τὸν Ἱεροδιάκονο Μελέτιο Ἰβηρίτη, ἐπίσης διδάσκαλο.

Ἡ Σχολὴ στὴν ὁποία ἔμελλε νὰ διδάξουν οἱ προαναφερόμενοι, ἦταν «τῶν ἐγκυκλίων καὶ φιλοσοφικῶν μαθημάτων»6 καὶ ἡ ἀκτινοβολία της ὑπῆρξε τέτοια, ὥστε νὰ ἐπονομασθεῖ Ἀκαδημία. Ἡ προσωνυμία Ἀκαδημία, ποὺ ἔδωσε στὴ Σχολὴ ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Σίλβεστρος, στὴν ἀπό 3 Μαΐου 1725 ἐπιστολή του πρὸς τὸν πρώην Ἄρτης7, μπορεῖ μὲν νὰ φαίνεται ὑπερβολική, ὡστόσο δείχνει τὸ σημαντικὸ τῆς ἱδρύσεώς της, ποὺ ὠφέλησε ὄχι μόνο τὴ Σκόπελο, ἀλλὰ καὶ τὴν γύρω περιοχή8. Σὲ ἐπιστολή του δὲ πρὸς τὸν πρ. Ἄρτης ὁ Ἱερόθεος τὸ 1731 γράφει μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «...Ἔρχονται καὶ ἀπό ἄλλους τόπους καὶ ἱερωμένοι καὶ ἐπιδίδει ἡ σχολὴ καὶ αὐξάνει»9 Ἔτσι, ἡ προσωνυμία Ἀκαδημία, ποὺ ἔδωσε στὴ Σχολὴ ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Σίλβεστρος, μπορεῖ μὲν νὰ φαίνεται ὑπερβολικὴ, ὡστόσο δείχνει τὸ σημαντικὸ τῆς ἱδρύσεώς της, ποὺ ὠφέλησε ὄχι μόνο τὴ Σκόπελο, ἀλλὰ καὶ τὴν γύρω περιοχή.

Μεταξὺ τῶν μαθητῶν τῆς Σχολῆς συμπεριλαμβάνεται καὶ ὁ πολὺς Κωνσταντῖνος Δαπόντες, ὁ μετέπειτα γνωστός μας μοναχὸς Καισάριος10.

Τὸ 1736 ποὺ ἀναχωρεῖ ὁ ὅσιος Ἱερόθεος γιὰ τὴν ἐρημόνησο Γιοῦρα11, γιὰ ἄσκηση καὶ προσευχή, ἡ Σχολὴ συνεχίζει τὸ ἔργο της μὲ τὸν Μελέτιο ὡς διδάσκαλο. Εἶναι δὲ ἡ πρώτη, ἀπ᾿ ὅσα γνωρίζουμε, προσπάθεια ποὺ ἔγινε τὰ χρόνια ἐκεῖνα στὰ νησιὰ τῶν Βορείων Σποράδων γιὰ τὴν Παιδεία τῶν ὑποδούλων. Τὸ σημαντικότερο δὲ ὅλων εἶναι, πὼς ἡ Παιδεία τῶν Βορείων Σποράδων στεφανώνεται ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν προστασία ἑνὸς Ἁγίου τοῦ Ἱεροθέου τοῦ Ἰβηρίτου, ὁ ὁποῖος, παράλληλα μὲ τὸ διδακτικό του ἔργο, ἐπιτελοῦσε καὶ τὸ ἔργο «τῆς ἐπιμελείας τῶν ψυχῶν»12.

Ἀργότερα δέ, συναντοῦμε καὶ ἄλλες Ἱερατικὲς Μορφὲς διδασκάλων, τόσο στὴ Σκιάθο, ὅσο καὶ στὴ Σκόπελο.

Ἔτσι, διακρίνουμε στὴ Σκόπελο, στὰ μέσα τοῦ 18ου αἰ. κάποιον Μωραΐτη διδάσκαλο, ἐνῶ ἀργότερα τὸ ἔργο τῆς διδαχῆς τὸ εἶχαν οἱ μορφωμένοι ἐφημέριοι, ὅπως ὁ Ἱερομόναχος Νικηφόρος13, ἐφημέριος στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ Συνάδων καὶ ἀργότερα ὁ Ἱεροδιάκονος Διονύσιος ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Στὴ συνέχεια στὸ νησὶ τῆς Σκοπέλου ἔρχεται ὁ Ἀστέριος Φιλίππου ἤ Φιλιππίδης, πάροικος ἀπὸ τὴ Γαλάτιστα τῆς Χαλκιδικῆς. Ὁ Φιλίππου ἦταν μαθητὴς τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου καὶ ἔμεινε στὴ Σκόπελο μέχρι τὸ 1832, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια, παρακμάζει τὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο καὶ ὁ Φιλιππίδης πηγαίνει στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου καὶ τὸν ἀκολουθοῦν κάποιοι ἀπὸ τοὺς μαθητές του, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ ὁ πατέρας τοῦ Π. Νιρβάνα, ὁ Κων. Ἀποστολίδης.

 

Σκόπελος                                                                 π. Κων. Ν. Καλλιανός

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 226-227

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2021

 

Ὑποσημειώσεις

 

  1. Τὸ παράθεμα βλ. εἰς Τρ. Ε. Εὐαγγελίδης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας κατὰ τοὺς πρό τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως χρόνους, Ἐν Ρόδῳ 1916, σελ. 3
  2. Μανουὴλ Γεδεών, Ἡ πνευματικὴ κίνησις τοῦ Γένους κατὰ τὸν ΙΗ καὶ ΙΘ΄, αἰῶνα. Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1976, σελ. 5
  3. π. Κων. Ν. Καλλιανός, Ἀνέκδοτες ἐπιστολὲς τοῦ Ἱεροθέου τοῦ Ἰβηρίτου στὸν Μητροπολίτη πρ. Ἄρτης Νεόφυτο Μαυρομάτη, περ. Θεσσαλικὸ Ἡμερολόγιο, τ. 57 (2010), σελ. 159- 170
  4. Περὶ τοῦ θαύματος αὐτοῦ κ.λ.π. βλ. π. Κων. Ν. Καλλιανός, Ἕνα θαῦμα τῆς Παναγίας στὴ Σκόπελο ἤ, πῶς κτίστηκε ἡ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, περ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ 1993, σελ. 245-247 [Ἀνατυπο: Ἀθήνα 1994]
  5. Γιὰ τὸν ὅσιο Ἱερόθεο βλ. ἐπίσης π. Κων. Ν. Καλλιανός, Βίος καὶ πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ Ἰβηρίτου, περ. Μνημοσύνη, τ. 14 (1998-2000), σελ. 323-364. Καὶ Συμεὼν Πασχαλίδης, Ἡ αὐτόγραφη νεομαρτυρολογικὴ συλλογὴ τοῦ μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (1713-1784), Μυγδονία, Θεσσαλνίκη 2012, σελ. 289-299
  6. Σύμφωνα μὲ ἀχρονολόγητο Πατριαρχικὸ Γράμμα, ποὺ σώζεται στὸν Κώδικα Κριτίου καὶ φέρει τὸν τίτλο, «Συστατικὸν φροντιστηρίου εἰς Σκόπελον κατασταθέντος παρὰ τοῦ Ἄρτης Νεοφύτου». καὶ Ἀρχιμ. Ἰωακείμ Φορόπουλος, Ἔγγραφα τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἀρχειοφυλακίου, Ἑκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια, τ. 20, (1900), σελ. 202-204 Τὸ Πατριαρχικὸ Γράμμα βλ. ἐπίσης εἰς, Περικλῆς Γ. Ζερλέντος, Μακαρίου Καλογερᾶ πρὸς Νεόφυτον τὸν πρώην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης ἐπιστολή, Ἐν Ἀθήναις 1921, σελ. 26-31
  7. «Ἐμάθομεν, γράφει ὁ Σίλβεστρος, ὅτι πῶς ἐσύστησε καὶ τὴν Ἀκαδημίαν εἰς τὴν Σκόπελον καὶ ὄχι μόνον ἡμεῖς, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἄλλοι τὸ ἤκουσαν ἔδωσαν δόξαν τῷ Θεῷ ὁποῦ εὑρίσκονται καὶ εἰς τοὺς καιροὺς μας τοιοῦτοι ζηλωταὶ καὶ ἔργον θεάρεστον ὑπερασπισταὶ καὶ συμπράκτορες, ἐπειδὴ καὶ οὐδὲν ἐστι τῶν τῇδε Θεῷ τε καὶ ἀνθρώποις ἐπαινετώτερον, ὡς ἡ ὁδὸς τῆς σπουδῆς καὶ ἡ ταύτης ἀντέκτησις». πρ. Λεοντοπόλεως, Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης, Ἱερόθεος ὁ Πελοποννήσιος ὁ Ἰβηρίτης καὶ Μεθόδιος ὁ Ἀνθρακίτης, περ. Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, τ. 1 !1933), σελ. 290, σημ. 37
  8. Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πρ. Ἄρτης ὁ Ἱερόθεος τὸ 1731 γράφει μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «ὅτι ἔρχονται καὶ ἀπό ἄλλους τόπους καὶ ἱερωμένοι καὶ ἐπιδίδει ἡ σχολὴ καὶ αὐξάνει» πρ. Λεοντοπόλεως, Ἱερόθεος Ἰβηρίτης, ὅπ. παρ. σελ. 293 καὶ Τ. Ἀθ. Γριτσόπουλος, Ἱερόθεος Ἰβηρίτης ὁ Πελοποννήσιος, Ε.Ε.Β. Σπ. 33 ( 1963),. σελ. 111.
  9. Πρ Λεοντουπόλεως, ὅπ. παρ. σελ. 293, Τ. Ἀθ. Γριτσόπουλος, ὅπ. παρ. σελ. 111
  10. Γιὰ τὸν Καισάριο βλ. Συμεὼν Πασχαλίδης, Ἡ αὐτόγραφη νεομαρτυρολογικὴ συλλογή..ὅπ. παρ. σελ.351-368
  11. π. Κων. Ν. Καλλιανός, Τὰ Ἀθωνικὰ Μετόχια τῶν Βορείων Σποράδων καὶ ἡ συμβολή τους στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικὴ διαμόρφωση τῶν νησιωτῶν, περ. Θεσσαλικὸ Ἡμερολόγιο, τ. 62 ( 2012), σε. 342-43
  12. Περισσότερα βλ. π. Κων. Ν. Καλλιανός, Σχέσεις Σκοπέλου καὶ Ἁγίου Ὄρους, Ἀθήνα 1996, (ἀνατυπο ἀπό τὸ περ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ) σελ. 13- 15
  13. Ἄλκης Ἀγγέλου, Τῶν Φώτων, ἐκδ. Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1999