19 Ἰουλίου: Ἡ Ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ

19 Ἰουλίου:  Ἡ Ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν Λειψάνων

τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ

 

Εἶναι παρατηρημένο, ὅτι στήν σλαβόφωνη Ὀρθοδοξία – σπανίως καί στήν ἑλληνόφωνη – οἱ ἀνακομιδές καί μετακομιδές ἱερῶν λειψάνων Ἁγίων, τιμῶνται ἀπό τόν λαό λαμπρότερα ἀπό ὅ,τι οἱ καθαυτό μνῆμες τῶν Ἁγίων αὐτῶν.

Ἔτσι καί μέ τήν περίπτωση τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Ρώσου, τοῦ ἐν Σάρωφ ἀσκήσαντος καί τελειωθέντος. Ἐνῶ ἡ μνήμη του ἐπιτελεῖται στίς 2 Ἰανουαρίου, ἡμέρα τῆς ἐν Κυρίῳ κοιμήσεώς του (τό 1833), ἡ ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν Λειψάνων του, στίς 19 Ἰουλίου - ἦταν τό ἔτος 1903 – τιμᾶται καί πανηγυρίζεται περισσότερο ἀπό τόν ρωσικό λαό, ἀνέκαθεν. Ἡ τότε ἀνακομιδή, τό 1903, ἔλαβε χώραν φυσικά στήν Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σαρώφ, ὅπου ὁ Ὅσιος ἐκοιμήθη καί ἐτάφη. Καί τά ἱερά Λείψανά του ἐναπετέθησαν σέ λάρνακα, ἐντός τοῦ Καθολικοῦ - δηλαδή Κεντρικοῦ Ναοῦ τῆς Μονῆς – τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Σήμερα εὑρίσκονται στήν Γυναικεία Μονή Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ντιβιέγιεβο, τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος ἵδρυσε, ἔτι ζῶν, καί τήν ὁποία καθοδηγοῦσε ὡς πνευματικός πατήρ.

Ὅταν στό τεῦχος Ἰανουαρίου 2020, τῆς «Ἐνοριακῆς Εὐλογίας», δημοσιεύθηκε ἄρθρο, σχετικά μέ τήν «μικρή Μεταμόρφωση» Ὁσίου Σεραφείμ καί Νικολάου Μοτοβίλωφ, εἶχε σημειωθεῖ, ὡς ὑστερόγραφο: «Ἡ ἱστορική πορεία τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (Σάρωφ-Πετρούπολις-Μόσχα-Ντιβιέγιεβο), εἶναι μιά μεγάλη περιπέτεια-κεφάλαιο, πού χρήζει ἰδιαιτέρας μελέτης».

Ἴσως τώρα, μετά ἀπό ἑνάμισυ χρόνο, «ἐπέστη ὁ καιρός», ἐπί τῇ ἀνατολῇ τοῦ  Ἰουλίου 2021, νά γίνει μιά  - ἔστω στοιχειώδης καί περιληπτική - ἀναφορά σ’ αὐτήν τήν περιπέτεια.

Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ, λίγο πρό τῆς κοιμήσεώς του, εἶχε προφητεύσει, λέγοντας: «Ὁ ταπεινός Σεραφείμ, ὅταν θά ἀρχίσουν τά δεινά τοῦ ὀρθοδόξου ρωσικοῦ λαοῦ, θά φύγει καί δέν θά ἐπανέλθει σωματικῶς στό Σαρώφ. Τό λείψανό του θά μεταφερθεῖ, μετά ἀπό χρόνια, στό Ντιβιέγιεβο· καί τότε, θά τελειώσουν καί τά δύσκολα χρόνια τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας». Στή συνέχεια, πῆρε ἕνα κερί καινούργιο καί τό παρέδωσε σέ μοναχές τοῦ Ντιβιέγιεβο, ἀφήνοντας τήν παραγγελία νά τό παραδίδουν ἀπό γενιά σέ γενιά, μέχρι νά ἔρθει τό λείψανό του στό Ντιβιέγιεβο· καί τότε μόνο νά τό ἀνάψουν, γιά τήν ὑποδοχή του.

Πράγματι, οἱ μοναχές τοῦ Ντιβιέγιεβο, ἀλλά καί πολλοί ἁπλοί πιστοί, πού πληροφορήθηκαν τήν προφητεία τοῦ Ὁσίου, «συνετήρουν τά ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν» καί περίμεναν, ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν τήν ἐκπλήρωσή τους. Ἀκόμη καί τό κερί, τό κληρονομοῦσε κάθε ἐπερχομένη γενεά μοναστριῶν, ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, μέχρι τό 1927, ὁπότε οἱ ἀθεϊστικές ἀρχές ἔκλεισαν καί τά δύο μοναστήρια τοῦ Ὁσίου· τόσο τό ἀνδρικό, τοῦ Σαρώφ, ὅσο καί τό γυναικεῖο, τοῦ Ντιβιέγιεβο. Εἰδικά ὅμως, ὡς πρός τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου, πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι οἱ ἄθεοι μπολσεβίκοι, στίς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 1920, δηλαδή τρία χρόνια μετά τήν ἔναρξη τῆς κομμουνιστικῆς λαίλαπας τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1917, ἀπεσφράγισαν τήν λάρνακα πού περιεῖχε τά ἅγια λείψανα τοῦ Ὁσίου (στό Καθολικό τῆς Μονῆς τοῦ Σάρωφ) καί τά ἐξέθεσαν, γυμνά καί τετραχηλισμένα, γιά νά τά βλέπουν ἔτσι οἱ ἄθλιοι καί νά τά διακωμωδοῦν, «χλευάζοντες καί κινοῦντες τάς κεφαλάς αὐτῶν», κατά μίμησιν τῶν σταυρωτῶν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἐννοεῖται, ὅτι οἱ ἀντιδράσεις τῶν πιστῶν, ὄχι μόνο δέν ἐτελεσφόρησαν, ἀλλά καί πνίγηκαν στό αἷμα. Ἤδη καί στήν προηγηθεῖσα τριετία (1917-1920), τήν ἴδια τύχη εἶχαν γνωρίσει πενῆντα τρία ἅγια λείψανα ἰσαρίθμων Ἁγίων. Ἰδού μερικῶν τά ὀνόματα: Ἀλεξάνδρου Σβίρσκ, Ἀρτεμίου Βερκόλσκ, Τύχωνος τοῦ Ζαντόνσκ, Μακαρίου Καλαζίνσκ, Σάββα Στοροζέφσκ καί – πρό παντός – τοῦ Πατρός τῆς Ἁγίας Ρωσίας Σεργίου τοῦ Ραντονιέζ κ.ἄλλων.

Γι’ αὐτό καί ἐπέπεσε τότε θεήλατος ὀργή καί μεγάλο μέρος τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ θερίστηκε ἀπό λιμό, λοιμούς, πεῖνα-δῖψα, θανατηφόρες πανδημίες κλπ. Οἱ κομμουνιστικές ἀρχές ἀπεφάσισαν, κατόπιν καί τῆς δικαίας κατακραυγῆς τῶν πιστῶν γιά τήν Θεία τιμωρία, νά ἀπομακρύνουν ἐπειγόντως τά λείψανα τοῦ Ὁσίου καί νά τά τοποθετήσουν σέ ἄγνωστο γιά τόν λαό μέρος, πρίν ἀκόμα κλείσουν τό Σάρωφ, τό 1927, ὅπως ἐλέχθη. Αὐτή ἡ ἐξαφάνιση, ἀσφαλῶς συνέβη ἐντός τοῦ ἔτους 1921. Ἀπό τότε, μέχρι τό 1991, ὁπότε θαυματουργικῶς εὑρέθησαν, δηλαδή γιά ἑβδομῆντα χρόνια, ἡ τύχη τους ἠγνοεῖτο. Ὁ πιστός λαός ὅμως, πού ὅπως ἐλέχθη «συνετήρει ἐν τῇ καρδίᾳ του» τήν προφητεία τοῦ Ὁσίου, ἦταν σίγουρος ὅτι κάποτε αὐτή θά ἐπραγματοποιεῖτο. Νά ἦταν ἄραγε τυχαῖο, τό ὅτι καί ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, τό 1833, μέχρι τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του καί τήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του, τό 1903, πέρασαν καί τότε ἑβδομῆντα χρόνια; Ἀνεξερεύνητες οἱ βουλές τοῦ Κυρίου! Τά ἱερά λοιπόν λείψανα τοῦ Ὁσίου εὑρέθησαν τό 1991 σέ Ναό τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν στήν Πετρούπολη, Ναό ὁ ὁποῖος εἶχε μεταβληθεῖ σέ Μουσεῖο· ὅπως καί τόσοι ἄλλοι Ναοί πού εἶχαν μετατραπεῖ σέ γκαράζ ἤ κινηματο-θέατρα, φαινόμενο πολύ σύνηθες κατά τήν περίοδο τῆς ἀθεϊστικῆς λαίλαπος. Ὅμως, ἐπί ἑβδομῆντα χρόνια, ποῦ εὑρίσκοντο ἄραγε; Μήπως συνεχῶς ἐκεῖ; Ἡ ἀπάντηση - ἄν μπορεῖ νά μιλήσει κανείς γιά ἐξακριβωμένες πληροφορίες ἐκείνη τήν ἐποχή – εἶναι μᾶλλον ἀρνητική. Κάποιοι μάλιστα κομμουνισταί, στελέχη τοῦ κόμματος, ἔκαναν λόγο γιά κρυφή μεταφορά τῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου στήν Μόσχα, σέ ἀθεϊστικό Μουσεῖο καί κατόπιν γιά παρομοίως κρυφή ἀποπομπή τους γιά Πετρούπολη. Ὅλες οἱ μεταφορές αὐτές, ἐγένοντο «σατανο-κρυφίως», θά λέγαμε, οὕτως ὥστε νά μήν ὑποπτεύεται ὁ πιστός λαός κάποια μόνιμη ἐγκατάσταση τοῦ λειψάνου σέ ἕνα μέρος. Ὅταν ὅμως ἦλθε «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», κατά Ἰανουάριο τοῦ 1991, τά ξημερώματα τῆς 11ης Ἰανουαρίου, «σκοτίας ἔτι οὔσης», ἀστραπές καί βροντές ἐκκωφαντικές, συνοδευόμενες ἀπό σεισμό, ξύπνησαν ὅλον τόν κοιμώμενον ἀκόμη λαό τῆς Πετρουπόλεως. Ὁ τοπικός ποταμός Νέβας ξεχείλισε καί πλημμύρισε πολλές περιοχές. Οἱ ἄνθρωποι ἀντελήφθησαν, ὅτι κάτι ἔκτακτο συνέβη. Ἦταν αὐτό πού τόσα χρόνια περίμεναν. Τήν ὥρα ἐκείνη, κάποιοι ὑπάλληλοι ὑπεύθυνοι τοῦ Μουσείου Πετρουπόλεως – πρώην Ναοῦ Παναγίας τοῦ Καζάν - ἀνεκάλυψαν, σέ κάποιο ἀνύποπτο μέρος αὐτοῦ, τό κιβώτιο πού περιεῖχε τά χαριτόβρυτα λείψανα τοῦ Ὁσίου. Βρέθηκαν ἐπιμελῶς καλυμένα καί τυλιγμένα. Ὅλα τά ὀστᾶ ὑπῆρχαν· ἡ τιμία κάρα εἶχε τά μαλλιά καί τά γένια. Στά χέρια, ἐκτός ἀπό τά γνωστά γάντια πού ἔφερε ἐν ζωῇ ὁ Ἅγιος, ὑπῆρχαν καί τά δύο ἱερατικά του ἐπιμάνικα. Στό ἕνα ἦταν χρυσοκεντημένη ἡ φράση: «Ἅγιε πάτερ Σεραφείμ» καί στό δεύτερο: «πρέσβευε τῷ Θεῷ ὑπέρ ἡμῶν». Ἐπί πλέον, στή θέση τοῦ στήθους, βρισκόταν ὁ γνωστός μπρούτζινος σταυρός τοῦ Ὁσίου, δῶρο τῆς μακαρίας μητέρας του Ἀγάθης Φωτίεβνα, τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος φοροῦσε ἐφ’ ὅρου ζωῆς. Εἰδοποιήθηκε ἀμέσως γιά ὅλα τά συμβάντα ὁ πατριάρχης Ἀλέξιος Β’, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε ἀμέσως στήν Πετρούπολη καί ταυτοποίησε καί αὐτός τήν γνησιότητα τῶν ἱερῶν λειψάνων. Ἄλλωστε, δέν ὑπῆρχε τότε ἄλλος Ἅγιος Σεραφείμ γνωστός, παρά μόνον ὁ τοῦ Σάρωφ. Τά ὀστᾶ μετεφέρθησαν στήν - ἐν ἐνεργείᾳ πάντοτε διατελοῦσαν – Λαύραν τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νιέφσκυ, τῆς Πετρουπόλεως. Ἐπί ἕνα μῆνα γινόταν παλλαϊκό προσκύνημα, ἐψάλλοντο παρακλήσεις, ἐξεφωνοῦντο λόγοι. Τόν ἑπόμενο μῆνα, Φεβρουάριο, μέ συνοδική-πατριαρχική ἀπόφαση, τό ἱερό σκήνωμα μετεφέρθη στή Μόσχα, γιά νά μπορέσει καί ὁ ἐκεῖ πιστός λαός νά προσκυνήσει, προτοῦ γίνει ἡ μετάβασή του στό Ντιβιέγιεβο. Πράγματι καί στήν Μόσχα ἔγινε τό ἴδιο παλλαϊκό προσκύνημα, πού διήρκεσε μέχρι τίς 23 Ἰουλίου τοῦ ἴδιου ἔτους, 1991. Συγχρόνως, τό ἴδιο ἔτος, γκρεμίστηκε σάν χάρτινος πύργος τό ἀθεϊστικό κομμουνιστικό οἰκοδόμημα, «ὅπως πληρωθῇ τό ρηθέν» τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ. Καί στίς 23 Ἰουλίου, ξεκίνησε λιτανευτικά ἡ ἐπίσημη μεταφορά τοῦ σκηνώματος πρός τό Ντιβιέγιεβο· πορεία 800 χιλιομέτρων, μέ προεξάρχοντα τόν Πατριάρχη Ἀλέξιον Β΄, συνοδευόμενον ὑπό πλήθους κληρικῶν καί τῶν τριῶν τῆς ἱερωσύνης βαθμῶν. Ἡ πολυποίκιλτη λάρνακα τοῦ Ὁσίου τοποθετήθηκε σέ μικρό ὄχημα καί καθ’ ὁδόν, μέχρι τό Ντιβιέγιεβο, σταματοῦσε, γιά νά γίνονται δεήσεις καί παρακλήσεις στά ἐνδιάμεσα σπουδαιότερα ἀστικά κέντρα. Στήν πύλη τῆς Μονῆς τοῦ Ντιβιέγιεβο, ἐπέπρωτο νά ἐκπληρωθεῖ καί ἡ παραγγελία τοῦ Ὁσίου, σχετικά μέ τό κερί. Ἡ μοναχή Μαργαρίτα, νέα τότε, τό 1927, ὅταν ἔκλεισε ἡ Μονή, κληρονόμησε σάν τελευταία μοναχή τό κερί τοῦ Ὁσίου καί, μέ χίλιες φροντίδες καί προφυλάξεις τό διατήρησε, ἐλπίζουσα «μή ἰδεῖν θάνατον πρίν ἤ ἴδῃ τόν Ὅσιον» ἐπερχόμενον στό Ντιβιέγιεβο, «κατά τό ρῆμα του». Αὐτή λοιπόν, ἡ τότε 95 ἐτῶν – μακαριστή πλέον τώρα – μοναχή Μαργαρίτα, ἐπικεφαλῆς τῶν μοναζουσῶν τοῦ Ντιβιέγιεβο – πού ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ἀναβιώσει - ὑποδεχόταν τόν Ὅσιο μέ ἀναμμένο τό συγκεκριμένο αὐτό κερί, πού τότε μόνο τό ἄναψε, ἀπολαβοῦσα τούς καρπούς τῆς ἐλπίδος της καί λέγουσα, «νῦν ἀπολύεις τήν δούλην σου, Δέσποτα». Ὁ Πατριάρχης ἔνδακρυς, εὐλόγησε τήν γερόντισσα καί τήν ἐμακάρισε. Τό ἴδιο ἔκανε, λίγο ἀργότερα καί ὁ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Ἱερώνυμος, ὅταν τήν ἐπισκέφθηκε μέ ἄλλους Ἕλληνες Ἀρχιερεῖς, λίγο πρίν τήν κοίμησή της.

Ἐδῶ τελειώνει ἡ - κατά τό δυνατόν – σύντομη ἀφήγηση περί τοῦ Ἱεροῦ σκηνώματος τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ. Ὅμως, δέν θά ἦταν ἄστοχο, σάν Ἐπίλογος, νά σημειωθεῖ μιά ἱστορική «λεπτομέρεια», ἄγνωστη καί – κυρίως - ἀπίθανη στούς περισσοτέρους:

Στίς ἀρχές Ἰουνίου 1789, ὅταν ὁ Ὅσιός μας ἦταν ἀκόμη διάκονος στή Μονή τοῦ Σάρωφ, ὁ τότε Ἡγούμενος, ἀρχιμανδρίτης Παχώμιος, μαζί μέ τόν Οἰκονόμο τῆς Μονῆς, Ἱερομόναχον Ἠσαΐαν, παραλαβόντες καί τόν νεαρόν διάκονον (Ὅσιον) Σεραφείμ, μετέβησαν σέ ἕνα χωριό, ὀνόματι Λεμέτ, γιά νά παραστοῦν στήν κηδεία κάποιου λαϊκοῦ, γνωστοῦ των ἀλλά καί εὐεργέτου τῆς Μονῆς των. Καθ’ ὁδόν ἔπρεπε νά περάσουν ἀπό τήν - ἀρτισύστατη τότε – γυναικεία Μονή τοῦ Ντιβιέγιεβο. Πράγματι, ἐστάθμευσαν ἐκεῖ· καί ἡ γερόντισσα ἡγουμένη Μοναχή Ἀλεξάνδρα – πρώην χήρα Ἀγάθη Σεμένοβα Μελγκούνοβα, ἱδρύτρια τοῦ Κοινοβίου καί σήμερον Ἁγία – εὑρισκομένη στάς δυσμάς τοῦ βίου της, ζήτησε ἀπό τόν Ἡγούμενο νά ἐξομολογηθεῖ, νά μεταλάβει καί νά τῆς τελέσουν – καί οἱ τρεῖς πατέρες – τό Ἱερόν Εὐχέλαιον. Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, διαισθανομένη ὅτι δέν θά τούς ξαναέβλεπε, παρακάλεσε τόν Ἡγούμενο, νά μήν ἐγκαταλείψει πνευματικῶς τήν Μονή της, μετά τήν κοίμησή της. Ἐκεῖνος τῆς τό ὑποσχέθηκε, ἀναφέροντάς της ἐπί πλέον, «ἄκων προφητεύσας», ὅτι κι αὐτός μέ τή σειρά του θά ἐμπιστευόταν τό γυναικεῖο κοινόβιο στήν πνευματική πατρότητα τοῦ - τότε ἀκόμη διακόνου – πατρός Σεραφείμ, ὅπερ καί ἐγένετο, ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Οἱ τρεῖς πατέρες μετέβησαν στήν κηδεία τοῦ γνωστοῦ των καί, ἐπιστρέφοντας στό Σάρωφ, ξαναπέρασαν ἀπό τό Ντιβιέγιεβο. Ἡ μακαρία Ἀλεξάνδρα, εἶχε μόλις κοιμηθεῖ. Παρέστησαν καί στήν κηδεία της καί μετά, ἐπειδή ἀφ’ ἑνός μέν «πρός ἑσπέραν ἦτο καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα», ἀφ’ ἑτέρου δέ ξέσπασε ξαφνικά, μέ τό τέλος τῆς κηδείας, ραγδαιοτάτη βροχή, οἱ Μοναχές πρότειναν στούς τρεῖς πατέρες νά παρακαθήσουν στήν – συγχωρητική γιά τήν ψυχή τῆς ἡγουμένης των – Τράπεζα καί μετά νά διανυκτερεύσουν ἐκεῖ. Οἱ δύο γέροντες Ἱερομόναχοι δέχθηκαν. Ὁ νέος ὅμως - ἀκόμη τότε – διάκονος (Ἅγιος) Σεραφείμ ἦταν ἀνένδοτος. Ἄν καί δέν ἦταν μόνος του, ἀλλά ὑπό τήν ὑπακοή τῶν γερόντων του, δέν ἔστερξε νά φάγει καί νά διανυκτερεύσει σέ γυναικεία Μονή, φοβούμενος τό εὐόλισθον, πρός τούς πειρασμούς τῆς σαρκός, τῆς νεαρᾶς ἡλικίας του. Οἱ δύο γέροντες, δέν τοῦ ἔφεραν ἀντίρρηση. Κι ἔτσι, «αὐτῇ τῇ ὥρᾳ», διά νυκτός καί ὑπό ραγδαίαν βροχήν, μόνος του, πεζῇ, ἀνεχώρησε γιά τό Σάρωφ, πορεία 13 περίπου χιλιομέτρων. Αὐτό τό γεγονός, δημιούργησε ἔκπληξη καί θαυμασμό στίς Μοναχές, πού δέν τό λησμονοῦσαν ἀπό τότε, ἀλλά τό «συνετήρουν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν», ἔχοντας τόν Ἅγιο σέ εὐλάβεια. Καί ὅταν ἔγινε αὐτός Ἱερομόναχος καί ἐκοιμήθη ὁ ἡγούμενος Παχώμιος, ἀνέλαβε τήν πνευματική πατρότητα καί εὐθύνη τους.

Τά ἀνωτέρῳ «Ἐπιλεγόμενα» ἐγράφησαν, διότι πολύ ὀλίγοι γνωρίζουν, ὅτι ὁ Ἅγιος Σεραφείμ - ἐκτός ἀπό τίς δύο προαναφερθεῖσες ἐπισκέψεις του στό Ντιβιέγιεβο, οἱ ὁποῖες βέβαια ὡς μία λογίζονται – ΔΕΝ ΞΑΝΑΠΗΓΕ ΠΟΤΕ στό Ντιβιέγιεβο. Ἤρχοντο στό Σάρωφ οἱ Μοναχές, τίς ἐξομολογοῦσε, ἐνημερωνόταν γιά τά πάντα, ὅσα ἀφοροῦσαν ἀκόμη καί ὑλικές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς των, ἔβλεπε ὅλα ὅσα συνέβαιναν στή Μονή τους, σάν νά εἶχε πνευματική τηλεόραση, πρόδρομος γενόμενος τοῦ συγχρόνου Ὁσίου Πορφυρίου τῶν Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους. Ἔδινε ἔτσι τήν ἐντύπωση, ὅτι συνεχῶς βρισκόταν σωματικῶς στό Ντιβιέγιεβο, ἐνῶ ἦταν ἀπών τῷ σώματι, παρών δέ τῷ πνεύματι. Ἔδινε συμβουλές καί γιά οἰκοδομικῆς φύσεως λεπτομέρειες καί γιά ἄλλα πολλά ὑλικά θέματα, πού μόνον ἕνας μόνιμος κάτοικος μποροῦσε νά κατέχει. Ἕνα ἀπό τά πολλά, ἄς ἀναφερθεῖ:   Ἡ Μονή ἐστερεῖτο προστατευτικοῦ τείχους. Ὁ Ὅσιος ἔδωσε ἐντολή νά μήν κτισθεῖ κάτι τέτοιο, ἀλλά νά σκάψουν περιμετρικά, γύρω-γύρω ἀπό τή Μονή, ἕνα εὐρύχωρο κανάλι («κανάφκα») καί κάθε ἀπόγευμα, μετά τό Ἀπόδειπνο, ὅλες μαζί, νά βαδίζουν αὐτό τό κανάλι, φροντίζοντας νά ἀπαγγέλλουν κατά τήν πορεία τους 150 φορές τόν ὕμνο τῆς Θεοτόκου: «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία…». Πρᾶγμα πού συμβαίνει μέχρι σήμερα καί τό ὁποῖο ἐπέχει θέσιν προστατευτικοῦ τείχους, κατά τήν παραγγελία τοῦ Ὁσίου, πού πλέον βρίσκεται καί σωματικῶς ἐκεῖ, ἀπό ὅπου ἰσοβίως ἀπουσίαζε…

Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν!

Μοναχός Νεκτάριος

Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη  -  Μετόχιον  Ἱ. Μ. Χιλανδαρίου

Καρυαί - ΑΓ. ΟΡΟΥΣ

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 226-227

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2021