Ψυχοσάββατον Πεντηκοσταρίου
«Θάνατε, ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνον ἐν ἀνθρώποις»!
(Ἐκκλησιαστής)
Ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ (1807-1867), Ἐπίσκοπος Καυκάσου καί Μαύρης Θαλάσσης, πού ἡ ζωή του ἦταν σχετικά σύντομη (ἐκοιμήθη 60 ἐτῶν), ὑπῆρξεν ἐν τούτοις πολυγραφότατος. Ἡ προσωπικότητα καί διδασκαλία του σφράγισε τόν 19ον αἰῶνα στήν Ρωσία καί γέμισε τούς πνευματικούς σιτοβολῶνες αὐτῆς, οὕτως ὥστε οἱ Ρῶσοι νά ἀντέξουν πνευματικά κατά τήν ἑβδομηκονταετῆ περίοδο τῶν «ἰσχνῶν ἀγελάδων», πού δέν ἄφησε τίποτε ὄρθιο στήν Ἐκκλησία αὐτή, μέ τούς ἀπινεῖς διωγμούς κατ’ αὐτῆς. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 30 Ἀπριλίου, ἡμέρα τῆς μακαρίας ἐν Κυρίῳ κοιμήσεώς του.
Στή συνέχεια παρατίθεται ἕνα κείμενό του, σχετικά μέ τόν θάνατο, τό κοινόφλητο χρέος ὅλων μας. Ἡ ἀντιγραφή εἶναι ἀπό ἔκδοση ἐπιμελημένη τῆς Σεβασμίας Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου - Ὠρωποῦ Ἀττικῆς. Στό κείμενο, ὁ Ἅγιος μᾶς περιγράφει τά συναισθήματά του, ἀπό ἐπίσκεψή του στό κοιμητήριο τῆς γενέτειράς του, ὅπου καί οἱ τάφοι τῶν συγγενῶν του. Τό κείμενο δέν χρήζει σχολιασμοῦ. Ἀπό μόνο του ἀποτελεῖ τήν καλύτερη διδασκαλία γιά ὅλους μας, πού ἀξιωνόμαστε καί φέτος νά ἑορτάσουμε τήν μνήμη πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένων Χριστιανῶν. Ὁ μόνος ἴσως σχολιασμός, πού θά ἄξιζε νά σημειωθεῖ, πρίν τήν παράθεση τοῦ κειμένου, εἶναι ὁ ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου χαρακτηρισμός (σέ ἄλλο κείμενο, πού θά δημοσιεύσουμε προσεχῶς) τῆς παρούσης προσκαίρου ζωῆς ὡς «ξενοδοχείου». Τό ὁποιοδήποτε «ξενοδοχεῖο», ἀκόμα καί τῶν περισσοτέρων «ἀστέρων», δέν παύει νά εἶναι κάτι ξένο πρός τό σπίτι μας. Τό χρησιμοποιοῦμε ἀναγκαστικά καί ὑποχρεωτικά, ὅταν οἱ διάφορες συγκυρίες καί περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, μᾶς ὁδηγοῦν γιά πρόσκαιρο χρονικό διάστημα ἐκτός οἰκίας. Ἀλλοίμονο, ἄν αὐτό τό πρόσκαιρο γιά μᾶς ξενοδοχεῖο, τραβήξει ὅλο τό ἐνδιαφέρον καί τήν ἀγάπη μας, σάν νά ἐπρόκειτο νά ἀντικαταστήσει ἤ ὑποκαταστήσει τό πραγματικό «σπίτι μας», τό αἰώνιο. Οὐ γάρ ἔχομεν ᾧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν.
Ἀλλά, ἄς ἀφήσουμε τόν Ἅγιο Ἱεράρχη νά μᾶς μιλήσει ὁ ἴδιος. (Ἄχ! καί νά τοῦ εἶχε χαρίσει ὁ Κύριος ἔτη πολλά, πόσα περισσότερα θά μᾶς ἄφηνε ὡς κληρονομιά!):
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνοφ (1807-1867)
Σκέψεις ἐπί τοῦ κοιμητηρίου τῆς γενέτειράς του
(Τό χωριό Ποκρόφσκογιε, τοῦ νομοῦ Βολόγκντα)
«Ὕστερα ἀπό πολύχρονη ἀπουσία, ἐπισκέφθηκα τό γραφικό χωριό, ὅπου γεννήθηκα. Ἀνήκει στήν οἰκογένειά μας ἀπό πολύ παλιά. Ἐκεῖ ὑπάρχει ἕνα μεγαλόπρεπο κοιμητήριο, πού τό σκιάζουν αἰωνόβια δένδρα. Κάτω ἀπό τίς πυκνές φυλλωσιές τῶν δένδρων ἀναπαύονται τά λείψανα ἐκείνων πού τά φύτεψαν.
Ἦρθα στό κοιμητήριο. Πάνω στούς τάφους ἀκούστηκαν οἱ πένθιμοι ἀλλά συνάμα καί παρηγορητικοί ὕμνοι τοῦ Μνημοσύνου. Ὁ ἀέρας σάλευε τίς δεντροκορφές. Τά φύλλα, μέ τό θρόισμά τους, λές καί πάσχιζαν νά σκεπάσουν τίς φωνές τῶν ἱερέων, πού ἔψαλλαν κατανυκτικά. Ἄκουσα νά μνημονεύουν τά ὀνόματα τῶν νεκρῶν-ζωντανῶν μέσα στήν καρδιά μου: τῆς μητέρας μου, τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν παππούδων μου, τῶν προπαππούδων μου.
Τί μόνωση στό κοιμητήρι! Τί θαυμαστή, ἱερή ἡσυχία! Τί ἀναμνήσεις! Τί παράξενη, πολυχρόνια ζωή! Πρόσεχα τούς ὡραίους ὕμνους τοῦ Μνημοσύνου. Στήν ἀρχή μέ κυρίεψε ἕνα αἴσθημα λύπης, ἀλλά ἔπειτα σιγά-σιγά διαλύθηκε. Καθώς τό Μνημόσυνο τελείωνε, μιά ἁπαλή παρηγοριά πῆρε τή θέση τῆς λύπης. Οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι, μέ τήν πνευματική τους τερπνότητα, ἀπομάκρυναν τή ζωντανή θύμηση τῶν «κεκοιμημένων», ἀναγγέλλοντας τήν ἀνάσταση, πού τούς περίμενε, περιγράφοντας τή μακάρια ζωή τους καί προσκαλῶντας ὅλους σ’ αὐτή τή ζωή. Αἰωνόβια δένδρα τριγύριζαν τούς τάφους τῶν προπαππούδων μου. Τά τεράστια καί πυκνόφυλλα κλαδιά ἔριχναν τήν παχιά σκιά τους πάνω στά μνήματα, ὅπου ἀναπαυόταν ἡ πολυμελής οἰκογένεια. Πολλῶν γενιῶν τά λείψανα ἦταν ἐκεῖ! Γῆ! Γῆ! Οἱ ἀνθρώπινες γενιές ἐναλλάσσονται στήν ἐπιφάνειά σου, ὅπως τά φύλλα στά δένδρα. Εὐχάριστα πρασινίζουν, παρηγορητικά κι ἀθῶα θροΐζουν αὐτά τά φυλλαράκια, πού ἀλαφροσαλεύουν μέ τήν ἁπαλή ἀνάσα τοῦ ἀνοιξιάτικου ἀέρα. Μά σάν ἔρθει τό φθινόπωρο, θά κιτρινίσουν, θά πέσουν ἀπό τά δένδρα πάνω στούς τάφους καί θά σαπίσουν ἐκεῖ! Τήν ἄνοιξη, πάλι, ἄλλα φυλλαράκια θά ἐμφανιστοῦν στά κλαδιά, γιά νά ζήσουν κι αὐτά λίγο μόνο, πρίν κιτρινίσουν, πέσουν καί σαπίσουν… Τί εἶναι ἡ ζωή μας; Σχεδόν ὅ, τι καί ἡ ζωή ἑνός φύλλου στό δένδρο. (20 Μαΐου 1848)».
Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἀλλά – γιατί ὄχι – καί τῷ Ἁγίῳ Ἰγνατίῳ καί ἄς παραθέσουμε ὡς ἀκροτελεύτιο ἐπίλογο τόν ὕμνο τῆς Παρακλητικῆς (Ὄρθρος Σαββάτου, ἦχος Β’):
Οἴμοι οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή, χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος!
Οἴμοι πόσα δακρύει τότε, καί οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν!
Πρός τούς Ἀγγέλους τά ὄμματα ρέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει.
Πρός τούς ἀνθρώπους τάς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τόν βοηθοῦντα.
Διό ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐννοήσαντες ἡμῶν τό βραχύ τῆς ζωῆς,
τοῖς μεταστᾶσι τήν ἀνάπαυσιν, παρά Χριστοῦ αἰτησώμεθα,
καί ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος.
Καλό καλοκαίρι!
Μοναχός Νεκτάριος
Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη - Μετόχιον Ἱ. Μ. Χιλανδαρίου
Καρυαί – ΑΓ. ΟΡΟΣ
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 226-227
Ἰούνιος-Ἰούλιος 2021