Τά κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως
κατά τόν Ἅγιο Βικέντιο Λειρίνου
Στίς 24 Μαΐου ἑορτάζεται ἡ µνήµη τοῦ ἁγίου θεολόγου Βικεντίου τοῦ Λειρίνου, ἑνός µεγάλου ἁγίου της Ὀρθοδοξίας πού ἔζησε τόν 5ο αἰώνα καί δίδαξε στήν (τότε ἀκόµη) Ὀρθόδοξη Δύση. Σύµφωνα µέ τόν βίο του, προτοῦ γίνει µοναχός κατεῖχε σηµαντικές κοσµικές θέσεις, κατόρθωσε ὅµως νά ἀπεµπλακεῖ ἀπό τούς περισπασµούς αὐτούς καί ἐγκαταβίωσε στή Μονή πού εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἅγιος Honoratus (16 Ἰανουαρίου) στίς Λερίνες Νήσους ἀπέναντι ἀπό τίς Κάννες, στή Νότια Γαλλία καί ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νά ἀναδειχθεῖ σέ ἕνα ἀπό τά πιό σηµαντικά, ἄν καί λησµονηµένα, κέντρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐνδεικτικά, ἀναφέρουµε ὅτι ὁ µαθητής τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου καί γνωστός ἀπό τή Φιλοκαλία Ἅγιος Κασσιανός ὁ Ρωµαῖος (29 Φεβρουαρίου) εἶχε τήν καλύτερη γνώµη καί στενούς δεσµούς µέ τή µοναστική κοινότητα τοῦ Λειρίνου καί µάλιστα εἶχε συνθέσει τό ἔργο του «Συνοµιλίες» γιά τούς ἐκεῖ µοναχούς. Ἀνάµεσα δέ στούς ἁγίους πού ἔζησαν στή Μονή αὐτή ἀναφέρουµε τόν Ἅγιο Honoratus, πού, µέ τήν ἁπλῆ προσευχή του, ἔδιωξε τά φίδια ἀπό τό νησί τοῦ Λειρίνου, τόν Ἅγιο Lupus, ἐπίσκοπο τῆς πόλης Troyes (29 Ἰουλίου), ὁ ὁποῖος ἀντιµετώπισε κατά πρόσωπο τόν φοβερό ἀρχηγό τῶν Οὕννων Ἀττίλα καί χαρακτηρίσθηκε ὡς «Πατήρ Πατέρων καί Ἐπίσκοπος Ἐπισκόπων», τόν ταπεινό ἐπίσκοπο Ἅγιο Maximus τῆς Riez (27 Νοεµβρίου), τόν ὑπερασπιστή τῶν φτωχῶν καί ἐλευθερωτή τῶν αἰχµαλώτων Ἅγιο Hilary τῆς Arles (5 Μαΐου), τόν καταφρονητή τοῦ κοσµικοῦ πνεύµατος Ἅγιο Eucherius τῆς Lyons (16 Νοεµβρίου) καί τόν θαυµατουργό Ἅγιο James τῆς Tarantaise (16 Ἰανουαρίου).
Ὁ ἅγιος Βικέντιος διακρίθηκε ἰδιαίτερα γιά τή γνώση τῶν Ἁγίων Γραφῶν, γιά τήν εὐγλωττία του καί γιά τήν ἁγιότητά του. Καθώς δέ ἔζησε σέ µιά πολύ ταραγµένη περίοδο, κατά τήν ὁποία πολλές αἱρέσεις εἶχαν προξενήσει σάλο στήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, προσπάθησε ἰδιαιτέρως νά ἀνεύρει καί νά διατυπώσει τά ἀσφαλῆ καί σαφῆ κριτήρια πού θά ἐπέτρεπαν στόν κάθε πιστό νά διακρίνει τήν ἀλήθεια καί νά ἀπορρίψει τήν πλάνη. Ἔτσι, λίγο µετά τήν Οἰκουµενική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τοῦ 431, πού καταδίκασε τόν Νεστοριανισµό, ἀποφάσισε, προαισθανόµενος τήν κοίµησή του, νά καταγράψει µέ συντοµία καί ἐν εἴδει ὑποµνήµατος σύντοµους κανόνες γιά τή διάκριση τῆς ἀληθοῦς Πίστεως ἀπό τήν αἵρεση. Τό ὑπόµνηµα αὐτό τιτλοφορήθηκε «Commonitorium» καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πιό σηµαντικά καί αὐθεντικά κείµενα τῆς Ὀρθοδοξίας πού παρουσιάζει διαρκῆ ἐπικαιρότητα.
Ὅπως εἶναι γνωστό, τό τελευταῖο ἔτος ἐπίσηµα ὄργανα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Διοίκησης καί τοπικοί Ἐπίσκοποι ἔλαβαν µέτρα περιοριστικά τῆς ἀτοµικῆς καί τῆς συλλογικῆς Θ. Λατρείας, ἐπικαλούµενοι τό ὅτι ἡ προστασία τῆς δηµόσιας ὑγείας συνιστοῦσε λόγο πού ἐπέτρεπε, ἄν δέν ἐπέβαλε, τήν κατ’ οἰκονοµίαν λήψη αὐτῶν τῶν µέτρων. Ἕνα µέρος τοῦ πληρώµατος τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται ὅτι ἀποδέχθηκε τήν ἀνάγκη ἐφαρµογῆς τῶν µέτρων, ἐνῷ ἄλλα µέλη τῆς Ἐκκλησίας διαµαρτυρήθηκαν ἔντονα καί θεώρησαν τά µέτρα αὐτά ὡς µιά ἀπαράδεκτη «καινοτοµία», ἀφοῦ δέν εἶχαν ἐφαρµοσθεῖ στό παρελθόν ἀνάλογα µέτρα, ὅταν, µάλιστα, οἱ ἐπιδηµίες ἦσαν πολύ πιό συχνές, ἐκτεταµένες καί φονικές. Μέχρι σήµερα δέν ἔχει ὑπάρξει κάποια γεφύρωση τοῦ χάσµατος πού φαίνεται νά χωρίζει τίς δύο πλευρές. Ἴσως, µάλιστα, µέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί τήν λήψη ἐπιπλέον κρατικῶν ἐξαναγκαστικῶν-νοµικῶν µέτρων γιά τή ρύθµιση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Τάξης καί Λατρείας, τό χάσµα αὐτό νά διευρύνεται, φέροντας στήν ἐπιφάνεια καί ἄλλες διαφορές νοοτροπίας καί συµπεριφορᾶς ἀνάµεσα στίς δύο «παρατάξεις» ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν ὄψει αὐτῶν, ἡ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου Βικεντίου νά διατυπώσει τά ἀσφαλῆ καί σαφῆ κριτήρια τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποκτᾶ στίς ἡµέρες µας –ξανά– ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα.
Γιά τόν λόγο αὐτό θά παραθέσουµε ἐκτενέστερα ἀποσπάσµατα ἀπό τό σύντοµο αὐτό «Ὑπόµνηµα» τοῦ Ἁγίου Βικεντίου, ἀφοῦ µάλιστα, ἐξ ὅσων γνωρίζουµε, δέν κυκλοφορεῖ κάποια µετάφρασή του στήν Ἑλληνική γλῶσσα.
Στόν πρόλογο ὁ Ἅγιος διευκρινίζει ὅτι σκοπός του εἶναι «νά καταγράψει µέ τήν πιστότητα ἑνός ἀφηγητή παρά µέ τήν ἐλευθερία ἑνός συγγραφέα αὐτά πού τούς παρέδωσαν οἱ προπάτορές τους» καί ὅτι θά γράψει σέ ὕψος ἁπλό καί καθηµερινό καί ὄχι φορτωµένο µέ στολίδια καί αὐστηρό. Διευκρινίζει ὅτι: «γιά µένα εἶναι ἀρκετό νά δώσω στόν ἑαυτό µου ἕνα ὑπόµνηµα, γιά νά ὑποβοηθεῖ τή µνήµη µου ἤ µᾶλλον γιά νά µέ βοηθήσει ἐνάντια στήν τάση µου νά ξεχνάω» καί ὅτι «θά προσπαθήσω µέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου νά τό ἐπιδιορθώνω καί νά τό συµπληρώνω λίγο-λίγο, µέρα µέ τή µέρα, ἐνθυµούµενος αὐτά πού ἔχω µάθει» καί συµπληρώνει ὅτι προβαίνει σέ αὐτή τή διευκρίνιση οὕτως ὥστε, ἐάν κατά τύχη τό ὑπόµνηµά του πέσει στά χέρια «ἁγίων ἀνδρῶν, ἐκεῖνοι νά µήν τόν µεµφθοῦν βιαστικά, ὅταν θά δοῦν ὅτι µέσα σέ αὐτό ὑπάρχει ἡ δέσµευση ὅτι θά διορθωθεῖ καί θά συµπληρωθεῖ».
Τό ἑπόµενο κεφάλαιο φέρει τόν τίτλο «ἕνας γενικός κανόνας γιά τή διάκριση τῆς Ἀλήθειας τῆς Καθολικῆς Πίστης ἀπό τό Ψεῦδος τῆς Αἵρεσης». Στήν εἰσαγωγή του ἐκτίθεται ἡ µέθοδος τῆς ἀναζήτησης τοῦ κανόνα αὐτοῦ: «Ἔχω συχνά συµβουλευθεῖ µέ προθυµία καί προσοχή πολλούς ἐξέχοντες γιά τήν ἁγιότητα καί τή µάθησή τους ἄνδρες σχετικά µέ τό πῶς καί µέ ποιόν σίγουρο καί, τρόπον τινά, γενικό/καθολικό (=universal) κανόνα θά εἶµαι ἱκανός νά ξεχωρίσω τήν ἀλήθεια τῆς Καθολικῆς Πίστης ἀπό τό Ψεῦδος τῆς Αἵρεσης». Ἐν συνεχείᾳ γράφεται: «Καί ἔχω πάντοτε καί σχεδόν σέ κάθε περίσταση λάβει τέτοιου εἴδους ἀπάντηση: Τό ὅτι ἐάν ἐγώ ἤ ὅποιος ἄλλος ἐπιθυµοῦµε νά ἐντοπίσουµε τίς ἀπάτες καί νά ἀποφύγουµε τίς παγίδες τῶν αἱρετικῶν πού προβάλλουν, καί νά παραµείνουµε σταθεροί καί κατηρτισµένοι στήν Καθολική πίστη, θά πρέπει, µέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, νά ὀχυρώσουµε τήν πίστη µας µέ δύο τρόπους: πρώτον µέ τήν αὐθεντία τοῦ Θείου Νόµου καί ἔπειτα µέ τήν Παράδοση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας».
Ἀνακύπτει ὅµως λογικά το ἐρώτηµα: «ἀφοῦ ὁ Κανόνας τῆς Γραφῆς εἶναι πλήρης καί ἐπαρκής ἀπό µόνος του γιά τό καθετί καί, µάλιστα, περισσότερο ἀπό ἐπαρκής, ποιά ἀνάγκη ὑπάρχει νά συνδυασθεῖ µέ τήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἑρµηνείας;», στό ὁποῖο ὁ συγγραφέας δίνει τήν ἀπάντηση: «Γιά αὐτόν τόν λόγο –διότι λόγῳ τοῦ βάθους τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέν τήν ἀποδέχονται ὅλοι ὑπό µία καί τήν αὐτή ἔννοια, ἀλλά ὁ ἕνας κατανοεῖ τίς λέξεις της µέ ἕναν τρόπο καί ἄλλο µέ ἄλλον, ἔτσι ὥστε νά φαίνεται ὅτι ἐπιδέχεται τόσο πολλές ἑρµηνεῖες ὅσους καί ἑρµηνευτές». Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Ἅγιος Βικέντιος ἐπισηµαίνει τήν κρίσιµη ἀξία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς καί Καθολικῆς ἑρµηνείας (ἐνν. τῆς Ἁγίας Γραφῆς).
Στή συνέχεια τοῦ κεφαλαίου προβαίνει στή διατύπωση τοῦ κριτηρίου ἐκείνου, γιά τό ὁποῖο ἔχει µείνει περισσότερο γνωστός στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία: «Ἀκόµη περισσότερο, στήν Καθολική Ἐκκλησία τήν ἴδια, ὅλη ἡ δυνατή µέριµνα πρέπει νά ληφθεῖ, ὥστε νά διασφαλισθεῖ ὅτι τηροῦµε αὐτό πού ἔχει πιστευθεῖ παντοῦ, πάντοτε καί ἀπό ὅλους. Διότι αὐτό εἶναι ἀληθῶς καί µέ τήν αὐστηρότατη ἔννοια «Καθολικό», αὐτό πού περιλαµβάνει τά πάντα γενικῶς, ὅπως ἡ ἴδια ἡ λέξη καί ἡ λογική τοῦ πράγµατος τό φανερώνει. Αὐτόν τόν κανόνα θά τόν τηρήσουµε ἐάν ἀκολουθοῦµε τήν καθολικότητα (universality), ἀρχαιότητα (antiquity) καί συµφωνία (consent). Θά ἀκολουθοῦµε τήν καθολικότητα, ἐάν ὁµολογοῦµε ὅτι ἀληθής εἶναι ἐκείνη ἡ πίστη πού ὁµολογεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία παντοῦ στόν κόσµο. Τήν ἀρχαιότητα, ἄν δέν ἀποµακρυνόµαστε γιά κανένα λόγο ἀπό τίς ἑρµηνεῖες ἐκεῖνες πού εἶναι φανερό ὅτι ἀναµφίβολα ἀσπάζονταν οἱ ἅγιοι πρόγονοί µας καί Πατέρες. Τήν συµφωνία, µέ ὅµοιο τρόπο, ἐάν προσκλίνουµε στούς ὁµόφωνους ὁρισµούς καί στίς ἀποφάσεις πού διατυπώθηκαν στήν ἀρχαιότητα ἀπό ὅλους ἤ τοὐλάχιστον ἀπό ὅλους σχεδόν τούς Ἱερεῖς καί τούς Διδασκάλους».
Στό ἑπόµενο κεφάλαιο ὁ Ἅγιος ἐπιχειρεῖ νά ἀπαντήσει σέ εὔλογα ἐρωτήµατα σχετικά µέ τήν ἐπάρκεια ἑκάστου ἐκ τῶν κριτηρίων πού µόλις διατύπωσε µέ συντοµία. «Τί θά πράξει ἕνας Καθολικός (=Ὀρθόδοξος) Χριστιανός, ἐάν µιά µικρή µερίδα τῆς Ἐκκλησίας ἀποκόψει ἑαυτήν ἀπό τήν κοινωνία τῆς γενικῆς Πίστης;» Ἡ ἀπάντηση δίδεται µέ τήν ἐφαρµογή τοῦ κριτηρίου τῆς καθολικότητας καί εἶναι ἡ ἑξῆς: «Τί ἄλλο, ἀπό τό νά προτιµήσει τή σταθερότητα ὅλου τοῦ Σώµατος, ἀπό τήν ἀστάθεια ἑνός µολυσµατικοῦ καί διεφθαρµένου µέλους;». Ὑπάρχει, ὅµως, καί τό λογικό καί ἱστορικό ἐνδεχόµενο µιά αἵρεση νά ἐξαπλωθεῖ σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία σέ µιά ἱστορική περίοδο, ὅπως ἔγινε, θά µᾶς ἀναφέρει ὁ συγγραφέας, «ὅταν τό δηλητήριο τοῦ Ἀρείου εἶχε µολύνει ἕνα ὄχι ἀσήµαντο κοµµάτι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά σχεδόν ὁλόκληρο τόν κόσµο» καί «εἶχε πάρει αἰχµάλωτο τόν Αὐτοκράτορα (=τόν Κωνστάντιο) καί εἶχε ὑποτάξει ὅλα τα σηµαίνοντα πρόσωπα τῶν ἀνακτόρων σέ νέους νόµους, χωρίς νά σταµατήσει νά περιλαµβάνει τά πάντα σέ σύγχυση, ἀναστατώνοντας τά πάντα, ἰδιωτικά καί δηµόσια, ἱερά καί κοινά». «Τί θά συµβεῖ, ἐάν κάποια νέα ἀρρώστια (=αἵρεση) θελήσει νά µολύνει ὄχι ἁπλῶς µιά ἀσήµαντη µερίδα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τό ὅλον αὐτῆς;» Ἡ ἀπάντηση µέ βάση τό κριτήριο τῆς ἀρχαιότητας εἶναι ἡ ἑξῆς: «Τότε θά πρέπει ὁ Καθολικός Χριστιανός νά διαχωρίσει τή θέση του καί νά προσκολληθεῖ στήν ἀρχαιότητα, ἡ ὁποία δέν µπορεῖ νά ἀπατηθεῖ ἀπό ὁποιαδήποτε ἀπάτη ἤ καινοτοµία τῆς ἐποχῆς του».
Ὑπάρχει, ὅµως, καί τό ἐνδεχόµενο, ὁ Χριστιανός, πού θά στραφεῖ στήν ἀρχαιότητα, δηλαδή στίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, νά µήν ἀνεύρει κάποια ἀναγνωρισµένη ἀπόφαση Ἐκκλησιαστικῆς Συνόδου σχετικά µέ τό ζήτηµα πού τόν ἀπασχολεῖ. Στήν περίπτωση αὐτή, κατά τόν Ἅγιο Βικέντιο, θά πρέπει κανείς νά ἀναζητήσει αὐτά πού ἔχουν εἰπωθεῖ ἤ γραφεῖ «ὄχι ἀπό ἕναν ἤ δύο» ἀπό τούς ἀναγνωρισµένους καί ἐγκρίτους «ἀρχαίους» Πατέρες, ἀλλά αὐτά πού ἔχουν εἰπωθεῖ «ἀπό ὅλους ἐξ ἴσου, φανερά, συχνά καί ἐπίµονα». Κατά τόν Ἅγιο «ἐάν κάποιος διδάσκει, ὅποιος καί ἐάν εἶναι, κάτι διαφορετικό ἀπό ὅλους ἤ ἀντίθετα µέ ὅλους, ἀκόµα καί ἐάν εἶναι ἅγιος καί σοφός, ἄς εἶναι καί Ἐπίσκοπος, ἄς εἶναι ὁµολογητής, ἄς εἶναι καί µάρτυρας, αὐτό πού διδάσκει θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς µιά ἰδιωτική του γνώµη καί νά διαχωρισθεῖ ἀπό τήν κοινή, δηµόσια καί γενική πεποίθηση». Διότι, ὅπως προειδοποίησε ὁ Μωϋσῆς στό Δευτερονόµιο (13,2): «Ἄν παρουσιαστεῖ ἀνάµεσά σας κάποιος προφήτης ἤ ὀνειροκρίτης καί σᾶς δώσει ἕνα σηµεῖο ἤ κάνει κάποιο θαῦµα καί τό σηµεῖο ἤ τό θαῦµα πραγµατοποιηθεῖ, µέ σκοπό µετά νά σᾶς προσκαλέσει νά ἀκολουθήσετε καί νά λατρεύσετε ἄλλους θεούς πού δέν τούς γνωρίζετε, µήν τόν ἀκούσετε ἐκεῖνο τόν προφήτη καί τόν ὀνειροκρίτη, γιατί ὁ Κύριος, ὁ Θεός σας, θέλει νά σᾶς δοκιµάσει γιά νά δεῖ ἄν τόν ἀγαπᾶτε µέ ὅλη τήν καρδιά σας καί µέ ὅλη τήν ψυχή σας».
Σέ ἄλλο σηµεῖο τοῦ ἔργου τοῦ ὁ Ἅγιος παραθέτει τήν ὁδηγία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιµόθεο (1η Ἐπιστολή, 6, 20): «Ὦ Τιµόθεε τήν παρακαταθήκην φύλαξον». Ἑρµηνεύοντας τήν παραγγελία αὐτή, ὁ Ἅγιος Βικέντιος ἐρωτᾶ: «ποιά εἶναι ἡ παρακαταθήκη; Αὐτό τό ὁποῖο ἔχουν ἐµπιστευθεῖ σέ σένα, ὄχι αὐτό τό ὁποῖο ἐσύ ὁ ἴδιος ἐπινόησες. Ἕνα ἀντικείµενο ὄχι ἐπινόησης, ἀλλά µάθησης, ὄχι ἰδιωτικῆς ἀποδοχῆς, ἀλλά δηµόσιας παράδοσης, ἕνα ἀντικείµενο πού σοῦ δόθηκε, ὄχι πού ἐσύ προέβαλες, καί ὡς πρός τό ὁποῖο δεσµεύεσαι νά εἶσαι ὄχι ὁ συγγραφέας, ἀλλά ὁ φύλακας, ὄχι ὁ δάσκαλος, ἀλλά ὁ µαθητής, ὄχι ὁ ἡγέτης, ἀλλά ὁ ἀκόλουθος. Σοῦ ἔχουν ἐµπιστευθεῖ χρυσό, νά ἐπιστρέψεις χρυσό. Μήν δώσεις κάποιο ὑποκατάστατο».
Θά ἦταν, ὅµως, λάθος νά θεωρήσει κανείς ὅτι ὁ Ἅγιος κήρυττε ἕναν κακῶς ἐννοούµενο συντηρητισµό. Διότι συνεχίζοντας γράφει: «ἐάν ὁ Θεός σου δώρησε νοῦ, ἱκανότητα, µάθηση, τότε γίνε ἕνας Βεσελεήλ τῆς πνευµατικῆς κιβωτοῦ, χάραξε τούς πολύτιµους λίθους τῆς Θείας διδασκαλίας, ἅρµοσέ τους µέ ἀκρίβεια, στόλισέ τους µέ ἱκανότητα, πρόσθεσε αἴγλη, χάρη, ὀµορφιά. Κάνε ξεκάθαρα ἀντιληπτό αὐτό, πού προηγουµένως πιστευόταν, χωρίς νά γίνεται πλήρως κατανοητό… Ὅµως, δίδασκε τίς ἀλήθειες ὅπως τίς ἔχεις µάθει, οὕτως ὥστε ἄν καί ὁµιλεῖς µέ καινούργιο τρόπο, αὐτό γιά τό ὁποῖο ὁµιλεῖς δέν θά εἶναι καινούργιο». Καί ἐπίσης: «Ἀλλά κάποιος µπορεῖ νά ρωτήσει ἴσως: δέν θά ὑπάρχει λοιπόν καµιά πρόοδος στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Σίγουρα, ὅλη ἡ δυνατή πρόοδος. Διότι ποιό ὄν θά µποροῦσε νά ὑπάρξει, τόσο φθονερό γιά τούς ἀνθρώπους καί τόσο γεµάτο µίσος γιά τόν Θεό, ὥστε νά ἐπιχειρήσει νά τήν ἀπαγορεύσει; Ὅµως µέ τόν ὅρο ὅτι θά πρόκειται γιά ἀληθῆ πρόοδο καί ὄχι γιά ἀλλοίωση τῆς πίστης. Διότι κάτι προοδεύει, ὅταν µεγενθύνεται αὐτό τό ἴδιο καί ὄχι ὅταν µεταµορφώνεται σέ κάτι ἄλλο… Ἡ ἀνάπτυξη τῆς θρησκείας στήν ψυχή πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη µέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ σώµατος, τό ὁποῖο ἄν καί µέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἀναπτύσσεται καί προσλαµβάνει τό πλῆρες µέγεθός του, ὅµως παραµένει τό αὐτό...».
Ὅπως, προαναφέραµε, ὁ Ἅγιος Βικέντιος ἐπιχείρησε νά διατυπώσει κριτήρια ἀσφαλῆ καί σαφῆ γιά τή διάκριση τῆς Πίστης ἀπό τήν αἵρεση καί ἐπιφόρτισε κάθε ἕνα Ὀρθόδοξο Χριστιανό µέ τό καθῆκον νά τά ἐφαρµόσει, κατά τίς δυνάµεις του ἕκαστος, σέ κάθε περίσταση πού ἀνακύπτουν διαφωνίες στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ περιττό νά ποῦµε ὅτι αὐτό τό καθῆκον ἀποκτᾶ πρόσθετη βαρύτητα στίς ἡµέρες µας, κατά τίς ὁποῖες ἐλήφθησαν στήν Ἑλλάδα µέτρα πράγµατι πρωτόγνωρα, πού δέν φαίνεται νά ἔχουν τή µαρτυρία τῆς Καθολικότητας, τῆς ἀρχαιότητας καί τῆς ὁµοφωνίας.
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 226-227
Ἰούνιος-Ἰούλιος 2021