ΤΟ ΔΙΠΟΛΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

ΤΟ ΔΙΠΟΛΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

 

χουμε εἰσέλθει σέ μιά ἐποχή, ὅπου οἱ ἄνθρωποι γίνονται ὅλο καί πιό καχύποπτοι μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί συγχρόνως ἐντελῶς ἀφελεῖς, ἀπέναντι στό κυρίαρχο σύστημα.1

Ὅσοι ἔρχονται ἀπό παλαιότερες γενιές, δυσκολεύονται νά καταλάβουν αὐτή τήν ἀντιστροφή, σέ σχέση μέ τά δικά τους πολιτικά καί κοινωνικά ἀνήσυχα νεανικά χρόνια, τά ὁποῖα καθόρισαν ἕναν τρόπο σκέψης καί στάσης, ἐκτός ἐποχῆς πλέον.

Οἱ τελευταῖες δεκαετίες χαρακτηρίσθηκαν ἀπό τήν διάψευση πολλῶν οὐτοπιῶν καί τήν ἀπορρόφηση ἀπό τό σύστημα, πολλῶν παλαιότερων αἰτημάτων.

Ἔτσι, τό κενό πού ἄφησαν οἱ χαμένες οὐτοπίες, καλύφθηκε σύντομα ἀπό τήν ἐνσωμάτωση στόν συστημικό κυνισμό, στή διπροσωπία καί τήν ἐξαπάτηση. Στήν πραγματικότητα τό σύστημα σήμερα παίζει χωρίς ὑπολογίσιμο ἀνθρώπινο ἀντίπαλο. Ὅσο γιά τήν πίστη στό Θεῖο, οἱ οὐτοπίες εἶχαν κάνει ἤδη τή ζημιά τους μέ τήν ὑποτιθέμενη προσγείωση τοῦ παραδείσου. Τή ζημιά αὐτή ἦρθε νά ἀποτελειώσει, ἡ αὐτολατρεία τῆς ἐπιστήμης καί ἡ τεχνολογική ἀλαζονεία.

Τί εἶναι ὅμως αὐτό πού κάνει τίς κατά καιρούς οὐτοπίες, νά πραγματώνονται       σέ δυστοπίες; Γιατί ἄν προσέξουμε καί ἡ σημερινή τεχνοσυστημική ἐπικράτηση, δέν εἶναι παρά μιά παλιά οὐτοπία, γιά ἕναν κόσμο ὅπου λίγο ὡς πολύ θά δουλεύουν αὐτόματες μηχανές στή θέση τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά μπορεῖ νά ζεῖ ἐκεῖνος ἄνετα. Πῶς γίνεται λοιπόν νά κακοφορμίζει ἡ κάθε οὐτοπία σέ δυστοπία; Μήπως κρύβει ἐξ ἀρχῆς μέσα της τήν ἐξαπάτηση; Μήπως βρίσκει ἔρεισμα στά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας καί ὄχι στή φρόνηση καί τή σύνεση; Ἄς πάρουμε γιά παράδειγμα μιά ἄλλη σύγχρονη  δυστοπία, αὐτή τῆς πολυπολιτισμικότητας, ὅπου ἐπίσης στηρίζεται σέ διάφορες  οὐτοπίες γιά ἕναν κόσμο χωρίς κράτη, σύνορα κ.λ.π. Καί ἐνῶ μερικοί βλέπουν περιχαρεῖς τό ἔργο πού φαντάζονταν νά παίζεται γύρω τους, κάποιοι ἄλλοι κάνουν μπίζνες πολλῶν δίς, πάνω στή μαζική ἐξαθλίωση, τήν κατάργηση κάθε ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καί τήν ἀντικατάσταση τῶν κρατῶν, ἀπό ἀδιαφανεῖς καί ἀνεξέλεγκτους «μή κυβερνητικούς» ὀργανισμούς, τῆς παγκοσμιοποίησης.

Χρειάζονταν σέ τίποτα ὅλη αὐτή ἡ κατασκευή τῆς πολυπολιτισμικότητας; Μήπως δέν ὑπῆρχε καί ὑπάρχει ἀκόμα, ἡ ἀπό αἰώνων ἐμπειρία, τῆς φυσιολογικῆς διαπολιτισμικότητας; Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μάθει νά ἀνταλλάσουν προϊόντα καί ὑπηρεσίες, νά συνδιαλέγονται, νά ἐμπλουτίζονται οἱ μέν ἀπό τούς δέ, χωρίς νά χάνει κανείς τήν ἀκεραιότητά του. Ὅμως, κράτη ὅπως ἡ Συρία, μέ μακραίωνη ἱστορία διαπολιτισμικῆς συνύπαρξης, φροντίζουν νά τά καταστρέφουν, γιατί;  

Ὅπως ἐπίσης φροντίζουν νά κάνουν σκόνη ὅλη τήν θαυμαστή καί πανάρχαια πολιτιστική κληρονομιά τῆς Μεσοποταμίας. Γιατί; Τί σόϊ πολιτισμικότητα εἶναι αὐτή πού καταστρέφει τά ἔργα τῆς παγκόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς;

Μήπως δέν εἶναι ἄλλο, ἀπό ἐπίφαση τῆς πολυβαρβαρότητας; Ἕνα κρᾶμα ἀπό τά χειρότερα στοιχεῖα, πού μπορεῖ νά προμηθεύσει κάθε λαός καί ἔθνος, τήν οἰκουμένη; Γιά νά ἀποδείξουμε τί; Πόσο χειρότεροι εἴμαστε ἀπό ὅλα τά ζῶα μαζί; Γιατί ὅμως, ἐνῶ τό κακό ὅλο καί πληθαίνει γύρω μας, ἐμεῖς δέν τό βλέπουμε; Ἐδῶ φαίνεται πώς ἰσχύει ἕνα φαινόμενο, πού ἔχει παρατηρηθεῖ σέ ὅλες τίς πτωτικές περιόδους τῆς Ἱστορίας: Πώς, οἱ ἄνθρωποι, ὅταν παύουν νά πιστεύουν στό Ὑπέρτατο Ἀγαθό, παύουν νά ὑποψιάζονται καί τό ἀπόλυτο κακό.

Τό λένε καί σήμερα μάλιστα σάν προτροπή: ὅτι τό καλό καί τό κακό, ἰσχύουν    ἄν τά πιστεύεις, ἔτσι καί δέν τά πιστεύεις, δέν ὑπάρχουν! Αὐτό τό σχῆμα στρουθοκαμηλικῆς ἀντίληψης, δείχνει τήν πνευματική ἔνδεια τῆς ἐποχῆς μας καί τόν θρίαμβο τοῦ κακοῦ στήν ἀλλοίωση τῶν συνειδήσεων. Αὐτό δέν σημαίνει πώς τό Ἀγαθό, περιμένει ἀπό τό κακό γιά νά ἐπιβεβαιωθεῖ, ἀλλά τό ἀντίθετο, πώς τό κακό προαπαιτεῖ τήν ἔλλειψη γνώσης τοῦ Ἀγαθοῦ.

Μιά ἄλλη διαστρεβλωτική προπαγάνδα, πού ἀκοῦμε συχνά σήμερα γιά τό καλό καί τό κακό, εἶναι ἡ συμπαρουσία τοῦ ἑνός, ἐντός τοῦ ἄλλου. Ἐδῶ συγχέουν σκόπιμα τά ἀποτελέσματα, μέ τίς ὀντότητες. Εἶναι ἄλλο πράγμα τό «οὐδέν κακό ἀμιγές καλοῦ», ὅπου ἡ Θεία Οἰκονομία ἔχει φροντίσει νά ὑπάρχει γιά νά τό ἀντέχουμε, καί ἄλλο ὅτι τό καλό καί τό κακό, λειτουργοῦν ἀλληλοσυμπληρωματικά, σά νά εἶναι ἀπό τήν ἴδια φύση.

Τί εἶναι ὅμως αὐτό, πού κάνει τό ἀνθρώπινο ὄν νά ὁρίζεται ἀπό τά μεγέθη τοῦ ὑπέρτατου Ἀγαθοῦ καί τοῦ ἀπόλυτου κακοῦ; Γιατί νά μήν προσδιορίζει τήν ζωή καί τούς τρόπους του ἀπό τό πεπερασμένο, τό ὁποῖο εἶναι βατό καί οἰκεῖο στή φύση του;

Εἶναι ἡ γνώση τοῦ θανάτου στόν ἄνθρωπο, αὐτό τό ἀπόλυτο, τό ἀμετάκλητο τέλος, τό μή ἀντιμετωπίσημο ἀπό τήν διάνοια, πού πετάει τόν ἄνθρωπο διαρκῶς ἔξω ἀπό τά ὅρια τοῦ γνωστοῦ κόσμου. Τόν κάνει νά ψάχνει στά πέρατα τή λύση αὐτοῦ τοῦ ἀνυπέρβλητου προβλήματος. Τοῦ φέρνει τρέλα καί ἀπόγνωση τό τέλος, ἄν δέν πιστεύει στήν ἄχρονη συνέχεια τῆς ὕπαρξής του.

Ἀλλά ἡ γνώση τοῦ τέλους, δέν θά ἦταν τόσο ὀδυνηρή, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ αἴσθηση τοῦ αἰωνίου τῆς ψυχῆς, μέσα στόν ἄνθρωπο. Ἡ πιό τραγική, ἴσως, ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς αἴσθησης τοῦ ἀπέραντου κάλλους, σέ κάθετη ἀντίθεση μέ τήν σκληρή καί ἄσχημη πραγματικότητα, εἶναι τά νέα παιδιά, πού πέφτουν στά ναρκωτικά. Συνήθως εἶναι εὐαίσθητα παιδιά, διαθέτουν, δηλαδή, τό εὖ τῆς αἴσθησης, ἀλλά ἀγνοῶντας τήν πηγή του γιά νά στραφοῦν πρός αὐτό, ἀναζητοῦν σέ αὐτοκαταστροφικό δρόμο, τήν ἀναβίωση αὐτῆς τῆς αἴσθησης.

Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά χωρέσει μέσα του τήν ματαιότητα τῆς γνώσης, πῶς τά ἀγαπημένα πρόσωπα, ἀκόμα καί ὁ ἴδιος/ια, μετά ἀπό τόσους μόχθους, τόσες λύπες καί χαρές, θά γίνουν χῶμα. Ἄν παραμείνει σέ αὐτό τό συναίσθημα, μέ κάποιο τρόπο θά τό ἀναπαράξει. Μόνο ὅταν ἀναγνωρίσει τό Ἀγαθό καί τό Αἰώνιο, θέλει νά τό μιμηθεῖ.

Γι’ αὐτό τόν λόγο, ἡ ἀνθρώπινη ζωή καί πολιτεία, κινοῦνται ἀναπόδραστα, ἀφ’ ἑνός ἀνάμεσα στή μίμηση τῆς Δημιουργίας μέ ἀναδημιουργία, τῆς Ἀγάπης μέ προσφορά καί ἀφ’ ἑτέρου ἀνάμεσα στή μίμηση τοῦ θανάτου, μέ τόν φθόνο, τό μῖσος, τό ψεῦδος, τήν ἁρπαγή.  Αὐτά εἶναι τά δύο ἀπόλυτα μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό τόσο τό πάθος τῆς ζωῆς, ὅσο καί τά πάθη τῆς ἀπώλειας, μέ ὁρμή πάθους πράττονται.

Βέβαια στήν πράξη τῆς ζωῆς, συνήθως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἰσορροποῦν σέ μιά μέση κατάσταση, πού τούς ἐπιτρέπει νά εἶναι λειτουργικοί στίς ἀνάγκες τῆς καθημερινότητας. Ἀλλά ἄν ἡ μέση ὁδός, δέν εἶναι σκαμμένη καί στρωμένη στά μέτρα τῆς σύνεσης καί τῆς φρόνησης, ἄν δέν συνιστᾶ θετική ὑπέρβαση, ἡ ζυγαριά τελικά γέρνει στήν ἀπώλεια.

Γιατί ὅμως μόνο ὁ Χριστός σώζει;

Ἐμεῖς ἐδῶ θά σταθοῦμε σέ μιά πτυχή, γιατί αὐτή ἡ ἀπάντηση, ἔχει πολλά σημαινόμενα, μέ τό ἴδιο σημαῖνον.

Μόνο ὁ Χριστός βιώνεται μοναδικά προσωπικά καί συνάμα ἑνωτικά στήν κοινότητα τῶν πιστῶν. Εἶναι ἀπόλυτα συγκεκριμμένος καί συμπάσχων, στήν κάθε στιγμή, κάθε ἀνθρώπου. Δέν εἶναι ἕνας ἀπρόσιτος Θεός, γιατί ὡς ἄνθρωπος νιώθει τήν ἀνθρώπινη ἀγωνία καί ὡς Θεός, μᾶς ἔχει ἐμφυσήσει τήν ζωογόνο πνοή τοῦ Προσώπου του. Ἀπό τό Πρόσωπό του ἐκπηγάζει τό μοναδικό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός εἶναι προσωπικός, ἀλλά ὄχι ἀτομικός, γιατί τό πρόσωπο εἶναι προϋπόθεση καί συγχρόνως ἀποτέλεσμα τῆς κοινωνίας. Ὁ Χριστός εἶναι ἑνωτικός, ἀλλά ὄχι μαζικός, γιατί ἡ κοινωνία ὑφίσταται μόνο ἀπό διακριτά καί μοναδικά πρόσωπα.

Ἄν ὁ Χριστός ἦταν μόνο ἄνθρωπος ἤ μόνο Θεός, δέν θά ἦταν προσωπικός καί κοινοτικός συγχρόνως.

Ὁ Χριστός βρίσκεται πολύ πέρα ἀπό τίς οὐτοπίες καί τίς δυστοπίες, βρίσκεται στήν ἐντοπιότητα πού νιώθει ἡ ψυχή, ὅπου γευθεῖ τήν Χάρη του.

Ἄς τό φωνάξουμε ἀνοιχτά, εἴμαστε ὅλοι παιδιά τοῦ πιό σφοδροῦ ἔρωτα, τοῦ Θείου Λόγου πρός τά δημιουργήματά του. Αὐτός ὁ ἔρως μᾶς συνέχει ἀκόμη. Αὐτόν τόν ἔρωτα ὅταν νιώθουμε, μποροῦμε νά συγχωροῦμε, μέ τήν ἐπιθυμία νά συν-χωρέσουμε καί ἔτσι παίρνουμε μιά ἐλάχιστη γεύση τοῦ ἀπροσμέτρητου Θείου ἔρωτα. Αὐτή ἡ ἐξ ἀνακλάσεως γεύση τοῦ Θείου, στόν ἀνθρώπινο ἔρωτα, μᾶς ἐπιτρέπει νά γνωρίζουμε «ἀπό πρῶτο χέρι», πώς ἡ ψυχή μας ἕλκεται ἀπό τήν μοναδικότητα καί ὁ νοῦς ἀπό τό συγκεκριμένο περιεχόμενο τῆς σχέσης. Πώς ἡ ψυχή ποθεῖ τό παντοτινό καί ὁ νοῦς φροντίζει τό ἔγχρονο.

Πώς ἡ ἐπίγνωση φυλάττει καθαρή τήν καρδιά, ὥστε νά κυοφορήσει τόν Ἄρρητο Λόγο τῆς πληρότητάς της.

 

Θεμιστοκλῆς Σβορῶνος

Ἠλεκτρολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀρ. Τεύχους 225

Μάϊος 2021

 

 Ὑποσημείωση:

1. Τόν ὅρο σύστημα ἐδῶ, τόν χρησιμοποιοῦμε γιά ὅλες  τίς πολιτικές, ἐπικοινωνιακές, πολιτιστικές κ.λ.π. δομές, πού ἐξυπηρετοῦν τήν Νέα Τάξη.