Μηνύματα ἀπό τόν Ἀη Γιώργη τοῦ Λυκαβηττοῦ

Μηνύματα ἀπό τόν Ἀη Γιώργη τοῦ Λυκαβηττοῦ

 

Τό πρῶτο τρίμηνο τῆς φετεινῆς χρονιᾶς μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά ἀνεβαίνω σχεδόν καθημερινά στήν κορυφή τοῦ Λυκαβηττοῦ, ἀρχικά γιά λόγους ἄσκησης, καί κατέληξα νά ἀνεβαίνω γιά προσκύνημα στήν ἐκκλησιά τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὁ ὁποῖος ἀπό τό ψηλότερο σημεῖο τοῦ Λεκανοπεδίου ἐπισκοπεῖ τήν Ἀθήνα ἀπό ἄκρη σέ ἄκρη, ἄν ἑξαιρέσουμε τήν γωνία πού κρύβουν τά Τουρκοβούνια.

Ἡ θέα, θά τό γνωρίζετε καί ἐσεῖς, εἶναι μοναδική καί τό μάτι φθάνει ἀπεριόριστα μέχρι τήν Αἴγινα, γιά αὐτό καί συγκεντρώνεται ἐκεῖ πλῆθος ἀνθρώπων, Ἕλληνες καί ξένοι, ἰδιαίτερα νεαρά ἀγόρια καί κορίτσια. Μεταξύ τῶν ἄλλων, νομίζω πώς τά παιδιά μας ἀνεβαίνουν στήν εὐλογημένη κορυφή γιατί ἴσως ἐκεῖ αἰσθάνονται περισσότερο ἐλεύθερα, ἰδιαίτερα αὐτήν τήν περίοδο πού ἡ ἐλευθερία μας περιορίσθηκε μέ τόσο αὐταρχικό τρόπο.

Βλέπεις τά παιδιά μας σήμερα καί τά χαίρεσαι. Καλοφτιαγμένα, χαριτωμένα, προικισμένα, χάρμα ὀφθαλμῶν. Ἄν τούς προσέξεις φαίνεται ὅτι κάνουν τόσο κόπο γιά νά φθάσουν ἐκεῖ ψηλά γιά νά ξεφύγουν λίγο ἀπό τό βάρος τοῦ καθημερινοῦ φορτίου, νά ἀναπνεύσουν ἐλεύθερο ἀέρα πού συνήθως ἐκεῖ πάνω φυσάει δυνατά, ἀφοῦ δέν «κόβει» ἀπό πουθενά.

Ἐκεῖνο ὅμως πού μου ἔκανε ἐντύπωση, ὅλον αὐτόν τόν καιρό πού ἀνέβαινα καί ἐγώ μαζί τους, ἦταν τό γεγονός ὅτι, ἀπό τό πλῆθος αὐτῶν τῶν παιδιῶν πού σκαρφαλώνουν ὡς τήν κορυφή, ἐλάχιστα εἰσέρχονται μέσα στό ἐκκλησάκι. Ἀπό αὐτούς τούς νέους, οἱ περισσότεροι τό κοιτάζουν ἀπό ἔξω, σάν νά βλέπουν κάτι πού τούς φαίνεται ὄμορφο μέν, ἀλλά μᾶλλον ξένο, καί πολύ λίγοι κάνουν τήν ὑπέρβαση –πρέπει ἴσως καί νά ἀπαντήσουν στά σχόλια τῶν ὑπολοίπων– καί διαβαίνουν τήν εἴσοδο γιά νά ἀνάψουν κερί ἤ γιά νά προσκυνήσουν. Σχεδόν τρεῖς μῆνες τό ἴδιο θέαμα.

Ἐπειδή μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση, ῥώτησα καί τούς ὑπεύθυνους τοῦ Ναοῦ καί ἐπιβεβαίωσαν πώς ἐλάχιστοι ἀπό ὅλους ὅσους ἀνεβαίνουν μπαίνουν μέσα στήν Ἐκκλησιά. Δέν εἶναι λοιπόν μόνο δική μου παρατήρηση. Εἶναι γεγονός.

Μά δέν ἔχουν τήν περιέργεια νά δοῦν πῶς εἶναι ὁ Ναός ἀπό μέσα; Ὑπάρχει ἀπ’ ἔξω καί ἡ πλάκα ἡ μαρμάρινη πού γράφει ὅτι θεμελιώθηκε τό 1834, ἀλλά οὔτε ὡς μνημεῖο ἐνδιαφέρονται νά τόν ἐπισκεφτοῦν.

Τόση προσπάθεια νά φτάσουν ἴσαμε ἐκεῖ ψηλά καί νά μήν μποῦν νά ἀνάψουν ἕνα κερί; Τά ἔχουν λυμένα τά προβλήματά τους τά παιδιά μας καί δέν ἔχουν κάτι νά ζητήσουν ἀπό τόν Θεό πού σέ αὐτή τήν κορυφή Τόν προσεγγίζουν ὅσο πιό κοντά γίνεται ἀπό ὁπουδήποτε στήν Ἀθήνα μας;

Οἱ πατεράδες μας, μόλις ἔγινε ἡ Ἀθήνα πρωτεύουσα τοῦ Κράτους, ἐπειδή πίστευαν ὅτι τήν λευτεριά τους τήν χρωστοῦσαν, εἶπαν νά φτιάξουν, μέσα στή φτώχειά τους, Ἐκκλησιά ψηλά ἐκεῖ γιά νά φυλάει τήν πόλη, καί οἱ νέοι μας δύο αἰῶνες μετά, οὔτε τόν κόπο κάνουν νά δρασκελίσουν τήν πόρτα. Μιά χαρά τά μεγαλώσαμε τά παιδιά μας! Τά κάναμε σάν τά μοῦτρα μας. Ἀγνώμονες καί ἀχάριστοι. Ὅλα μόνοι μας τά καταφέραμε. Τώρα εἴμαστε μοντέρνοι, προοδεύσαμε πολύ.

Αὐτά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς ὑπέροχης λειτουργίας τῶν Σχολειῶν καί τῶν Σπιτιῶν μας.

Τήν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 2015 εἶχα τήν εὐλογία νά παρακολουθήσω τήν Ἀκολουθία τῶν Παθῶν στό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τῆς Φλώρινας. Συγκλονίστηκα. Ὁ Ναός τεράστιος, τό ἐκκλησίασμα σχεδόν συνθλίβονταν, οἱ περισσότεροι ὄρθιοι, γεμάτο καί τό προαύλιο τοῦ Ναοῦ. Καί τό πιό ἀξιοσημείωτο, οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς ἦταν νέοι ἄνθρωποι. Τέτοια εἰκόνα δέν ξαναεῖδα πουθενά. Ὑπάρχει ἐξήγηση; Μά φυσικά, στή Φλώρινα βλέπετε ἔσπειρε ἕνας γεωργός, πού τέτοιον δέν εἶχε ἄλλον ἡ ἐποχή μας. Τίποτα δέν γίνεται τυχαῖα.

Ἀλλά εἶναι ἡ εἰκόνα πού σᾶς περιέγραψα ἀπό τόν Ἄη Γιώργη τοῦ Λυκαβηττοῦ ἡ μόνη πού δείχνει τήν ἀποξένωση τῶν παιδιῶν μας ἀπό τήν Πίστη πού μᾶς παραδόθηκε ἀπό τούς πατεράδες μας; Γυρίστε τή ματιά σας στό ἐκκλησίασμα τῶν Ναῶν, ὅπου βρεθεῖτε, καί θά πάρετε τήν ἀπάντηση. Λείπουν τά παιδιά. Οὔτε ἀπό συνήθεια δέν μπαίνουν στήν ἐκκλησία.

Ἄς μήν ἀδικοῦμε τούς νέους μας. Τί φταῖνε τά παιδιά; Ἐμεῖς τούς κρύψαμε τήν ἀλήθεια πού μᾶς παραδόθηκε. Ποιός νά μιλήσει σήμερα στά παιδιά μας γιά Πίστη; Ποιός γονιός, ποιός δάσκαλος, ποιός Παππᾶς; Συγχωρέστε με, ὅλοι κατώτεροι τῶν περιστάσεων. Τολμᾶμε μήπως νά προβάλλουμε τόν ἑαυτό μας ὡς παράδειγμα πίστης; Ἐμεῖς εἴμαστε πού ἀρνηθήκαμε.

Διακόσια χρόνια ἀπό τό ’21 καί κοντεύει νά χαθεῖ ἡ πίστη στίς ἑπόμενες γενιές. Σήμερα βλέπουμε τά ἀποτελέσματα τῆς πολεμικῆς πού ὑπέστη ἡ πίστη μας, κατά σύμπτωση, ἀπό τόν ἴδιο καιρό πού θεμελιώθηκε τό ἐκκλησάκι τοῦ Ἄη Γιώργη στά χρόνια τῆς Ἀντιβασιλείας τῶν Βαυαρῶν.

Ἀκαταπόνητοι οἱ ἀντικείμενοι στό πέρασμα τοῦ χρόνου, καί ἡ Ἐκκλησία ὑποχωροῦσα διαρκῶς, μέχρι καί σήμερα. Νά μήν ἐκκλησιάζονται οἱ μαθητές τῶν σχολείων, νά μήν γίνεται πρωϊνή προσευχή, νά μήν ἐπιτρέπεται στούς Ἱερεῖς νά πηγαίνουν στά Σχολεῖα, μόνο στούς Μητροπολίτες – ἄν ἰσχύει ἀκόμη αὐτό– νά μήν διδάσκεται ἡ χριστιανική πίστη στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν γιατί αὐτό εἶναι κατήχηση, ἀκόμη καί ἀπό τόν Στρατό καταργήθηκε ὁ ἐκκλησιασμός πού γινόταν μέχρι λίγο πιό παλιά.

Μά πῶς ζημιώθηκαν οἱ Ἕλληνες ἀπό τή σχέση τους μέ τήν πίστη ὡς τά τώρα καί παραβγαίνουν στήν ἄρνηση; Μήπως δέν τούς ἐπιτράπηκε  νά εἶναι μοντέρνοι; Μήπως ἔμειναν πίσω ἀπό τήν ἐποχή; Μήπως δέν προώδευσαν ὅσο οἱ ἄλλοι λαοί;

Δέν θά πῶ ὅτι εἶναι καλό ἤ κακό πού τά παιδιά μας ἀπουσιάζουν ἀπό τίς Ἐκκλησιές μας. Καθένας γνωρίζει τό συμφέρον του. Ἅμα κανείς μπορεῖ νά τά κάνει ὅλα μόνος του, τί χρειάζεται τόν Θεό; Αὐτό μάθαμε στά παιδιά μας, νά ἐμπιστεύονται μόνο τίς δυνάμεις τους. Ἔτσι θά φτάσουν ψηλά, ἄντε καί μέ λίγο σπρώξιμο ἀπό κάποια γνωριμία.

Οἱ παλιότεροι δέν εἶχαν τή γνώση πού κατέχουμε σήμερα, ἦταν καθυστερημένοι, διακατέχονταν ἀπό σύνδρομα φοβικά πού ἀνάγονται στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς καί τοῦ «νοσηροῦ» Βυζαντίου. Σήμερα ἔχουμε προοδεύσει.

Καί ἡ Ἐκκλησία τί ἔκανε; Μπορεῖ νά προσφέρει ἐναλλακτική πρόταση; Μᾶλλον ὄχι. Ἀσθμαίνουσα τρέχει πίσω ἀπό τό σύνθημα πού ἄλλοι διάλεξαν, «ὅλοι μαζί μποροῦμε». Ἡ Ἐκκλησία χρειάζεται γιά νά προσφέρει κοινωνικό ἔργο. Τῆς ἀρκεῖ ἡ ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς προσφορᾶς στόν σημερινό ἄνθρωπο.

Στόν αὐτόματο πιλότο, ἀδελφοί μου, οἱ νέοι μας. Ὅπου τούς πάει τό κῦμα. Ἡ Πολιτεία φροντίζει. Αὐτή ἐπιδιώκει πάντα το καλό.

Ἄντε νά δοῦμε ποῦ θά μᾶς βγάλει ἡ ἐγκατάλειψη τῶν παιδιῶν μας, πού ἴσως μέ τά λόγια τοῦ σήμερα μπορεῖ νά μεταφράζεται ὡς σεβασμός τῆς προσωπικότητάς τους.

Φοβᾶμαι πώς ἡ ἀλήθεια εἶναι διαφορετική. Δέν τά σεβόμαστε τά παιδιά μας. Τά ἐγκαταλείψαμε μέσα στή νύκτα νά βροῦν τό δρόμο μόνα τους. Τά ἀδικήσαμε, γιατί ὅλοι ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε τήν παρακαταθήκη, πού παραλάβαμε ἀπό τούς προγενέστερους.

 

Δημήτριος Κοσκινιώτης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀρ. Τεύχους 225

Μάϊος 2021