Τό καθῆκον τῆς ψήφου
Ἕνα βασικό σύγχρονο ἐρώτηµα, στό ὁποῖο δέν ὑπάρχει ὁµοφωνία µεταξύ τῶν Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων εἶναι ἐκεῖνο πού ἀφορᾶ τήν πρέπουσα σχέση τοῦ συνειδητοῦ Χριστιανοῦ µέ τήν πολιτική ζωή. Πολλοί, ἴσως οἱ περισσότεροι, εἶναι ἐκεῖνοι πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἕνας εἰλικρινής Χριστιανός δέν πρέπει νά ἀναµειγνύεται µέ τήν πολιτική, διότι αὐτό θά συνεπαγόταν τήν ἐνασχόλησή του, στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων, µέ ζητήµατα «κοσµικά», γεγονός πού θά τόν ἀποξένωνε ἀπό τήν «πνευµατική ζωή». Ἐξ ἄλλου, ἡ βαθύτερη ἐµπλοκή του στήν πολιτική εἶναι πολύ πιθανό νά τόν ἐνέπλεκε στίς κοµµατικές µηχανορραφίες καί δολοπλοκίες, ὁπότε, σχεδόν µοιραῖα, θά ἐξωθεῖτο στό νά διαπράξει ἁµαρτίες βαριές, πού θά ἔθεταν σέ κίνδυνο τή σωτηρία του, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, «εἰ ὁ δίκαιος µόλις σώζεται, ὁ ἁµαρτωλός ποῦ φανεῖται;». Εἶναι, λοιπόν, αὐταπόδεικτα προτιµότερο τό νά ἀπέχει κανείς ἀπό κάθε δράση συµµετοχῆς στήν πολιτική ζωή, ἀφήνοντας τά ζητήµατα αὐτά στούς «κοσµικούς». Ὅσοι, µάλιστα, ἔχουν αὐτή τήν τοποθέτηση συνήθως ἐπικαλοῦνται τό εὐαγγελικό: «Ἀπόδοτε τά τοῦ καίσαρος τῷ καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῶ» (Κατά Ματθαῖον κβ, 21), ἀποδίδοντάς του τό νόηµα ὅτι ἡ διακυβέρνηση ἑνός κράτους πρέπει νά ἀνήκει ἀποκλειστικά «στόν Καίσαρα», ἤτοι στόν ἑκάστοτε –ἀνάλογα δηλαδή µέ τό πολίτευµα κάθε κράτους– ἀνώτατο ἄρχοντα.
Δέν µπορεῖ κανείς παρά νά ἀναγνωρίσει ὅτι τό κίνητρο µιᾶς τέτοιας «ἀ-πολιτικῆς» τοποθέτησης εἶναι συνήθως εὐγενές, ἀφοῦ ὅσοι ἔχουν αὐτή τήν στάση εἶναι ἄνθρωποι πού θέλουν νά διατηρήσουν ζωντανή τή Χριστιανική τους πίστη καί ἀποβλέπουν στό νά διασώσουν τήν ἀκεραιότητα τῆς συνείδησής τους, «διαβαίνοντας ἐν µέσῳ παγίδων πολλῶν». Τό ἐρώτηµα, ὅµως, πού ἀνακύπτει εἶναι ἐάν ἡ στάση αὐτή, πού χαρακτηρίζεται ἀπό ἀκεραιότητα καί ἰδεαλισµό, συνοδεύεται ἀπό τίς ἐξ ἴσου ἀπαραίτητες ἀρετές τῆς αὐτεπίγνωσης καί τῆς συνέπειας.
Ἀναφέραµε προηγουµένως ὅτι κάθε κράτος ἔχει ἀνάλογα µέ τό πολίτευµά του ἄλλον «Καίσαρα», ἄλλον, δηλαδή, ἀνώτατο κρατικό ἄρχοντα. Ἔτσι, στό πλαίσιο τοῦ Ἑλληνικοῦ Δηµοκρατικοῦ πολιτεύµατος, ὅπως αὐτό ἔχει συσταθεῖ ἀπό τό Σύνταγµα, ἀνώτατο πολιτειακό ὄργανο εἶναι τό ἐκλογικό σῶµα, τό σῶµα τῶν ψηφοφόρων. Σύµφωνα δέ µέ τόν σχετικό ὁρισµό: «Δηµοκρατία εἶναι τό πολίτευµα στό ὁποῖο τά µέλη µιᾶς πολιτικῆς κοινότητας αὐτοκαθορίζονται πολιτικά. Ἡ κυριαρχία θεωρεῖται ὅτι ἐνυπάρχει σέ κάθε πολίτη ξεχωριστά, καί ἔτσι οἱ πολῖτες στή δηµοκρατία «αὐτοκαθορίζονται» διότι στό πρόσωπο καθενός συντρέχει τόσο ἡ ἰδιότητα τοῦ ἐξουσιάζοντος, ἡ ὁποία κατ’ ἐξοχήν ἐκδηλώνεται µέ τό πολιτικό δικαίωµα τοῦ ἐκλέγειν καί ἐκλέγεσθαι, ὅσο καί ἡ ἰδιότητα τοῦ ἐξουσιαζοµένου». Λαµβάνοντας δέ ὑπ’ ὄψη τό γεγονός αὐτό, τό ὅτι δηλαδή «οἱ πολῖτες στή δηµοκρατία ἐξουσιάζουν τούς ἴδιους τους τούς ἑαυτούς», µπορεῖ κανείς νά καταλήξει στό συµπέρασµα ὅτι, στή «συνάφεια» ἑνός δηµοκρατικοῦ πολιτεύµατος, ὅπως εἶναι κατά τό Σύνταγµα τό Ἑλληνικό πολίτευµα, ὡς «Καῖσαρ», ἀνώτατος δηλαδή πολιτειακός ἄρχων, πρέπει νά θεωρηθεῖ ὁ λαός καί εἰδικότερα τό σῶµα τῶν ψηφοφόρων.
Νοµίζουµε ὅτι ὅσοι Χριστιανοί στήν Ἑλλάδα ὑποστηρίζουν ὅτι πρέπει νά ἀποδώσουµε στόν «Καίσαρα», ὅσα τοῦ ἀνήκουν, δέν ἔχουν συνειδητοποιήσει, ἤ πάντως δέν προκύπτει ἀπό τά λεγόµενά τους κάτι τέτοιο, ὅτι αὐτοί οἱ ἴδιοι, στόν βαθµό πού ἔχουν τό ἐκλογικό δικαίωµα, εἶναι (ἀπό κοινοῦ µέ τούς λοιπούς ψηφοφόρους) αὐτός τοῦτος ὁ «Καῖσαρ»! Εἶναι, δηλαδή, εἶναι ἤδη φορεῖς τῆς ἀνώτατης κρατικῆς ἐξουσίας καί ὡς ἐκ τούτου, ἤδη ἐξ ἀρχῆς, περιπλεγµένοι στήν πολιτική. Γιά παράδειγµα, γιά νά παραµείνουµε στό πλαίσιο τῆς σχετικῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἔχουν ἤδη, ὡς «Καῖσαρ», τήν ἐξουσία κοπῆς τοῦ νοµίσµατος καί τή φορολογική ἐξουσία, ἀφοῦ κατά τό Σύνταγµα «ὅλες οἱ ἐξουσίες πηγάζουν ἀπό τό λαό» (βλ. ἄρθρο 1) καί ἑποµένως, ἐάν τό περιστατικό, πού ἐξιστορεῖ τό Εὐαγγέλιο, συνέβαινε στή χώρα µας σήµερα, δικαιοῦχοι τοῦ ἀποδοτέου δηναρίου θά ἦταν (ἀπό κοινοῦ µέ τούς λοιπούς ψηφοφόρους) οἱ –ἀπολιτικοί µέν, ἀλλά παρά ταῦτα φορεῖς τοῦ ἐκλογικοῦ δικαιώµατος – Ἕλληνες Χριστιανοί. Εἶναι, δηλαδή, δικαιοῦχοι ὅσων πρέπει νά ἀποδοθοῦν στόν «Καίσαρα», ἀκόµη καί ἄν παραλείπουν νά ἀσχοληθοῦν µέ τήν πολιτική καί, γιά παράδειγµα, δέν προσέρχονται στίς κάλπες γιά νά ψηφίσουν, τοῦτο δέ, διότι καί στήν τελευταία αὐτή περίπτωση ἡ κρατική ἐξουσία ἀσκεῖται ἐν ὀνόµατί τους, ἀφοῦ, πάντως, δέν ἔχουν παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἰδιότητά τους ὡς µελῶν τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.
Γιά νά ἑρµηνεύσει κανείς πληρέστερα τή σχετική Εὐαγγελική προτροπή στή «συνάφεια» τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος θά πρέπει νά λάβει, ἐπιπροσθέτως, ὑπ’ ὄψη του καί τό ὅτι, ὅπως πολλές φορές ἔχει τονισθεῖ στό περιοδικό αὐτό, τό Ἑλληνικό Κράτος ἔχει συσταθεῖ στό Ὄνοµα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι, ὁ «Καῖσαρ» εἶναι γιά τό Ἑλληνικό Σύνταγµα, ἤδη Χριστιανός καί –πρέπει νά– ἀσκεῖ τήν ἐξουσία στό ὄνοµα τοῦ Θεοῦ. Ἑποµένως, γιά νά συνεχίσουµε στό πλαίσιο τοῦ ἴδιου παραδείγµατος, ἡ νοµισµατική (=κοπή καί ἡ σφράγιση τοῦ δηναρίου) καί ἡ φορολογική πολιτική (=ἡ ἀπόδοση τοῦ δηναρίου) ἀνήκουν στόν Θεό καί, κατά συνέπεια, πρέπει νά ἀσκοῦνται στό ὄνοµά Του.
Ἡ ἀ-πολιτική στάση τῶν Χριστιανῶν καί ταὐτόχρονα ψηφοφόρων θέτει ἀκόµη τό ζήτηµα τῆς συνέπειας τῆς στάσης τους αὐτῆς. Ὁ Τζών Ρώλς, ἕνας Ἀµερικανός πολιτικός φιλόσοφος πού ἄσκησε πολύ µεγάλη ἐπιρροή στήν πολιτική σκέψη τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, ἔχει ὑποστηρίξει ὅτι στό πλαίσιο ἑνός ἐκκοσµικευµένου (secular) κράτους, ὅσοι ἔχουν θέσεις «φονταµενταλιστικές», ἀπόψεις, δηλαδή, πού ἀµφισβητοῦν τήν κοσµική θεµελίωση τοῦ κράτους, ἔχουν µέν τό δικαίωµα νά τίς ἐκφράζουν καί νά τίς διαδίδουν, ὅµως, δέν θά πρέπει νά τούς ἐπιτραπεῖ νά ψηφίσουν µέ βάση τίς ἀπόψεις τους αὐτές. Ἀντιστρόφως, θά µποροῦσε κανείς νά ὑποστηρίξει ὅτι στό πλαίσιο ἑνός Χριστιανικοῦ κράτους, ὅπως τό Ἑλληνικό, ἕνας Χριστιανός ψηφοφόρος ὀφείλει, ἐάν θέλει νά εἶναι συνεπής ἀφ’ ἑνός µέ τήν πίστη του καί ἀφ’ ἑτέρου µέ τήν ὑποχρέωση ἀφοσίωσης στό κοινό καλό, νά ψηφίζει µέ βάση τήν χριστιανική του ἰδιότητα.
Εἶναι ἰδιαίτερα σηµαντικό τό ὅτι γιά τό Χριστιανικό καθῆκον τῆς Χριστιανικῆς ψήφου ἔχει τοποθετηθεῖ, τοὐλάχιστον ἀπό τό 1954, ὁ π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, ἕνας ἀκραιφνῶς «παραδοσιακός», καθώς καί, κατά κοινή ὁµολογία, ἀσυµβίβαστος καί ἀκέραιος Ἱερεύς µέ µεγάλο Ἱεραποστολικό ἔργο καί µέ ἀνάµειξη στήν πολιτική ζωή τῆς χώρας, γιά τόν ὁποῖο, µάλιστα, ὁ διδάσκαλός του στή Ριζάρειο Σχολή Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως εἶχε προείπει: «Εἰς τό πρόσωπόν του βλέπω τόν αὐριανόν «ταγόν» τῆς Ἐκκλησίας µας. Τόν πραγµατικόν ποιµένα τοῦ Χριστεπωνύµου πληρώµατος. Ὁ Κύριος µετ’ αὐτοῦ» (ἡ σχετική διήγηση τοῦ αὐτόπτη καί αὐτήκοου µάρτυρα Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου παρατίθεται στό βιβλίο µέ τίτλο «Γερβάσιος, Ὁ ἄγνωστος Ἅγιος τῶν ἡµερῶν µας καί Φάρος τῶν Πατρῶν», Παναγιώτου Λόη, Πάτραι, 1998). Παραθέτουµε τό σχετικό –κατ’ ἐξοχήν παρεµβατικό καί προωθηµένο πολιτικό– κείµενο τοῦ π. Γερβασίου πού πρωτοδηµοσιεύθηκε στήν ἐφηµερίδα «Πελοπόννησος» τῆς 18.11.1954 καί ἀναδηµοσιεύθηκε στή σέλ. 822 τοῦ βιβλίου τοῦ Παναγιώτου Λόη (οἱ ὑπογραµµίσεις καί τά ἔντονα γράµµατα ἀποδίδονται, ὅπως στό πρωτότυπο):
«Ἴσως παραξενευθοῦν µερικοί διά τήν τόλµην µας αὐτήν. Θά µᾶς δικαιώσουν ὅµως, ἄν ἔχουν τήν ὑποµονήν νά µᾶς ἀκούσουν, διότι ὄχι ὀλίγοι ἀπό τούς ψηφοφόρους, ἀλλ’ οἱ πλεῖστοι ἐκ τούτων νοµίζουν ὅτι οἱ ψῆφοι εἶναι κτῆµα τους ἤ χαρτιά, τό ὁποῖο δικαιοῦνται νά τό παίξουν ἤ ρίψουν, ὅπως τούς ἀρέσει. Ἀπατῶνται ὅµως, καί µάλιστα πλάνην οἰκτράν καί πολύ ὕπουλον. Διότι κάθε ψῆφος εἶναι ὅπλον ἀµύνης ὑπέρ τῶν δικαιωµάτων τοῦ ὅλου, τῶν ἀδυνάτων, τῆς πόλεως, τοῦ χωριοῦ σου, τῆς πατρίδος σου. Καί σοῦ τήν ἐνεπιστεύθησαν ὄχι διά νά ἐξυπηρετήσης τόν ἑαυτόν σου καί τάς τυχόν ἀντιλήψεις σου ἤ καί ἀτοµικάς ὑποχρεώσεις σου, ἀλλά νά τήν (ἤ νά τούς) προφυλάξης ἀπό κάθε φιλόδοξον πού σοῦ τήν ζητεῖ ὄχι διά νά γίνη ὑπηρέτης ὅλων, ἀλλά διά νά ἱκανοποιήσει τό ἐγώ του. Ναί κύριε ψηφοφόρε. Κατά τήν ἐπίσηµον στιγµήν, πού θά προσέλθης πρό τῆς ψηφοδόχου, ἐνθυµήθητι ὅτι σέ παρακολουθεῖ τό σύνολον τῶν ἀναγκῶν τοῦ ὅλου. Ὅτι σέ βλέπει ἡ Πατρίς ἤ τό χωριό σου καί σοῦ λέγει: παιδί µου, πρόσεξε, διότι κρατεῖς εἰς τό χέρι σου τάς ἀνάγκας µου καί τάς ἀνάγκας τῶν ἄλλων συµπολιτῶν σου. Καί ἐγώ ὁµολογῶ, ὅτι εἰς πολύ δύσκολον θέσιν θά εὑρεθῆ πᾶς ἐκλογεύς, ὅστις, ὅταν εὑρεθῆ πρό τῆς ψηφοδόχου, ἀρχίση νά σκέπτεται ἔτσι, ἐφ’ ὅσον µάλιστα δέν πρόκειται νά κάµη ὁλοκληρωτικήν ἐκλογήν κατά βούλησιν, ἀλλά κατά τάς ἀπαιτήσεις ψηφοδελτίου ἀνελευθέρου καί στεροῦντος τόν ἐκλογέα τῶν νοµίµων δικαιωµάτων του, τά ὁποῖα εἶναι πάσα ἀδέσµευτος ἐκλογή. Ἐπειδή ὅµως οἱ βουληφόροι µας βουλευταί µᾶς ἔδεσαν τά χέρια, διότι οὕτως ἠθέλησαν –τουλάχιστον ἄς ἐξαγιάσωµεν ἡµεῖς τόν σκοπόν τῆς ψήφου µας διά προτιµήσεως ἐκείνων, πού δέν ἀπαιτοῦν φορτικῶς τήν ψῆφον µας οὐδέ µᾶς δίδουν ὑποσχέσεις ἐξυπηρετήσεως ἀτοµικῶν συµφερόντων, ἴνα µή µᾶς καταλογισθῆ ἐν τῇ συνειδήσει µας ἐκµετάλλευσις τῆς ἐµπιστοσύνης τῶν ἀναµενόντων ἀπό τήν ἐκλογήν προαγωγήν τῆς πόλεως ἐπί τά βελτίῳ. Μηδέ εἴπῃ τις ὅτι, διά τήν νοµικήν καί ἀνελεύθερον δέσµευσιν, ἀπέχω. Διότι ἡ ἀποχή εἶναι ἐγκατάλειψις τῶν τῆς πόλεως. Καί ἑποµένως τοῦ γενικοῦ καλοῦ εἰς τάς ψήφους ἐκείνων πού δέν ἔχουν ἐπίγνωσιν τοῦ ἱεροῦ δώρου τῆς ψήφου».
Θά µποροῦσε νά χαρακτηρίσει τό ἰδιαίτερα σηµαντικό, ἄν καί σύντοµο αὐτό δηµοσίευµα ὡς µιά ἐκσυγχρονισµένη καί προσαρµοσµένη «στό πλαίσιο µιᾶς δηµοκρατικῆς κοινωνίας» ἔκδοση τῶν «κατόπτρων τοῦ ἡγεµόνα», τῶν κειµένων, δηλαδή, ἐκείνων τοῦ παρελθόντος πού ἐπιχειροῦσαν νά παρουσιάσουν τά καθήκοντα τοῦ «καλοῦ ἡγεµόνα», ὅπως γιά παράδειγµα εἶχε κάνει ὁ Μέγας Φώτιος µέ ἐπιστολή πού εἶχε ἀπευθύνει στόν Ἅγιο Βόρι-Μιχαήλ, Βασιλέα τῶν Βουλγάρων. Ὁ π. Γερβάσιος, δηλαδή, ἀπευθυνόµενος στόν ψηφοφόρο (τόν νέο ἡγεµόνα) τοῦ ἐφιστᾶ τήν προσοχή στό ὅτι «κρατεῖ εἰς τό χέρι του τάς ἀνάγκας τῆς Πατρίδος καί τοῦ χωριοῦ καί τάς ἀνάγκας τῶν ἄλλων συµπολιτῶν του» καί τόν προειδοποιεῖ ὅτι θά καταλογισθεῖ στή συνείδησή του, ὡς ἁµαρτία, τό νά ἐκµεταλλευθεῖ µέ τήν ψῆφο, πού θά δώσει, τήν ἐµπιστοσύνη τῶν συµπολιτῶν του. Ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ ὅροι τῆς ψηφοφορίας («τό ψηφοδέλτιο») ἦταν τότε –καί ἐξακολουθοῦν βέβαια νά εἶναι καί σήµερα– ἀνελεύθεροι καί στεροῦσαν τόν ἐκλογέα τῶν νοµίµων δικαιωµάτων του, χαρακτηρίζει, ὅµως, τήν ἀποχή ἀπό τίς ἐκλογές ὡς ἐγκατάλειψη τῆς πόλης. Κυρίως, τονίζει τόν χαρακτήρα τῆς ψήφου ὡς «ἱεροῦ δώρου» καί ἀναβαθµίζει σέ ἱερό καί χριστιανικό καθῆκον τόν «ἐξαγιασµό τῆς ψήφου», ἡ ὁποία εἶναι ἐφικτή, «διά προτιµήσεως ἐκείνων, πού δέν ἀπαιτοῦν φορτικῶς τήν ψῆφον µας οὐδέ µᾶς δίδουν ὑποσχέσεις ἐξυπηρετήσεως ἀτοµικῶν συµφερόντων».
Τό ζήτηµα τῆς ἐνασχόλησης τοῦ Χριστιανοῦ µέ τά κοινά δέν εἶναι βέβαια δυνατό νά ἀντιµετωπισθεῖ ἐδῶ ἀπό ὅλες τίς πλευρές καί σέ ὅλες τίς διαστάσεις καί τίς συνέπειές του. Πάντως, νοµίζουµε ὅτι δέν πρέπει νά παρατρέξουµε, χωρίς νά δώσουµε τήν πρέπουσα προσοχή, τά ὅσα ἔγραψε ὁ π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, γιά νά ἀποφύγουµε τό ἐνδεχόµενο νά πέσουµε ἀνεπίγνωστα σέ «πλάνην οἰκτράν καί πολύ ὕπουλον», ὅπως ἐκεῖνοι πού νοµίζουν ὅτι «οἱ ψῆφοι εἶναι κτῆµα τους ἤ χαρτιά, τό ὁποῖο δικαιοῦνται νά τό παίξουν ἤ ρίψουν, ὅπως τούς ἀρέσει».
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀρ. Τεύχους 225
Μάϊος 2021