ΠΑΣΧΑ 2021
«Μάτην φυλάττεις τόν τάφον κουστωδία» (Συναξάριον)
«Ἀνέστη Χριστός! Καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος»
(Ἱερός Χρυσόστομος)
Ἀφιέρωση:
Στό ἀναστάσιμο μικρό παπαδάκι
Χρῆστο Σούτσιο·
ἐαρινό νεκρολούλουδο στό ἀνθισμένο μνῆμα του…
Ὁ ἀείμνηστος καί εὐλαβέστατος Ἀλέξανδρος Γκιάλας (+5 Μαΐου 1948) – πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν πανορθοδόξως γνωστό χριστιανό ποιητή Γεώργιο Βερίτη – πολλά ποιήματα ἔγραψε στήν τόσο σύντομη ἐπίγεια ζωή του (ἀπεβίωσε ἀπό καρδιακό νόσημα στά 33 του χρόνια). Ὅλα εἶναι ἐκχειλίσματα τῆς χριστοκεντρικῆς διανοίας καί βιοτῆς του. Τό ὡραιότερο ἀπό ὅλα – πού δέν ἄργησε καί νά μελοποιηθεῖ - εἶναι τό ποίημα «Ὁ Ἀναστάσιμος». Τά νοήματά του, πού ἀποτελοῦν ξεσπάσματα τῆς ἀγαπώσης τόν Ἀναστάντα Χριστόν καρδιᾶς του, κλιμακωτά παρουσιαζόμενα ἀπό τήν ποιητική γραφίδα του, μεταδίδουν καί σέ μᾶς ὅλους κάτι ἀπό τήν ἀναστάσιμη χαρά, πού τόν εἶχε κατακλύσει ἔτι ζῶντα. Μᾶς παρουσιάζουν μιά θειο-ερωμένη ψυχή, πού σάν νοητή Μυροφόρα, «ψάλλει γλυκά γιά τόν Νυμφίο της» καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά
«βγῆκε ἀπ’ τή νύχτα σκοτεινά,
γύρισε λόγγους καί βουνά»,
γιά νά συναντήσει Αὐτόν. Μᾶς θυμίζει τήν Νύμφη τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων, πού ὁμολογεῖ συνεχῶς, ὅτι «τετρωμένη ἀγάπης εἰμί ἐγώ». Αὐτή ἡ ὁμολογία, πού διήκει δι’ ὅλου τοῦ ποιήματος, εἶναι καί ἡ κεντρική ἰδέα του. Μιά ἰδέα, πού αἰῶνες πρίν, ὁ Ἅγιος Μεθόδιος, ἐπίσκοπος Πατάρων τῆς Λυκίας (ἡ μνήμη του στίς 20 Ἰουνίου), εἶχε ὡς ἐπῳδό στό περίφημο ποιητικό του ἔργο, τό «Συμπόσιον τῶν Δέκα Παρθένων», μέ τά λόγια: «Ἁγνεύω σοι· καί λαμπάδας φαεσφόρους κρατοῦσα, Νυμφίε ὑπαντάνω σοι».
Σήμερα, πού γιά δεύτερη χρονιά, πολλές τέτοιες ψυχές, θά ποθοῦσαν «Σῶμα Χριστοῦ» νά μεταλάβουν καί «Πηγῆς Ἀθανάτου» νά γευθοῦν στήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως, ἔχοντας τόν ἴδιο πόθο πού ἐκφράζεται στά δύο ἀναφερθέντα ποιητικά ἔργα, δυστυχῶς πάλι, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ θά εἶναι – φεῦ καί ἀλλοίμονο – «προνόμιο» μόνο τῶν Κληρικῶν, τῶν Ψαλτῶν καί τῶν Νεωκόρων. Καί οἱ ματωμένες καί δακρυσμένες ψυχές καί καρδιές τόσων εὐσεβῶν Χριστιανῶν, πού θά μείνουν καί φέτος «ἐκτός Νυμφῶνος», θά καταφύγουν ἀναγκαστικά, γιά νά κορέσουν τήν πνευματική πεῖνα καί δίψα τους, ποῦ ἀλλοῦ; στήν νοητή καί νοερή Θεία Κοινωνία, ὅπως παρουσιάζει αὐτήν στόν σχετικό Λόγο του ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἄκων προφητεύσας τά γεγονότα αὐτά. Ἄς κάνουν τόν κόπο οἱ εὐλαβεῖς ἀναγνῶστες τοῦ περιοδικοῦ αὐτοῦ, νά διαβάσουν ἄλλη μιά φορά τόν Λόγο αὐτό, πού ὁ ὑποφαινόμενος παρέθεσε πέρισυ στό τεῦχος Μαΐου 2020. Σάν νά συμπάσχει μαζί μας ὁ Ἅγιος Νικόδημος καί νά μᾶς παρηγορεῖ.
Τί νά κάνουμε; Ἔτσι θέλησε, ἔτσι παρεχώρησε ὁ Θεός γιά τίς ἁμαρτίες μας (εἶναι αὐτό τό ὕστερον καί ἑπόμενον θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατά τούς Θεολόγους). Καί μήν σπεύδουμε νά «κάνουμε πάσα» τίς εὐθῦνες στούς πνευματικούς κι ἐκκλησιαστικούς μας ταγούς, διότι, ἄν ἐπλανήθησαν ἐπί τοῦ προκειμένου, ὁ Θεός τούς ἐπλάνησε, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. «Ἐγώ ἐπλάνησα τόν προφήτην», λέγει ὁ Θεός διά στόματος Ἰεζεκιήλ τοῦ προφήτου. «Ἐγώ ἐπλάνησα τόν προφήτην», λέγει Κύριος· δηλαδή, τόν ἐκκλησιαστικό ἄρχοντά σας. Ἀκριβῶς, διότι: 1) Οἱ ἁμαρτίες σας μέ ἀνάγκασαν καί 2) Γιά νά μάθετε τό νόημα τοῦ Ψαλμοῦ «μή πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία».
Λοιπόν, τίς δικές μας ἁμαρτίες νά κακίζουμε καί νά αἰτιώμεθα. Ὁ προσφάτως ἀνακηρυχθείς ἐπισήμως Ὅσιος Ἱερομόναχος Ἐφραίμ τῶν Κατουνακίων Ἁγίου Ὄρους, ὀφείλει τόν ἁγιασμό του, ἐξ ὁλοκλήρου σχεδόν, στήν τέλεια καί ἕως θανάτου «μουλαρίσια» ὑπακοή του, πού ἔκανε στόν σκληρό, δύστροπο καί δύσκολο γέροντά του τόν ἱερομόναχο Νικηφόρο. Ὁ σεβαστός μας πατήρ Βασίλειος Βολουδάκης «οἶδεν ὅτι οὐ ψεύδομαι»! Τότε λοιπόν, ἐκεῖνα τά χρόνια, πολύ πρίν μονάσει ὁ Ὅσιος παπα-Ἐφραίμ, στήν ἴδια ἐκείνη Κατουνακιώτικη καλύβη, ἐμόναζε ὡς συμμοναστής του ὁ ταπεινός, ἀείμνηστος, μακαριστός μοναχός Γέρων π. Προκόπιος. (Ἐπέπρωτο μάλιστα νά κοιμηθεῖ πρίν τόν παπά-Νικηφόρο). Οὐδέποτε αὐτός μίλησε ἤ καταφέρθηκε κατά τοῦ σκληροῦ Γέροντός του, ἄν καί πολλάκις εἶχε λάβει πεῖρα τῆς σκληρότητός του. Ἀλλά κάθε φορά μονολογοῦσε, μεμφόμενος τόν ἑαυτό του – καί τόν ἄκουγε ὁ νέος τότε παπα-Ἐφραίμ «Ἀνάθεμα στίς ἁμαρτίες μου, πού μέ ἔρριξαν στά χέρια τοῦ παπα-Νικηφόρου». Αὐτόν ἄς μιμηθοῦμε καί ἐμεῖς, λέγοντες: ἀνάθεμα στίς ἁμαρτίες μας, ἕνεκα τῶν ὁποίων ὁ Θεός ἠναγκάσθη νά πλανήσει τούς ἐκκλησιαστικούς μας ἡγέτες, πού συμφώνησαν καί «ἔκλιναν γόνυ τῇ Βάαλ» τῆς πολιτικῆς ἀντίχριστης, θεομάχου καί ναομάχου ἐξουσίας. «Ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν».
Ἀλλά, ἐπειδή ἡ πνευματική μας «φτώχεια, θέλει καλοπέραση» καί παρηγοριά, ἄς ἐπανέλθουμε στόν ποιητή μας Γ. Βερίτη πού, ὅπως δείχνουν τά πράγματα, ἐπιχειρεῖ διαχρονικά νά μᾶς προσφέρει μιά τέτοιου εἴδους «καλοπέραση», στό ποίημα πού ἀναφέραμε. Καί μᾶς προτρέπει κιόλας, νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, μέ τούς στίχους:
«Σ’ εὐχαριστῶ Χριστέ πολύ,
πού βγάζεις μιάν ἀνατολή
μετά ἀπό κάθε δύση».
Πράγματι, κι ἐμεῖς τώρα βιώνουμε μιά πνευματική δύση. Ἕνα πένθος, ἕνα κλᾶμα. Ἀλλά, κατά τόν Ψαλμωδό Δαυίδ «τό ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός καί εἰς τό πρωί ἀγαλλίασις». Ὁ Δεσπότης Χριστός, ὅπως τότε στούς Ἁγίους Ἀποστόλους Του ἐπί τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἔτσι καί σέ μᾶς σήμερα ἐπαναλαμβάνει: «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον». Ἄς θυμηθοῦμε παρεμπιπτόντως καί τά λόγια τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως, περί τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὅτι «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ». Αὐτό τό χωρίο φαίνεται ὅτι εἶχε ὑπ’ ὄψη του ὁ ποιητής μας, ὅταν ξεσπᾶ στήν ἐπιφωνηματική κραυγή: «Ὦ Νικητή τῶν νικητῶν». Μέ τήν ἀφορμή αὐτή, καί ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος τῆς Σερβίας (τοὐπίκλην Πόποβιτς), δράττεται τῆς εὐκαιρίας, γιά νά τονίσει, ὅτι ἡ νίκη αὐτή τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, «δίδει καί συνεχῶς θά δίδει τήν δύναμη σέ κάθε Χριστιανό, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο, νά νικήσει κάθε τι τό θνητό καί αὐτόν τοῦτον τόν θάνατον, κάθε τι τό δαιμονικό καί αὐτόν τοῦτον τόν διάβολον». (ἀπό τό βιβλίο του: Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος).
Καί συνεχίζει ὁ μακαριστός ποιητής μας:
«Ἀνάσταση εἶναι· κι ἡ ψυχή
δέ νοιώθει τώρα μοναχή,
καθώς ἐχτές καί πρῶτα.
Κάποιος βαδίζει στό πλευρό,
τῆς ἁπαλύνει τό σταυρό,
σπογγίζει τόν ἱδρῶτα».
Ποιός εἶναι αὐτός; Ὁ Χριστός, ὡς ὁ Καλός Σαμαρείτης:
«Κάποιος πονόψυχος φτωχός,
διαβάτης τῆς Ἰεριχῶς,
λευτέρωσε τόν δρόμο».
Ὅταν ὁ Δεσπότης μας Χριστός, ἀναφέρει στή σχετική παραβολή Του, ὅτι «ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπό Ἰερουσαλήμ εἰς Ἰεριχώ», γιά μᾶς ὁμιλοῦσε. Ὅλοι μας, μέ τίς ποικίλες ἁμαρτίες καί τά πάθη μας, κατεβαίνουμε, σάν τόν ὁδοιπόρο τῆς παραβολῆς, ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ τῆς ἁγιότητος καί ἀπαθείας, στήν κατηφορική ὁδό πρός τήν Ἰεριχώ τῆς ἁμαρτωλῆς καί ἐμπαθοῦς ζωῆς μας. Ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπό πλευρᾶς φυσικῆς γεωγραφικῆς ρυμοτομίας, ἡ Ἰερουσαλήμ εἶναι ψηλά, ἐνῶ ἡ Ἰεριχώ χαμηλά. Καί ὅταν οἱ λησταί-δαίμονες μᾶς ἐπιτίθενται καί μᾶς ἀφήνουν «ἡμιθανεῖς τυγχάνοντας», ἔρχεται ὁ Ἀναστάς Κύριος, ὡς Καλός Σαμαρείτης καί - ὄχι μόνο μᾶς εὐσπλαγχνίζεται, ἀλλά – «σχίσας τό χειρόγραφον» τῶν παθῶν καί ἁμαρτιῶν μας, μᾶς συνανιστᾶ μέ τόν ἑαυτό Του. Νά, πῶς τό λέει ὁ ποιητής:
«Χριστός Ἀνέστη! Τό χαρτί
σκίστηκε πάνω στή γιορτή
κι ὁ ἄνεμος τό πῆρε.
Πήδα καί χόρευε, ψυχή!» Διότι:
(στρεφόμενος νοερῶς ὁ ποιητής πρός τά ἀνθρώπινα πάθη, λέει)
«Πλάκες, πού στέκατε βαριές,
στά μνήματα καί στίς καρδιές,
σᾶς ἔσπασ’ ὁ Χριστός μου!»
Δέν εἶναι δικό μας τό κατόρθωμα, ἀλλά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Αὐτή, μάλιστα, ἡ ἀκροτελεύτια τρίστιχη φράση, ἐπέπρωτο νά «κάψει καρδιές» πολλῶν ἀγωνιζομένων Χριστιανῶν. Ἐπέπρωτο δέ νά γίνει καί ἡ πιό ἀγαπητή μουσική μελωδία σέ ὅλες τίς, μετά τόν θάνατο τοῦ Βερίτη, γενεές τῶν παιδιῶν, πού φοίτησαν σέ Κατηχητικά Σχολεῖα, Ὁμάδες, Ὀργανώσεις, Συλλόγους κλπ. Πράγματι, ποιός δέν αἰσθάνεται τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες του ὡς «πλάκες βαριές», πού τόν κρατᾶνε θαμμένο στό νοητό μνῆμα τῆς καρδιᾶς του; Καί ὁ Ἀναστάς Χριστός αὐτές τίς πλάκες «τίς ἔσπασε» καί μᾶς ἐλευθέρωσε. Διότι, κατά τό Ἀναστάσιμο Ἀπολυτίκιο: «Ταφήν κατεδέχθη τριήμερον, ἵνα ἡμᾶς ἐλευθερώσῃ τῶν παθῶν, ἡ Ζωή καί ἡ Ἀνάστασις ἡμῶν».
Ἔτσι κι ἐμεῖς τώρα, ἄς καταπαύσουμε τήν ἐπίκαιρη αὐτή προσλαλιά μας, μέ τά λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου (Πόποβιτς): «Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τόν Θεόν εἰς θάνατον· ὁ Θεός ὅμως, διά τῆς Ἀναστάσεώς Του, καταδικάζει τούς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασίαν. Διά τά κτυπήματα τούς ἀνταποδίδει τούς ἐναγκαλισμούς· διά τάς ὕβρεις, τάς εὐλογίας· διά τόν θάνατον, τήν ἀθανασίαν. Ποτέ δέν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσον μῖσος πρός τόν Θεόν, ὅσον ὅταν Τόν ἐσταύρωσαν· καί ποτέ δέν ἔδειξεν ὁ Θεός τόσην ἀγάπην πρός τούς ἀνθρώπους, ὅσην ὅταν ἀνέστη. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά καταστήσουν τόν Θεόν θνητόν, ἀλλ’ ὁ Θεός, διά τῆς Ἀναστάσεώς Του, κατέστησε τούς ἀνθρώπους ἀθανάτους. Διά τοῦτο καί πάλιν καί πολλάκις καί ἀναρίθμητες φορές ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!» (Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, 1936).
Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων Ἀμήν!
Μοναχός Νεκτάριος
Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη
Τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου – Καρυαί ΑΓ. ΟΡΟΣ
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀρ. Τεύχους 225
Μάϊος 2021