Καλαμιά
— Γιατί, παραπονιάρα καλαμιά,
σύσσωμη παραδέρνεσαι στ’ ἀγέρι
καί βογγεῖς μοναχή στήν ἐρημιά,
σάν νά σέ ξεριζώνει κάποιο χέρι;
Στήν ἀκροποταμιά, πές μου, γιατί
ξυλιάζει κούφιο κάθε σου καλάμι
και σκύβει ὁρμητικά σά νά ζητεῖ
νά πέσει νά πνιγεῖ μέσ’ στό ποτάμι;
Γιατί ἡ φλογέρα, ἀπό δικό σου ἁρμό
κι’ ἀπ’ τό κορμί σου τό λιγνό κομμένη,
λαλεῖ καί κλαίει μέ πίκρα καί καϋμό
κι’ὅλο μ’ ἀναστενάγματ’ ἀνασαίνει;
— Μή μ’ ἐρωτᾶς, διαβάτη, εἶναι πικρή
ἡ ἐνθύμιση τοῦ πόνου μου τοῦ πρώτου!
Θαρρῶ πώς βλέπω ἀκόμα ἐκεῖ ἀντικρύ
τόν Ναζωραῖο ἀπάνω στό σταυρό Του.
Σ’ ἕνα καλάμι μου, ψηλό πολύ
ἔδεσαν βιαστικά στεγνό σφουγγάρι,
Τόν πότισαν μέ ξύδι καί χολή
καί τοὔδωκαν νά πιεῖ… στερνή Του χάρη.
Ἄχ! Ἀπό τότε ἡ ἔρημη θαρρῶ,
πώς βλέπω ἕνα σφουγγάρι σάν ἐκεῖνο
σέ κάθε μου καλάμι λυγερό
κι’ ὅλη τήν πίκρα τῆς χολῆς Του πίνω!
Ἰωάννης Πολέμης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀρ. Τεύχους 225
Μάϊος 2021