ΤΟ ΠΑΣΧΑ, Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΣ!

ΤΟ ΠΑΣΧΑ, Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΣ!

 

φθασε ἡ Κυριακή τοῦ Πάσχα τόσο πολύ γρήγορα, εἰδικά φέτος, ὑπογραμμίζοντάς μας τήν ἰλιγγιώδη ταχύτητα, πού ἔχει λάβει ἀπό τόν Θεό μας ἡ Κτίση, κολοβώνοντας τίς ἡμέρες της.  Ὄχι γιατί εἴμαστε ἐκλεκτοί ―κάθε ἄλλο ― «ο γάρ ποιήσαμέν τι γαθόν πί τς γς, λλά διά τά λέη Του καί τούς οκτιρμούς Του, ος ξέχεε (καί ἐκχέει) πλουσίως φ’ μς», σπεύδει νά μᾶς προστατεύσῃ, συντομεύοντας τήν ἀγωνία μας γιά «τά μέλλοντα γίνεσθαι».

  Δέν χρειάζεται νἄναι Προφήτης πιά κανείς γιά νά προβλέπῃ αὐτά, πού θά ἐπακολουθήσουν, γιατί τά βλέπει πλέον νά πραγματοποιοῦνται, ὅπως μᾶς τά ἔχουν προείπει οἱ Πατέρες μας καί γι’ αὐτό δέν εἶναι ἀνάγκη νά θορυβούμεθα, διότι γνωρίζουμε ἀπό τίς διαβεβαιώσεις τους (πού μᾶς ἔγιναν πρό εἰκοσαετίας καί πλέον, ὅταν ἀκόμη δέν ἦταν σχεδόν τίποτε ἀπό αὐτά ὁρατό), ὅτι λοι ατοί, πού πιδιώκουν νά «πανεκκινήσουν» τήν νθρωπότητα, λλάζοντας τίς δηγίες το Θεο μέ «λογισμούς θνητν» καί  «ντάλματα νθρώπων», δέν θά προλάβουν! Θά τούς προλάβῃ, ὅπως ἀείποτε στήν Ἱστορία τοῦ Κόσμου, ὁ Πάνσοφος καί Παντογνώστης Θεός μας!

*  *  *

Ὅμως,  αὐτό πού πράγματι μᾶς χρειάζεται σήμερα, περισσότερο ἀπό ποτέ ἄλλοτε, εἶναι ἡ «πίγνωση τς ληθείας» τς Πίστεώς μας, διότι χωρίς  αὐτήν, θά «παραφερόμεθα» πλανώμενοι. Ἐξ ἄλλου, αὐτό εἶναι καί τό αἴτημά μας στόν Θεό σέ κάθε Θ. Λειτουργία: «...Ατός καί νν τν δούλων σου τά ατήματα πρός τό συμφέρον πλήρωσον, χορηγν μν ν τ παρόντι αἰῶνι τήν πίγνωσιν τς σς ληθείας καί ν τ μέλλοντι ζωήν Αώνιον χαριζόμενος» (Εὐχή Γ΄ Ἀντιφώνου).

Ἑορτάζοντες, λοιπόν, καί φέτος τό Πάσχα, δέν πρέπει νά ἀναλωθοῦμε μόνο στό πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τήν ἑορταστική ἀθλιότητα, πού μᾶς ἐπεφύλαξαν γιά μιά ἀκόμη χρονιά οἱ ξενοκίνητοι Κυβερνῆτες μας, ἀλλά στό πῶς θά ἐπανευαγγελισθοῦμε τήν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἑορτάζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ὄχι γιατί αὐτό ἦταν τό ἀπ’ αἰῶνος Πρότερον Θέλημά Του γιά τήν Σωτηρία μας, ἀλλά γιατί πέσαμε καί ἐκβληθήκαμε ἀπό τόν Παράδεισο, ὁπότε, λόγῳ τῆς Πτώσεώς μας, ἔπρεπε νά ὁδηγηθοῦμε ἀπό τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μας στόν θάνατο, «να μή τό κακόν θάνατον γένηται».

Ὁ Θεός μᾶς ἐδημιούργησε τελείους καί μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά παραμείνουμε σ’ αὐτήν τήν τελειότητα, ἀναμένοντες τήν διαρκῆ χορήγηση τῆς Θ. Χάριτός Του, ἕως ὅτου Αὐτός Σαρκωθῆ, γίνῃ, δηλαδή, ἄνθρωπος, ὥστε νά σωθ πάνω Του νθρώπινη φύση μας ες αἰῶνας αώνων, μέ τό νά λάβ πόσταση, Πρόσωπο, τό Πρόσωπο το Θεο Λόγου. Αὐτό εἶναι τό «καθ’ μοίωσιν», γιά τό ὁποῖο καί μᾶς προώρισε.

Ὡστόσο, ἐμεῖς συνήθως, ἀπομακρυσμένοι κατά πολύ ἀπό τήν Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι, μιλῶντας γιά τήν Σωτηρία μας, μιλοῦμε γιά τήν ἐπάνοδόν μας στόν Παράδεισο μετά ἀπό τήν Πτώση μας, ἐνῶ πρέπει νά κατανοήσουμε ὅτι Σωτηρία μας ταν τό ρχικό σχέδιο το Θεο μας νά Σαρκωθ,  νά γίν νθρωπος. Ατό ταν τό προϋπόθετό Του Θέλημα, γιά νά γίνουμε κατά χάριν Θεοί, στε νά γίν μετ’ Ατο «συναγωγή Θεν»,  ἔχοντες στό μέσον μας Ἐκεῖνον «τόν Μεγάλον Θεόν». Αὐτό διαλαλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας στήν Ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ:  «Σήμερον τς Σωτηρίας μν τό Κεφάλαιον καί το π’ αἰῶνος Μυστηρίου Φανέρωσις».

Ἡ Πτώση μας, ποτέ δέν ὑπῆρξε Θέλημα το Θεο. Ἀντιθέτως, μάλιστα, γιά νά μή ματαιωθῆ ἡ Σωτηρία μας  ―δηλαδή ἡ Ἐνανθρώπησή Του― ἀντιμετώπισε ὁ Θεός τά ἀποτελέσματα τῆς Πτώσεώς μας μέ Κένωση δική Του, συγκαταβαίνοντας στά ἀδιάβλητα πάθη μας, πού εἶναι συνεπακόλουθα τοῦ θανάτου (δηλ. ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ κόπωσις, ἡ αἱμάτωσις, ἡ πρό τοῦ θανάτου δειλία), ἀφοῦ προηγουμένως Τόν ἐκάλεσε νά Σαρκωθῇ ἡ «γνή καί σπιλος Παρθένος» μέ τό νά παραμείν μετακίνητη στήν νθρώπινη φύση, πού τς χάρισε Θεός,  χωρίς νά προβάλ οτε χνίδιο λογισμο γνωμικο της θελήματος.

*  *  *

Ἔτσι, τό Πάσχα ἔγινε ἀναγκαῖο λόγῳ τῆς Πτώσεώς μας, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἄλλη λύτρωση ἀπό τόν θάνατο, πού μᾶς κατεδίκασε ἡ ἁμαρτία μας, λλά μόνο νάσταση, γιά νά σταθοῦμε καί πάλι ὡς ἄνθρωποι, νά ἀνωρθωθοῦμε μετά τήν Πτώση τῆς φύσεώς μας καί τίς προσωπικές καταπτώσεις μας!

Ἄν δέν εἶχαν πέσει οἱ Πρωτόπλαστοι, παρασύροντες τήν ἀνθρώπινη φύση στόν θάνατο, θά γινόταν νανθρώπηση το Θεο μας μέσα στόν Παράδεισο, χωρίς νά χρειασθῇ νά Κενωθῇ ὁ Θεός, καταδεχόμενος ἀδιάβλητα πάθη, διότι οὔτε καί ἐμεῖς θά εἴχαμε τά πάθη αὐτά. Δέν θά πεινούσαμε, δέν θά διψούσαμε, δέν θά κουραζόμαστε, δέν θά πεθαίναμε! Ὅμως, μέ τήν Πτώση μας, ἡ Ἐνανθρώπησή Του ἔγινε στόν τόπο τοῦτον τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀνομίας, γιατί σ’ αὐτόν τόν ἄκοσμο κόσμο εἴχαμε καταντήσει καί ὁδηγήσαμε τόν Σαρκωθέντα Θεόν μας σέ Ἄκρα Ταπείνωση. Νά ἔλθη ὁ Ἀναμάρτητος ἐν μέσῳ ἑνός «αἰῶνος πατενος» καί «τι μαρτωλν ντων μν», ὑπέρ ἡμῶν νά ἀποθάνῃ! Καί ὄχι ἁπλῶς νά ἀποθάνῃ, ἀλλά νά Τόν σύρουμε νά ἀποθάνῃ  «Θανάτ Σταυρο»!

Πότε, ἄραγε, θά ἀντιμετρήσουμε τήν ἀθλιότητά μας μέ τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ μας γιά νά ἐντραποῦμε, ἔστω μέ κάποια συναίσθηση;  Πότε θά ἀναλογισθοῦμε μέ, στοιχειώδη ἔστω, ἐπίγνωση «τν φανερν καί φανν  εεργασιν Του, τν ες μς γεγενημένων»; Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε μέ τήν Ἀγάπη Του καί «κ το μή ντος μς παρήγαγε». Μᾶς ἔπλασε αὐτεξουσίους γιά νά μήν εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά Τόν ἀκολουθήσουμε. Μᾶς ἔπλασε ἀθανάτους καί μᾶς ἐνέδυσε μέ ἀφθαρσία, χωρίς, ὅμως νά μᾶς δώσῃ ἐξ ἀρχῆς τήν ἀτρεψία πρός τήν φθορά, καί εὐτυχῶς γιά μᾶς, διότι ἡ Πτώση μας θά ἦταν τελεσίδικη καταδίκη, ἀφοῦ θά εἶχε γίνει ἀθάνατη ἡ φθορά. Ατό σημαίνει τρεψία: Ἡ διαιώνιση μιᾶς καταστάσεως, αωνιότητα σέ μιά κατάσταση. Ὅμως, ἐμεῖς, παρακούσαμε Τόν Θεό μας «τ πάτ το φεως παχθέντες» καί, «νεκρωθέντες τος οκείοις μν παραπτώμασιν», ἀπεστράφημεν «ες τήν γν ξ ς λήφθημεν».

Αὐτά δέν μᾶς ἔγιναν μάθημα, ἀλλά τό κατρακύλισμά μας δέν ἔχει ὅρια διά μέσου τῶν αἰώνων. Ἐμεῖς κατρακυλοῦμε καί Ἐκεῖνος μᾶς «καταδιώκει μέ τό λεός Του». «Προφήτας ξαπέστειλε, ποίησε δυνάμεις διά τν γίων Του...λάλησε διά το στόματος τν δούλων Του τν Προφητν.. νόμον δωκεν ες βοήθειαν, γγέλους πέστησε φύλακας... τε δέ λθε τό Πλήρωμα τν Καιρν, λάλησεν μν ν ατ τ Χριστ Του», λέγων «ἐντραπήσονται τόν Υἱόν μου»!

Καί ὅμως, ἐμεῖς, ἀμετανόητοι μιλήσαμε πάλι μέ τήν κακότητά μας καί τήν ἀγριότητα τῶν παθῶν μας: «Οτός στίν κληρονόμος, δετε ποκτείνομεν ατόν καί κατάσχομεν τήν Κληρονομίαν ατο»! Δέν μᾶς ἤρκεσε ὅτι κατεβάσαμε τόν Χριστό μας στή γῆ καί στόν θάνατο, ἀλλά θελήσαμε νά Τόν σκοτώσουμε ἐμεῖς, μέ τά ἴδια μας τά χέρια καί νά παραδώσ τό Πνεμα Του πάνω στόν Σταυρό,  καί ὄχι νά παραδώσῃ τό Πνεῦμα Του εἰρηνικά (ἀφοῦ θέλησε νά πεθάνη, δέν ἀπέθανε ἀπό τίς κακώσεις τῆς Σταυρώσεως), σώζοντάς μας καί μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἀφοῦ μέ ὁποιονδήποτε θάνατο θά κατέβαινε στόν Ἅδη λυτρώνοντάς μας, «λύων τάς δύνας το θανάτου» καί Ἀνιστάμενος, «καθ’  τι οκ ν δυνατόν κρατεσθαι πό τς φθορς τόν ρχηγόν τς Ζως»!

Ἐμεῖς, τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ μας ὡς «διότυποι διάβολοι» (κατά τόν ἅγιον Ἰουστῖνον Πόποβιτς), δέν ἀρκεσθήκαμε μόνο στό νά σύρουμε μέ τήν ἀρχική Πτώση μας τόν Χριστό μας στόν  θάνατο, στό Πάσχα, πού σημαίνει τήν Διάβασή μας «κ το θανάτου ες τήν Ζωήν», ἀλλά θελήσαμε νά Τόν σύρουμε στό αἱματηρό Πάσχα τῆς κακίας μας, δολοφονῶντας Τον(!) καί συνεχίζουμε νά Τόν σύρουμε μέχρι σήμερα, προσπαθοῦντες, μάλιστα, ἐπί τῶν ἡμερῶν μας νά ἐξαλείψουμε καί τό Μνημόσυνόν Του ἐπί τῆς γῆς!

Ποιό ἀθλιότερο, ἄραγε, πλάσμα ὑπάρχει ἡμῶν, πού ἐνῶ εἴμαστε «θεοί κεκελευσμένοι», καταντήσαμε σέ σημεῖο, πού νά ἀδυνατεῖ ἡ ἀνθρώπινη γλῶσσα νά περιγράψῃ;

Χριστέ μας Ἀνέστης! Ἀληθῶς Ἀνέστης! Ἀνάστησον καί ἡμᾶς τούς «πεσόντας ες βάραθρα κακίας», τούς κατ’ ἐξακολούθησιν «εἰς σέ ἁμαρτάνοντας» ἀλλά καί, τούς παρά τήν ἀθλιότητά μας, «σέ ΜΟΝΟΝ λατρεύοντας».

Ἀδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!

 

π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀρ. Τεύχους 225

Μάϊος 2021