Τὰ ψέματα, τὰ ψέματα, ποιός θὰ τὰ ἐξαντλήσῃ;

Τὰ ψέματα, τὰ ψέματα, ποιός θὰ τὰ ἐξαντλήσῃ;

 

Τῆς ἀπάτης τὰ εἴδωλα ἢ κανεὶς ἀπὸ μόνος του τὰ γκρεμίζει, ἢ βοηθιέται σὲ αὐτό ἀπὸ ἄλλους, ἢ καὶ πέφτουνε μόνα τους - ἀφοῦ πάρουνε στὸ λαιμό τους πόσους! Δὲν ἀντέχει στὸ χρόνο τὸ ψέμα. Δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ ἀπὸ μόνο του, μὲ δική του ὑπόσταση κ’ ἕδραση. Μὲ τὴ μέθοδο τῆς ἐναλλαγῆς δουλεύει. Τόσο μόνο «ὑπάρχει», ὅσο κάποιοι τὸ χάφτουνε ἀπὸ παρεξήγηση, γιὰ τὸ ἀντίθετο ἀπὸ ὅ,τι εἶναι. Ὅσο βρίσκονται κάποιοι, πορεύεται. Ἄμα λείψουν  –γιατὶ κατάλαβαν–  δὲν ὑπάρχει. Χωρὶς ἀλήθεια, ζωὴ δὲν ὑπάρχει.

Ἀλλὰ τότε γιατί τόσο ψέμα καὶ γύρω καὶ μέσα μας;

Μερικοὶ τὸ βαφτίσαν καὶ «ζωτικό». Γιατὶ τόσο ψευτίσαν τὸν ἑαυτό τους, ποὺ ζωὴ δὲ νοοῦν, παρὰ ἔτσι, σὰν ψέμα. Ἀλλὰ ψέμα καὶ ζωτικὸ δὲ γίνεται.

Ἄν, ὡστόσο, τὸ ψέμα εἶναι κάτι ἀνύπαρκτο, δὲν ὑπάρχει –θὰ ποῦν–  οὔτε ἀλήθεια, ἐξ ἀντιθέτου. Σημασία δὲν ἔχει ἄν κάτι ἀληθεύῃ ἢ ὄχι, ἀλλὰ ἂν φαίνεται νὰ ἀληθεύῃ. Καὶ ὅ,τι λέμε ἀλήθεια καὶ ψέμα ἐμεῖς, εἶναι ζήτημα ὀπτικῆς. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα καὶ ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν εἰκότων1. Ὥστε ἀλήθεια καὶ ψέμα σχετικὴ μόνο ἔννοια ἔχουν. Σκοπὸς εἶναι νὰ καταπείσῃς. Νὰ λοιπὸν πῶς ξεσπάει ἀτέρμονο τὸ ἀφήγημα…

Ὁ πλανεμένος πιστεύει πὼς ἔχει δίκιο. Ἐντελῶς «χαλασμένος» δὲν εἶναι –ἐκτός καὶ ἔχει παγιωθεῖ στὸ κακό. Ἔχει μέσα του κάποιαν ἄγνοια. Γιατὶ ἀλλιώτικα δὲ θὰ πίστευε τίποτα. Κάποιο πάθος τὸν σπρώχνει στὴν πλάνη του. Γιὰ νὰ κάνῃ ἀνενόχλητος ὅ,τι κάνει, γιὰ νὰ μένῃ ὅποιος εἶναι, διαστρέφει τὰ πράγματα κατὰ πῶς τὸν βολεύει. Γιατὶ αὐτὸ ἐξυπηρετεῖ τὸ πάθος του. Ἂν τὸ ψέμα θριαμβεύῃ, τὸ χρωστάει σὲ μιὰν ἐκτροπή. Ὄχι ἁπλῶς τοῦ μυαλοῦ, μὰ τῆς ὅλης ζωῆς ποὺ κάνουμε.

Ἰδίως δὲ τὸ ὑπεροπτικὸ φρόνημα ἐμποδίζει τὸ δρόμο πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ὅταν δίνῃ κανεὶς στὸν ἑαυτό του μεγάλη πίστη, ὄχι μόνο Θεὸς δὲ γίνεται, παρὰ χάνει μαζὶ καὶ τὴν ἀνθρωπιά του. Καταντᾶ δηλαδὴ ἀνθρωπάκι ὁ «ὑπεράνθρωπος».

Ἐπειδὴ δὲ γνωρίζει τὴν πνευματική του κατάσταση τὴν ἀληθινή, ἀνεβάζει τὸν ἑαυτό του ὡς τὰ ἄστρα, τοὺς δὲ ἄλλους τοὺς βλέπει σὰν μυγοφτύσματα. Πέφτει τότε στὴν ὕβρι. Σὲ ἐπίπεδο νοοτροπίας ὕβρις εἶναι νὰ αἰσθάνεσαι παραπάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Σὲ ἐπίπεδο συμπεριφορᾶς ὕβρις εἶναι νὰ τοὺς μειώνῃς ἀπὸ ἡδονή2.  Ὄχι μόνο στὰ ἀνθρώπινα, μὰ καὶ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πεῖς στὸ Θεό: δὲν ὑπάρχεις, ἢ τοὐλάχιστον ὅπως νομίζουν οἱ ἄλλοι (αἵρεση).

Στὶς σακάτικες ἡμέρες μας, πού ἔχουν ὅλα ἰσοτιμηθεῖ, σμικρυνθεῖ, ἄλλο λὲνε καὶ ἄλλο εἶναι, ἄς διαλέξουν καλὰ τοὺς ταγούς τους οἱ νέοι. Καὶ νὰ μὴ χαριστοῦν τοῦ ὅποιου σύγχρονου Βάαλ. Εἶναι τἄχα «πνευματικοί», «ψυχολόγοι», «θεολόγοι», χωρὶς πίστη σὲ πνεῦμα, ψυχὴ καὶ Θεό. Θὰ χρειαστῇ νὰ λογαριαστοῦν μὲ τὸν ἑαυτό τους. Σοβεῖ μέσα τους κάποια μεγάλη διχοστασία.

Ὡς ἀκόμα καὶ τοὺς Πατέρες κατηγοροῦν, πὼς ἐγείρουν πολλὲς ἀξιώσεις ἐπάνω μας, πὼς μυρίζουν πολὺ λιβάνι. Τὰ πολεμικὰ καὶ τ’ ἀσκητικά τους συγγράμματα δὲν ἔχουν  –λένε–  δυναμική, ἀλλὰ ἁπλῶς στατικὴ σημασία. Ὥστε δὲ μᾶς χρειάζονται. Ἂς τραβήξουμε παρακάτω. Γιατὶ βέβαια πιὸ κ ά τ ω  πηγαίνουμε, τόσο πλοῦτο πετῶντας ἀστόχαστα, τόση πεῖρα αἰώνων συγκομισμένη. Καὶ ὅλα αὐτά νὰ φαντάζουν προλήψεις ἀνόητες, γιὰ ἀνεξέλικτες κεφαλές!

Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ νέος νὰ ψάχνῃ γιὰ ζώπυρα, νὰ πιαστῇ ἀπὸ κάτι. Τὸν ἀφήνουν, ὡστόσο, ξεκρέμαστο, μὲ σπασμένες πυξίδες, μὴ δυνάμενο νὰ ἀναχθῇ πουθενά, νὰ ἀρυσθῇ παραδείγματα πρὸς διόρθωση βίου.

Σημασία δὲν ἔχει νὰ ξέρουμε τὶς αἱρέσεις; Ἂς νομίζουμε πὼς ἐξέλιπαν. Ἐμφανίζονται καθ’ ὑποτροπή, καὶ γεννοῦν ἱστορίες τῆς σκέψης πολύτομες...

 

Ἀλλὰ ψέμα γυμνὸ δὲ νοεῖται. Ἀχρηστεύεται μόνο του. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ τὸ βάζει σὲ κίνηση προσπαθεῖ νὰ τὸ κάνει τραβηχτικό. Νὰ «χρυσώσῃ τὸ χάπι». Τὶς «ἀβάντες» τοῦ πνεύματος τὶς νοσφίζεται ἀπό ἄλλο δρόμο. Καὶ ἔτσι δὲν τοῦ χρειάζεται νά εἶναι πνευματικός. Τοῦ ἀρκεῖ νά εἶναι ἄρχων τῶν μέσων, τῶν μηχανῶν. Κάπως, ὅπως ὁ Γύγης τοῦ Πλάτωνα, παίρνει πάνω μας ἐξουσίες, μὲ ἕνα στρίψιμο τοῦ δαχτυλιδιοῦ.

Τὸ μὲν Πνεῦμα εἶναι πάντα τὸ αὐτό, στὸν αἰῶνα. Ἐμεῖς ὅμως ἀλλάζουμε καὶ ἐπαμφοτερίζουμε. Τὶς τελεῖες στὰ λόγια μας κατὰ σύμβαση μόνο τὶς βάζουμε. Καὶ ποτέ μας δὲν κλείνουμε τὸ λογαριασμό. Ὅσα λέει ὁ ἄνθρωπος, ὑπὸ ὅρους τὰ λέει. Σὲ ἄλλη φάση του τὸ ἀθετεῖ, τὸ ἀναιρεῖ, τὸ ἀλλοιώνει. Ἀλλὰ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο καὶ καλὴ ἀλλοίωση3.  Ὡς συμπλήρωση τοῦ ἐλλείποντος, τοῦ σωστοῦ ποὺ δὲν ἔπραξε ἢ δεν εἶπε.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι λόγος ἀκέραιος, ἴσιος. Τὸ ναὶ ναί, καὶ τὸ οὒ οὒ. Τὸ δὲ ψέμα εἶναι κάτι λειψό, μισερό, ἀσυμπλήρωτο. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ποιὰν ἔκβαση θὰ τοῦ δώσουμε. Γιατί –ἄν θές–  ἀποσώζεις τὸ ψέμα μὲ ἀλήθεια καὶ σώζεσαι.

Ἀλλὰ ἂν τὸ ψέμα χρονίσῃ, εἶναι φόβος νὰ πιάσῃ ρίζες. Νὰ τὶ ἀψήφησαν οἱ Ρωμαῖοι –ὁσοδήποτε τετραπέρατοι κατὰ τὰ ἄλλα. Κυνικὸς καὶ πιστὸς δὲ γίνεται. Οὔτε γίνεται κυνικὸς καὶ χρηστὸς πολίτης. Τῆς ἀλήθειας τὸ ζήτημα δὲν τὸ εἴχανε μέσα τους ἀντιμετωπίσει, παρὰ ξώπετσα μόνο, δικανικά. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸ ἐρώτημα –καὶ διερώτημα– τοῦ Πιλάτου: τί ἐστιν ἀλήθεια; Οἱ θεοὶ λατρευόντουσαν μὲ γιορτές, μὲ θυσίες, μὲ δρώμενα, ὡς τὸν 5ο αἰ. μ.Χ. Μὰ ποιός τά ἔπαιρνε σοβαρά; Αὐτὰ βρῆκαν ἀπὸ τοὺς maiores (=προγόνους). Μὰ αὐτὰ τράνεψαν, γίναν imperium.  Ἔ, λοιπόν, αὐτὰ ἔπρεπε γιὰ λόγους πολιτικοὺς νὰ συνεχιστοῦν. Nὰ κρατιέται ἡ παράδοση, ἄσχετα ἄν τὰ πίστευαν ἢ ὄχι.

Πολλοὶ λὲνε πὼς ὑπῆρχε στὴ Ρώμη ἀπόλυτη ἀνεξιθρησκεία, πὼς μποροῦσε κανεὶς νὰ πιστεύῃ ὅ,τι θέλει, φτάνει νά ἔκανε σὲ τακτὰ διαστήματα προσφορὲς στοὺς θεούς. Φτάνει νά εἴτανε δηλαδὴ κυνικός. Γιατὶ ἀλλιώτικα ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Λαοῦ καὶ τοῦ Κράτους!

Τί πολῖτες, ἀλήθεια, διαπλάθει μιὰ τέτοια στάση; Ἄλλο να εἶσαι καὶ ἄλλο νὰ λές –μὲ τὸ νόμο! Ὁ πιστὸς ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν πίστη του σὲ πολλά. Γιατὶ ζεῖ μὲ αὐτὸ ποὺ πιστεύει. Μιὰ συνείδηση ἔχει αὐτός – ἑνιαία. Ὁ κυνικὸς ὅμως εἶναι διασπασμένος, ἀντιφατικός ἄνθρωπος. Τὶ νὰ βασίσῃς πάνω σὲ δαῦτον;

Μὰ δὲν πρόκειται τάχα γιὰ τὸ σαρκίο τους. Γιὰ τὸ «Ἔργο» τους πρόκειται τὸ μελλοντικό - μὲ τὸ ἔψιλον κεφαλαῖο! Τὸ «Ἔργο» αὐτὸ ποὺ θὰ ἔκαναν, ἅμα ζοῦσαν. Ὁ Σωκράτης, ὡστόσο, δὲν τὸ λογάριασε. Καὶ ἕνας Τίμιος Πρόδρομος, μείζων ἐν γεννητοῖς!

Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια χωρὶς συνέπειες - καὶ προπάντων γιὰ αὐτὸν ποὺ τὴν λέει. Ἂς βαφτίζουν «συνείδηση» τὸ σαρκίο τους, καὶ ἂς προβάλλουν γιὰ «Ἔργο» τὸ τίποτά τους. Δὲ θὰ ἀφήσουν οὔτε ἔργο κανένα ποτέ, οὔτε ἐπίδραση σὲ κανέναν. Ὅ,τι κάνουνε εἶναι θνησιγενές. Γιατί τό ἔχουν ξεγράψει μέσα τους ἀπὸ τὰ πρίν. Τοῦ ἔχουν δώσει μιὰ προθεσμία.

 

* * *

Καμιὰ φορὰ τὰ παλιότερα βάσανα μοιάζουν νὰ εἰρωνεύονται τὰ καινούργια. Τὸ νὰ λάκιζες ἐμπρὸς σὲ θηρία, τροχούς κ.λπ., ἦταν κάτι τὸ συγγνωστό. Μὰ τί θά εἶχαν νὰ ποῦνε οἱ lapsi4 (=πεπτωκότες) γιὰ μᾶς; Πόσο ἀνώτερα στέκονται ἀπὸ ἐμᾶς, μὲ τὴ δῆθεν συνέπειά μας; Γιατὶ βέβαια ὑπάρχουν καὶ σήμερα Νέρωνες, ἀλλὰ Νέρωνες «μὲ τὸ γάντι». Αὐτοὶ διώκουν «πολιτισμένα». Καὶ γιὰ αὐτὸ ἴσα-ἴσα πιὸ ἐπικίνδυνα.

 

Θάνος Κερεφίδης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 224

Ἔτος 2021

 

Ὑποσημειώσεις

  1. Στὴ ρητορικὴ γλῶσσα εἰκὸς εἶναι τὸ πιθανό, τὸ ἀληθοφανὲς καὶ –γιὰ αὐτό– παραπειστικό.
  2. Βλ. Ἀριστ., Ρητ. 1374a· 1378b.
  3. Ἑλλ. Πατρολογία, Λς, 616c.
  4. Lapsi ὀνομάστηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὅσοι Χριστιανοὶ δὲν ἐπέδειξαν σταθερότητα κατὰ τοὺς διωγμούς, ἀλλὰ ἀρνήθηκαν ἐξωτερικὰ τὴν πίστη τους, γιὰ νὰ μὴ βροῦνε μαρτυρικὸ θάνατο.