Ξεχάσαμε...

Ξεχάσαμε...

 

Ξεχάσαμε στόν ὁρίζοντα νά ἀρμενίζουμε τό βλέμμα, ξεχάσαμε νά κοιτᾶμε οὐρανό, ξεχάσαμε ἀνοιχτά νά μιλᾶμε μέ τούς φίλους, ξεχάσαμε νά ὀσμιζόμαστε τόν καιρό.

Ξεχάσαμε νά ἀκοῦμε τόν πλησίον, νά μοιραζόμαστε λύπη καί χαρά.

Ξεχάσανε οἱ πλησίον νά προφέρουν, τά ὅσα γίνονται κοινά.

Ξεχάσαμε νά αἰσθανόμαστε ἀπό κοινοῦ καί νά μιλᾶμε ἀπό καρδιᾶς.

Ξεχάσαμε νά τραγουδᾶμε ἀντάμα, νά ὀνειρευόμαστε μαζί.

Ξεχάσαμε στό γέλιο καί στό κλάμα, νά εἴμαστε ἀγκαλιασμένοι, δυνατοί.

Ξεχάσαμε νά γέρνουμε σέ ἀγκάλες, νά ὀρθωνόμαστε σέ ἀπειλές.

Ξεχάσαμε ἀγαπημένα πρόσωπα νά λαχταρᾶμε καί στήν ἀντάμωση νά στήνουμε γιορτές.

Ξεχάσαμε νά ἀξιώνουμε ἀξίες, νά ἀξιωνόμαστε ἀπό αὐτές.

Ξεχάσαμε τό ἄδικο νά μᾶς ὀργίζει, τό ἀφήσαμε μαράζι νά γενεῖ.

Ξεχάσαμε τό νόημα στή λέξη, τό ὄνομα στό κάθε πράγμα πῶς ἠχεῖ.

Ξεχάσαμε τό ναί καί τό ὄχι μας νά ἔχουν σῶμα, ξεχάσαμε στό σῶμα μας τό ζύγι  νά εἶναι ἡ ἀρετή.

Ξεχάσαμε στά ἴσια νά κοιτᾶμε ὅταν μιλᾶμε καί ὁ λόγος μας νά γράφει συμβόλαια τιμῆς.

Ξεχάσαμε τοῦ ἁπλοῦ τό μεγαλεῖο, τό δέος μπροστά στήν ὀμορφιά.

Τώρα τό δέος τό ἔκλεψε ὁ τρόμος, πού σκίασε ὅλα τά ἀγαθά.

Ποιό τό ἀντιμίσθιο πού κερδίσαμε γιά ὅλες αὐτές τίς ἀπώλειες;

Μᾶς λένε πώς κερδίσαμε σέ κόπο καί σέ χρόνο, πώς ἔχουμε περισσότερα ἀγαθά.

Τότε γιατί μέ τόση ξεκούραση, ἄνεση καί χρόνο, βαθιά ἀνάσα δέν παίρνουμε στή μέρα, οὔτε μιά;

Μᾶς λένε πώς κερδίσαμε σέ ἐλευθερία ἔκφρασης. Μέ τί ἀντίτιμο; Μέ τήν διαγραφή τοῦ περιεχομένου της, πού μᾶς ἔχει κάνει νά ἀποβάλλουμε τά ὠφέλημα καί νά ἐκφέρουμε τά ἀνώφελα;

Μᾶς λένε πώς μιά εἰκόνα, ἰσοδυναμεῖ μέ χίλιες λέξεις. Ἄν χαθοῦν οἱ λέξεις, ποιό τό ἰσοδύναμο τῆς εἰκόνας; Καί ἄν ἡ ἀπώλεια τῶν λόγων εἶναι ἀνυπολόγιστη γιά τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό, τί νά ποῦμε γιά τήν ἀπώλεια τῆς συνείδησης τοῦ Λόγου;

Μᾶς λένε πώς ὅλοι τρέχουν μέ τά χίλια, γιά νά αὐξηθοῦν ποσοτικά. Ὅ,τι καί ἄν κάνει ὁ ἄνθρωπος, πίσω ἀπ’ ὅλα, μιά ἀτελεύτητη μεγέθυνση ζητεῖ, ἀλλά ὅταν αὐτή ἔχει ὑλιστικά διαστραφεῖ, γίνεται μπαλόνι, πού ὅσο φουσκώνει, πλησιάζει ἡ συντριβή.

Μᾶς λένε πώς ξαναβρήκαμε τή φύση μας. Πῶς; Καταστρέφοντας ὅλη τή φύση;

Πῶς μπορεῖ ἕνας πολιτισμός νά βρεῖ τή φύση, ἄν δέν εἶναι σέ θέση νά ἀναγνωρίσει τή Φύση τῆς φύσης;

Μᾶς λένε γιά τήν παντός εἴδους θρέψη τοῦ σώματος. Ἀλλά δέν μᾶς εἶπαν τίποτα γιά τό πῶς νά ψυχώσουμε τό σῶμα μας.

Μᾶς λένε γιά τήν ὑγεία μας μέ ὅρους μιᾶς ἄψυχης χημικῆς μηχανικῆς. Λές καί ἡ ὑγεία μετριέται, σέ λογιστήρια εἰσροῶν καί ἐκροῶν.

Μᾶς τρομάζουν μέ τόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἄς θυμηθοῦμε πώς στόν κόσμο πού κληρονομήσαμε ἀπό τήν Παράδοσή μας καί οἱ νεκροί εἶναι παρόντες. Στόν α-κόσμο, πού θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλλουν καί οἱ ἐπιζῶντες θά ἔχουν νεκρωθεῖ.

Βλέπουμε σέ φωτογραφίες παλιές ἀσπρόμαυρες φθαρμένες, τά βλέμματα γεμάτα, στέρεα, φλογερά. Τώρα στόν φακό ὅλες καί ὅλοι κοιτᾶμε, μέ μιά προσποίηση χαρᾶς. Ποιόν στ’ ἀλήθεια νομίζουμε πώς ξεγελᾶμε;

Φροντίζουμε λέει τήν εἰκόνα μας καί ἔχουμε γίνει εἰκόνα, εἰκόνας, εἰκονικῆς, χαμένοι στό τέλος καί οἱ ἴδιοι, σέ φαύλους κύκλους ἐπιτήδευσης, διάψευσης, ἀπομόνωσης, συνενοχῆς.

Δικαιώματα ἀποκτήσαμε καμπόσα, χωρίς τό δίκαιο τοῦ σεβασμοῦ καί ἡ ἀγωνία μας ἐξαγοράζεται μέ γρόσια, στά σκλαβοπάζαρα τοῦ ἐμπαιγμοῦ.

Εἶναι πολλά τά δίς πού ἔχουν ἐπενδύσει, γιά νά εἴμαστε πλέον δυστυχεῖς, ἄβουλοι, ἄχρωμοι καί ἀμαθεῖς συστοιχισμένοι, στήν ἀπολίτικη ὀροθετότητα τῆς νέας ἐποχῆς.

Μᾶς λένε νά εἴμαστε ὁ ἑαυτός μας, μετέωρος κοινωνικά καί ἱστορικά,  αὐθύπαρκτος, χωρίς καταγωγή, περιουσία καί οὐσία, μέ μιά προκάτ ἐπιθυμία, νά προχωράει στά τυφλά.

Μᾶς λένε νά χτίσουμε τό ἐγώ μας, καί ἡ συνδιαλλαγή μέ τά ἄλλα ἐγώ νά εἶναι ἀνταγωνιστική, νά ζοῦμε τή ζωή σάν σέ ἀρένα, μέ μέλλον μέλαν, ὡς ἐγώ-πρόβατα ἐπί σφαγήν, σέ μίσθαρνους, καιροσκόπους, καισαρίσκους, ἄκριτη νά ὀμνύουμε ὑποταγή.

Ὁριζοντίωση στή σκέψη, στό θέλημα, στό νοιώσιμο καί στή λαλιά, ἀνεστραμμένα εἴδωλα ἀναμασᾶμε, μιλᾶμε σέ ξόανα βουβά.

Τά νέα μέτρα πού μᾶς παίρνουν, κάθε ὁρίζοντα ἐλπίδας ἀποκόβουν, ὥστε ἀρρωστημένοι, ἐξαρτημένοι νά συρθοῦμε, στή μίξη τοῦ ἀσπόνδυλου κιμά.  

Πρώτη φορά στήν ἱστορία, γράφηκε πώς ἡ ἀπονέκρωση διασφαλίζει τήν ὑγεία. Σίγουρα τόσο, ὅσο καί ἡ ταρίχευση ἐξασφαλίζει τήν αἰωνιότητα.

Καί ὅσο ἡ στείρωση μπορεῖ νά δώσει εὐγονία, ἄλλο τόσο σέ μιά ἀποστειρωμένη α-κοινωνία, μπορεῖ νά γεννηθεῖ συναίσθηση καί αὐτοσυνειδησία.

Ὅταν ἡ εὐθύνη καί ἡ ἀγάπη συνδέονται μέ τήν φοβία, ἡ γλώσσα σχίζεται σέ διχαλωτή φαρμακερή ὑποκρισία.

Χρόνια τώρα ἔστησαν μέσα μας τό τέρας, τοῦ ἀδίσταχτου χρησιμοθήρα πού θηράματα γυρεύει, στίς ἀγορές τοῦ κόσμου τούτου γιά νά βρεῖ καί τόν χειμώνα μέσα του νομίζει πώς θά κάμει καλοκαίρι, σάν καταφέρει ἐπικυρίαρχα ἀλλοῦ νά προβληθεῖ.

Μᾶς λένε πώς ἡ ζωή ἀρχίζει καί τελειώνει ἐδῶ πέρα, παράδεισος καί κόλαση ἐδῶ, πώς μάταια ἀναζητοῦμε τά πιό πέρα, ἡ ἐπαναληπτική διεκπαιρέωση εἶναι ὁ ὁρίζοντας τῶν ἀνθρώπινων καιρῶν.

«Ξεχνοῦν» νά ποῦν γιά νά ξεχάσουμε νά θυμηθοῦμε, πώς τό βλέμμα στόν οὐρανό, στέριωσε τήν κάθε ἀνθρώπινη λαχτάρα, στό σύνολό του τόν πολιτισμό. Ἀλλά στά χρόνια μας, οἱ κάθε λογῆς ναζί, ἐπανέρχονται μεταμφιεσμένοι, νά ἀποξηλώσουν τήν κρούστα ὅπως λένε τήν πολιτισμική, ὥστε νά βγεῖ στό προσκήνιο τοῦ τέλους τῆς ἱστορίας, τό θηρίο πού ἐλλοχεύει, στό «καταπιεσμένο» ὑποσυνείδητο τοῦ κάθε θηρευτῆ καί ἡ ἕξη τῆς κόλασης τοῦ τρόμου, τό μόνο τρόπαιο νά γίνει, τοῦ μελλοθανάτου παλαιστῆ. Ἴσως βαθύτερα ἡ σάρκα νά ἐχθρεύεται τή σάρκα, νά θέλει νά τή σκίσει μήπως βρεῖ, αὐτό πού τῆς στερῆσαν οἱ χθόνιοι θεοί, σέ θάνατου σκιές τυφλά γυρεύει, νά σμίξει ξανά μέ τήν ψυχή. Ἀλλ’ ὅσο φονεύει, τόσο ἀποδιώχνει τή ζωή.

Ἄλλως εἰπεῖν, μιᾶς καί δέν εἴμαστε σέ θέση ὅπως ζοῦμε, νά αἰσθανθοῦμε καί νά νοήσουμε μαζί, τό μέγεθος τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Λόγου τί σημαίνει, γιά τή δική μας τή ζωή, ἴσως μποροῦμε ἀνάστροφα νά δοῦμε, τήν ἐκσάρκωση πού πράττουμε πρός ἑαυτόν καί ἀλλήλους, μέ σημαία μας τῆς σάρκας τή βολή.

 

 

Θεμιστοκλῆς Σβορῶνος

Ἠλεκτρολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 224

Ἔτος 2021