ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, Ἀπρίλιος 2021

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ,  Ἀπρίλιος 2021

 

«Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρός τό ἑκούσιον πάθος»

 

μακαριστός Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως (Πελοποννήσου) κυρός Θεόφιλος Καναβός (+2006), στό βιβλίο του «Τότε πού μιά καρδιά μιλάει» (Ἀθῆναι, 1976), ἀναφερόμενος σέ μιά σπάνια περίπτωση κάποιας ἄγνωστης καί (παράλυτης) ἐξαγιασθείσης Μοναχῆς-Καθηγουμένης, γράφει στόν Ἐπίλογο, μεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς: «Ἔγραψε κάποιος συγγραφεύς σ’ ἕνα χρονογράφημά του, μετά ἀπό ἕνα καλό σχόλιο πού ἔκανε γιά κάποιο βιβλίο μου, ὅτι «Εὐσεβεῖς πόθοι, βέβαια, τοῦ Δεσπότη. Γιατί αὐτά σήμερα δέν γίνονται». Καί πράγματι, εὐσεβεῖς πόθοι μπορεῖ νά εἶναι μερικά ἀπ’ τά γραφόμενά μου. Τί, δηλαδή, νά μήν ὑπάρχουν εὐσεβεῖς πόθοι; Αὐτούς τούς πόθους ἔχω κι ἐγώ σάν δύναμη καί ξεκίνημα σέ πολλά».

Αὐτή ἡ πηγαία κι αὐθόρμητη ἐρώτηση τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου («Νά μήν ὑπάρχουν, δηλαδή, εὐσεβεῖς πόθοι;»), ἄς μᾶς προβληματίσει λίγο σήμερα, ἄν ἤδη μέχρι τώρα δέν μᾶς προβλημάτισε ποτέ. Εἰδικά στήν περίοδο κάθε Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὁπόταν ὁ Δεσπότης μας Χριστός «ἔρχεται ἐπί τό ἑκούσιον πάθος», αὐτοί οἱ «εὐσεβεῖς πόθοι» εἶναι πού μᾶς κάνουν νά μετέχουμε «ἐκτυπότερον» εἰς τά δρώμενα αὐτῆς. «Ὁ γάρ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων, προσέρχεται σφαγιασθῆναι», κατά τήν γνωστή ψαλμωδία τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ἡ δική μας, λοιπόν, προσευχητική συμμετοχή στά διαδραματιζόμενα γεγονότα τοῦ θείου Πάθους, δέν μπορεῖ παρά νά τροφοδοτῆται, νά ὑποδαυλίζεται καί νά νοηματοδοτεῖται ἀπό τήν καλλιέργεια ἀνάλογων εὐσεβῶν πόθων. Αὐτός ἄς εἶναι, ἐφέτος εἰδικά, ὁ σκοπός τῆς παρούσης εὐτελοῦς γραφῆς.

Στήν νοερή αὐτή συμπόρευσή μας μέ τόν θυόμενον Χριστόν – κατά τό γνωστό ψαλμῴδημα «συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν» - θά μᾶς συνοδεύουν καί κάποια ἱερά πρόσωπα, πού κι αὐτά τόν καιρό τοῦ Θείου Πάθους, «συνεπορεύθησαν» μέ Ἐκεῖνον, ὄχι νοερῶς, ἀλλ’ αἰσθητῶς. Καί αὐτή ἡ συμπόρευση μαζί τους, θά μᾶς διδάξει πολλά· καί προπαντός, θά μᾶς φέρει «μετανοίας λογισμόν», ὅπερ καί τό ζητούμενον.

Τό πρῶτο ἱερό πρόσωπο εἶναι ὁ Ἅγιος Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος. Σίγουρος ἑκατό τοῖς ἑκατό, ὅτι δέν θά ἀρνηθεῖ - κατά τήν ὁμολογία του – τόν ἑκουσίως παραδιδόμενον Κύριον, βγῆκε ψεύτης· ἄν καί ὁ Δεσπότης Χριστός, τόν εἶχε προειδοποιήσει περί τούτου. Κι ἔτσι, μετά τό πάθημά του «ἔκλαυσε πικρῶς». Ποιός; Ὁ πρῶτος τῶν Ἀποστόλων, ἡ πέτρα τῆς πίστεως, ὁ «ἡγούμενος» καί προκαθήμενος τῆς πρώτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ γίγας ἔπεσε καί ἔκλαυσε· καί δέν θά πέσουμε ἐμεῖς οἱ νάνοι; Μήπως εἴμαστε δυνατώτεροι; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Ἄς τόν μιμηθοῦμε καί στήν μετάνοια.

Ἀλήθεια,  ἐμεῖς, πότε «ἐκλαύσαμεν πικρῶς»; Μήπως σήμερα, εἴπερ ποτε καί ἄλλοτε, εἶναι ἡ καταλληλότερη ὥρα; Τώρα, μάλιστα, πού τά λόγια τοῦ ἀειμνήστου γνωστοῦ μας Θεολόγου Κωνσταντίνου Κούρκουλα, μᾶλλον μᾶς ἀφοροῦν; Νά, τί ἔγραψε σχετικῶς ὁ μακαριστός καθηγητής, στό βιβλίο του «Σκηνές ἀπ’ τό Θεῖον Πάθος», σχετικά μέ τήν ἄρνηση τοῦ Πέτρου: «Μέσα στόν αὐλόγυρο τῆς σύγχρονης ζωῆς, μέ τά ποικίλα ρεύματά της, δέν θά ἀργήσει νά παρουσιασθεῖ στόν καθένα μας κάποια «παιδίσκη», πού θά ὑψώσει τό δάκτυλο γιά νά μᾶς δείξει καί νά φωνάξει: «Καί σύ μετά τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου ἦσθα».   Πρόκειται γιά τήν ἀνα-πότρεπτη στιγμή τῆς δοκιμασίας· γιά τήν κρίσιμη ὥρα «πρίν ἀλέκτορα φωνῆσαι»· γιά τήν ὥρα, κατά τήν ὁποία ὁ Ἰησοῦς θά κρίνεται μπροστά μας, ἐνῶ θά ἐξετάζεται καί θά ἐλέγχεται συγχρόνως ἡ ἀντοχή τῆς πίστεώς μας. Ἀλήθεια! Πόσοι δέν τρομοκρατοῦνται μπροστά σ’ αὐτήν τήν «παιδίσκη» καί ὑποστέλλουν τή σημαία τους; Καί ἀρνοῦνται «μεθ’ ὅρκου» τούς δεσμούς τους μέ τόν Κύριο; Καί ἑνώνουν τήν προδοσία τους μέ τούς ἁμαρτωλούς χλευασμούς τοῦ περιβάλλοντος; Θά βρεθοῦν, ἄραγε, γι’ αὐτούς δάκρυα συντριβῆς, ὅταν «ἀλέκτωρ φωνήσῃ»; »

Ἄς τό εὐχηθοῦμε! Μοῦ φαίνεται, ὅτι ἐδῶ «πληροῦται τό ρηθέν» τῆς ψαλμωδίας τῶν Ἀχράντων Παθῶν: «Σήμερον ἄκων προφητεύει», ὄχι ὁ Καϊάφας, ἀλλ’ ὁ καθηγητής. Νά καί τό σχετικό ψαλμῴδημα, ἀπό τό Ζ’ Ἀντίφωνο τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς: «Τρίτον ἀρνησάμενος ὁ Πέτρος (τόν Χριστόν), εὐθέως τό ρηθέν αὐτῷ (=δηλαδή τήν προειδοποίηση τοῦ Κυρίου) συνῆκεν.  Ἀλλά προσήγαγέ σοι (Κύριε) δάκρυα μετανοίας· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι καί σῶσον με». Μιμηταί του ἄς γίνουμε!

Ἄς ἔλθουμε καί στά ἄλλα ἱερά πρόσωπα, πού συμπορεύονται στήν Σταυρική Θυσία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἐδῶ ὅμως, καλύτερα ἄς λάβει τόν λόγο ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνοφ (1807-1867), ἐπίσκοπος Καυκάσου καί Μαύρης Θαλάσσης: (ἡ μνήμη του στίς 30 Ἀπριλίου· φέτος δηλαδή, μέ τό νέο ἡμερολόγιο, πέφτει τήν Μεγάλη Παρασκευή!) «Κοντά στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, στάθηκαν ὡς προσωποποιήσεις τῆς πιό ὑψηλῆς ἀνθρώπινης ἁγνότητος, ἡ Ἀειπάρθενος Θεοτόκος καί ὁ ἠγαπημένος Μαθητής καί παρθένος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Στόν ἴδιο ὅμως τόπο καί στήν ἴδια ὥρα, στάθηκαν καί δύο προσωποποιήσεις τῆς μετανοίας· ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή (ἀφ’ ἧς δαιμόνια ἑπτά ἐξεληλύθη) καί ὁ ἐκ δεξιῶν σταυρωμένος καί μετανοήσας εὐγνώμων Ληστής. Ἄς πάρουμε, λοιπόν, θάρρος! Καί γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς ὑπάρχει θέση κοντά στόν Σταυρό! Ἄς σταθοῦμε νοερῶς ἐκεῖ καί ἄς θρηνήσουμε, λέγοντας: Κύριε, τά χέρια Σου τά ἁπλωμένα στόν Σταυρό, ἄς μέ κλείσουν, σάν τό χαμένο πρόβατο πού ξαναβρέθηκε, μέσα στήν ἀγκαλιά τῆς Θεότητός Σου! Κάλεσέ με στό θαυμαστό τραπέζι Σου, γιά νά φάγω τό πανάγιο Σῶμα Σου καί νά πιῶ τό ἄχραντον Αἷμα Σου· γιά νά γεμίσω ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα Σου· γιά νά ἑνωθῶ μαζί σου στήν αἰωνιότητα. Ἀπάλλαξέ με ἀπό τήν ἐπιφανειακή καί ψυχρή θέαση τῆς ζοφερῆς μου καταστάσεως. Μέ τέτοια ψυχρή θέαση, ζῶ σάν νά εἶμαι ἀναμάρτητος· σάν νά μήν ἔχω ἀνάγκη τήν μετάνοια. Ἀλλοίμονο, Κύριέ μου! Ἐσύ στόν Σταυρό κι ἐγώ στήν ἄνεση καί στήν ἀπόλαυση!»

Ἄς ἔλθουμε ὅμως καί στά ἱερά πρόσωπα τῶν ἁγίων καί ἡρωίδων γυναικῶν, τῶν ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων, πού, «μακρόθεν ἑστῶσαι», «συνέπασχον τῷ τά πάντα κτίσαντι». Ἦσαν πολλαί, ὅπως λέγει τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον. Συμπάσχουν, συμπαρίστανται ἀφώνως· χωρίς λόγια… Εἶναι ἡ στιγμή, πού οἱ Ἀπόστολοι, τό «δυνατό» δῆθεν ἀνδρικό στοιχεῖο, λάμπουν διά τῆς ἀπουσίας τους. Ἐκεῖνες παροῦσες, προσφέρουν τά δάκρυα ὡς μῦρα. Μετά ἀπό δυό ἡμέρες, ἐπέπρωτο νά γίνουν οἱ πρῶτες «Εὐαγγελίστριες» πρός τούς κεκρυμμένους «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» Ἀποστόλους. Καί μετά ἀπό δύο περίπου ἑβδομάδες, τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, θά τιμηθοῦν «ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ» καί πληθούσῃ.

Ἄς ἀρκεσθοῦμε σ’ αὐτά τά ἱερά πρόσωπα, ἡ ἀνάμνηση τῶν ὁποίων μπορεῖ νά μᾶς διεγείρει σέ «εὐσεβεῖς πόθους», σύμφωνα μέ τόν ἀρχικό μας σκοπό. Τώρα, κατόπιν τούτων, μένει σέ μᾶς ἡ δική μας τοποθέτηση καί, κατά τό δυνατόν, μύηση στά δρώμενα τοῦ Θείου Πάθους. Εἶναι φυσικό, φέτος ἰδιαίτερα, μπροστά στήν νέα θεομαχία καί ναομαχία, νά θυμηθοῦμε, σχετικά μέ τούς «ἄρχοντες λαῶν» πού «συνήχθησαν κατά τοῦ Κυρίου», τίς δύο σχετικές ἀρές, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου. Δέν εἶναι δικές μας ἀρές· εἶναι τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη: «Ὁ ρυπαρός ρυπαρευθήτω ἔτι» (Ἀποκάλυψις). Καί, ἡ δεύτερη: «Εἴ τις οὐ φιλεῖ τόν Κύριον Ἰησοῦν, ἤτω ἀνάθεμα». Ὄντως αὐτοί, οἱ «διῶκται τύραννοι» καί οἱ συμφωνοῦντες μ’ αὐτούς, πού «τό ρῆμα τους ὑπερίσχυσεν», ἔδειξαν καί ἀπέδειξαν, ὅτι «οὐ φιλοῦσι τόν Κύριον Ἰησοῦν». Ὁπότε, μόνοι τους ἀπέσπασαν τό ἀνάθεμα - ὄχι τό δικό μας - ἀλλά τοῦ Σκεύους τῆς Ἐκλογῆς.

Ἀλλά, ἀφοῦ ἀφήσουμε αὐτούς, πού «ἁμαρτάνουν, ὄντες αὐτοκατάκριτοι», ἄς ἔλθουμε σέ μᾶς, ἀναλογιζόμενοι τίς δικές μας εὐθῦνες καί ἐνοχές. «Πολλά γάρ πταίομεν ἅπαντες». Φαίνεται ἴσως ὅτι ἐμεῖς «φιλοῦμεν» τόν Χριστόν. Ὁ Χριστός ὅμως, ἐπαναλαμβάνει καί σέ μᾶς τήν τρίτη ἐρώτηση πού ὑπέβαλε στόν Ἀπόστολο Πέτρο, μέ τήν ὁποία καί τόν ἀπεκατέστησε «ὅπου ἦν τό πρότερον»: «Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με;» Εἶναι ἀρκετά ἀπογοητευτική γιά μᾶς ἡ διαπίστωση, ὅτι, ἐνῶ νομίζουμε πώς «φιλοῦμε» τόν Δεσπότην μας Χριστόν, ὅμως Ἐκεῖνος ἐπιμένει στό «τριττόν τῆς ἐρωτήσεως»: «Παιδί μου, φιλεῖς με;» Παιδιά μου, «τό ὄνομά μου δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσιν»,  «ἔφη τό σεπτόν καί σεβάσμιον στόμα» τοῦ Κυρίου. Κι αὐτό, πλέον, δέν εἶναι ἐρώτηση· εἶναι διάγνωση, τοῦ Ἰατροῦ ψυχῶν τε καί σωμάτων. «Ἐλυπήθη οὖν ὁ Πέτρος». Ἐμεῖς δέν θά λυπηθοῦμε;

Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Αἰμιλιανός, προηγούμενος τῆς ἐνταῦθα Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, σχολιάζει ὡς ἑξῆς τό “παράπονο” τοῦ Κυρίου, πού ὑπάρχει σ’ ἕναν ὕμνο τῆς Ἀκολουθίας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς: «Ταφῇ παραδόντες (ἐμέ τόν Χριστόν, τά ἔθνη), ἐβδελυγμένον λογιοῦνται ὡς νεκρόν». Λέγει λοιπόν ὁ Γέρων: «Ἁμαρτάνω; Μένω στήν ἁμαρτία μου; Ἀπορρίπτω τόν δρόμο τῆς μετανοίας; Τότε, μέ τήν ἀμετανοησία μου αὐτήν, γίνομαι αἰτία νά ἀπορρίπτουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεόν. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι πού, παραπονούμενος, λέγει: ἐξ αἰτίας σου, παιδί μου, οἱ ἄνθρωποι μέ ἀπέρριψαν, μέ σιχάθηκαν, ἐμένα τόν ἀγαπητόν, ταφῇ παραδόντες ἐβδελυγμένον λογιοῦνται ὡς νεκρόν»!

Τά λόγια αὐτά τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος, ἄς εἶναι καί ὁ ἐπίλογος τῆς παρούσης γραφῆς καί τό ἔναυσμα μιᾶς ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει συμμετοχῆς μας ἐφέτος στήν ὁδό τοῦ μαρτυρίου· στήν «Viadolorosa»· ὄχι τήν γνωστή τῆς Ἰερουσαλήμ, πού ἴσως βαδίσαμε ὡς προσκυνητές ὅσοι αἰσθητῶς ἐπισκεφθήκαμε αὐτήν, ἀλλά τήν νοητή, τήν ἐντελῶς δική μας καί προσωπική. Μόνον ἔτσι, φαίνεται, θά μπορέσουμε νά εὐχηθοῦμε, εἰς ἑαυτούς καί ἀλλήλους:       Καλή Ἀνάσταση!

 

Μέ ἀγάπη Χριστοῦ

Μοναχός Νεκτάριος

Χιλανδαρινόν Κελλίον  Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη

Καρυαί – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 224

Ἔτος 2021