Ἡ πιστότητα στήν Ἐκκλησία καί ἡ πιστότητα στό Ἔθνος

Ἡ  πιστότητα  στήν  Ἐκκλησία

καί  ἡ  πιστότητα  στό  Ἔθνος

 

πως εἴχαµε ἀναφέρει τόν προηγούµενο µήνα, τό κύµα τοῦ Νασιοναλισµοῦ, τό ὁποῖο ἁπλώθηκε σταδιακά σέ ὁλόκληρο τόν κόσµο λειτούργησε ὡς ὑποκατάστατο τοῦ Χριστιανισµοῦ. Αὐτό, δηλαδή, πού εἶχε πλέον τήν πρωτεύουσα σηµασία γιά τόν αὐτοπροσδιορισµό τῶν «µοντέρνων» ἀνθρώπων ἦταν τό νά ἀνήκει κανείς σέ ἕνα ἔθνος, τό ὁποῖο –ὑποτίθεται ὅτι– εἶχε ἐπιφορτισθεῖ µέ µιά κοσµο-ἱστορική ἀποστολή. Ἀντιστοίχως, εἴτε παραβλέφθηκε τελείως ἡ ἀξία του νά εἶναι κανείς µέλος τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», εἴτε, στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων, ὑποβαθµίσθηκε ἡ ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ σέ ἕνα ἀπό τά πολλά συστατικά τῆς «ἐθνικῆς ταυτότητας». Ὅµως, καί στήν τελευταία αὐτή περίπτωση καθιερώθηκε µιά σαφῆς ἱεράρχηση, στό πλαίσιο τῆς ὁποίας οἱ ἐπίγειοι σκοποί τοῦ Ἔθνους, ὅπως, ἡ εὐηµερία/ἀνάπτυξη ἤ ἡ ἱστορική/πολεµική δόξα ἀξιολογοῦνταν ὡς ὑπέρτεροι ἐκείνων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε εἴτε νά ὑποχωρήσουν, εἴτε νά µεθερµηνευθοῦν καί νά ὑπηρετήσουν τούς σκοπούς τοῦ ἔθνους.

Ἡ νέα αὐτή ἱεράρχηση ἐκφράσθηκε καί θεσµικά. Χαρακτηριστικό εἶναι τό γεγονός ὅτι σέ πολλά Εὐρωπαϊκά κράτη ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ Προτεσταντισµοῦ ὁ κρατικός ἄρχων ἀποκτᾶ Ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία καί εἴτε, ὅπως στήν Ἀγγλία, καθίσταται ὁ ἴδιος ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας,  εἴτε, ὅπως ἔκανε ὁ Μεγάλος Πέτρος στή Ρωσία, τοποθετεῖ κρατικό ἐπίτροπο στήν Ἱερά Σύνοδο, χωρίς τήν ἔγκριση τοῦ ὁποίου δέν ἰσχύει καµία ἀπόφαση τῆς τελευταίας.

Στήν ἀλλαγή αὐτή τῆς νοοτροπίας καί στή µετάβαση ἀπό τήν πιστότητα στήν Ἐκκλησία στήν πιστότητα στό Ἔθνος συνέβαλαν σέ µεγάλο βαθµό καί πολλοί θεολόγοι. Ἕνα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγµα θεωροῦµε ὅτι µᾶς παρέχει ὁ Friedrich Schleiermacher (1768-1834) ἕνας Γερµανός θεολόγος καί πάστορας, ὁ ὁποῖος, ἄν καί δέν εἶναι πολύ γνωστός στή χώρα µας, ἔχει ἀποκληθεῖ ὡς ὁ προτεστάντης µέ τή µεγαλύτερη ἐπίδραση µετά τόν Λούθηρο καί ὡς ὁ «πατέρας τῆς µοντέρνας θεολογίας».

Ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ θεολογία τοῦ Schleiermacher εὐνοεῖ στήν πραγµατικότητα τόν «πανθεϊσµό» καί προωθεῖ τήν ὑπόθεση τοῦ «οἰκουµενισµοῦ». Ὁ ἴδιος, µάλιστα, ἤδη ἀπό τή νεαρή του ἡλικία εἶχε γράψει σέ µιά ἐπιστολή, πού εἶχε ἀπευθύνει τό 1787 στόν ἐπίσης πάστορα πατέρα του ὅτι: «Δέν δύναµαι νά πιστεύσω ὅτι ἐκεῖνος πού ἀποκάλεσε τόν ἑαυτό του Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου ἦταν ὁ ἀληθής καί αἰώνιος Θεός. Δέν δύναµαι νά πιστεύσω ὅτι ὁ θάνατός του εἶχε λυτρωτική γιά µᾶς σηµασία». Τό 1802, ὅµως, ὅταν πιά εἶχε «ὡριµάσει», ἀνέφερε ὅτι: «Καί µπορῶ νά πῶ µετά ἀπό ὅλα ὅσα ἔχω περάσει ὅτι ἔχω γίνει ξανά µέλος τῆς Μοραβιανῆς Ἀδελφότητας (µιᾶς προτεσταντικῆς πιετιστικῆς κοινότητας, ὅπου εἶχε στό παρελθόν ἐνταχθεῖ), µέλος, ὅµως, ἑνός ἀνώτερου ἐπιπέδου».

Κατά κάποιο τρόπο στίς δύο αὐτές ἐκφράσεις του θά µποροῦσε νά συνοψίσει κανείς τή βασική θεολογική τοποθέτησή του. Διότι αὐτό πού κυρίως ἐπεδίωξε ἦταν νά µεθερµηνεύσει τά Δόγµατα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπορρίπτοντας ὡς «µαγική» καί «κατώτερου ἐπιπέδου» τήν κυριολεκτική σηµασία τους καί ἀποδίδοντάς τους µιά –δῆθεν– «ἀνώτερης τάξης» ἀλληγορική σηµασία, ἡ ὁποία θά εἶναι δυνατό νά ἐναρµονισθεῖ µέ τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήµης. Γιά παράδειγµα, γιά τόν Schleiermacher, αὐτό πού χαρακτήριζε τόν Χριστό ἦταν –ἁπλῶς καί µόνο– µιά ἰδιαίτερη καί ἀδιάλειπτη µέν, ἀλλά πάντως ἀνθρώπινη καί ἐπίγεια,  ἐπίγνωση τῆς παρουσίας τοῦ «Θεοῦ», µιά συναίσθηση, δηλαδή, ὅτι ὅλα τά ὑπαρκτά ἐντάσσονται σέ ἕνα συνολικό παγκόσµιο/θεϊκό πλαίσιο. Ἡ Θεία Ὑπόσταση καί ἡ Θεία Φύση τοῦ Χριστοῦ ὑποβιβάσθηκε ἔτσι ἀπό τόν Schleiermacher σέ  µιά  συνειδησιακή κατάσταση, πού ἁπλῶς ἐνυπῆρχε σέ Αὐτόν, ὡς Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου. Τό δέ Ἀπολυτρωτικό Ἔργο Του ὑποβαθµίσθηκε, συνακολούθως, σέ µιά συναισθηµατική ἐπίδραση στόν ψυχικό κόσµο τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, ἐµπνεόµενοι ἀπό τό παράδειγµά Του καί υἱοθετῶντας τή δική Του ἐπίγνωση περί τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στόν κόσµο, «λυτρώνονται» ἀπό τό αἴσθηµα τῆς ἐνοχῆς πού τούς βασανίζει καί, δηµιουργοῦν θρησκευτικές κοινότητες γιά νά µοιραστοῦν αὐτή τήν «θρησκευτικοῦ τύπου» ἐµπειρία «ἀπολύτρωσης».

Μέ τόν τρόπο αὐτό, τόν τρόπο, δηλαδή, τῆς µόλις συγκαλυµµένης ἐκκοσµίκευσης, συγκροτεῖ ὁ Schleiermacher τήν ἐκκλησιολογία του. Ἡ Ἐκκλησία, ἔτσι, ἀπό «θεσµός πού συγκροτεῖται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦµα», ἀπό «ἐπίγεια καί ἄκτιστη», κατά τόν σχετικό χαρακτηρισµό, πού τῆς εἶχε ἀποδώσει ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, µεταπίπτει πλέον σέ µιά ἐπίγεια –καί µόνο– κοινότητα, ὅπου αὐτό πού ἔχει τήν µόνη σηµασία εἶναι ἡ ἐλεύθερη ἔκφραση καί ἀνταλλαγή «θρησκευτικοῦ τύπου» ἐµπειριῶν µεταξύ τῶν µελῶν της. Ὁ ρόλος δέ, πού ἀναγνωρίζεται στόν Χριστό, δέν εἶναι πιά ἐκεῖνος τῆς Κεφαλῆς τοῦ Σώµατος, ἀλλά ὁ ρόλος ἑνός προσώπου πού εἶναι πιά σαφῶς ἀπόν καί ἐπιδρᾶ µόνο µέ τό ἱστορικό παράδειγµά Του.

Ἔτσι, ὁ Schleiermacher ἐξουδετέρωσε κάθε ἰδιότητα πού ἀποδίδουµε στήν Ἐκκλησία µέ τό Σύµβολο τῆς Πίστεως. Συγκεκριµένα, γιά ἐκεῖνον ἡ Ἐκκλησία παύει νά εἶναι Ἁγία καί γίνεται µιά «νατουραλιστική», κτιστή καί ἀνθρώπινη κοινότητα. Παύει νά εἶναι Ἀποστολική, ἀφοῦ ἡ κάθε «χριστιανική» κοινότητα δέν παραλαµβάνει πιά τήν πίστη της ἀπό τά Στόµατα τοῦ Λόγου, ἀλλά τήν ἀναπτύσσει µέ βάση τή δική της αὐτο-συνειδησία καί συναίσθηση τοῦ Θείου, ἐνῷ τά «µυθολογικά» δόγµατα καί οἱ τύποι, µᾶλλον τήν βλάπτουν, παρά τήν ὠφελοῦν. Περαιτέρω, ἡ Ἐκκλησία παύει νά εἶναι Καθολική, ἀφοῦ ἡ αὐτο-συνειδησία τῆς κάθε ἐπί µέρους «χριστιανικῆς» κοινότητας εἶναι κατ’ ἀνάγκην ἀτοπικῶς καί χρονικῶς περιορισµένη, ἐνῶ, ὅπως γίνεται φανερό, ἡ Ἐκκλησία παύει νά εἶναι καί Μία καί κατακερµατίζεται σέ πληθώρα κοινοτήτων πού γνωρίζουν µόνο ἀποσπασµατικά τήν ἀλήθεια.

Θά µποροῦσε ἴσως νά συνοψίσει κανείς τήν ἐκκλησιολογία τοῦ Schleiermacher, στή φράση πού ἕνας σύγχρονος Ἐπίσκοπος ἀπεύθυνε στό ποίµνιό του, γεγονός πού δείχνει καί τήν µεγάλη καί ἴσως ἀνεπίγνωστη, διείσδυση καί ἐπιρροή της: «Ἐγώ θά πῶ αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία, δηλ. τό πλήρωµα τῶν πιστῶν…..Ἀκόµα καί ἄν αὐτό πού οἱ Χριστιανοί µᾶς θεωροῦν σωστό, ἀκόµα καί ἄν εἶναι ἀντίθετο µέ τό Εὐαγγέλιο, ἐγώ θά ὑπερασπιστῶ αὐτό πού λένε οἱ Χριστιανοί µας, γιατί οἱ Χριστιανοί µᾶς ἔφτιαξαν τό Εὐαγγέλιο, δέν ἔφτιαξε τό Εὐαγγέλιο τήν Ἐκκλησία».

Μέ τήν ὑποκειµενιστική αὐτή ὑποβάθµιση τῆς Ἐκκλησίας σέ ἁπλή/ές κοινότητα/τες, ὅπου αὐτό πού προέχει εἶναι ὁ συλλογικός καί ὁ ἀτοµικός αὐτοπροσδιορισµός τῶν µελῶν τους κατά τήν ἔκφραση τῆς «θρησκευτικῆς» τους ἐµπειρίας, εἶναι φανερό ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον ἐµπόδιο γιά τήν ἀναβάθµιση ἄλλων ἐπίγειων κοινοτήτων, ὡς ἐκείνων πού ἐξυπηρετοῦν τήν ἱστορική πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶναι χαρακτηριστκό ὅτι ὁ Schleiermacher ἀπό τήν πλευρά του ἀνέπτυξε ἰδιαίτερα ἐνεργό δράση γιά τήν καλλιέργεια τῆς Γερµανικῆς ἐθνικῆς συνείδησης, διακηρύσσοντας ὅτι τό ἔθνος ὡς ἡ φυσική ἔκφραση τῶν ἀξιῶν καί τῶν σκοπῶν ἑνός λαοῦ, ἀντιπροσωπεύει τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί τό µέγιστο ἀγαθό. Ἐνδεικτικό σχετικά εἶναι ἕνα ἀπό τά «πολιτικά» λεγόµενα κηρύγµατά του, ἐκεῖνο τῆς 24ης Αὐγούστου 1806 µέ τόν τίτλο «Πόσο πολύ ἀναβιβάζεται ἡ ἀξιοπρέπεια ἑνός προσώπου, ὅταν αὐτό ἀφοσιώνεται µέ ὅλη του τήν ψυχή στήν Πολιτική Ἕνωση, στήν ὁποία ἀνήκει», ὅπου ἐπικαλεῖται τήν φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή (2,19) πού ἔχει ὡς ἑξῆς: «ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστέ ξένοι καί πάροικοι, ἀλλά συµπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Ἀντί, ὅµως, ὅπως θά ἀνέµενε κανείς, νά ἑρµηνεύσει τήν ἀναφορά στούς ἐπίγειους θεσµούς τῆς «οἰκίας» καί τῆς «πόλης», στήν ὁποία προβαίνει ὁ Ἀπόστολος, ὡς ἐπίκληση ἑνός παραδείγµατος, ὅπου τό ἐπίγειο παράδειγµα εἶναι ἀξιολογικῶς κατώτερο τοῦ ἐπουράνιου προτύπου, ὁ Schleiermacher ἀντιστρέφει τήν τάξη καί ἐκλαµβάνει τήν Ἀποστολική περικοπή, ὡς ἀποβλέπουσα στό νά ἐξάρει τήν ἀξία τῶν θεσµῶν τῆς ἐπίγειας «οἰκίας» καί τῆς ἐπίγειας «πόλης», ἤτοι, ὡσάν νά µήν εἶχε διακηρύξει ὁ αὐτός Ἀπόστολος ὅτι «οὐκ ἔχοµεν ὦδε µένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν µέλλουσαν ἐπιζητοῦµεν». «Αὐτοί οἱ θεσµοί ἀνήκουν στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ὁ πατριωτισµός εἶναι κάτι καλό καί ἐκεῖνοι πού σκέπτονται ὅτι δέν τούς ἀφορᾶ εἶναι ὡσάν ξένοι καί παρεπίδηµοι» θά συµπεράνει σχετικά στό ἐν λόγῳ κήρυγµά του. Καί ἐπίσης θά ὑποστηρίξει ὅτι, ὅταν ἱδρύεται ἕνα κράτος «αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό σηµαντικά βήµατα προόδου γιά τήν ἀνθρωπότητα».

Ἡ ἄνοδος αὐτή τῆς πίστης στό Ἔθνος σέ βάρος τῆς πίστης στήν Ἐκκλησία δέν περιορίσθηκε, ὅµως, στή Γερµανία, οὔτε στίς Προτεσταντικές κατά κύριο λόγο χῶρες. Ἀντιθέτως, ἐξαπλώθηκε, µέ τή µιά ἤ τήν ἄλλη µορφή, καί σέ Ὀρθόδοξες χῶρες, ὅπου τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία σέ πολλές ἀπό αὐτές πρωτοστάτησε σέ ἀπελευθερωτικούς ἀγῶνες ἐπέτρεψε νά δηµιουργηθεῖ µιά σύγχυση τῶν δύο πίστεων, στό πλαίσιο τῆς ὁποίας εἴτε δέν ἔχει καταστεῖ συνειδητό, εἴτε δέν ὁµολογεῖται µέ εὐθύτητα ποιά ἀπό τίς δύο –πρέπει νά– ἔχει τήν προτεραιότητα.

Ἕνα τέτοιο χαρακτηριστικό φαινόµενο εἶχε παρουσιασθεῖ καί στήν Ὀρθόδοξη Ρωσία τοῦ 19ου αἰῶνα µέ τό κίνηµα τῶν λεγόµενων Σλαυοφίλων, ἐκπρόσωποι τοῦ ὁποίου, ναί µέν διακήρυσσαν τήν πίστη τους στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅµως, ταὐτόχρονα, διαδήλωναν καί τήν πεποίθησή τους ὅτι οἱ Σλαυϊκοί πληθυσµοί ἔχουν ἐκ φύσεως καί ἐκ παραδόσεως µιά ἰδιαίτερη προδιάθεση, τήν ὁποία δέν ἔχουν οἱ λοιποί λαοί, στό νά κατανοοῦν καί νά ἐφαρµόζουν στήν πράξη τό δόγµα γιά τήν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν γινόταν, ὅµως, σαφές σέ πολλές περιπτώσεις, ἄν ἡ προτεραιότητα ἀποδιδόταν στήν ἰδιότητα τοῦ µέλους τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώµατος τοῦ Χριστοῦ ἤ στήν ἰδιότητα τοῦ µέλους µιᾶς κοινότητας ὡς ἐνσάρκωσης τοῦ Σλαυϊκοῦ πνεύµατος.

Ὁ µεγάλος µυθιστοριογράφος Φιόντορ Ντοστογιέφσκυ εἶχε ἐντοπίσει τό φαινόµενο αὐτό καί τό εἶχε παρουσιάσει στό ἔργο του µέ τόν τίτλο «Οἱ Δαιµονισµένοι». Ἐκεῖ παρουσιάζει, µεταξύ τῶν ἄλλων ἡρώων τοῦ πολυπρόσωπου αὐτοῦ µυθιστορήµατος, τόν Σάτωβ, ἕναν φοιτητή πού, ἀναζητῶντας µιά στέρεη πίστη, εἶχε ἀσπασθεῖ τίς ἰδέες τῶν Σλαυοφίλων. Ὁ Ντοστογιέφσκυ, ὅµως, τόν ὁδηγεῖ σέ µιά ἀποκαλυπτική ἀντιπαράθεση µέ τόν κεντρικό ἥρωα τοῦ µυθιστορήµατος, τόν Νικόλαο Σταυρόγκιν, ὁ ὁποῖος, ἀπό τήν πλευρά του, ταλαντευόταν µεταξύ τοῦ πλήρους µηδενισµοῦ καί τῆς ἐπιθυµίας γιά µιά πίστη.

«Ὁ σκοπός κάθε λαϊκῆς πορείας, γιά τόν κάθε λαό καί σέ κάθε περίοδο τῆς ὕπαρξή του, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, τοῦ δικοῦ του Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ πού πρέπει τό δίχως ἄλλο νά εἶναι ἀπόλυτα δικός του καί εἶναι ἀκόµα –ὁ σκοπός– νά πιστέψει σέ αὐτόν τόν Θεό σάν τόν µόνο ἀληθινό. Ὁ Θεός εἶναι ἡ συνθετική προσωπικότητα ὅλου τοῦ λαοῦ –ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος τῆς ἱστορίας του.. πάντοτε ὁ κάθε λαός εἶχε τόν ἰδιαίτερο θεό του…» θά πεῖ ὁ Σάτωβ, ἐπικαλούµενος ὅσα εἶχε γράψει ὁ ἴδιος ὁ Σταυρόγκιν στό παρελθόν.

«Ἀρκεῖ νά σᾶς θυµίσω τό γεγονός πώς ὑποβιβάζετε τόν Θεό καί τόν κάνετε µιά ἁπλῆ ἰδιότητα τοῦ ἔθνους», θά ἐπισηµάνει µέ καίριο τρόπο ὁ Σταυρόγκιν.

«..Κάθε ἄλλο, ἀνεβάζω τόν λαό ὡς τόν Θεό…. Ὁ λαός εἶναι τό σῶµα τοῦ Θεοῦ. Ὁ κάθε λαός µένει λαός µονάχα ὡς τή στιγµή πού ἔχει τόν ξεχωριστό θεό του καί ἀποδιώχνει, χωρίς κανένα συµβιβασµό, ὅλους τούς θεούς τοῦ κόσµου… Ὅµως ἡ ἀλήθεια εἶναι µία. Ὥστε, λοιπόν, µονάχα ἕνας ἀπό ὅλους τούς λαούς µπορεῖ νά κατέχει τόν ἀληθινό Θεό… Ἕνας εἶναι ὁ «θεοφόρος» λαός –ὁ Ρωσικός λαός…», ἀπάντησε ὁ Σάτωβ, δείχνοντας ἔτσι ὅτι εἶχε προσπαθήσει νά συγχωνεύσει, τρόπον τινά, τήν πίστη του στό Ρωσικό Ἔθνος µέ τήν πίστη στόν Θεό.

Ὅµως, ὁ Σταυρόγκιν θέλησε νά µάθει αὐτό πού ἦταν κρίσιµο: «Ἐσεῖς ὁ ἴδιος (ἄσχετα δηλαδή µέ τό τί κάνει ὁ Ρωσικός λαός) πιστεύετε στόν Θεό ἤ ὄχι;».

«Ἐγώ… θά … θά πιστέψω στόν Θεό», ἀπάντησε τελικά ὁ Σάτωβ.

Παραθέσαµε κάποιες ἐρωταποκρίσεις ἀπό τόν διάλογο αὐτό, διότι πιστεύουµε ὅτι ἐντοπίζει τό καίριο ζήτηµα τῆς ἐποχῆς µας καί µάλιστα τῶν ἡµερῶν µας. Τό νά ξεκαθαριστεῖ, δηλαδή, ἐάν πιστεύουµε στήν κυριολεξία στόν Θεό καί στήν ἐπίγεια ἄκτιστη Ἐκκλησία Του ἤ ἐάν, ἀντιθέτως, ἐπιχειροῦµε νά συγκαλύψουµε τήν ἔλλειψη πίστης µέ τρόπους πού φαντάζουν «µοντέρνοι» καί «ἀνώτεροι», χωρίς νά εἶναι.

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 224

Ἔτος 2021