Φεβρουάριος 2021 - Ἀρχή Τριῳδίου
Κύριε, Δός μοι μετανοίας λογισμόν
(Παρακλητική, Κυριακή ἑσπέρας, ἦχος Β΄)
Καί πάλιν, χάριτι καί ἐλέῳ Θεοῦ, ἀρχή Τριῳδίου. Πάλιν «τῆς μετανοίας πύλας» ἀνοίγει σέ ὅλους μας ὁ «Ζωοδότης» Χριστός, κατά τό γνωστό ψαλμώδημα: «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα». Μέριμνά μας ἦταν, ἀπό παιδιά ἀκόμη, νά βρεθοῦμε πρωί-πρωί στίς Ἐκκλησίες κατά τίς Κυριακές τοῦ Τριωδίου, γιά νά προφθάσουμε καί νά μήν χάσουμε τήν ψαλμώδηση αὐτοῦ τοῦ ὕμνου, πού ἦταν τό «Σῆμα κατατεθέν» τῶν Κυριακῶν αὐτῶν.
Καί πάλιν κηρύγματα - ὁμιλίες – λόγοι – νουθεσίες καί συγγραφές Ἁγίων Πατέρων περί Τριωδίου, ὅλα ἀποκυήματα τῆς κεκαθαρμένης ψυχῆς – διανοίας καί καρδίας τῶν Ἁγίων Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων καί Θεολόγων. Λόγια, συμβουλές, ὕμνοι, δρώμενα χιλιοειπωμένα, χιλιοακουσμένα, χιλιοψαλμωδηθέντα.
Κι ὅμως! Ὁ λόγος περί Τριῳδίου γενικότερα καί περί μετανοίας εἰδικότερα, τελειωμό δέν ἔχει. Πάντοτε «ἐξάγεις καινά καί παλαιά». Πάντοτε, μπορεῖς νά ἐκφράσεις, προφορικά ἤ γραπτά, κάτι συμπληρωματικό ἤ κάτι παλαιό, πού μπορεῖ νά ἔχει παραδοθεῖ στή λήθη καί πού, μέ μιά σύγχρονη ἐκφραστική εἰκόνα ἤ μορφή, νά συγκινήσει πάλι. Ἄλλωστε, ὅσοι ὑπηρετήσαμε στρατιωτική θητεία, θυμόμαστε κάτι παράλληλο – τηρουμένων βεβαίως τῶν ἀναλογιῶν – πού προσπαθοῦσαν νά κάνουν οἱ ἀξιωματικοί ὑπηρεσίας, ὅταν κάθε μεσημέρι, στήν ἐπιθεώρηση τῆς φρουρᾶς, ἐπιχειροῦσαν, μέ νέα σχήματα λόγου, νά ὑπενθυμίζουν σέ μᾶς τά χιλιοειπωμένα καθήκοντά μας, ὅταν εἴμασταν ὑπηρεσία.
Κάπου ἐκεῖ «ποντάρει» κι ἐλπίζει τό φτωχό αὐτό ἄρθρο. Ὁ τίτλος του εἶναι μία «ἱκέσιος ὠδή», προερχομένη ἀπό τό ἱερό βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς ἤ Ὀκτωήχου: (Κύριε), Δός μοι μετανοίας λογισμόν». Παραπλησίως, τό ἄλλο ἱερό βιβλίο, πού ἀνοίγει, τό Τριώδιο, χρησιμοποιεῖ ἄλλα λόγια, μέ τό ἴδιο ὅμως νόημα: «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα».
Σαφῶς, λοιπόν, ἀντιλαμβανόμαστε, μέ τήν χρήση τῶν δύο προσ-τακτικῶν-ἱκεσιῶν, «δός» καί «ἄνοιξον», ὅτι ἡ μετάνοια, εἶναι μέν ὑπόθεση καί ἐνέργεια δική μας καί αὐτόβουλη, συγχρόνως ὅμως εἶναι καί ἐνέργεια-δωρεά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δῶρον Θεοῦ. Ἄν ἦταν κάτι πού πάντοτε ἐνυπάρχει στόν ἄνθρωπο, δέν θά γινόταν ἀντικείμενο αἰτήσεως: «δός μοι». Ἀφοῦ ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς δώσει «μετανοίας λογισμόν», ἄρα συνεπάγεται – οὔτε λίγο οὔτε πολύ - ὅτι δέν τόν κατέχουμε αὐτόν τόν λογισμό. Ἀφοῦ ζητᾶμε ἀπό τόν «Ζωοδότην» νά μᾶς ἀνοίξει «τῆς μετανοίας πύλας», ἄρα συνεπάγεται, λίγο-πολύ, ὅτι εἴμαστε ἔξω ἀπ’ αὐτές τίς πύλες καί «κρούομεν», ἐλπίζοντας στό Κυριακό λόγιο, ὅτι «τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται».
Ἀπ’ τήν ἄλλη, διαπιστώνουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος καθίσταται, τόσο τό ὑποκείμενο, ὅσο καί τό ἀντικείμενο (κατά τίς ὁρολογίες τοῦ Συντακτικοῦ), τῆς τοιαύτης μετανοίας. Ὑποκείμενο, διότι αὐτοβούλως ἀποφασίζει νά μετανοήσει – κατά τήν φράση τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, ὅτι «ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου» - ἀλλά καί συγχρόνως ἀντικείμενο, διότι ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά γίνει ἀποδέκτης τοῦ «τῆς μετανοίας λογισμοῦ». Παράξενα πράγματα· κι ὅμως ἀληθινά. Ἤ, κατά τόν εὐσεβῆ ποιητῆ Τάκη Παπατσώνη: «Θαμβωτικά πράγματα· ὁρμηνεμένα ὅλα στό θάμπος».
Ἔτσι παραξενεύτηκε κάποτε κι ὁ Γέροντας ὁ δικός μας, ὅταν σέ μιά ἀπό τίς ἀμέτρητες ἐπισκέψεις του στόν Ἅγιο –πλέον- Ἱερομόναχο παπα-Ἐφραίμ τῶν Κατουνακίων - Ἁγίου Ὄρους, τόν βρῆκε νά εἶναι σύννους ἤ, μᾶλλον εἰπεῖν, ἔνδακρυς. Καί διημείφθη μικρός διάλογος:
- Γέροντα, κλαῖτε; Γιατί;
- Ἄκου, παπαδάκο, παιδί μου. Ὁ Θεός, τώρα στά γεράματα, μοῦ χάρισε πνεῦμα μετανοίας. Πάντοτε Τοῦ ζητοῦσα αὐτήν τήν χάρη νά μοῦ δωρίσει. Τώρα ηὐδόκησε· τώρα ἦρθε, φαίνεται, τό πλήρωμα τοῦ χρόνου …
- Μά, καλά, ὅλη ἡ μέχρι τώρα ζωή σας, δέν ἦταν ζωή μετανοίας;
- Παπᾶ μου, ἄλλο ἡ ἔννοια τῆς μετανοίας, ὡς μυστηριακῆς ἐξομολογήσεως, πού πάντοτε τελεῖται ἐγκύρως καί ἱεροκανονικῶς, ἐφ’ ὅσον τό Πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ σέ ξεπλένει σάν Ἰορδάνης ποταμός, καί ἄλλο τό πνεῦμα τῆς μετανοίας, πού εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί πού δέν ὑπάρχουν λόγια νά σοῦ τήν περιγράψω ἤ νά σοῦ τήν ἐκφράσω. Ὅταν σβήνεται μυστηριακῶς ἡ ἁμαρτία, σβήνεται γιά νά μήν ξαναγραφτεῖ πάλι. Ἄν αὐτό δέν συμβαίνει, πνεῦμα μετανοίας δέν ἔχουμε. Τό ἔνοιωθα καί παρακαλοῦσα ἐμπόνως: «Δός μοι μετανοίας λογισμόν», Κύριε. Καί νά, παιδί μου, τώρα μοῦ ἐπήκουσε ὁ Θεός. Καί μέ τά δάκρυα πού χύνω τώρα, μοῦ δόθηκε, μυστικῶς καί ἀρρήτως, πνευματική πληροφορία, ὅτι μοῦ συγχωρήθησαν οἱ ἁμαρτίες τῶν πρώτων σαράντα μου χρόνων. Καί παρακαλῶ, ἔτσι νά συνεχίσω, γιά νά ἐξαλειφθοῦν κι αὐτές τῶν ἄλλων σαράντα μου χρόνων. Πίστεψέ με, παιδί μου, εἶναι μιά ἐμπειρία πού ἀποτελεῖ δῶρο τῆς Θείας Χάριτος καί δέν ἐκφράζεται. Σοῦ εὔχομαι ὁλόψυχα νά τήν ζήσεις ἐμπειρικά αὐτή τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διότι περί δωρεᾶς πρόκειται.
***
Αὐτά τά ὀλίγα ἄκουσε ὁ Γέροντάς μας· καί πολλά κατάλαβε. Καί μᾶς τά μετέφερε· δεδομένου, ὅτι ὅταν μαζί του ἐπισκεπτόμασταν κι ἐμεῖς οἱ ἀρχάριοι τόν Ἅγιο, φυσικά δέν ἦταν δυνατόν νά λεχθοῦν τά τοιαῦτα.
Ἐμεῖς βέβαια οἱ μικροί, τίποτε ἀκόμη δέν καταλάβαμε ἀπ’ τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου. Ἐκεῖνος ὑπῆρξε – τρόπον τινα - ὁ «Πρύτανις» τοῦ νεωτέρου ἁγιορειτικοῦ «πανεπιστημίου». Ἐμεῖς εἴμαστε, κατά τό λόγιόν του, «οἱ μοναχοί τῆς τελείας παρακμῆς», ὅπως πολλάκις τό τόνιζε, συμπεριλαμβάνων καί τόν ἑαυτόν του μαζί μας. Ἐπειδή ὅμως, ὅσοι εἴχαμε τήν ἐξαιρετική εὐλογία νά τόν γνωρίσουμε αὐτοψεί καί νά τόν ἀκούσουμε ὁμιλοῦντα - ὧν εἷς τυγχάνει καί ὁ σεβαστός μας πατήρ Βασίλειος Βολουδάκης – αἰσθανόμαστε ἔντονη τήν παρουσία του, δέν ἀποθαρρυνόμαστε, οὔτε ἀπελπιζόμαστε. Ἀλλά, ἀντιθέτως, αὐτή μας ἡ «παρακμή», κατά τήν βυθομέτρηση τοῦ παπποῦ μας Ἐφραίμ, μᾶς γίνεται ἀφορμή ταπεινώσεως καί ἐμπόνου ἱκεσίας: Κύριε, «δός ἡμῖν μετανοίας λογισμόν». Κάνε μας αὐτό τό δῶρο, Δωρεοδότα.
Τώρα, τό πότε θά μᾶς κάνει αὐτό τό δῶρο ὁ Δεσπότης μας Χριστός, εἶναι θέμα πού Ἐκεῖνος «ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ». Ἐμεῖς καταθέτουμε ὡς «κεφάλαιο» πνευματικό τήν κρούση τῆς πύλης τῆς μετανοίας - ἀφοῦ αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς καί εἶναι στό χέρι μας – καί τό πότε αὐτή ἡ πύλη θά μᾶς ἀνοιχθεῖ, εἶναι «οὐ τοῦ θέλοντος, οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ».
Καί –μιά καί ἀναφερθήκαμε στόν «Πρύτανη» τοῦ συγχρόνου ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ– ἄς γράψουμε καί ὀλίγα γιά τόν «Κοσμήτορα» τοῦ ἰδίου «πανεπιστημίου», δηλ., τόν προσφάτως κοιμηθέντα Γέροντα Ἀρχιμανδρίτην Αἰμιλιανόν, προηγούμενον τῆς ἐνταῦθα Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας. Ἄλλωστε καί οἱ δύο αὐτοί «ἐν οὐρανίοις θαλάμοις διηνεκῶς» πλέον ἐμβατεύοντες «Καθηγηταί τῆς Ἐρήμου», συνεδέοντο ἐν ζωῇ μέ ἄρρηκτους ἐν Χριστῷ ἀγαπητικούς δεσμούς.
Ὁ Γέρων Αἰμιλιανός, τήν ἀναφερθεῖσα παπα-Ἐφραιμική «παρακμή», τήν χαρακτηρίζει ὡς «ἀορασία Θεοῦ», ἐκ μέρους μας. Ὁ Θεός, ἔλεγεν ὁ Γέρων, πάντοτε καί πανταχοῦ εἶναι παρών στή ζωή μας· «ᾧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών». Μᾶς περιβάλλει πανταχόθεν. Ἐμεῖς δέν Τόν «βλέπουμε», δέν Τόν «αἰσθανόμαστε». Μπορεῖ, ἴσως, νά ἀγωνιζόμαστε φιλότιμα· νά Τόν παρακαλοῦμε λέγοντας τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», νά μεταλαμβάνουμε τό Δεσποτικό Σῶμα καί Αἷμα Του, νά νηστεύουμε, νά ἀγρυπνοῦμε κλπ. κι ὅμως νά εἴμαστε νυχτωμένοι. Ὑπάρχει «ἀορασία Θεοῦ» ἐκ μέρους μας. Εἰδικότερα μάλιστα γιά τήν Θεία Μετάληψη, ὁ ἅγιος Γέρων «ὡμολόγησε· καί οὐκ ἠρνήσατο· καί ὡμολόγησεν», ὅτι: Μπορεῖ νά παίρνεις Χριστόν, ἀλλά δέν ἔχεις Χριστόν. Τρόπον τινά – κατά τό ἱερό Γρηγοριανόν - «Χριστός καθεύδει· πλοῦς ἐν νυκτί». Αὐτή ἡ «ἀορασία», κατά τόν ἅγιον Γέροντα, δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἀπουσιάζει - ἀφοῦ πάντοτε εἶναι «ἀοράτως συνών» - ἀλλ’ ὅτι ἐμεῖς, ἔχοντας γεμίσει τό νοῦ καί τήν καρδιά μας μέ «πᾶσαν βιωτικήν - ἤ καί ἐφάμαρτη – μέριμναν», μέ ἀλλότρια τοῦ Θεοῦ ἀντικείμενα ἀγάπης, δέν θέλουμε νά «ἀπωθήσουμε» αὐτά, ὥστε «Τόν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξώμεθα». (Κατά τό ψαλμώδημα: «πᾶσαν νῦν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὡς τόν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι»). Ὅταν ὅμως, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος καί ἐλεοῦντος, ἀπωθήσουμε αὐτήν (ἤ καί αὐτές), τότε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, «θά μᾶς ἁρπάξει ἀπ’ τά μαλλιά», κατά τήν ἀκριβή ρήση τοῦ Γέροντος. Καί τότε, ἡ «ἀορασία» θά μεταβληθεῖ σέ φωτοχυσία.
Περιμένει ὑπομονητικά ὁ Θεός. Θέλει νά «οἰκίσει καί νά ἐμπεριπατήσει» σέ μᾶς, ἀλλά περιμένει νά ἀδειάσουμε, «ἑκουσίᾳ μας τῇ γνώμῃ» τήν ψυχή καί τήν καρδιά μας, «ἀπό πάσης κηλίδος», μέ τήν ὁποία (ἤ μέ τίς ὁποῖες) εἶναι τώρα γεμάτη. «Ἀργά βαδίζει ὁ Χριστός», τονίζει ὁ νέος Ἅγιος Ἱεράρχης τῆς Σερβίας Νικόλαος (τοὐπίκλην Βελιμίροβιτς). Δέν βιάζεται. Περιμένει. Ἤ, τουλάχιστον, «προσποιεῖται πορρῳτέρω πορεύεσθαι». Ἐμεῖς εἴμαστε αὐτοί, πού ὀφείλουμε νά Τόν «παραβιάσουμε», ὅπως ἔκαναν οἱ δύο Μαθητές στήν Ἐμμαούς, λέγοντας «μεῖνον μεθ’ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἐστι». Ἄν δέν Τόν «παραβιάσουμε», Αὐτός θά «πορευθεῖ πορρῳτέρω».
Σήμερα, πού παντοιοτρόπως βιώνουμε αὐτήν τήν νοητή «ἑσπέρα», εὑρισκόμενοι σέ ἐσχατολογικούς ὄντως καιρούς, αὐτή ἡ «παραβίασις» εἶναι περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά ἐπιβεβλημένη. «Σήμερον ὁ Ἰούδας – διώκτης τύρρανος, θεομάχος καί ναομάχος – καταλιμπάνει τόν Διδάσκαλον καί παραλαμβάνει τόν Διάβολον». Ἤδη ἔγινε. Ὅμως, «ἡμεῖς ἔχοντες σωτηρίαν τόν Χριστόν, Αὐτόν δοξάσωμεν». Ὁ θεομάχος καί ναομάχος τύρρανος «ρυπαρευθήτω ἔτι», σύν πάσῃ τῇ πομπῇ καί κουστωδίᾳ αὐτοῦ. Ἀλλά καί ὁ φιλόχριστος λαός «ἁγιωσύνην ποιησάτω ἔτι». «Ὁ ἔχων οὖς, ἀκουσάτω, τί τό Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις». Κι ἐμεῖς, μέ ταπείνωση, ἄς ἀπαντήσουμε: «Ἀμήν, ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ». Μέ αἰσθήματα χαρμολύπης
Μοναχός Νεκτάριος
Κελλίον Ἁγ. Νικολάου
Μπουραζέρη Μονῆς Χιλανδαρίου
ΑΓ. ΟΡΟΣ
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 222
Φεβρουάριος 2021