Πῶς νὰ μὴ ξαναμνημονέψεις τὰ παλιὰ τὰ ὀνόματα;

Πῶς νὰ μὴ ξαναμνημονέψεις τὰ παλιὰ τὰ ὀνόματα;

 

(Στοχασμοὶ ἑνὸς ἁπλοῦ ἐπαρχιώτη ἐφημερίου)

 

Εἶναι ἀλήθεια, πὼς μέσα στὸ χῶρο καὶ τὸν πάντιμο χορὸ τῆς    Ἱερωσύνης, ποὺ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ δεχόμαστε, πολλὰ εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα συγκινοῦν καὶ ἀγγίζουν τὰ βαθύτερα μέρη τῆς ψυχῆς. Πολλὰ καὶ ποικίλα. Τὰ ὁποῖα καὶ δὲν προσμετροῦνται, ὡστόσο, κάποια ἀπὸ αὐτὰ γίνονται βιώματα καὶ κατασκηνώνουν μιὰ γιὰ πάντα στὶς πλέον καλλιεργημένες περιοχὲς τοῦ εἶναι μας. Καὶ εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ δῶρα, ποὺ ἀναμφίβολα μᾶς προσφέρει ὁ Θεός, καθὼς Τὸν δοξολογοῦμε, τὸν ἱκετεύουμε, τὸν ἀναζητοῦμε μέσῳ τῶν Μυστηρίων Του, μέσῳ τῶν προσευχῶν μας, μέσῳ τοῦ μεγίστου καὶ λαμπροτέρου δωρήματος ποὺ μᾶς πρόσφερε: Ἐκεῖνο, δηλαδή, τῆς Θείας Λειτουργίας, ποὺ ὑψώνει τὴν ψυχή μας στὸν Οὐρανὸ καὶ στέλνει τὴν οὐράνια θαλπωρή Του σιμά μας.

Πόσοι καὶ πόσοι ἁγιασμένοι ἄνθρωποι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ δὲ στάθηκαν μὲ βουρκωμένο βλέμμα ἀπέναντι στὸ μεγαλεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας. Πόσοι καὶ πόσοι δὲν ἔνοιωσαν μέσα τους νὰ σκιρτᾶ ἡ ψυχή τους ἀπό ἀγαλλίαση καὶ Θεία τρυφερότητα, καθὼς ξετύλιγαν ὑπομονετικά, ταπεινὰ καὶ ἁγιασμένα, τὸ ἱερὸ εἰλητάριο τῆς Θείας Λειτουργίας. Προσφέροντας «τὰ πάντα καὶ διὰ πάντα»! Μυριάδες εἶναι ὅλοι αὐτοί, ποὺ μέσα στὸ βηματισμὸ τῶν αἰώνων, ἀπὸ τὴν πάνσεπτη ἐκείνη στιγμή, ποὺ στὸ εὐκατάνυκτο Ὑπερῶο διδάχτηκε καὶ προσφέρθηκε ἐκεῖνο τὸ μέγα τῆς Εὐχαριστίας Μυστήριο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ τώρα. Συνεχίζουν νὰ τὸ  παραδίδουν στοὺς ἴδιους καὶ σὲ ὅσους πιστούς. Νὰ παραδίδουν τὸν  Ἴδιο τὸν Κύριο, «Τὸν μελιζόμενον καὶ μὴ διαιρούμενον, τὸν πάντοτε ἐσθιόμενον καὶ μηδέποτε δαπανώμενον» Ἐκεῖνον, δηλαδή,  ποὺ «τοὺς μετέχοντας ἀγιάζει».  Μυριάδες!.. Πού οἱ Μορφές τους χάνονται στὶς φορτωμένες μνῆμες καὶ βιώματα, στοιβάδες τοῦ Χρόνου.

*   *   *

Ὅμως τὸ μέγα καὶ σημαντικὸ ἐρώτημα ποὺ ἀνεβαίνει στὸ νοῦ τοῦ κάθε συνειδητοῦ πιστοῦ εἶναι ἕνα: Γιατὶ ἀναφέρθηκαν στὸ γραφτὸ αὐτὸ τὰ ὀνόματα; Καὶ μάλιστα τὰ ὀνόματα ποὺ «μελετοῦμε» –τί ὅμορφη, στ’ ἀλήθεια λέξη καὶ σοφή. Λέξη, ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ρῆμα μέλομαι, ποὺ σημαίνει φροντίζω– στὴν ἱερὰ Πρόθεση. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, πὼς ὁ κάθε παπᾶς, ὁ κάθε κληρικός, τὴν παναγία ὥρα καὶ μυστικὴ τῆς θείας Προσκομιδῆς φροντίζει νὰ ἀκούσει ὁ Κύριος τὰ ὀνόματα ποὺ τοῦ διαβάζει. Καὶ γιὰ νὰ μὴν εἶναι ὅλα αὐτὰ μονάχα λόγια, ἀφήνει γιὰ τὸν καθένα καὶ ἕνα ψιχίο, ἕνα ψίχουλο δηλ. ἀπὸ τὸν Ἄρτο ποὺ Τοῦ προσφέρουμε, σὲ ἔνδειξη πὼς δὲν διαβάζεται μονάχα τὸ ὄνομά τοῦ κάθε πιστοῦ-ζῶντος ἤ κεκοιμημένου, ἀλλὰ προστίθεται σὲ αὐτὴν τὴν ἀνάγνωση καὶ ἡ πρακτική της μορφή: Ἡ διὰ τοῦ ψιχίου ἐκείνου θύμηση, μνημόνευση στὸν Κύριο, ὅτι πρέπει νὰ κοιτάξει καὶ Ἐκεῖνος «ἀπὸ θρόνου δόξης τῆς Βασιλείας Του» καὶ νὰ πληρώσει τὶς αἰτήσεις. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ὥρα τῆς ἱερᾶς Προσκομιδῆς γιὰ τὸν κάθε συνειδητὸ κληρικό, εἶναι μιὰ ἐπώδυνη χρονικὴ περίοδος, ἐπειδὴ δονεῖται ἀπὸ ἱερὸ δέος καὶ φόβο, μήπως καὶ δὲν πράττει τὰ ὅσα τελεῖ μὲ βαθύτατο σεβασμὸ ἀπέναντι σ’ αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ μνημονεύει, ἀπένατι δηλαδή σὲ αὐτοὺς ποὺ τοῦ τὰ ἐμπιστεύτηκαν, ὥστε νὰ τὰ παραδώσει στὸ Ἱερὸ Του Θυσιαστήριο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑπάρχουν φορές –ὄχι μιὰ ἤ δύο– στὴν πολυχρόνιο ἱερατική τοῦ κάθε ποιμένα πορεία, ποὺ μὲ πόνο ψυχῆς διαλέγει τὰ ὀνόματα, ποὺ τοῦ πρόσφεραν ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια οἱ ἐνορίτες του. Ἐπειδὴ ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς προβάλλεται τὸ μεγάλο ἐρώτημα μέσα του: Ποιὰ νὰ ἀφήσει καὶ ποιὰ νὰ μνημονέψει… Ποιὰ νὰ κάψει καὶ ποιὰ νὰ κρατήσει.. Ἰδοὺ ἕνα δίλημμα… Καὶ μέγιστο, μάλιστα. Ποὺ τὸ εἶχαν καὶ πολλοὶ ἅγιοι ἱερεῖς, ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς, ἐκεῖνος ὁ ἁπλὸς καὶ συνειδητὸς λειτουργός τοῦ Ὑψίστου. Γιὰ αὐτὸ καὶ μνημόνευε ὧρες καὶ ὧρες, σύμφωνα μὲ τοὺς βιογράφους Του. Ἀλλὰ τὸ δίλημμα μεγαλώνει ἀκόμα περισσότερο μέσα μας τὶς ἱερὲς μέρες τῶν δύο Ψυχοσάββατων, ὅπου μέγας ἀριθμὸς χαρτιῶν μαζεύονται μὲ ὀνόματα κεκοιμημένων, ποὺ τὸ καθένα κρύβει καὶ μιὰ δική του ἱστορία. Ναί, ἱστορία καὶ βιοτή. Γιατὶ ποιὸς τὸ ξέρει: Μπορεῖ νὰ βρίσκεται «μετὰ τῶν ἁγίων» – ὅπως εὐχόμαστε… Πῶς, λοιπόν, νὰ παραβλέψεις ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόματα; Πῶς νὰ τὰ ξεπεράσεις  χωρὶς δέος καὶ βαθειὰ συναίσθηση τοῦ τί πράττεις ἐκείνη τὴν ὥρα. Γιατὶ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς γνώρισες κάποτε καί ἀκόμα τοὺς θυμᾶσαι.

Στὸν ἐναρετο καὶ ἁγασμένο βίο τοῦ ὁσιακῶς τελειωθέντος παπα-Σάββα τοῦ Πνευματικοῦ, τὸν ὁποῖο βιογράφησε ἱεροπρεπῶς ὀ ἀείμνηστος Γέρων Χερουβεὶμ τῆς Ἱ. Μ. Παρακλήτου καὶ ἐξέδωσε τὸν βίο Του, ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς:

«Τὸ 1843, ἔγραφε, μοῦ ἔδωσαν ἀρκετά ὀνόματα γιὰ νὰ κάνω σαρανταλείτουργο. Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ τελοῦσα τὴν τελευταία λειτουργία, περιμένοντας τὸ Γέροντά μου νὰ πάρω καιρό, ἀποκοιμήθηκα ἀκουμπῶντας στὸ ἀναλόγιο καὶ εἶδα τὸ ἑξῆς ἀποκαλυπτικό ὅραμα: «Ἤμουν φορεμένος τὴν ἱερατικὴ στολὴ καὶ στεκόμουν μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, πάνω στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ Ἅγιος Δίσκος τῆς Λειτουργίας γεμάτος μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Βλέπω τότε ἄγγελο Κυρίου μὲ μορφή ἱερέως νὰ παίρνει τὸ χαρτί μὲ τὰ ὸνόματα ἀπό τὴν προσκομιδὴ καὶ νὰ πλησιάζει στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔβαλε τὸ χαρτί κοντά στὸν Ἅγιο Δίσκο, βουτάει τὴ λαβίδα στὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ σβήνει ἕνα ὄνομα καὶ πάλι βουτάει καὶ σβήνει, μέχρι ποὺ τελείωσαν ὅλα τὰ ὀνόματα καὶ καθάρισε τὸ χαρτί. Μετά τὴ Θεία Λειτουργία ἀνέφερα τὸ ὄνειρο στὸ Γέροντά μου καὶ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Ἐσύ δὲν εἶσαι ἄξιος γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες ἐκείνων ποὺ μνημόνευσες. Μὲ  τὴν πίστη ἔλαβαν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους». Αὐτὸ τὸ ὂνειρο εἶναι ἡ αἰτία ποὺ μνημονεύω τὰ ὀνόματα ὅλων» (παπά-Σάββας ὁ πνευματικός 1843).

Ἤ, γιὰ νὰ ξαναγυρίσουμε στὰ ὅσα τελοῦνται ἐκεῖνες τὶς ὄντως φριχτὲς στιγμές, θὰ χρειαστεῖ νὰ θυμίσουμε τὴν ἱερὴ πράξη τοῦ Λειτουργοῦ, ὅταν, λίγο πρὶν τὴ Θεία Μετάληψη τῶν πιστῶν ἐναποθέτει ἑντὸς τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου τὰ περισσεύματα τοῦ Ἀμνοῦ, τὶς Μερίδες τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἱ. Ταγμάτων καὶ  στὸ τέλος ρίπτει τὶς μερίδες τῶν μνημονευθέντων ζώντων καὶ κεκοιμημένων λέγοντας μὲ ἱερὴ κατάνυξη: 

«Ἀπόπλυνον, Κύριε, τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων Σου τῷ αἵματί Σου τῷ ἁγίω. Ἀμήν».

Ἀλήθεια, ὡραιότερη καὶ μὲ ἁγιοπνευμαντικὴ Χάρη γραμμένη εὐχή, ἔχει ξαναειπωθεῖ;

 

Σκόπελος                                                     π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Τεύχους 220

Δεκέμβριος 2020