Ὁ φιλελευθερισµός καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
Τόν προηγούµενο µήνα εἴχαµε ἀναφερθεῖ στό ἰδεολογικό ρεῦµα τοῦ φιλελευθερισµοῦ, τό ὁποῖο ἤδη τείνει νά καταστεῖ κυρίαρχο στήν Ἑλλάδα. Αὐτό συµβαίνει µέ ἀρκετή καθυστέρηση, δεδοµένου ὅτι, λόγῳ ἴσως τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Πίστης µας, εἴχαµε ὡς πλειοψηφία µιά σαφῆ προτίµηση σέ πολιτικές ἰδέες ἤ οἰκονοµικά συστήµατα, τά ὁποῖα τόνιζαν περισσότερο τήν ἔννοια τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, εἴτε αὐτά ἀνῆκαν στήν λεγόµενη «κοινωνική δεξιά», εἴτε στήν «ἀριστερά». Ἤδη, ὅµως, φαίνεται ὅτι, µετά τήν κατάρρευση τῶν σοσιαλιστικῶν καθεστώτων καί τή συνακόλουθη διάψευση τῶν σοσιαλιστικῶν ὁραµάτων καί µέ τήν στροφή τῶν νεώτερων γενεῶν πρός τόν ἀγγλοσαξωνικό κόσµο γιά σπουδές ἤ γενικότερα γιά ἄντληση κοσµοθεωριῶν καί στάσεων ζωῆς, ὁ φιλελευθερισµός ἀποκτᾶ ὅλο καί περισσότερο πεπεισµένους θιασῶτες.
Ὁ φιλελευθερισµός εἶναι, βέβαια, ἕνας εὐρύτερος ἰδεολογικός χῶρος µέ πολλές ἐπί µέρους τάσεις καί παραλλαγές, σέ βαθµό πού, ὅπως ἀναγνωρίζουν οἱ εἰδικοί, εἶναι δύσκολο νά δώσει κανείς ἕναν σαφῆ ὁρισµό, πού νά περιλαµβάνει ὅλες αὐτές τίς ἐπιµέρους κατευθύνσεις καί ἀποκλίσεις του. Πάντως, παρουσιάζει ἕνα παράδοξο ὡς ἰδεολογία: αὐτό-παρουσιάζεται ὡς ἡ ἰδανική λύση γιά τά ἀνθρώπινα προβλήµατα, ἀποτελεῖ, δηλαδή, µιά «οὐτοπία» καί ταὐτόχρονα συνδυάζει µέ αὐτή τήν στόχευση µιά «ρεαλιστική» καί ἴσως ἀκόµη καί «κυνική» εἰκόνα γιά τόν ἄνθρωπο. Τοῦτο, διότι γιά τούς φιλελεύθερους αὐτό πού διασφαλίζει περισσότερο ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο τήν συνεχῆ καί εὐθύγραµµη πρόοδο πρός τόν ἐπίγειο παράδεισο πού ἐπαγγέλλεται εἶναι ἡ «ἐγωϊστική φύση» τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ φιλελεύθερη ἀνθρωπολογία ὑποθέτει, δηλαδή, ὅτι αὐτό πού κινητοποιεῖ τίς δυνάµεις τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ὠθεῖ στήν πλήρη αὐτοπραγµάτωση, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο κίνητρο, εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τοῦ ἀτοµικοῦ του συµφέροντος. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς βαθύτατα ἐγωϊστικό ὄν ἐνεργοποιεῖται, µόνο ὅταν τοῦ ἐπιτραπεῖ νά ἐπιδιώξει τούς δικούς του σκοπούς. Διαφορετικά, ὅταν, δηλαδή, τοῦ τεθοῦν ἐµπόδια ἤ τοῦ ἐπιβληθοῦν ἔξωθεν ἄλλοι στόχοι, παραµένει ἀδρανής καί ὑπανάπτυκτος.
Ἴσως δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ «κυνική» ἀνθρωπολογία προβλήθηκε γιά πρώτη φορά καί ἔγινε εὐρέως ἀποδεκτή σέ χῶρες προτεσταντικές. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ προτεσταντισµός εἶναι αὐτός πού ὑποστήριξε ὅτι ὁ µετά-πτωτικός ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὄν βαθύτατα καί πλήρως διεφθαρµένο, ἕνα ὄν, τοῦ ὁποίου οἱ ἀρετές ἐντοπίζονται µόνο στήν ἐπιφάνεια τῆς συµπεριφορᾶς του, ὡς προσωπεῖα, πού ἐξωραΐζουν τίς βαθύτερες διαστροφές τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ἔτσι, δέν εἶναι παράλογο νά ὑποθέσει κανείς ὅτι οἱ πρῶτοι Ἀγγλοσάξωνες στοχαστές πού προέβαλαν φιλελεύθερες ἰδέες υἱοθέτησαν στήν πραγµατικότητα τήν ἀπαισιόδοξη αὐτή προτεσταντική ἀνθρωπολογία.
Ὅµως, τήν ἀπαισιόδοξη αὐτή ἀνθρωπολογία οἱ φιλελεύθεροι τήν συνδύασαν, παραδόξως, µέ µιά ὑπεραισιόδοξη καί µή ρεαλιστική φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας. Τοῦτο, διότι ὑπέθεσαν ὅτι οἱ ἐγωϊστικές ἐπιδιώξεις τῶν ἀνθρώπων, διασταυρούµενες καί ἀνταγωνιζόµενες στό πλαίσιο τῆς κοινωνίας, θά προωθήσουν στήν πραγµατικότητα καί ἀνεξαρτήτως προθέσεων τό «γενικό καλό». Τήν αἴσια αὐτή ἔκβαση τήν ἐµπιστεύθηκαν ἀξιωµατικά οἱ φιλελεύθεροι στήν δράση τῆς «ἀόρατης χειρός», ἑνός παράγοντα ἀδιευκρίνιστου χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος φαίνεται στό ἰδεολογικό τους πλαίσιο νά ὑποκαθιστᾶ τόν ρόλο τῆς Θείας Πρόνοιας.
Ο Αdam Smith, ὁ περίφηµος φιλελελεύθερος οἰκονοµολόγος ἀπό τή Σκωτία θά γράψει σχετικά: «Τό ἄτοµο… µέ τό νά διευθύνει τήν ἐπιχείρησή του µέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἡ παραγωγή της νά ἔχει τήν µεγαλύτερη δυνατή ἀξία, ἀποβλέπει µόνο στό δικό του κέρδος, καί καθοδηγεῖται σέ αὐτό, ὅπως καί σέ πολλές ἄλλες περιπτώσεις, ἀπό ἕνα ἀόρατο χέρι γιά νά προωθήσει τήν ἐπίτευξη ἑνός σκοποῦ, τόν ὁποῖο, ὅµως, δέν εἶχε τήν πρόθεση νά ἐπιτύχει… Μέ τό νά ἐπιδιώκει τό δικό του συµφέρον συχνά προωθεῖ ἐκεῖνο τῆς κοινωνίας περισσότερο ἀποτελεσµατικά, ἀπό ὅταν προτίθεται πραγµατικά νά τό προωθήσει». Καί ἀκόµη: «Δέν προσδοκοῦµε τό δεῖπνο µας βασιζόµενοι στήν καλή θέληση τοῦ χασάπη, τοῦ ζυθοποιοῦ ἤ τοῦ φούρναρη, ἀλλά στήν ἀντίληψή τους γιά τό τί τούς συµφέρει. Ἀπευθυνόµαστε ὄχι στόν ἀνθρωπισµό τους, ἀλλά στήν φιλαυτία τους καί ποτέ δέν τούς µιλᾶµε γιά τίς δικές µας ἀνάγκες, ἀλλά γιά τό δικό τους ὄφελος..».
Ἡ βασική αὐτή ἰδέα εἶχε µεγάλη ἀπήχηση στά νοµικά συστήµατα τῶν εὐρωπαϊκῶν χωρῶν. Γιά παράδειγµα, στόν Ἀστικό µας Κώδικα καθιερώνεται ἡ γενική ἀρχή τῆς «ἐλευθερίας τῶν συµβάσεων». Σύµφωνα µέ αὐτή, κάθε –δικαιοπρακτικῶς ἱκανό–πρόσωπο ἔχει τήν ἐλευθερία νά καταρτίσει µιά σύµβαση, ἐπιλέγοντας τόν ἀντισυµβαλλόµενό του καί καθορίζοντας ἐλεύθερα τούς ὅρους της, πού, ὡς ἀπό κοινοῦ συµφωνηµένοι, δεσµεύουν τά συµβαλλόµενα µέρη καί εἶναι, περαιτέρω, ἐξαναγκαστοί, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι, σέ περίπτωση πού παραβιαστοῦν, εἶναι δυνατή ἡ προσφυγή στά δικαστήρια, τά ὁποῖα ἔχουν τήν δικαιοδοσία νά ἐπιβάλλουν τήν ἐφαρµογή τῶν ὅρων αὐτῶν.
Οἱ φιλελεύθεροι νοµικοί διδάσκουν σχετικά ὅτι τά ἀντισυµβαλλόµενα µέρη ἔχουν ἀντίθετα ἀτοµικά συµφέροντα καί, ἐπιπροσθέτως, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται καµιά κρατική παρέµβαση στό περιεχόµενο τῶν ὅρων τῆς σύµβασης. Γιά παράδειγµα σέ µιά πώληση, ὁ πωλητής ἔχει τό –θεµιτό καί καταξιωµένο ἀπό τήν νοµική καί οἰκονοµική θεωρία– συµφέρον νά ὑψώσει τό τίµηµα, ὁ δέ ἀγοραστής νά τό µειώσει, ἐνῶ σέ µιά σύµβαση ἐργασίας ὁ ἐργοδότης ἔχει συµφέρον νά αὐξήσει τίς ὧρες ἐργασίας καί νά µειώσει τόν µισθό, ὁ δέ ἐργαζόµενος ἔχει, ἀντίστροφα, τό συµφέρον νά µειώσει τίς ὧρες ἐργασίας του καί νά αὐξήσει τόν µισθό του. Ὅµως, αὐτό πού πρέπει νά ἰσχύσει τελικῶς γιά τούς φιλελεύθερους εἶναι αὐτό πού θά συµφωνηθεῖ καί µόνο. Κανείς, οὔτε κἄν τά κρατικά ὄργανα, δέν ἔχει τό δικαίωµα νά παρέµβει γιά νά ἀλλάξει τά συµφωνηθέντα, θεσπίζοντας, γιά παράδειγµα, κατώτατες ἤ ἀνώτατες τιµές πώλησης ἤ νόµιµα ὡράρια ἐργασίας ἤ κατώτατο µισθό, προκειµένου νά προστατεύσει τό ἀδύνατο µέρος σέ κάθε συµφωνία. Εἶναι δέ ἰδιαιτέρως χαρακτηριστική τοῦ πνεύµατος τῆς ἐποχῆς µας, ἡ τάση τῆς λεγόµενης «de-regulation» («ἀπό-ρύθµιση», ὅπως ἔχει καθιερωθεῖ νά λέγεται), στό πλαίσιο τῆς ὁποίας καταργοῦνται προστατευτικές ρυθµίσεις τοῦ ἐργατικοῦ δικαίου σχετικά µέ τά ὡράρια ἐργασίας καί τούς µισθούς τῶν ἐργαζοµένων. Μέ τίς καταργήσεις αὐτές, ἀφήνεται ἐλεύθερο τό πεδίο στό παιγνίδι τῶν ἀτοµικῶν συµφερόντων, ἀπό τό ὁποῖο προσδοκᾶται –ἀνεδαφικά– ὅτι θά προκύψει τό γενικό ὄφελος, ἀφοῦ κάθε ἐπιµέρους ἄτοµο, ὄντας ἄλλως ἀπροστάτευτο, θά κινητοποιήσει στό ἔπακρο τίς δυνάµεις του γιά νά ἐπιβιώσει καί νά αὐτοπραγµατωθεῖ.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στό παρελθόν προβλήθηκε περισσότερο ὁ ἀντί-χριστιανικός χαρακτῆρας τῆς µαρξιστικῆς-λενινιστικῆς θεωρίας, ἐπειδή αὐτή ἀποτελοῦσε τόν πιό ἄµεσο πολέµιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅµως, ἀπό ὅσα ἐκτέθηκαν, πιστεύουµε ὅτι προκύπτει πώς ἡ φιλελεύθερη θεωρία συνιστᾶ µιά σαφῆ ἀντιστροφή τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγµατος.
Εἶναι γνωστή ἡ κλασσική ταξινόµηση τῶν κακιῶν, στήν ὁποία προέβησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σύµφωνα µέ τήν ὁποία ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν. Ἀπό αὐτήν προέρχεται ἡ φιλαργυρία, ἡ φιλοδοξία καί ἡ φιληδονία, µέ τά ἀναρίθµητα παρακλάδια τους, τά ὁποῖα ὁδηγοῦν στήν καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τόν ἀληθῶς ρεαλιστή Ἅγιο Μάξιµο Ὁµολογητή, γιά παράδειγµα, «ἀπό τήν φιλαυτία γεννιέται ἡ τυραννία ἐπί τῶν ὁµοφύλων µας ἀνθρώπων» (Περί Θεολογίας Ἑκατοντάς Τρίτη, λα΄). Ὅµως, ὁ βολικός φιλελευθερισµός διδάσκει ἀκριβῶς τό ἀντίστροφο: ὅτι ἡ φιλαυτία καί ἡ φιλαργυρία δέν πρέπει νά µᾶς ἀνησυχοῦν, ἀφοῦ συµβάλλουν, περισσότερο µάλιστα ἀπό τήν ἐνάρετη συµπεριφορά, στό «κοινό καλό» καί τελικῶς στόν ἐπίγειο παράδεισο. Ἀκόµη, γιά τόν Ἅγιο Μάξιµο, «οὐκ ἔχοµεν πρός γένεσιν κακίας φυσικήν δύναµιν» (Περί Θεολογίας Ἑκατοντάς Τρίτη, οε΄) καί «τό παρά φύσιν πάθος ἀνύπαρκτον καί ἀδρανές» (Περί Θεολογίας Ἑκατοντάς Τρίτη, οζ΄). Ὅµως, γιά τόν φιλελευθερισµό ἡ φιλαυτία εἶναι, ἀντιθέτως, τό πιό δραστικό καί τό πιό ἀποτελεσµατικό κίνητρο πού µπορεῖ κανείς νά ἀξιοποιήσει στή ζωή του, προκειµένου νά «ἐπιτύχει», νά «ἀριστεύσει».
Γιά νά φανεῖ, ὅµως, ἐν συνόψει ἔστω, ἡ διαφορά πού χωρίζει τόν φιλελευθερισµό ἀπό τό Χριστιανικό ἦθος, θά παραθέσουµε δύο ἀποσπάσµατα ἀπό τούς «Ὅρους κατά πλάτος καί κατ’ ἐπιτοµήν» τοῦ «κατακοσµήσαντος τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων» Μεγάλου Βασιλείου, τά ὁποῖα ἀρκοῦν ἀντί πολλῶν ἄλλων γιά νά καταδείξουν τό ἀσυµβίβαστο τοῦ Χριστιανισµοῦ πού διδάσκει, ἀντίστροφα ἀπό τόν φιλελευθερισµό, ὅτι «ὁ φιλῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν» καί ὅτι «ὁ µισῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσµῳ τοῦτο εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν».
Στό πρῶτο ἀπό αὐτά περιλαµβάνεται ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου στήν ἐρώτηση «µέ ποιό σκοπό καί µέ ποιά διάθεση πρέπει νά ἐργάζονται οἱ ἐργαζόµενοι» καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐκεῖνο λοιπόν πρέπει νά ξέρει κανείς, ὅτι ὁ ἐργαζόµενος ὀφείλει νά ἐργάζεται ὄχι γιά νά ὑπηρετεῖ µέ τά ἔργα του τίς δικές του ἀνάγκες, ἀλλά γιά νά ἐκπληρώσει τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, πού εἶπε «ἐπείνασα καί ἐδώκατέ µοι φαγεῖν» καί τά ἑξῆς. Διότι τό νά µεριµνᾶ κανείς ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι τελείως ἀπαγορευµένο ἀπό τόν Κύριο…Σκοπός λοιπόν πού πρέπει νά τίθεται κατά τήν ἐργασία εἶναι ἡ ἐξυπηρέτηση ἐκείνων πού ἔχουν ἀνάγκη καί ὄχι ἡ δική του ἀνάγκη. Ἔτσι θά ἀποφύγει κανείς καί τήν κατηγορία ὅτι εἶναι φίλαυτος καί θά λάβει τήν εὐλογία τῆς φιλαδελφίας ἀπό τόν Κύριο…» (Ὅροι κατά πλάτος, Ἐρώτησις ΜΒ΄).
Τό δεύτερο ἀπόσπασµα περιλαµβάνει τήν ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου στό ἐρώτηµα: «ὅταν µιά µοναστική ἀδελφότητα συναλλάσσεται µέ µιά ἄλλη, πρέπει νά φροντίζει γιά τήν πρέπουσα τιµή τοῦ ἀντικειµένου τῆς συναλλαγῆς;» καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἔχουµε διδαχθεῖ νά µοιραζόµαστε τά ἀγαθά µεταξύ µας ἀνάλογα µέ τίς ἀνάγκες µας, σύµφωνα µέ αὐτό πού γράφηκε: τό ὑµῶν περίσσευµα εἰς τό ἐκείνων ὑστέρηµα καί τό ἐκείνων περίσσευµα εἰς τό ὑµῶν ὑστέρηµα, ὅπως γένηται ἰσότης. Ἐάν πάντως συµβεῖ νά ὑπάρξει τέτοια ἀνάγκη, πρέπει ὁ ἀγοραστής νά προσέξει περισσότερο ἀπό τόν πωλητή, µήπως καί τοῦ δώσει χαµηλότερο τίµηµα. Καί οἱ δύο δέ (ὁ ἀγοραστής καί ὁ πωλητής) ἄς θυµοῦνται ἐκεῖνον πού εἶπε: δέν εἶναι καλό νά ζηµιώνει κανείς ἄνδρα δίκαιο» (Ὅροι κατ’ ἐπιτοµήν, Ἐρώτησις ΣΠΕ΄).
Ἀρκεῖ, πιστεύουµε, νά ἀντιπαραβάλλει κανείς τά ἀποσπάσµατα αὐτά µέ ὅσα προαναφέρθηκαν γιά τίς βασικές ἰδέες τοῦ φιλελευθερισµοῦ γιά νά διαπιστώσει τό ἀγεφύρωτο χάσµα πού χωρίζει τό Χριστιανικό ἀπό τό φιλελεύθερο ἦθος. Κάτι τέτοιο θά ἦταν ἰδιαιτέρως χρήσιµο στήν ἐποχή µας, ὅπου πολλοί ἀκόµη στή χώρα µας, φαίνεται νά διατηροῦν, ἴσως ἀπό «κεκτηµένη ταχύτητα» τήν πεποίθηση ὅτι εἶναι δυνατόν οἱ δύο αὐτές κοσµοθεωρίες νά συµβιβαστοῦν!
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 220
Δεκέμβριος 2020